Βιβλιο

Στέφανος Τραχανάς

Ο εμπνευστής των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης μιλάει στην A.V.

4835-79724.jpg
Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 495
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
76084-169447.jpg

Eίναι δύσκολο να γράψεις ένα βιβλίο που καταπιάνεται με έννοιες που αποτελούν πρόκληση για τη διάνοια του μέσου ανθρώπου και αυτό να είναι κατανοητό και ευκολοδιάβαστο. Ο καθηγητής στο Φυσικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης Στέφανος Τραχανάς το καταφέρνει εξαιρετικά στο σύντομο αλλά πυκνό, επιστημονικό, φιλοσοφικό βιβλίο του «Το Φάντασμα της Όπερας». Πρόκειται για μια αλληγορία. Όπως στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Λερού οι θεατές θαυμάζουν και απολαμβάνουν τις δημιουργίες του ιδιοφυούς παραμορφωμένου συνθέτη δίχως να είναι αναγκασμένοι να αντικρίζουν το πρόσωπο του, έτσι, μας εξηγεί, η επιστήμη, ως άλλο φάντασμα της όπερας, κυβερνά τον κόσμο από το «υπόγειο» με τους θεμελιώδεις νόμους του μικρόκοσμου (το φάντασμα στη φύση) αλλά και ως κοινωνικός θεσμός (το φάντασμα στον πολιτισμό). Ιδρυτικό μέλος και σήμερα πρόεδρος της εκδοτικής επιτροπής των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, μίλησε στην A.V. με αντιδογματικό πνεύμα, υπερασπιζόμενος το δικαίωμα να αμφιβάλλουμε και την υποχρέωση να σκεφτόμαστε ελεύθερα.

Η αρχή της απροσδιοριστίας μάς διαβεβαιώνει ότι είναι αδύνατον να ξέρω με απόλυτη ακρίβεια τη θέση του τελευταίου μορίου του μολυβιού που χρησιμοποιώ για να γράψω την ερώτηση αυτή. Κατά πόσο λοιπόν νομιμοποιούμαστε να μιλάμε με βεβαιότητα για τις «επιστημονικές» λύσεις που προτείνουμε σε μια σειρά από συνθετότερα προβλήματα (κοινωνικά, οικονομικά κ.λπ.);

Έχετε δίκιο. Πράγματι δεν μπορώ να ξέρω με απόλυτη ακρίβεια πόσο μεγάλο είναι το μολύβι σας, επειδή τα μόρια που βρίσκονται στη «μύτη» του είναι σε διαρκή «αναταραχή», σ’ ένα συνεχές «χοροπηδητό», οπότε δεν μπορώ να γνωρίζω ποια ακριβώς είναι τα όρια της μύτης του μολυβιού κάθε στιγμή. Όμως αυτό το ασίγαστο «τρεμούλιασμα» των μορίων, ενώ είναι πολύ σημαντικό στον ατομικό μικρόκοσμο, είναι τελείως ασήμαντο στο δικό μας κόσμο των μακροσκοπικών αντικειμένων. Στην περίπτωση του μολυβιού σας, παραδείγματος χάριν, το «χοροπήδημα» των μορίων στη μύτη του προκαλεί ένα σφάλμα στο μήκος του ίσο περίπου με το μέγεθος ενός μορίου, δηλαδή περίπου ίσο με το ένα δέκατο του δισεκατομμυριοστού του μέτρου! Νομίζω ότι μπορείτε να… ζήσετε μ’ αυτή την απροσδιοριστία! Και –κυρίως– να συνεχίσετε να γράφετε! Όσο για τη δυνατότητά μας να είμαστε βέβαιοι για τις «επιστημονικές» λύσεις που προτείνουμε σε ζητήματα πιο σύνθετα απ’ ό,τι το μήκος του… μολυβιού, αυτή σίγουρα δεν υπονομεύεται από την αρχή της αβεβαιότητας αλλά από την εγγενή πολυπλοκότητα που έχουν τα κοινωνικά και ανθρώπινα ζητήματα. Μακάρι να ήταν η αρχή της αβεβαιότητας εκείνη που μας εμποδίζει να ξέρουμε με ακρίβεια πότε θα αρχίσει η περίφημη… ανάπτυξη στη χώρα. Αν ήταν έτσι, τότε το σφάλμα στον προσδιορισμό της χρονικής στιγμής που θα συμβεί το… θαύμα θα ήταν ίσως και μικρότερο από ένα δισεκατομμυριοστό του δευτερολέπτου! Ενώ εμείς εδώ συζητάμε αν το «θαύμα» θα γίνει φέτος, του χρόνου, σε πέντε χρόνια ή … ποτέ!

Χωρίς την αρχή της αβεβαιότητας, όπως εξηγείτε στο πρώτο κεφαλαίο του βιβλίου σας, θα ήταν αδύνατον να υπάρξει ο κόσμος όπως τον γνωρίζουμε. Πρέπει να καταλήξουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι κάποιος επέβαλε στον κόσμο την αρχή της απροσδιοριστίας έτσι ώστε να υπάρξει το σύμπαν; Ή μήπως επειδή το αποτέλεσμα της μεγάλης έκρηξης συνδέθηκε τυχαίω τω τρόπω με την αρχή της αβεβαιότητας, τελικά η μεγάλη έκρηξη οδήγησε σε ένα σύμπαν; Μπορεί δηλαδή η επιστήμη να συνεισφέρει στον προβληματισμό περί ύπαρξης Θεού;

Όποιος θέλει «σώνει και καλά» να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού με «επιστημονικό» τρόπο, μπορεί πράγματι να κάνει το συλλογισμό που λέτε. Αφού η αρχή της αβεβαιότητας είναι υπεύθυνη –αυτό δείχνω στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου μου– για όλες τις βασικές προϋποθέσεις που κάνουν δυνατή την ανάδυση της ζωής στο σύμπαν, τότε –δεν… μπορεί– κάποιος πρέπει να τη σκέφτηκε και να την επέβαλε στο φυσικό κόσμο ως τη θεμελιώδη του αρχή. Και ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι αυτός από το «μεγάλο σχεδιαστή», δηλαδή τον Θεό; Ο συλλογισμός αυτός είναι σίγουρα λογικός –βρίσκεται μάλιστα στον πυρήνα της κλασικής θεολογίας που ταυτίζει τον Θεό με το «πρώτο κινούν»–, δεν είναι όμως επιστημονικός συλλογισμός γιατί το συμπέρασμα δεν μπορεί να υποβληθεί σε εμπειρικό έλεγχο, αφού ο Θεός είναι –εξ ορισμού– πέρα και έξω από τη φύση. Ας το πάρουμε απόφαση. Η επιστήμη έχει πολύ ταπεινότερη αποστολή από το να συμβάλει στον περί Θεού προβληματισμό μας. Η επιστήμη ασχολείται μόνο μ’ εκείνα τα «κατώτερα πράγματα» που μπορούν να αποδειχθούν αληθή ή ψευδή με εμπειρικό τρόπο. Ο Θεός σίγουρα δεν είναι τέτοιο «πράγμα» κι επομένως οι περί Θεού συζητήσεις είναι έξω από τα όρια της επιστήμης. Ευτυχώς για την επιστήμη, θα έλεγα, γιατί τότε θα σφάζονταν και οι επιστήμονες μεταξύ τους όπως συνήθως κάνουν οι πιστοί και τα ιερατεία των διαφόρων θρησκειών σ’ όλη την ανθρώπινη ιστορία. Όσο πιο μακριά κρατιέται λοιπόν η επιστήμη από τα θεολογικά ζητήματα τόσο το καλύτερο για την επιστήμη και τη… θεολογία!

image

Όπως λέτε στο βιβλίο σας, η ανθρωπότητα συνειδητοποίησε το μαθηματικό χαρακτήρα του φυσικού νόμου εξασφαλίζοντας έτσι την αδιαμφισβήτη ισχύ του. Ο επιστημονικός νόμος μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο μέσα στο πλαίσιο της επιστημονικής μεθόδου και μόνο αν εφαρμόστηκαν τα «σωστά» επιστημονικά πρωτόκολλα. Πώς συμβιβάζεται αυτή η διάσταση της επιστήμης με τη θέση σας ότι η κινητήρια δύναμη της επιστημονικής δημιουργικότητας είναι η έλλειψη βεβαιότητας, η απουσία δογματισμού; Αν είναι έτσι γιατί οι ίδιοι οι επιστήμονες μιλούν πάντα με απόλυτη βεβαιότητα για τα επιτεύγματα της επιστημονικής τους δράσης και αντί να αναδείξουν τον αντιδογματισμό της επιστήμης αναδεικνύουν τη βεβαιότητα;

Βάλατε πολλά –και ενδιαφέροντα– θέματα μαζί και θα… δυσκολευτώ να σας απαντήσω. Ας αρχίσω από το τέλος. Ρωτάτε: Γιατί οι επιστήμονες μιλούν με βεβαιότητα για τα επιτεύγματα της επιστήμης τους αντί να αναδεικνύουν το αντιδογματικό της πνεύμα; Προτείνω να μιλήσουμε μόνο για τους σοβαρούς επιστήμονες και να αγνοήσουμε τους τακτικούς θαμώνες μυστικιστικών εκπομπών και διαδικτυακών καφενείων που αυτοί, δυστυχώς, διαμορφώνουν τη δημόσια εικόνα της επιστήμης σήμερα. Ιδίως στη χώρα μας. Οι σοβαροί επιστήμονες λοιπόν μιλάνε με βεβαιότητα μόνο για ζητήματα πάνω στα οποία η επιστήμη τους έχει οριστικά αποφανθεί και δεν αποτελούν πλέον αντικείμενο διαμάχης. Ας πούμε, για ζητήματα όπως το ηλιοκεντρικό σύστημα ή η θεωρία της εξέλιξης. Αρνούνται όμως να δώσουν μονοσήμαντες απαντήσεις σε θέματα που δεν έχουν διαλευκανθεί πλήρως και η επιστημονική διαμάχη γύρω απ’ αυτά συνεχίζεται. Μην περιμένετε, παραδείγματος χάριν, από ένα σοβαρό επιστήμονα, που γνωρίζει το θέμα, να σας δώσει μονοσήμαντη απάντηση –και, πολύ περισσότερο, να σας απαντήσει μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι– στο ερώτημα αν η πυρηνική ενέργεια είναι καλή ή κακή. Αυτό που θα σας πει είναι τα υπέρ και τα κατά –αλλά και τα ζητήματα που παραμένουν αδιευκρίνιστα– και το πολύ να σας εκφράσει τη δική του προτίμηση προς τη μία ή την άλλη πλευρά της διαμάχης. Προσθέτοντας ενδεχομένως και τούτο: Ότι η απόφανση στα ζητήματα αυτά δεν είναι αποκλειστικά επιστημονικό πρόβλημα αφού υπεισέρχονται και σοβαρά ηθικά ερωτήματα, όπως π.χ. το τι βάρος δίνουμε στις επιπτώσεις των δικών μας σημερινών αποφάσεων στις επόμενες γενιές. Το πρόβλημα της διαχείρισης των πυρηνικών αποβλήτων –που οι επιπτώσεις τους εκτείνονται σε χιλιάδες χρόνια από τώρα– είναι ακριβώς ένα τέτοιο ζήτημα που δεν επιδέχεται «χαζοχαρούμενες», καθαρά τεχνοκρατικές ή καθαρά πολιτικές, απαντήσεις. Προτείνω λοιπόν στους αναγνώστες μας να εμπιστεύονται περισσότερο τους επιστήμονες που μιλούν με μετρημένο τρόπο πάνω σε σύνθετα ζητήματα –εκφράζοντας ακόμα και επιφυλάξεις ή αμφιβολίες, και πάντως όχι απόλυτη βεβαιότητα, για την άποψή τους– και πολύ λιγότερο εκείνους που κραδαίνουν βεβαιότητες ή χρησιμοποιούν καταγγελτικό λόγο για να στιγματίσουν τη διαφορετική άποψη. Αυτούς πρέπει να τους βλέπει κανείς περισσότερο ως πολιτικούς ή εκπροσώπους ομάδων συμφερόντων παρά ως επιστήμονες.

Σε τι έγκειται λοιπόν ο αντιδογματισμός της επιστήμης τον οποίο χαρακτηρίζετε ως μια θεμελιώδη κατάκτηση του ανθρώπινου πολιτισμού;

Έγκειται σ’ αυτό το «πνεύμα της αμφιβολίας» που ανέφερα παραπάνω. Ότι σε ζητήματα όπου δεν έχουμε ακόμα επαρκή δεδομένα για να αποφανθούμε με κάποια βεβαιότητα –έστω προσωρινή– πρέπει να είμαστε διαρκώς ανοιχτοί στο ενδεχόμενο να έχουμε κάνει λάθος. Πηγαίνοντας ένα βήμα πιο πέρα, θα έλεγα ότι η αντιδογματική στάση απέναντι στα πράγματα μας επιβάλλει να βάζουμε τα γεγονότα πάνω από τις γνώμες και τις πεποιθήσεις μας κι όχι το αντίθετο. Το αντιδογματικό πνεύμα –αυτό που θα ’πρεπε να καλλιεργεί μια πραγματικά επιστημονική παιδεία– δεν αναγνωρίζει απόλυτες αλήθειες που εξαιρούνται από την υποχρέωση να υποβάλλονται σε εμπειρικό έλεγχο. Στη δημοκρατική «πολιτεία των ιδεών» τέτοιες «ευγενείς αλήθειες» δεν είναι αποδεκτές. Όλα είναι υπό δοκιμήν. Η μόνη αυθεντία είναι η εμπειρική πραγματικότητα. Αντιλαμβάνεστε όμως ότι μια τέτοια «αυθάδης» πνευματική στάση δεν είναι πολύ δημοφιλής σε όλα τα δογματικά συστήματα –θρησκευτικά, ιδεολογικά, πολιτικά και άλλα– και τα «ιερατεία» που τα διακονούν. Γι’ αυτό και η επιστήμη είναι κάτι σαν το «φάντασμα της όπερας» στον πολιτισμό μας. Απολαμβάνουμε τη «μουσική», τα «προϊόντα» της επιστήμης δηλαδή, αλλά το αληθινό της πρόσωπο –το θεμελιώδη αντιδογματισμό της– αρνούμαστε να το αντικρίσουμε. Ας μένει καλύτερα στο… υπόγειο. Όμως γι’ αυτό δεν φταίνε μόνο τα «ιερατεία» που ανέφερα πριν. Φταίει κι ένα μεγάλο μέρος της επιστημονικής κοινότητας –ιδίως των τελευταίων δεκαετιών– που έχει πλήρως παραιτηθεί από την ευρύτερη παιδευτική αποστολή της επιστήμης, όπως την οραματίστηκε ο διαφωτισμός και η μεγάλη πνευματική παράδοση που δημιούργησε.

Αναδεικνύετε στο βιβλίο σας με την αναφορά στο Two cultures του Snow το θέμα του επιστημονικού αναλφαβητισμού, ο οποίος πλέον δεν ενοχλεί κανέναν στην κοινωνία μας. Είναι προφανές ότι η απάντηση σε αυτό δεν μπορεί να έρθει με την εντατικοποίηση της επίλυσης ασκήσεων φυσικής και μαθηματικών στο σχολείο. Πού κατά τη γνώμη σας πρέπει να εστιάσουμε τις προσπάθειες του εκπαιδευτικού μας συστήματος για να διασφαλίσουμε ότι η επιστήμη θα αποτελεί καταστατικό στοιχείο του σώματος γνώσεων του εγγράμματου πολίτη;

Αρχίζω ξανά από το τέλος. Η επίλυση ασκήσεων, που λέτε, δεν είναι κακή από μόνη της. Έχει να κάνει περισσότερο με το «πνεύμα» αυτών των ασκήσεων που οι περισσότερες είναι τελείως «στημένες» και εμπεδώνουν στους μαθητές –και τελικά σ’ όλη την κοινωνία– την απωθητική εντύπωση ότι η επιστήμη δεν είναι παρά μια διεστραμμένη ασκησιολογία που έχει τελείως αποκοπεί από τον πραγματικό κόσμο «εκεί έξω». Αυτόν τον υπέροχο πραγματικό κόσμο που περιμένει να γοητευτούμε απ’ αυτόν και να μας κινηθεί η περιέργεια να τον καταλάβουμε. Κι αν αυτή η «φλόγα» ανάψει, τα υπόλοιπα είναι… εύκολα. Απ’ αυτή τη «φλόγα» ξεκίνησε κάποτε –σε τούτη δω τη χώρα– η περιπέτεια της επιστημονικής κατανόησης του κόσμου και αυτή τη «φλόγα» θα πρέπει να φροντίζει να ανάψει ένα καλό σχολείο πάνω απ’ όλα. Όχι να σου γεμίσει το μυαλό με απαντήσεις σε ανερώτητα ερωτήματα, αλλά να σε μάθει να ρωτάς και να έχεις την περιέργεια να μάθεις την απάντηση. Το «άναμμα της φλόγας» είναι λοιπόν το στοίχημα για ένα εκπαιδευτικό σύστημα κι όχι το «σώμα των γνώσεων» που θα σου φορτώσει στο… σκληρό δίσκο. Γνώσεις που έτσι κι αλλιώς θα έχουν παλιώσει σε λίγα χρόνια. Δεν είναι όμως καθόλου εύκολος στόχος, εκτός των άλλων διότι δεν είναι καν επιθυμητός απ’ όλους. Ίσως και για τους λόγους που υπαινίχθηκα προηγουμένως. Τους πολίτες που έχουν ενστερνιστεί τον επιστημονικό τρόπο σκέψης –και χρειάζονται γεγονότα για να πειστούν κι όχι κηρύγματα– δεν νομίζω ότι τους θέλουν πολλοί. Είναι μάλλον ανεπιθύμητο είδος.

Στο σημείο όπου προβάλλετε τη συνεισφορά της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας στη σύγχρονη επιστήμη, αναφέρετε ότι αυτή η πολύτιμη συνεισφορά είναι κληρονομιά όχι των κατοίκων του τόπου ούτε των ομιλούντων τη γλώσσα, αλλά οποιουδήποτε μπορεί να πάει αυτή τη συνεισφορά παραπέρα και να την καταστήσει εργαλείο διερεύνησης των μυστηρίων του κόσμου. Μπορούμε να πούμε ότι με αυτή σας τη θέση γκρεμίζεται ο εθνικός μύθος περί περιούσιου λαού, ο οποίος στο όνομα του έργου των προγόνων του δικαιούται να διεκδικεί τα πάντα;

Δεν μπορώ παρά να προσυπογράψω αυτά που λέτε προσθέτοντας μόνο τούτο: Ότι η ελληνική κληρονομιά στην επιστήμη (και όχι μόνο) είναι ευθύνη, δεν είναι προνόμιο. Κι αν την επικαλούμαστε όχι για να εμπνευστούμε απ’ αυτήν και να την πάμε πιο πέρα, αλλά για να… ψηλώσουμε εμείς οι ίδιοι, μάλλον σαν ξεπεσμένοι κληρονόμοι θα μοιάζουμε παρά οτιδήποτε άλλο. Τα παρόμοια παραδείγματα είναι πολλά και αξίζει να τα σκεφτούμε για λίγο. Ας αφήσουμε λοιπόν τις αυτιστικές θεωρίες μας για τον προνομιούχο λαό που είμαστε κι ας στρωθούμε στη δουλειά, μήπως και ανακτήσει κάποτε η χώρα μας λίγη από τη χαμένη αξιοπρέπειά της.

Μία σειρά από προβλήματα του πολιτισμού μας συνδέονται άμεσα με την τεχνολογική εξέλιξη. Από τη ρύπανση του περιβάλλοντος μέχρι την εκτίναξη της ανεργίας λόγω της κρίσης υπερπαραγωγής, τα προβλήματα της κοινωνίας μας αναζητούν λύση στην παραπέρα εξέλιξη της τεχνολογίας και της επιστήμης. Είναι κάτι τέτοιο εφικτό από τη στιγμή που τα προβλήματα αυτά δημιουργήθηκαν από την ίδια δραστηριότητα στην οποία εναποθέτουμε τις ελπίδες μας;

Θα συμφωνήσω μαζί σας ότι η επιστήμη –από τον Γαλιλαίο και μετά– υπήρξε πράγματι η κινητήρια δύναμη μιας τεχνολογικής εξέλιξης που άλλαξε τον ανθρώπινο πολιτισμό όσο τίποτε άλλο στην ανθρώπινη ιστορία μέχρι τώρα. Και είμαστε ακόμα στην αρχή αυτού του παλιρροϊκού κύματος που μοιάζει σαν να έχει πλέον αυτονομηθεί από το δημιουργό του και να αλλάζει τον κόσμο γύρω μας πολύ ταχύτερα απ’ ό,τι μπορούμε να προσαρμοστούμε σ’ αυτόν. Είναι φανερό λοιπόν ότι ο ανθρώπινος πολιτισμός πλησιάζει σ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι της ιστορίας του όπου ο κίνδυνος μιας μεγάλης καταστροφής –πυρηνικής, οικολογικής ή άλλης– δεν θα είναι ένα κινηματογραφικό σενάριο αλλά ένα ανοιχτό ενδεχόμενο. Κι αυτό που θα χρειαστούμε τότε –δηλαδή τώρα– δεν θα είναι περισσότερη επιστήμη αλλά λίγο περισσότερη σοφία. Ας πούμε λίγη από τη σοφία του παραδοσιακού ανθρώπου που δεν έχει χάσει ακόμα εκείνο το βαθύ αίσθημα της ιερότητας απέναντι στη φύση και τη ζωή. Το στοίχημα για το μέλλον του πολιτισμού μας είναι λοιπόν αυτό. Να συνδυάσει τη γνώση με τη σοφία.

Στο βιβλίο σας θέτετε και το θέμα των «ψεκασμένων». Είναι ένα σημαντικό ποσοστό συμπολιτών μας οι οποίοι πιστεύουν κάθε είδους θεωρία συνωμοσίας. Πώς συμβαίνει και ενώ ζούμε σε μια εποχή που θριαμβεύει η επιστήμη, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι να παραδίδονται χωρίς αντίσταση στις πιο ακραίες μορφές ανορθολογισμού και παραεπιστήμης;

Παρότι «επινοώ» κατά καιρούς διάφορες απαντήσεις στο ερώτημα αυτό –κάποιες απ’ αυτές τις γράφω και στο βιβλίο μου– εντούτοις η πιο ειλικρινής μου απάντηση είναι τούτη: Δεν ξέρω. Μετά μάλιστα και την πρόσφατη δημοσκόπηση των πανεπιστημίων Μακεδονίας και Οξφόρδης –που βγάζει ανατριχιαστικά ποσοστά των συμπατριωτών μας να πιστεύουν στις πιο εξωφρενικές θεωρίες συνωμοσίας– είμαι ακόμα πιο διστακτικός στο να προσφέρω αυτοσχέδιες απαντήσεις σ’ ένα θέμα που απασχολεί επί χρόνια επαγγελματίες κοινωνικούς επιστήμονες και ψυχολόγους. Ας μείνουμε λοιπόν σ’ αυτό το «δεν ξέρω» που είναι σίγουρα μια… επιστημονική απάντηση αν μη τι άλλο! Όσο για το ερώτημά σας αν η επιστήμη μπορεί να είναι ιδεολογικά ουδέτερη –ή αν φέρει ιδεολογικό φορτίο αυτή καθ’ εαυτή– η απάντησή μου είναι κατηγορηματική! Μιλώντας κυρίως για τη θεμελιώδη επιστήμη –κι όχι την εφαρμοσμένη ή την καθαρά τεχνολογική, όπου τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα– η θέση που υποστηρίζω στο βιβλίο μου είναι αναμφίβολη. Η θεμελιώδης επιστήμη εκφράζει αντικειμενικούς νόμους της φύσης κι επομένως δεν μπορεί να έχει ιδεολογικό περιεχόμενο. Η αρχή της αβεβαιότητας δεν μπορεί να είναι ούτε προοδευτική ούτε αντιδραστική –ό,τι κι αν εννοεί ο καθένας μ’ αυτές τις λέξεις– ούτε τίποτε απ’ όλα αυτά. Είναι απλώς ένας νόμος της φύσης. Και η φύση μάλλον δεν φαίνεται να δίνει δεκάρα για τις περιπλανήσεις μας στα ερέβη της ιδεολογίας ή της θρησκείας!

Ποιος ήταν ο στόχος σας γράφοντας αυτό το βιβλίο;

Θα το καταλάβει εύκολα ο αναγνώστης του βιβλίου, αλλά και τούτης της συνέντευξης με τις τόσο ενδιαφέρουσες ερωτήσεις που μου κάνατε. Ευχαριστώ πολύ.

Στέφανος Τραχανάς, Το Φάντασμα της Οπερας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2014, σελ. 161, €10

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ