Βιβλιο

Γιώργος Σκαμπαρδώνης: «Στη λογοτεχνία δεν παίζει ρόλο το εμβαδόν του αφηγηματικού χώρου, ούτε ο τόπος»

Και μιλήσαμε με τον συγγραφέα που στο τέλος του 2019 κυκλοφόρησε ένα μυθιστόρημα που καπάρωσε ήδη θέση στα καλύτερα του 2020. Στοίχημα;

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Γιώργος Σκαμπαρδώνης: «Στη λογοτεχνία δεν παίζει ρόλο το εμβαδόν του αφηγηματικού χώρου, ούτε ο τόπος»
© Γιώργος Παπαδόπουλος

Γιώργος Σκαμπαρδώνης: Συνέντευξη με τον συγγραφέα με αφορμή την «Casa Μπιάφρα», το μεγάλο ελληνικό μυθιστόρημα του 2020 που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

«Ρε, συ, Γιάννη, τι χρονιά έχουμε φέτος; Εκείνος απαντάει μισοκοιμισμένος: 1965. Είναι δίσεχτη;» Φρικιά, τεκνά και απόκληροι όχι στον Άγιο Παντελεήμονα αλλά στην Casa Μπιάφρα, το πρώτο κοινόβιο της Θεσσαλονίκης. Η πόλη αγωνίζεται να φτιάξει ζωή και πρόσωπο καινούργιο. Μπορεί να πέρασαν χρόνια από τον Εμφύλιο, αλλά ακόμα να πάρει μπρος.

Η Θεσσαλονίκη παραμένει βαθιά ταξική, καθένας στο κουτάκι-τσαρδάκι του. Κι οι μοίρες προδιαγεγραμμένες. Πρόσφυγες, πλάνητες, πένητες, ως και τραβεστί στα Καραγάτσια, συνοικισμό των κατατρεγμένων φτωχοδιάβολων, ενώ στην άλλη άκρη με θέα λουξ απρόσκοπτη στη θάλασσα, στέκει στο ξενοδοχείο «Mediterranean». Εδώ πίνει κοκτέιλ, τρώει λουκούλλεια, μελαγχολεί ή ηδονοθηρίζεται η μεγαλοαστική τάξη με πρώτο βιολί τον πανίσχυρο εκδότη της εφημερίδας, που όλοι καταλαβαίνουμε πως το όνομα Γιάννης (Γρύπας) Βεντήρης είναι το άλτερ έγκο του Γιάννη Βελλίδη της «Μακεδονίας». Και λίγο πιο έξω, στα δυτικά της, έρχεται η ανάπτυξη.

Στην Casa Μπιάφρα, πεινασμένη Θεσσαλονίκη, του τελευταίου Σκαμπαρδώνη, το αμερικανικό όνειρο λέγεται Esso Pappas. Το μυθιστόρημα λειτουργεί και σαν ιστορικός φάκελος παρακολουθώντας το φτιάξιμο της μονάδας που έμελε να εκβιομηχανίσει τη Βόρεια Ελλάδα. Χοντρά φράγκα, ντούκου επένδυση, όχι ψευτοπλάνα και κοροϊδέματα από λογής «θείους από την Αμερική». Ο τόπος θα περάσει στη νέα εποχή. Με αυτά τα διυλιστήρια - πετρέλαια στο φόντο, αναπόφευκτα τα φτωχόπαιδα ήρωες του βιβλίου θα κάψουν και θα καούν, ενώ λίγο παραπέρα στρατηγοί, υπουργοί, πράκτορες και απομεινάρια της εβραϊκής αριστοκρατίας, όση απέμεινε στη Θεσσαλονίκη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους στο εστιατόρια «Όλυμπος Νάουσα» στήνοντας μπίζνες.

Γιώργος Σκαμπαρδώνης: «Στη λογοτεχνία δεν παίζει ρόλο το εμβαδόν του αφηγηματικού χώρου, ούτε ο τόπος»

Όλοι οι ήρωες της «Casa Μπιάφρα» είναι αντιφατικοί, στα όρια των αντιηρώων. Αποκρύπτουν, επινοούν, στήνουν παγίδες, κοιτάνε την πάρτη τους αλλά και ταυτόχρονα μοιάζει κάτι να παθαίνουν (;) και υπερβαίνουν τον εαυτό τους, μεταμορφώνονται ακαριαία σε άντρες με τιμή και μπεσαλίκι, κομπανιέρος γενναίοι. Έχουν ιταμότητα και μεγαλείο, μαύρο και άβυσσο και δαίμονες ατομικούς να τους κυνηγούν, αλλά και γενναιοδωρία κοντράστ εκεί που τους λες ίσα και καθάρματα.

Κόρη δικαστή θα αποπλανηθεί από τους Beatles και τις συναυλίες που γίνονται στο κοινόβιο. Παζολινικής έμπνευσης αγόρια, ρέστοι από ρέντα, θα βγάλουν στη γύρα το μόνο εφόδιο που τους έδωσε ο Θεός, το κορμί τους. Που θα το δουλέψουν φουλ του μούσκουλου στα συνεργεία, θα το τρέξουν πάνω σε φτιαγμένα αμάξια, θα το περιφέρουν γκαρσόνι στα κέντρα διασκεδάσεως, θα το μπανιάρουν στις λαϊκές παραλίες της Αρετσούς ή θα το δουν πρωτοσέλιδο στην τοπική εφημερίδα, κουφάρι στις διαδηλώσεις, ντουντούκα στα πεζοδρόμια, εισιτήριο στο τρένο που κατεβαίνει για Αθήνα. Το κέντρο των εξελίξεων. Στον Έβρο πάλι, στα πιο επάνω, κάτι σαμποτάζ και κάτι σχέδια για τανκς μηχανές που γουργουρίζουν βάζουν μπρος για κάτω. Ποιος τα ακούει; Αυτά για να μπείτε στο κλίμα της Casa Μπιάφρα.

Για πες μας, μετρ, τι τρέχει εδώ, που εγώ θα τον ρωτάω έχοντας κατά νου να μην ξεχάσω να του αλλά και να σας πω πως αυτό εδώ είναι μακράν το ελληνικό μυθιστόρημα της χρονιάς. Κι ας έμεινε μόνο ένα πούπουλο φτερό μόνο πριν πετάξει μακριά το 2019. Κι ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης από Θεσσαλονίκη θα απαντά αγρίως... σκαμπαρδωνικά. Που πάει να πει, αυτά ακριβώς που ακολουθούν. 

Γιώργος Σκαμπαρδώνης: «Στη λογοτεχνία δεν παίζει ρόλο το εμβαδόν του αφηγηματικού χώρου, ούτε ο τόπος»

Σε αυτή τη μάκρο αλλά και τη μίκρο μυθ-ιστορία της Θεσσαλονίκης, όπως την παραθέτεις στο νέο σου βιβλίο, νομίζω πως κρύβεται και μια τζεϊμσελρόια αναφορά ως προς το «κατασκευαστικό» της ιστορίας σου. Κάνω λάθος;
Ο Τζέιμς Ελρόι είναι από τους αγαπημένους μου. Κάνει και αυτός πολυ-αξονική και πολυπρόσωπη αφήγηση, όπως πριν κι ο Φώκνερ (τηρουμένων των αναλογιών) και άλλοι, μέχρι και ο Όμηρος, αλλά νομίζω ότι το ύφος μου είναι εντελώς διαφορετικό από το δικό του. Ο Ελρόι έχει ως ριζικό, βασικό χαρακτηριστικό τη μικρή, τηλεγραφική φράση, των δέκα, δώδεκα λέξεων και βασίζεται σε κάποιες τεχνικές της τζαζ. Είναι ψυχρός αφηγητής, με συνήθως μόνο «κακούς» ήρωες. Αποφεύγει στα κείμενά του τη λογοτεχνικότητα, την ποίηση ή το χιούμορ. Όλα είναι ανελέητα. Δεν υπάρχει σ’ αυτόν η δική μας, μεσογειακή, τραγική και ειρωνική σκέψη. Είμαι ένθερμος θαυμαστής του, αλλά εγώ κάνω εξαρχής κάτι διαφορετικό από άποψη όρασης, ρυθμού και εναλλαγής τόνων που υπάρχει νομίζω σε όλα μου τα κείμενα. Αναπαύομαι μέσα σε άλλη μέθοδο. Στην «Μπιάφρα» το χρονικό και πολιτικό υπόβαθρο είναι τα «Ιουλιανά» και η «αποστασία» του ’65, αλλά κυρίως όλη η συγκρουσιακή μετάβαση από μια εποχή σε μια άλλη. Ψυχρός πόλεμος, φτώχεια, βιομηχανοποίηση, εμφυλιακά τραύματα, πολιτική αστάθεια, Μπητλς, γιεγιέδες και αυστηροί γυμνασιάρχες. Η πόλη και η χώρα σε ένα μοιραίο σταυροδρόμι. Κοντόφθαλμοι πολιτικοί, φανατισμός, διαφθορά, και τρομερές έξωθεν πιέσεις. Νεολαία που ασφυκτιά. Λογικό: είμαστε μόνο δεκαέξι χρόνια μετά τον εμφύλιο. Το αίμα σκούζει ακόμα. Και τα πράγματα είναι πολύ περίπλοκα – όχι όπως μας τα έλεγαν οι προπαγάνδες με μεσσιανικό τρόπο, ασπρόμαυρο. Μέσα σε όλα αυτά, αφελείς νεαροί και τυχοδιώκτες μέντορες μπαίνουν τυφλά στο μεγάλο οικονομικό και πολιτικό παιχνίδι και στροβιλίζονται ιλιγγιωδώς πασκίζοντας να καταλάβουν, να βρούνε μια διαδρομή επιβίωσης, κάποια διέξοδο, μη έχοντας γνώση των θανάσιμων δεδομένων και της παγίδας που κλείνει, τελικά, με τη δικτατορία. Παίζουν εν ου παικτοίς. Δεν ξέρουν πού έμπλεξαν, σε πόσο ευρύ και ερεβώδες παιχνίδι.

Θα επιμείνω με την υπόθεση Πάππας, άλλωστε όλη η πόλη, οι ήρωες του βιβλίου σου, εμπλέκονται με την επένδυση, κρίσιμη μετάβαση στη βιομηχανοποίηση. Πώς «έπεσες» πάνω της και πόση έρευνα σου πήρε για να μπεις στο παρασκήνιό της;
Ο Τομ Πάππας ήταν Ελληνάκι από τα Φιλιατρά της Μεσσηνίας που έπαιξε στο Αμέρικα πρώτη εθνική, στην πολιτική, εννοείται. Σπούδασε εκεί, έγινε πάμπλουτος, εφοπλιστής, ρεπουμπλικάνος, CIA, και αργότερα μπλέχτηκε μέχρι και στην υπόθεση Γουότεργκεϊτ. Χρηματοδοτούσε τον Νίξον. Το ’63 υπογράφει με τον Καραμανλή τη σύμβαση για να φτιάξει στη Θεσσαλονίκη τη μεγαλύτερη ως τότε επένδυση, την Esso Pappas, που άλλαξε την οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας. Μέχρι τότε ψήναμε καφέ σε γκαζιέρες, και μετά την Esso, σε πετρογκάζ – το λέω ενδεικτικά. Πέριξ της Esso αναπτύχθηκε όλη η βιομηχανική ζώνη της Θεσσαλονίκης. Η πόλη μεταμορφώθηκε, έφαγε ψωμί πολύς κόσμος και περισσότερο οι κλέφτες της Casa Μπιάφρα. Με τον ερχομό της Ένωσης Κέντρου και του Παπαντρέα το ’64, ο Αντρέας ο γιος του πιέζει τον Πάππας να αλλάξει τη σύμβαση. Του βάζει νέους, επαχθείς όρους. Ο Τομ Πάππας δεν τους το συγχώρησε ποτέ και ενεπλάκη δυναμικά στα «Ιουλιανά» και στην ανατροπή του Γέρου. Επί χρόνια σκεφτόμουνα πως κανείς δεν έχει ασχοληθεί λογοτεχνικά με αυτό το τεράστιο θέμα. Το παίδευα, το ζόριζα, μέχρι που ήρθε η ώρα, σπάσαν τα νερά, κι άρχισα να ψάχνω πυρετωδώς.

Γκαρσόνια, βιζιτούδες, απελπισμένοι, ξεπεσμένες τραγουδίστριες, μικροκλέφτες, ψευτιές, τζογαδόροι, χαπάκηδες και ξυδάκηδες, είναι το ρεπερτόριο που κατοικεί στην Casa Μπιάφρα, το πρώτο ελευθεριακό, στα όρια του χίπικου, αλά Σαλονίκη κοινόβιο. Εδώ πώς φτάνεις; Έχεις μια πληροφορία, ακούς έναν αστικό μύθο του παρελθόντος;
Άκουγα από δω κι από κει, επί τριάντα χρόνια, για την Casa Μπιάφρα, το πρώτο κοινόβιο της Σαλονίκης. Πηγαινοερχότανε μέσα μου η ιδέα. Με έτρωγε, αλλά δεν έβρισκα τους πρωταγωνιστές να μου μιλήσουν για το τι συνέβη. Πριν κάνα δυο χρόνια μέσω ενός τρίτου βρήκα τον εβδομηντάρη, πια, ιδιοκτήτη του κοινοβίου και από αυτόν παλιούς οικότροφους. Προέκυψαν πολλές συνεντεύξεις, σύνθετα, παράλληλα ψαξίματα, και μετά: η αγωνία μου να ενταχθούν όλα, οργανικά, δυναμικά, σε μια μεγαλύτερη ιστορία. Κάποια στιγμή μου έγινε η αποκάλυψη: έκανα τη σύνδεση με τα Καραγάτσια, τη διπλανή συνοικία, και με την Esso, οπότε και με τα Ιουλιανά του ’65. Και τον Ψυχρό Πόλεμο. Είδα ξαφνικά όλο το τοπίο. Τη μεγάλη εικόνα. Πήρα φωτιά. Μπήκα στον ίλιγγο. Κι άρχισα το σκάψιμο. Παραληρούσα. Πρώτη φορά δεν πήγα, φέτος, διακοπές πουθενά, αλλά φχαριστήθηκα άπειρα ξενύχτια μοναχός, έσκασα γράφοντας. Μπούχτισα. Θα αναπληρώσω, όμως, με χειμερινή κολύμβηση στην Επανομή.

Βλάσης Φωκάς, Αράγιστος και εκδότης Γιάννης Βεντήρης: ακτινογράφησε το προφίλ της τριπλέτας των πρωταγωνιστών σου.
Ο Αράγιστος είναι σούπερ χαρισματικός απατεώνας, στέλεχος της ΕΡΕ και αριστοτέχνης τυχοδιώκτης, αλλά και άνθρωπος πληγωμένος, τρυφερός, με συμπόνια. Ο Βλάσης είναι ένα νέο παιδί, παρατημένο και άμαθο, που ζει στον χαρούμενο και παλαβό μικρόκοσμο του κοινοβίου. Ποτά, ναρκωτικά, μικροαπατεωνιές, κορίτσια και αδιανόητες τρέλες. Ο Αράγιστος τον έχει σώσει κάποια στιγμή και γίνεται ο μέντοράς του. Τον μπάζει στο μεγάλο παίγνιο της λαμογιάς και της ανελέητης επιβίωσης, μετά από μια διαδρομή δοκιμασιών και μύησης. Συνδέονται και οι δυο με τον οραματιστή, πανίσχυρο εκδότη και, από τις κλεψιές στην Esso, βρίσκονται να μετέχουν, ανύποπτοι, και με την εμπλοκή του Τoμ Πάππας, στο πιο κρίσιμο γεγονός της νεότερης ιστορίας, στη λεγόμενη «αποστασία» και πολύ έμμεσα, αθέλητα, στον φόνο του Σωτήρη Πέτρουλα. Η συνειδητοποίηση είναι βίαιη και οδυνηρή για τον Βλάση. Πάσχει, αλλοιώνεται εσωτερικά, συνειδησιακά. Οι πρωταγωνιστές είναι πράγματι τρεις, αλλά και οι αρκετοί δεύτεροι ρόλοι είναι εξίσου σημαντικοί γιατί εκφράζουν τις συγκρούσεις και την κινητικότητα σε κοινωνικό, πολιτισμικό και οικονομικό επίπεδο. Την απάτη, τα προσωπεία, τις πόζες, το ψεύδος, την ερωτική αναζήτηση, την προδοσία.

Αγάπησα και τους κεντρικούς και τους περιφερειακούς άντρες της «Μπιάφρα». Πόσο δύσκολο ή εύκολο ήτανε να μη σου φύγουν τα ζύγια και να τους φερθείς όλους ισότιμα;
Ως συγγραφέας επινοείς αλλά και ελέγχεις σχολαστικά τη δράση, τις αντιφάσεις, τους δισταγμούς και τις μεταστροφές των ηρώων μέσα στη ροή των συγκρούσεων και της συγκυρίας. Επιλέγεις τις πρωτοβουλίες και τις αποφάσεις που θα πάρουν, ανάλογα με τον χαρακτήρα, τις αδυναμίες και τα κίνητρά τους, ή μερικές φορές κόντρα σε αυτά, εφόσον είναι αντιφατικοί και με αμφίβολη ηθική, ή σε φάση μύησης, ή ωρίμανσης. Όντας αντι-ήρωες δεν θέλησα να φεύγει ένας τους μπροστά, τουλάχιστον με φανερό τρόπο. Δεν είναι μυθιστόρημα του ενός πρωταγωνιστή. Είναι… κοινοβιακή αφήγηση. Μπορεί βαθιά μέσα μου να υπήρχε και κάποιο απωθημένο από το έξοχο «Κοινόβιο» του Μάριου Χάκκα, το οποίο ο συγγραφέας δεν πρόλαβε να κάνει ποτέ. Βέβαια εκείνος θα έφτιαχνε ένα κοινόβιο ώριμων και παλαβών φίλων, ενώ εδώ πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό, απρόβλεπτο.

Είναι πολύ συνεπής η στάση σου, είτε στα διηγήματά σου είτε στα μυθιστορήματα, να μην παρεκκλίνεις από την τοπογραφία της Βόρεια Ελλάδας.  Δεν σε περιορίζει αυτό ως προς το πόσο κατανοητό ή αρεστό θα γίνει –εμπορικά και καλλιτεχνικά– στους αναγνώστες «εκτός περιφέρειας»;
Στη λογοτεχνία δεν παίζει ρόλο το εμβαδόν του αφηγηματικού χώρου, ούτε ο τόπος. Πόση ήταν η Τροία του Ομήρου; Μια πιθαμή. Η αρχαία τραγωδία, που παίζεται ακόμα σε όλα τα θέατρα του κόσμου, εξελίσσεται σε πολύ μικρές πόλεις, όπως είναι η Αθήνα, το Άργος και η Θήβα. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος ήτανε αψιμαχία σε σχέση με το Βιετνάμ. Άρα το ουσιώδες είναι οι αισθητικοί όροι εμβάθυνσης στο δράμα και την παραφροσύνη της ανθρώπινης κατάστασης, κι όχι το μέγεθος της πόλης ή της χώρας όπου εξελίσσεται μια αφήγηση. Αλλιώς, όποιος έγραφε για το Κάιρο ή την Κωνσταντινούπολη των 15 εκατομμυρίων θα ήταν και καλός συγγραφέας. Όχι. Όσο βυθίζεσαι τόσο ανυψώνεσαι. Αν απλώνεσαι επιφανειακά, ίσως χάνεις σε βάθος – αλλά, πάλι, όχι πάντα. Μετράει μόνο το αισθητικό αποτέλεσμα. Ποια πόλη είναι η «Ρόμα» που πήρε πέρσι το Όσκαρ; Πάντως όχι η πρωτεύουσα της Ιταλίας. Θα μπορούσε όμως να είναι και η «Ρόμα» του Φελίνι. Άρα είναι θέμα καλλιτέχνη, κι όχι πόλης ως πλασματικού χώρου αφήγησης. Κι ο Σολωμός γράφοντας τη «Γυναίκα της Ζάκυνθος» μιλάει, άραγε, για τη Ζάκυνθο;

Γιώργος Σκαμπαρδώνης: «Στη λογοτεχνία δεν παίζει ρόλο το εμβαδόν του αφηγηματικού χώρου, ούτε ο τόπος»
© Κώστας Αμοιρίδης

Έχεις δυο συγκλονιστικές περιγραφές, η μία μιας μάχης ανάμεσα σε κόκορες που αλληλοεξοντώνονται ενώπιον τζογαδόρων που στοιχηματίζουν στον θάνατο και τη ζωή τους, και η άλλη με το πώς πετάνε αλλά και διατάσσονται προς πτήση τα περιστέρια στην πτήση.  Σαν χορός αρχαίας τραγωδίας τα ζώα στην «Μπιάφρα», μήπως προαναγγέλλουν τα μελλούμενα των ανθρώπων-πρωταγωνιστών;
Οι σκηνές με την οδυνηρή κοκορομαχία και οι σκηνές με το πέταγμα των περιστεριών είναι αντιστικτικές αφηγηματικά, αλλά και συμπληρωματικές. Καταρχήν η κοκορομαχία είναι μια από τις φάσεις μύησης του Βλάση απ’ τον Αράγιστο. Μπάσιμο στη σκληρότητα και στο ανελέητο του κόσμου. Στην τραγωδία της αγωνιζόμενης επιβίωσης. Ταυτόχρονα περιέχει κάποιον πολιτικό υπαινιγμό, εφόσον τα κοκόρια μάχης ελέγχονται απ’ τους εκτροφείς και πάνω τους στοιχηματίζουν οι πέριξ, ως χορός αρχαίας τραγωδίας. Οι πετεινοί-μαχητές είναι σαν τις πολιτικές παρατάξεις της εποχής στη μέγγενη του Ψυχρού Πολέμου (αρένα), με τους δυο πάτρωνες κι εκτροφείς τους ένθεν και ένθεν. Απ’ την άλλη, τα περιστέρια αντισταθμίζουν την κοκορομαχία με τον ειρηνικό τους συμβολισμό, το πέταγμά τους προς τα άνω, την ομορφιά τους. Για τον Αράγιστο έχουν κάποια μεταφυσική σημασία, ίσως είναι η αναζήτηση της αγνότητας, της ιερότητας, του Θεού. Ο Αράγιστος, όντας εντελώς κυνικός, αλλά και με βαθύ προσωπικό τραύμα (του έχουν φάει τα ποντίκια το ένα αυτί όταν ήταν παιδί) δεν βρίσκει πουθενά παρηγοριά, παρά μόνο στα περιστέρια – όταν τα σηκώνει στον ουρανό το νιώθει ως προσευχή. Λέει: άνω σχώμεν τας καρδίας. Έχω γνωρίσει αρκετούς τέτοιους ανθρώπους, περιστεράδες, ή δεμένους υπαρξιακά με τα ζώα τους. Έτσι είμαι κι εγώ, κυρίως με τα σκυλιά. Πάντως και τα πετεινάρια και τα περιστέρια έχουν βαθιά, οργανική σχέση με τις ψυχές των ηρώων στην αφήγηση, υπαινίσσονται εμμέσως πράγματα που δεν λέγονται αλλιώς. Είναι σαν το βλέμμα ενός σκύλου.

Πόσο μπορείς πια μετά από τόσα χρόνια στο κουρμπέτι των γραμμάτων και της «παραγωγής» να γλεντάς το κάθε νέο βιβλίο που γράφεις; 
Πριν γράψω την «Μπιάφρα» είχα σχεδιάσει τα βασικά για κάνα δυο άλλα μυθιστορήματα. Και μετεωριζόμουνα για καιρό. Αλλά για να ξεκινήσω κανονικά ένα μυθιστόρημα πρέπει κάτι απ’ αυτό να μου φέρνει ίλιγγο, πάθος και ακατάσχετο ενθουσιασμό. Να με συνεπαίρνει ως ιδέα, ή να με ξεμυαλίζει ένας, δύο ήρωες, ή μια βασική κατάσταση. Να με μπαρουτιάζει. Να χάσω τον ύπνο μου. Τότε καταλαβαίνω ότι αυτό πρέπει, κι αυτό μπορώ να γράψω καλύτερα. Δεν ξεκινώ αν δεν έχω αποπλανηθεί εγώ ο ίδιος, αν η έμπνευση δεν ανατινάξει το μέσα μου. Γιατί μόνο τότε βρίσκω και το κουράγιο να το γράψω πυρετικά, νυχθημερόν, με χάπια, με αλκοόλ, με άπειρα τσιγάρα, χωρίς ωράριο, χωρίς σταματημό, μήνες, χρόνια, εφόσον κάθε μυθιστόρημα είναι ένα βουνό. Πρέπει να με βαρέσει οίστρος βαρύς, ξεχωριστός. Αλλιώς δεν κάθομαι να ξεκινήσω γιατί νιώθω πως δεν θα τα βγάλω πέρα. Δεν θα βρω μέσα μου τα καύσιμα να το τελειώσω. Τώρα έγραψα την «Μπιάφρα» και κάπως ησύχασα – για λίγο βέβαια. Διατελώ εν ερημία και εν λιμώ λόγου.

Τι ήθελες να πεις, να δώσεις, να εκφράσεις στην «Μπιάφρα», συνδεδεμένο με τα όσα όλα σε κάνουν να γράφεις δυο αιώνες τώρα; Και υπάρχει, άραγε, ένας πυρήνας, ένα συγκολλητικό υλικό που δένει τα έργα του Σκαμπαρδώνη στην πορεία του χρόνου; 
Θέλω, ήθελα να πω πολλά που λέγονται μόνο με τη λογοτεχνία, με ζώντες (αφηγηματικούς) ήρωες μέσα με μια πολυσύνθετη κατάσταση, και που δεν μπορούν να ειπωθούν με ένα άρθρο ή άλλο είδος λόγου. Τόσα πολλά που κι εγώ δεν μπορώ να τα περιγράψω, εφόσον η πράξη ενός ήρωα περιέχει και σκοτεινά σημεία, απωθημένα, προϊστορία, θολά κίνητρα και αντιφάσεις ή αυτό-υπερβάσεις. Η πεζογραφία, όπως και κάθε τέχνη, είναι πολυσημική, ελλειπτική, περιέχει αινίγματα, υποδηλώνει τα άρρητα, υπαινίσσεται, αντανακλά. Τα νοήματα υπορρέουν λάθρα. Δεν λέει κάτι ντιρέκτ, όπως η αρθρογραφία. Εκπέμπει τη συνθετότητα και την πολυπλοκότητα των ηρώων: τις γκρίζες ζώνες της ψυχής τους, τη ρευστότητα, τη γενναιότητα, την ποταπότητα και το μεγαλείο, το τραγικό, το τυχαίο, το κωμικό και το παράδοξο. Τη χθαμαλότητα και την ιερότητα των ανθρωπίνων. Γι’ αυτό και οι προσεγγίσεις ενός έργου είναι πολλές. Πρόκειται για ελλειπτικά αμαλγάματα με κρυφές πλευρές που μπλέκονται μεταξύ τους σαν μέσα σε ένα ρευστό καλειδοσκόπιο.Η λογοτεχνία είναι αυτοάνοσο νόσημα θώρακος. Ζήλος κατ’ επίγνωση και διαμαντοτρύπανο. Ή, και σαράκι, όπως το είπες. Είναι η έκπληξη των όφεων. Είναι να γαμάς ψύλλο και να βγαίνει αηδόνι. Ξέρεις και δεν ξέρεις γιατί θες να γράψεις. Κατά βάθος όλα συμβαίνουν στην περιοχή του απρόσληπτου. Γράφω γιατί θέλω να ξαναφτιάξω ελλειπτικά όλα αυτά που ζήσαμε σε ένα άλλο, αινιγματικό επέκεινα; Μπορεί. Ίσως προσπαθώ να βάλω γκολ απευθείας από κόρνερ. Ίσως, πάλι, να είμαι απλώς ένα μωρό που κλαίει μέσα στο αεροπλάνο.

Το μυθιστόρημα «Casa Μπιάφρα» του Γιώργου Σκαμπαρδώνη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκης

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ