Βιβλιο

Ο Νικήτας Σινιόσογλου περιπλανιέται στη «Λεωφόρο Νάτο»

Το νέο βιβλίο του συγγραφέα περιπλανιέται στην οδό ταχείας κυκλοφορίας που συνδέει τον Ασπρόπυργο με την Ελευσίνα (εκδ. Κίχλη)

popa.jpg
Κατερίνα Σχινά
ΤΕΥΧΟΣ 725
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
anoigma.jpg

Κριτική της Κατερίνας Σχινά για το νέο βιβλίο του Νικήτα Σινιόσογλου «Λεωφόρος Νάτο», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη

Υπάρχει μια ωραία φράση του Βάλτερ Μπένγιαμιν που θα μπορούσε να περιγράψει θαυμάσια τον Νικήτα Σινιόσογλου. Είναι ο στοχαστής-παρατηρητής που «βοτανολογεί στην άσφαλτο», «ξέσαρκος και χωρίς καύκαλο να τον προστατεύει», αναστοχαζόμενος τον εαυτό, λάμνοντας ανάμεσα στις έννοιες.  

Κινείται σ’ εκείνη την κόψη, αιχμηρή και επικίνδυνη, όπου συναντιούνται η ανθρωπολογία, η κοινωνιολογία, η ανθρωπολογία και η φιλοσοφία με τη γραφή του εγώ. Περισσότερο από τις «Μαύρες διαθήκες», το προηγούμενο βιβλίο του, όπου η βιωματική λογοτεχνία διασταυρώνεται με τον φιλοσοφικό στοχασμό για να προστατέψει, εν πολλοίς, τον εαυτό πίσω από τον επαγωγικό συλλογισμό, στα κείμενα της «Λεωφόρου ΝΑΤΟ» το προσωπικό είναι πολύ πιο ισχυρό και πολύ πιο έκθετο. Όταν διαπλέκεται με το δημόσιο, αυτό συμβαίνει με τρόπο που συχνά αιφνιδιάζει, ίσως γιατί οι ρευστές εικόνες που εισπράττει ο συγγραφέας καθώς βαδίζει «σ’ έναν τόπο που αρνείται να γίνει τοπίο», όπως γράφει (αφού η λεωφόρος ΝΑΤΟ δεν επιτρέπει στον διαβάτη να συναρμόσει τα σκόρπια της μέλη και να συγκροτήσει απ’ αυτά κάτι στέρεο – είναι ένας τόπος αοριστίας) συνιστούν μια παραβολή για τις στιγμές της ψυχικής ρευστότητας – όταν απομακρύνεσαι από μια κατάσταση για να πας κάπου αλλού, χωρίς να ξέρεις ακριβώς πού οδηγείσαι. 

O ιστορικός της αισθητικής Στέφαν Μοράβσκι έγραψε κάποτε ότι ο φλανέρ δεν είναι απλώς διανοούμενος, αλλά ο τελευταίος διανοούμενος – κι αυτό γιατί διατηρεί τα ύστατα απομεινάρια της κριτικής διόρασης σε ένα περιβάλλον που κυριαρχείται ολοένα και περισσότερο από την ψυχική ατονία των μη τόπων. Είναι η περίπτωση του Νικήτα Σινιόσογλου. Γι’ αυτόν η νευρική ανησυχία που μαστιγώνει το πνεύμα εκδηλώνεται στην περιπλάνηση. «Τα πόδια μου με οδηγούν πάλι στους δρόμους» γράφει. Η σαγήνη που του ασκεί η περιπλάνηση αποτυπώθηκε ήδη στο πρώτο του βιβλίο, τον «Αλλόκοτο ελληνισμό» (ένα βιβλίο, θυμίζω, με θέμα του επτά οριακούς, ριζοσπαστικούς στοχαστές που εμφανίστηκαν μεταξύ της πτώσης της βυζαντινής αυτοκρατορίας και της συγκρότησης του ελληνικού έθνους-κράτους το 1830, εξετάζοντάς τους σε σχέση με κάποιον σύγχρονο φιλόσοφο). Σ’ αυτό το γοητευτικό βιβλίο ανέσυρε από τη λήθη –ανάμεσα στους άλλους έξι στοχαστές που τον απασχόλησαν– και τη διανοητική περιπέτεια του Κυριακού Ανκονίτη, του περιπλανώμενου λάτρη των ερειπίων, των διαμελισμένων ιχνών του παρελθόντος, τον οποίο προσέγγισε υπό το πρίσμα της φιλοσοφίας του Βάλτερ Μπένγιαμιν και της έννοιας της φλανερί. 

Έκτοτε, ο Σινιόσογλου έβαλε την περιπλάνηση στο κέντρο της δοκιμιακής γραφής του. Διαβάζοντας τη «Λεωφόρο ΝΑΤΟ» νιώθει κανείς να παρασύρεται από τημ πολυρρυθμία των κειμένων του, μικρών και αποσπασματικών, ιδιαίτερα πυκνών, κάποτε σχεδόν ερμητικών, που διεκδικούν την αυτοτέλειά τους, διατηρώντας τη συνέχεια της παρατήρησης και του στοχασμού.  Σ’ αυτά τα έξοχα μικρά κείμενα, εναλλάσσονται χρόνοι διακοπτόμενοι και χρόνοι τονισμένοι, παραλλαγές, μακρές διάρκειες, κενά διαστήματα, παύσεις, ροή και ανάδραση, αναμνήσεις που αναδύονται μέσα από τη διαδοχή των εικόνων, πολυπλοκότητα, πολλαπλότητα, ανοιχτή ολικότητα, μετα-σταθερή ισορροπία. Ρυθμοί που αποκαλύπτουν και ρυθμοί που αποκρύπτουν. Ο αφηγητής, που «φλανάρει», είναι σαν να εξαφανίζεται εδώ μέσα στις μορφές, μέσα στις μυρμηγκιές των σημείων, μέσα στην αφθονία των αλληγορικών αναφερομένων. Θαρρείς κι αυτός ο περιπατητής δεν περιδιαβαίνει τους τόπους ως πεζός, αλλά κυκλοφορεί κι εκείνος ως σημείο, υιοθετεί ολοένα περισσότερες μεταμφιέσεις, πολλαπλασιάζεται ως τρόπος, μετατρέπεται σε μιαν αλληγορία για τις ολοένα πιο απισχνασμένες, σήμερα, μορφές και εμπειρίες. Ο φλανέρ του Σινιόσογλου διαφοροποιείται από τους προδρόμους του: δεν σαγηνεύεται από το θέαμα που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του, αλλά γίνεται ο ίδιος μια μορφή σαγήνης.

Νικήτας Σινιόσογλου «Λεωφόρος Νάτο», εκδόσεις Κίχλη

Είναι, βεβαίως, η σαγήνη που προκύπτει από την ένταση ανάμεσα σε όσα σκέφτεται και όσα βλέπει, σε όσα συλλαμβάνει και όσα καταγράφει. Το γραπτό του, γεννημένο ανάμεσα στις καλαμιές, τα ξεχαρβαλωμένα πεζοδρόμια, τα χέρσα χωράφια, τους τσιμεντένιους κύβους, τις ξεφτισμένες πινακίδες και τα συρματοπλέγματα της λεωφόρου ΝΑΤΟ, διάστικτο από στοχασμούς για τον έρωτα, τη φθορά, το θάνατο, την απώλεια, είναι ένα έξοχο δείγμα δοκιμιακού λόγου, που ανταποκρίνεται πλήρως στις παρατηρήσεις που διατύπωσε ο Θέοντορ Αντόρνο στο κείμενό του «Το δοκίμιο ως μορφή», του 1958. «Το δοκίμιο», έγραφε, «αποφεύγει την αναγωγή σε μια αρχή, προβάλλοντας το αποσπασματικό, το μερικό μάλλον έναντι του ολικού. Η επιθυμία του (του δοκιμίου) δεν είναι να αναζητεί και να αποστάζει το αιώνιο από το μεταβατικό, αλλά μάλλον να κάνει το μεταβατικό αιώνιο». Κι αυτή η επιδίωξη ίσως να συμπυκνώνεται σ’ ένα μικρό απόσπασμα, μια σκέψη του συγγραφέα γεννημένη από τη θέα μιας ταμπέλας που γράφει «Εξηλασμένη πολυστερίνη»: «Ο ιδιωτικός βίος είναι παραπροϊόν εξελασίας κάποιου είδους, μια βιασμένη επεξεργασία που επιτρέπει στον άνθρωπο να προσαρμόζεται στις θερμοκρασίες του εκάστοτε πολιτισμού του, ή μάλλον να τις υπομένει κρυφίως και κατ’ ιδίαν πάντως ανεπιστρεπτί. Γιατί όπως είπε κάποτε ο φλανέρ κατεδαφησιολόγος Γιάννης Παπαδέλης, μία σανίδα δεν φυτρώνει ακόμη κι αν τη φυτέψεις».  

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ