- CITY GUIDE
- PODCAST
-
17°
Ο λόγος που μας κατέβασε στην Ιερά Οδό το περασμένο Σάββατο ήταν ένας: είχαμε περιέργεια να δούμε πώς ο Ξαρχάκος τιθάσευσε αυτό το αερικό που λέγεται Βιτάλη.
Πρέπει να ήταν οι Απόκριες του 1984, όταν με τον Γιώργο Νταλάρα, την αγαπημένη Άννα Νταλάρα, το δημοσιογράφο Γιάννη Δημαρά και δυο-τρεις φίλους πήγαμε στο «Χάραμα» στην Καισαριανή. Εκεί είδα για πρώτη φορά από κοντά τον Βασίλη Τσιτσάνη να τραγουδάει τα αθάνατα τραγούδια του. Δίπλα του η Σωτηρία Μπέλλου, λιτή, δωρική, κάποια στιγμή τραγούδησε τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» τόσο συγκλονιστικά που όλοι ανατριχιάσαμε. Το κοινό ήταν στην πλειοψηφία φοιτητές, ζευγάρια οι περισσότεροι, που είχαν έρθει μαζί με τα κορίτσια τους να ακούσουν και να δουν από κοντά τους δύο αυτούς μύθους του ελληνικού τραγουδιού.
Απόκριες του 2014, παρακολουθώ τον κόσμο που περιμένει στην ουρά για να μπει στην «Ιερά Οδό», πενηντάρηδες με τα κοστούμια τους και κυρίες με τις τουαλέτες, έχουν έρθει να ακούσουν τραγούδια του Τσιτσάνη έτσι όπως τα ενορχήστρωσε ο Σταύρος Ξαρχάκος και τα τραγουδάει η Ελένη Βιτάλη μαζί με την Ηρώ Σαΐα. Όλοι περιμένουν υπομονετικά μήπως και βρουν κάποιο τραπέζι στο σχεδόν γεμάτο μαγαζί. Έχουμε κλείσει ένα τραπέζι στον εξώστη ώστε να μπορούμε να παρακολουθούμε με άνεση και συγχρόνως να βλέπουμε τις αντιδράσεις του κοινού κάτω στη σάλα. Δυστυχώς η γρίπη αποδεκάτισε την παρέα μας και βρεθήκαμε τελικά εγώ και ο Γιώργος Ευσταθίου.
Μέχρι να αρχίσει, συζητάμε για το ραδιόφωνο, ο Γιώργος είναι σπουδαίος παραγωγός, έχει κάνει καταπληκτικές εκπομπές στο Τρίτο, αγαπάει το ραδιόφωνο και το ελληνικό τραγούδι και παρ’ όλο που του έχουν δώσει υποσχέσεις δεν μπορεί ακόμα να δουλέψει. Αλλάζουμε κουβέντα, μιλάμε για τον Τσιτσάνη και το πρόγραμμα. «Είμαι περίεργος να δω πώς ο απαιτητικός Ξαρχάκος τιθάσευσε αυτό το αερικό που λέγεται Βιτάλη» λέει ο Γιώργος την ώρα που τα φώτα χαμηλώνουν.
Οι σπουδαίοι μουσικοί της ορχήστρας παίρνουν τις θέσεις τους και με προεξάρχοντα τον Μανώλη Πάππο παίζουν και τραγουδούν μερικά από τα πιο ωραία κομμάτια του Τσιτσάνη: «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Αθηναίισα», «Αραπίνες λάγνες ερωτιάρες», «Μπαξέ τσιφλίκι», τραγούδια που έχουν χαραχτεί ανεξίτηλα στο DNA μας σε τέτοιο βαθμό που να νομίζουμε ότι τα έχουμε γράψει εμείς. Έχουμε κλάψει, έχουμε διασκεδάσει, έχουμε χορέψει, έχουμε αγαπήσει και έχουμε χωρίσει με σάουντρακ τα τραγούδια του Τσιτσάνη.
Η ορχήστρα τελειώνει το πρόγραμμά της και βγαίνει ο Ξαρχάκος ντυμένος στα μαύρα, όμορφος, λεπτός, αεικίνητος, με ένα νεανικό αέρα αντιστρόφως ανάλογο της ηλικίας του. Θαυμάζω τον Ξαρχάκο όχι μόνο για το έργο του, αλλά και για το πείσμα και την επιμονή του. Συνεχίζει να εργάζεται και να προβάλλει το ελληνικό τραγούδι την ώρα που άλλοι συνάδελφοί του, νεότεροι, έχουν σηκώσει ψηλά τα χέρια. Αυτός ο μέγιστος συνθέτης είναι το καλύτερο παράδειγμα για το τι πρέπει να κάνει κάποιος στην Ελλάδα της μιζέριας και της ζητιανιάς: να κάνει τη δουλειά του όσο μπορεί καλύτερα.
Παίρνει τη θέση του μπροστά στην ορχήστρα, πλάτη στο κοινό, σκύβει το κεφάλι, ακουμπάει το αριστερό του χέρι στο στήθος και περιμένει. Βγαίνει η Βιτάλη, πανέμορφη και χαμογελαστή, ο κόσμος την υποδέχεται με χειροκροτήματα, κάνει μια μικρή υπόκλιση και πλησιάζει το μικρόφωνο. Τι να πω για τη Βιτάλη; Μετά το Α που είναι η Χαρούλα Αλεξίου, αυτή είναι το Β στο Αλφαβητάρι των αγαπημένων μου τραγουδιστών. Η σαγρέ φωνή της, το πάθος της, η δυναμική της παρουσία, μα πιο πολύ το βαθύ ηχόχρωμα της φωνής της με έχουν κάνει σκλάβο της εδώ και χρόνια. Ο Ξαρχάκος σηκώνει το χέρι, η ορχήστρα παίζει την εισαγωγή και όλοι αναγνωρίζουμε τις πρώτες νότες από τον ανεπίσημο εθνικό μας ύμνο. Είναι η «Συννεφιασμένη Κυριακή» σε μια μελαγχολική ενορχήστρωση, σχεδόν κλασική, με τα μπουζούκια να κρατάνε ένα ρυθμικό τέμπο σαν τις σταγόνες της βροχής.
Η Βιτάλη αρχίζει να τραγουδάει «κι ω θαύμα των θαυμάτων, πάψαν των σκύλων οι φωνές κι οι τσαχπινιές των γάτων», που λέει και ο Νίκος Γκάτσος στην «Παναγία των Πατησίων». Αυτό το δαιμονικό πλάσμα με τον ατίθασο χαρακτήρα ακούγεται απόλυτα πειθαρχημένη στις οδηγίες του Ξαρχάκου, με μια φωνή που ο χρόνος την έκανε πιο ώριμη και πιο μεστή. Άρα η απάντηση στο ερώτημα ποιος ένωσε δύο τόσο έντονες προσωπικότητες είναι μία: ο Τσιτσάνης. «Αρχόντισσα», «Κάποια μάνα αναστενάζει», «Αντιλαλούνε τα βουνά», το ένα τραγούδι διαδέχεται το άλλο και ο κόσμος παραδομένος στη μυσταγωγία της τέχνης συνοδεύει την τραγουδίστρια. Τους βλέπω απ’ τον εξώστη να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται, να τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους, να τραγουδούν, και νομίζω ότι βλέπω τους φοιτητές στο «Χάραμα» πριν από τριάντα χρόνια. Αν ζούσε στην Ελλάδα ο Μαρσέλ Προυστ θα συμφωνούσε ότι μόνο το τραγούδι μπορεί να γυρίσει το χρόνο πίσω.
Η Βιτάλη φεύγει μαζί με τον Ξαρχάκο, έρχεται η Ηρώ Σαΐα, μια εξαιρετική τραγουδίστρια που είχε την τύχη να συνεργαστεί με ένα μεγάλο συνθέτη. «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα», «Τα ξένα χέρια», «Γλυκοχαράζουν τα βουνά» τραγουδάει και κατορθώνει να μας μεταδώσει το ήθος και το πάθος της. Έχει μια ιδιαίτερη φωνή που θυμίζει στιγμές-στιγμές τη Μαρίκα Νίνου. Είναι όμως αυθεντική, τραγουδάει με αίσθημα και δυναμισμό. Συντονισμένη απόλυτα με την ορχήστρα, κατορθώνει να παρασύρει τον κόσμο.
Βγαίνει ξανά ο Ξαρχάκος με τη Βιτάλη αλλά, λίγο τα τραγούδια, λίγο το κρασί, λίγο τα κινητά που φέγγουν στο σκοτάδι, η μυσταγωγία έχει χαλαρώσει, η μαγεία κινδυνεύει να εξαφανιστεί, το αλύπητο σήμερα παλεύει με το ρομαντικό παρελθόν, ακούγονται κακαριστά γέλια και έντονες ομιλίες. Ο Ξαρχάκος πλάτη στο κοινό περιμένει, το κοινό όμως δεν λέει να ησυχάσει. Αναγκάζεται να επέμβει η Βιτάλη και να προτείνει «να ακούσουμε ήσυχα κι ωραία τα επόμενα τραγούδια». Αρχίζει να τραγουδάει μαζί με τη Σαΐα τραγούδια του Ξαρχάκου, «Το δίχτυ», «Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα», ο κόσμος επανέρχεται στη μαγεία, τραγουδάει και χειροκροτεί, «Γεια σου, δάσκαλε!» ακούω κάποιον να φωνάζει, ο Ξαρχάκος χαμογελάει για πρώτη φορά, γυρίζει προς το κοινό, υποκλίνεται ανεπαίσθητα και αποχωρεί. Τον ακολουθούν η Ελένη και η Ηρώ.
«Δηλαδή, θείε, να πάω να το δω;» με ρώτησε ο ανιψιός μου την επόμενη μέρα. «Όχι, παιδί μου. Να πας για να το ακούσεις» ήταν η σοφή μου συμβουλή. Γιατί όσο υπάρχουν νέοι που ακούνε και παλιοί που θυμούνται, αυτός ο τόπος μπορεί και να σωθεί. Νυν και αεί.
Ιnfo: Ιερά Οδός, «Νυν και αεί Τσιτσάνης», Σταύρος Ξαρχάκος, Ελένη Βιτάλη, Ηρώ Σαΐα. Ιερά οδός 18-20, Παρ.-Σάβ. 22.30, Κρατήσεις: 210 3428272