Τα πρωινά ακούω Τρίτο Πρόγραμμα, συγκεκριμένα «Όλα τα πρωινά του Τρίτου». Καθώς είμαι τακτική ακροάτριά τους μπορώ, γι’ αυτά τουλάχιστον, να μιλήσω με σιγουριά και να τα προτείνω χωρίς ενδοιασμούς: Τα πρωινά στο Τρίτο είναι ανεπιτήδευτα και φιλόξενα. Δεν απευθύνονται αποκλειστικά σε «ειδικά εκπαιδευμένους ακροατές», η μουσική που μεταδίδουν δεν είναι στρυφνή και δύσκολη, αλλά απαλή, τόση όση αντέχεις τέτοιες ώρες. Κι οι παραγωγοί είναι άνθρωποι με αγάπη και γνώση γι’ αυτό που κάνουν, φτιάχνουν εκπομπές με χαρακτήρα, μιλάνε όσο χρειάζεται και μπορούν να σου μάθουν πολλά για τη μουσική. ΄Η και τίποτα, μόνο να σε καλωσορίσουν στη μέρα που έρχεται μέσω μιας χειρονομίας που γεννά πρόσκαιρη αισιοδοξία. Πάντα θυμάμαι τη φράση του Διονύση Μαλούχου, καθώς θαύμαζα την επιδεξιότητα με την οποία χειριζόταν εκείνο το διφορούμενο επιτονισμό με τον οποίο κατάφερνε να πληροφορεί και μαζί να προτρέπει: «Ακούτε Τρίτο!». Και δεν μπορώ να εμποδίσω τη σκέψη πως σ’ αυτή τη χώρα που η υποκουλτούρα κυριαρχεί, το Τρίτο Πρόγραμμα φαντάζει σαν ένας μικρός παράδεισος: όαση σε μία ζούγκλα παραφωνίας, κακοτεχνίας και θορύβου.
Η καταγωγή
Η δημιουργία μιας ραδιοφωνικής συχνότητας που θα μετέδιδε μόνο κλασική μουσική σύμφωνα με τα πρότυπα του αντίστοιχου προγράμματος του BBC εγκαινιάστηκε στις 19 Σεπτεμβρίου του 1954. Από την εποχή αυτή κρατάω τα λόγια του πρώτου διευθυντή προγράμματος και ιδρυτή του Τρίτου Προγράμματος Διονύσιου Ρώμα, ανθρώπου των γραμμάτων και του θεάτρου, λίγους μήνες πριν την επίσημη έναρξη των μεταδόσεων: «Ξέρουμε πως οι περισσότεροι ακροαταί προτιμούν τις ελαφρές μουσικές εκπομπές και βαριούνται με την κλασική μουσική και τις ομιλίες. Θα είναι λοιπόν ικανοποιημένοι όταν με το Τρίτο Πρόγραμμα θα αποσυμφορηθούν τα άλλα δύο προγράμματα από τις αρκετά βαριές εκπομπές και θα δώσουν περισσότερο χρόνο στις ελαφρές και διασκεδαστικές εκτελέσεις... Ξέρουμε, επίσης, πως στον τόπο μας υπάρχει ένα αρκετά μεγάλο κοινό μορφωμένων και καλλιεργημένων ανθρώπων που δεν μπορούν να υποφέρουν τις ελαφρότητες και διψούν για άφθονη κλασική μουσική, για σοβαρές θεατρικές εκπομπές λογοτεχνία, φιλοσοφία και επιστήμη. Όταν υπάρξει ραδιοφωνικός χώρος για όλα αυτά, όταν καταληφθεί η σημερινή προγραμματική στενότης, τότε θα μπορεί κανείς να ακούει όποτε θέλει αυτό που θέλει και τότε –ίσως μόνο τότε– το γούστο του ενός θα μπορέσει να γίνει και γούστο του άλλου»...
Το Τρίτο του Μάνου
Αυτό το κάτι διαφορετικό στο ραδιόφωνο θα έβρισκε πλήρη άνθιση ύστερα από 20 ταραγμένα χρόνια, όταν θα αναλάμβανε ένας άνθρωπος οξυδερκής, με ανοιχτό πνεύμα και πλατιά καλλιέργεια. Γνώριζα πως ο Μάνος Χατζιδάκις είχε ταυτιστεί με την πιο δημιουργική περίοδο του Τρίτου αφού μετά την πτώση της δικτατορίας ανέλαβε τη διεύθυνσή του, αναγεννώντας το από τις στάχτες, όχι όμως κι ότι αυτό που συνέβη στα χρόνια του ήταν ένα «ραδιοφωνικό φαινόμενο που υπερέβαινε την ίδια την έννοια του ραδιοφώνου». Παρακολουθώντας αποσπάσματα (από μια παλιότερη μετάδοση της τηλεοπτικής εκπομπής «Παρασκήνιο») με αφηγήσεις ανθρώπων που υπήρξαν μάρτυρες και συνδημιουργοί εκείνης της περιόδου, ανακάλυψα πως αν είχε επιδιώξει πρόσβαση στα υψηλά κλιμάκια της ελληνικής ραδιοφωνίας ήταν επειδή οραματιζόταν ούτε λίγο ούτε πολύ μια ολιστική πολιτιστική παρέμβαση με γνώμονα την ελεύθερη δημιουργία.
Είχε φανταστεί τη συχνότητα του Τρίτου κάτι παραπάνω από μουσικό ραδιόφωνο, ένα φορέα Παιδείας, Τέχνης και Ενημέρωσης, όπως υποτίτλιζε και το όνομα του σταθμού. Για να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του συγκέντρωσε ταλαντούχους νέους από διάφορες πόλεις του εξωτερικού και τους έδωσε πλήρη ελευθερία, στελεχώνοντας το Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας με ένα φυτώριο νέων δημιουργών που πλημμύρισαν τα μικρόφωνα με φρέσκες ιδέες και καλλιτεχνική πνοή, με κλασική μουσική από την εποχή του μπαρόκ μέχρι τις πιο σύγχρονες τάσεις, αλλά και τζαζ, έθνικ, παραδοσιακή, εκπομπές λόγου και τέχνης, λογοτεχνία, θέατρο, ποίηση...
Ακούγοντας αυτούς τους ανθρώπους να μιλάνε με έναν ενθουσιασμό που ακόμα και σήμερα αποτυπωνόταν στο κόμπιασμα της φωνής τους σαν να μην είχαν βρει ακόμα, μετά από τόσα χρόνια, λόγια για να περιγράψουν τι συνέβαινε τότε, φανταζόμουν τους μακριούς διαδρόμους του Ραδιομεγάρου να πάλλονται από δημιουργικότητα πρωί-βράδυ και τα στούντιο του Τρίτου Προγράμματος να έχουν μεταμορφωθεί σε καζάνια καλλιτεχνικής δραστηριότητας: μουσικά έργα γράφονταν, θεατρικά έργα σκηνοθετούνταν, δημιουργήθηκε χορωδία (η σημερινή χορωδία της ΕΡΤ), οργανώνονταν συναυλίες, ζωντανές ηχογραφήσεις, φεστιβάλ, μουσικοί και άλλοι διαγωνισμοί, δίνονταν παραγγελίες να πρωτοπαρουσιαστούν έργα, ενώ καθημερινές εκπομπές μουσικής και λόγου γράφονταν το προηγούμενο βράδυ.
Είναι πραγματικά εντυπωσιακή η ευρύτητα με την οποία χρησιμοποιήθηκε το μέσο του ραδιοφώνου εκείνα τα φτωχά σε τεχνολογία χρόνια. Αυτό, όμως, που εντυπωσιάζει ακόμα περισσότερο είναι ότι το Τρίτο κατάφερε να συνδυάσει την τέχνη και την πολιτιστική παραγωγή με την υψηλή ακροαματικότητα. Γιατί όλη αυτή η προσπάθεια, ένας πραγματικός οίστρος δημιουργικότητας μέσα και έξω από τα στούντιο, είχε μεγάλη απήχηση στον κόσμο – κι όχι μόνο στην Αθήνα αλλά σε όλη τη χώρα (ύστερα από επίμονο αίτημα της διεύθυνσης για πανελλήνια εμβέλεια). Εκπομπές όπως η «Λιλιπούπολη» ή τα ίδια τα εβδομαδιαία ραδιοφωνικά «Σχόλια» του Μάνου Χατζιδάκι υπήρξαν πολύ δημοφιλείς, ενώ συχνά πυροδοτούσαν αντιδράσεις εξαιτίας του φιλελεύθερου πνεύματος που τις χαρακτήριζε, που θεωρούνταν –και ήταν για τα δεδομενα της εποχής– προκλητικό.
Γιατί εκτός από καλλιτεχνικός ήταν και πολιτικός ο χαρακτήρας του Τρίτου, που φάνταζε σαν κράτος εν κράτει μέσα στα πλαίσια μιας συντηρητικής κρατικής Ραδιοφωνίας, καθώς η απήχησή του στον κόσμο το θωράκιζε από τη λογοκρισία που προσπαθούσαν να του επιβάλουν. Συχνές ήταν οι παρεμβάσεις του υπουργείου για το κομμουνιστικό πνεύμα που είχε «εισβάλει» στο ραδιόφωνο, πολλά τα σημεία τριβής με τη γενική διοίκηση αλλά και τα συνδικαλιστικά όργανα της ΕΡΤ, συχνές και οι επιθέσεις πολιτικών και δημοσιογράφων.
Το Τρίτο είχε καταφέρει να ταράξει το κατεστημένο. Κι όλα αυτά απέναντι σε έναν Χατζιδάκι που δεν δεχόταν καμία επέμβαση σε αυτό που ονόμαζε ελεύθερο ραδιόφωνο, με τις αντιδράσεις του να είναι συχνά όχι μόνο ρηξικέλευθες αλλά και ευφάνταστες – όπως όταν είχε καλέσει σε ένα είδος λευκής απεργίας δίνοντας εντολή να παύσουν όλες οι εκπομπές και αντ’ αυτών να μεταδοθούν και οι 104 συμφωνίες του Χάιντν. Κάπως έτσι, όμως, τα καλύτερα και μοναδικά από μια άποψη εκείνα χρόνια οδηγήθηκαν στο τέλος τους. Η αποχώρηση του Χατζιδάκι από την ελληνική Ραδιοφωνία απασχόλησε για τελευταία φορά τον Τύπο τον Φεβρουάριο του ’82, με τους τίτλους των εφημερίδων να σχολιάζουν με πηχιαίους τίτλους το γεγονός. Ο σπουδαίος αυτός κύκλος της ιστορίας του Τρίτου Προγράμματος, «τα 7 πιο θριαμβευτικά χρόνια της ιστορίας του», είχε κλείσει.
Ευχαριστώ 95,6!
Αναλογιζόμενη όλη αυτή τη χρυσή εποχή του Τρίτου Προγράμματος ζήλεψα που δεν ήμουν εκεί, σε εκείνο το κομμάτι της ιστορίας του. Και μου γεννήθηκαν σκέψεις, όπως πόσο δύσκολο είναι να επιβιώσει κάτι τόσο εμπνευσμένο και ουσιαστικό· αλλά και πόσο ζωντανό, τολμηρό και πετυχημένο ήταν το εγχείρημα εκείνο, που έδειξε πόσο διαφορετικά μπορούν να είναι τα πράγματα όταν θέσεις ευθύνης αναλαμβάνονται από ανθρώπους με οράματα και ικανότητες, κι όταν το ζητούμενο σε ό,τι κάνουμε δεν είναι –στην καλύτερη περίπτωση– η διεκπεραίωση, αλλά η παραγωγή έργου.
Παρόλα αυτά το Τρίτο, σε πείσμα των καιρών, συνέχισε να είναι αυτό για το οποίο μερίμησε 60 χρόνια πριν ο πρώτος ιδρυτής του, το «σοβαρό» ραδιόφωνο που ένα κρατικό δίκτυο συχνοτήτων οφείλει να προσφέρει στους ακροατές του. Σίγουρα όχι τόσο μεγαλειώδες όσο τη χρυσή του εποχή, και επίσης πέρασε κάτι περισσότερο από μια δεκαετία μέχρι την επόμενη γόνιμη περίοδό του κι ενώ μεσολάβησε μια περίοδο διάλυσης και αποσύνθεσης, όταν διευθυντής προγράμματος ανέλαβε ο συνθέτης Γιώργος Τσαγκάρης τον Φεβρουάριο του 1994. Ένας ακόμα άνθρωπος με όραμα που εργάστηκε για την αναγέννησή του, που επί των ημερών του κατάφερε να «ξεσηκώσει» ξανά τους ακροατές, τους θεατές και τον Τύπο.
Σήμερα, αποτελεί μία από τις λίγες «επίσημες» προτάσεις πολιτισμού, ικανές να συμβάλουν στη διαμόρφωση μιας καλλιέργειας. Το ερώτημα είναι κατά πόσον μπορεί μία τέτοια συχνότητα να παραμείνει σύγχρονη, χωρίς να χάσει το μουσικό της προσανατολισμό, και να ανοιχτεί προς τον κόσμο. Θα μπορούσε να πει κανείς πως η ανανέωση είναι κάτι ουσιαστικό, που δεν έχει να κάνει τόσο με το περιεχόμενο, άλλα κυρίως με τον τρόπο που παρουσιάζεται το οτιδήποτε. Άλλωστε, όπως αναφέρει και ο τελευταίος του διευθυντής Δημήτρης Παπαδημητρίου σε παλιότερη συνέντευξή του, «τo Tρίτο δεν είναι μια ραδιοφωνική κερδοσκοπική επιχείρηση, αλλά μια ραδιοφωνική πολιτιστική διαχείριση του φυσικού αγαθού των ερτζιανών». Κι αν η συνέχιση της παρουσίας του στη ζωή μας έχει κάποια σημασία είναι γιατί μας προσφέρει «τη μεταφυσική παρηγοριά της Τέχνης, που τόσο την έχουμε ανάγκη»...
Υ.Γ. 1 Τα «Σχόλια» του Μάνου Χατζιδάκι κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Εξάντας το 1980, και ακολούθησαν επανεκδόσεις. Παραθέτω ένα απόσπασμα του ίδιου με αφορμή την έκδοσή τους, στο οποίο σχολιάζει την ατμόσφαιρα των προηγούμενων χρόνων. «Σαν άρχισα τα “Σχόλια” στο Τρίτο το ’78 δεν είχα αποσαφηνίσει μέσα μου ούτε το ύφος της γραφής τους, ούτε καλά-καλά τους στόχους μου. Γνώριζα βέβαια πως θα ’πρεπε να ξεκινήσω από την πραγματικότητα του τόπου μας, αλλά όχι με τον τρόπο της “βραδυνής” και “μεσημβρινής” παραδημοσιογραφίας – τρόπος και είδος γραφής που απεχθάνομαι από νέος και περιφρονώ. Σχόλιο με σχόλιο λοιπόν σχημάτιζα τον τρόπο, τη γραφή και το επίπεδο μέσα από το οποίο έβλεπα το νεοελλαδικό κόσμο μας και επικοινωνούσα ολοένα με ένα πλατύτερο κοινό ή καλύτερα με ένα μεγαλύτερο κοινό, γιατί ποτέ είναι αλήθεια δεν υπήρξα κατάλληλος για το πλατύ κοινό. Φυσικά επικοινωνούσα με όλους, εκτός από τους παραδημοσιογράφους και τον αρμόδιο υφυπουργό – ανίκανους για οποιαδήποτε επικοινωνία. Αυτοί όμως ενοχλήθηκαν πολύ σαν συνειδητοποίησαν το γεγονός ότι επιτυγχάνετο επικοινωνία χωρίς τη συμμετοχή τους, χωρίς τα δημοσιογραφικά ή τα πολιτικά οφέλη, έτσι κι η αντίδρασή τους ήταν άμεση – ενορχηστρωμένη λασπολογία, «αγανακτισμένοι ακροατές», μηνύσεις και ένας υφυπουργός πιεζόμενος από την Κοινή, κοινότατη Γνώμη. Το Τρίτο σταμάτησε τη λειτουργία του, σταμάτησαν και τα “Σχόλια”. Για μιαν ακόμη φορά η ποιητική συνείδηση και η έκφρασή της καταδιώχθηκε και εξαναγκάστηκε στη σιωπή. Η έκδοση λοιπόν αυτών των “Σχολίων” ήταν επιβεβλημένη για να μην ξεχνάμε την αθλιότητα και τις οδυνηρές αλήθειες του καιρού μας και του τόπου μας».
Υ.Γ. 2 Ανάμεσα στα σχέδιά του ήταν και η δημιουργία μιας παιδικής σειράς: Η «Λιλιπούπολη» διήρκησε από το 1976 μέχρι το 1980. Ήταν ένα πρόγραμμα τολμηρό και ανατρεπτικό για την εποχή του σε όλα τα επίπεδα, που φυσικά δεν απευθυνόταν μόνο σε παιδιά και είχε πολύ μεγάλη επιτυχία. Σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Χατζιδάκι, η «Λιλιπούπολη ήταν γέννημα μιας φιλελεύθερης και πειραματικής ραδιοφωνίας από τη μία, του Τρίτου Προγράμματος, και από την άλλη μιας ομάδας νέων ανθρώπων με πολύ ταλέντο που συγκεντρώθηκαν στο Τρίτο και δούλεψαν ελεύθερα, με κέφι, με αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό. Αυτό βέβαια δεν στάθηκε εμπόδιο στο να εξοργιστεί η αντιδραστική παραδημοσιογραφία του ελληνικού Τύπου που χαρακτήρισε τη “Λιλιπούπολη”... κομμουνιστική. Ίσως γιατί πρώτη φορά κάποιοι μιλούσαν στα παιδιά υπεύθυνα, με καθαρή ποιητική γλώσσα. Θίγοντας (με τον τρόπο αυτόν) θέματα που βασανίζουν και πονάνε τον τόπο και όχι ως εκπαιδευτικοί ή γονείς ανόητοι που συμπεριφέρονται στα παιδιά λες και αποτείνονται σε υπανάπτυκτους και ατελείς οργανισμούς με θέματα ανώδυνα και γλώσσα απονεκρωμένη και συμβατική». Ακόμα και σήμερα τα τραγούδια της «Λιλιπούπολης» εκπλήσσουν όχι μόνο με τους τολμηρούς και έξυπνους στίχους τους και τον τρόπο που καταφέρνουν να είναι επίκαιρα, αλλά και με την πλούσια και πολύ ενδιαφέρουσα ως προς τις ενορχηστρώσεις μουσική τους. Κυκλοφόρησαν πρόσφατα από από τις εκδόσεις Ιανός, με τίτλο «Εδώ Λιλιπούπολη - Τα τραγούδια», σε μια έκδοση που περιλαμβάνει εκτός από τους στίχους και παρτιτούρες της μουσικής.