Θεατρο - Οπερα

Η εντεκάδα του Εθνικού Θεάτρου

Το Εθνικό Θέατρο κατεβαίνει στο θεατρικό γήπεδο γερά φέτος. Μιλήσαμε με έντεκα από τους «παίκτες» του, μεταξύ αυτών και τον καλλιτεχνικό διευθυντή του, Στάθη Λιβαθινό

4741-35213.jpg
Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 634
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
380327-784433.jpg
Ελίνα Γιουνανλή

Στάθης Λιβαθινός

Καλλιτεχνικός διευθυντής 

Στάθης Λιβαθινός

«Η Νέα Σκηνή - Νίκος Κούρκουλος ασχολείται, αναδεικνύει και πειραματίζεται με τη νέα ελληνική δραματουργία. Η Πειραματική πρέπει να μας εκπλήσσει, να αναποδογυρίζει την αντίληψή μας για τα πράγματα, τόσο αισθητικά όσο και κοινωνικά. Η σκηνή του Rex είναι για μουσικοθεατρικά ή χοροθεατρικά θεάματα, που απευθύνονται στο ευρύ κοινό. Η Κεντρική Σκηνή είναι για μεγάλο ρεπερτόριο – για έργα που δεν μπορεί να δει κανείς αλλού, με πολλούς ηθοποιούς σ’ ένα θέατρο συνόλου και με παραστάσεις με μιά άλλη ματιά στην κλασική και σύγχρονη δραματουργία. Από φέτος ξεκίνησε πιο δυναμικά και το Μικρό Εθνικό. Θα αναφερθώ επιγραμματικά στις δράσεις μας «Ο συγγραφέας του μήνα», «Συνέβη στην Ελλάδα», αυτές στο Μουσείο Μπενάκη, στις φυλακές... Από φέτος στις δύο μεγάλες σκηνές θα υπάρχουν και αγγλικοί υπέρτιτλοι, τρεις φορές την εβδομάδα. Όμως για μένα σε πρώτο πλάνο πάντα παραμένει η διδασκαλία και η εκπαίδευση. Γιατί αυτό είναι το αύριο του θεάτρου. Δεν νομίζω ότι κανείς θα ξεχάσει ότι η καινούργια σελίδα του Εθνικού γύρισε και είναι στην Πειραιώς 52, εκεί όπου πλέον στεγάζεται η Σχολή, σ’ ένα κτίριο που ίσως παρόμοιο του δεν υπάρχει στα Βαλκάνια. Εκεί είναι που θα δημιουργηθεί ένας ζωντανός πυρήνας νέων ελλήνων καλλιτεχνών».

Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη του Στάθη Λιβαθινού εδώ.


Έλσα Ανδριανού

Διευθύντρια Σπουδών στη Σχολή του ΕΘ

Έλσα Ανδριανού

«Η θέση μου αφορά στο πρόγραμμα κατάρτισης των σπουδών, στην επιλογή καθηγητών, στην καθημερινή λειτουργία της Σχολής και όχι στο κομμάτι του προϋπολογισμού της. Όλα βέβαια γίνονται σε συνεννόηση με τη διοίκηση του θεάτρου, τον Στάθη Λιβαθινό και τον Θοδωρή Αμπαζή ‒οι οποίοι διδάσκουν στη Σχολή‒, και την αναπληρώτριά μου Ελένη Μποζά. Η οργάνωση που επιχειρούμε έχει καταρχήν το βάθος μιας τριετίας.

Επειδή υπάρχουν περιπτώσεις παιδιών που δεν έχουν τελειώσει κανονικά το έτος, αυτή τη στιγμή στα τρία έτη έχουμε περίπου εκατόν πενήντα σπουδαστές. Δεκαέξι παίρνουμε κάθε χρόνο. Μιλάμε πάντοτε για το τμήμα υποκριτικής, ενώ από του χρόνου θα προστεθεί και το τμήμα σκηνοθεσίας, το οποίο και σχεδιάζουμε. Στη φιλοσοφία μας είναι ότι αυτά τα δύο τμήματα θα πρέπει να εμπλέκονται∙ απλά θα υπάρχουν και αυτόνομα μαθήματα.

Το ποιος μπορεί να διδάξει σε μία σχολή προβλέπεται με σαφήνεια από το νόμο. Ως προς το ουσιαστικό σκέλος υπάρχει μία ποικιλία κριτηρίων στην επιλογή του διδακτικού προσωπικού. Ένα από αυτά είναι ότι οι δάσκαλοι θα μπορούν να επικοινωνήσουν μεθολογικά και δεν θα ακολουθεί ο καθένας τους ένα ξεχωριστό δρόμο. Η πρώτη βάση ωστόσο στη μεθολογική μας προσέγγιση έρχεται από τη ρωσική εκπαίδευση. Δεν την αντιγράφουμε κατά γράμμα αλλά μας δίνει την κατεύθυνση, η οποία μπολιάζεται και με άλλα πράγματα ώστε στο τέλος να μιλάμε για μια γονιμοποίηση. Ουσιαστικά είμαστε ακόμα σε μία μεταβατική φάση και όλα είναι συνεχώς προς εξέλιξη – μην ξεχνάμε ότι πολύ πρόσφατα μετεγκαταστάθηκε η Σχολή σε έναν υπέροχο καινούργιο χώρο, στο Σχολείον της Ειρήνης Παππά.

Αυτό που πιστεύω είναι ότι το καλύτερο είναι εχθρός του καλού. Προχωράμε με κατακτημένα βήματα. Αυτό που θέλουμε είναι να χτιστεί ένα στέρεο μεθολογικό κομμάτι και να μετακινήσουμε τους σπουδαστές μας προς κάτι καλύτερο∙ να τους δώσουμε τα εργαλεία, με τον τρόπο που το αντιλαμβανόμαστε εμείς, για να μπορούν να συνομιλούν με τους επαγγελματίες του χώρου και να αποκτήσουν μία βάση χωρίς να νιώθουν περιορισμένοι από το στίγμα του δασκάλου τους». 


Ανέστης Αζάς

Συνυπεύθυνος της Πειραματικής Σκηνής

Ανέστης Αζάς

«Αυτό που προσπαθούμε με τον Πρόδρομο Τσινικόρη είναι να δώσουμε βήμα σε νέες ομάδες σε συνδυασμό με αναγνωρισμένους σκηνοθέτες, υπερασπίζοντας τη λογική την ανάδειξης νέων γραφών. Επίσης στη λογική μας είναι τα έργα να έχουν σχέση με το παρόν.

Φέτος θα δοκιμάσουμε να κάνουμε ένα εναλλασσόμενο ρεπερτόριο, εντάσσοντας στο πρόγραμμα και παραστάσεις που ξεχώρισαν στο περσινό φεστιβάλ μας “Έρωτας στα χρόνια του μνημονίου”. Θα παιχτεί το “Lascia Temi Morire” των Βάσως Καμαρωτού και Κώστα Κουτσολέλου, όπως και το «Μεγάλο κρεβάτι» των Μάνου Βαβαδάκη, Κατερίνας Παπανδρέου και Θάνου Τασσόπουλου. Η πρώτη παράσταση θα παίζεται σε εναλλασσόμενο ρεπερτόριο με το “Φιντανάκι”, που σκηνοθετώ εγώ, και η δεύτερη με τον “Υμπύ Τύραννο” σε σκηνοθεσία Μάνου Βαβαδάκη.

Το φετινό Φεστιβάλ Νέων δημιουργών έχει θέμα το ρόλο της γυναίκας σήμερα και θα έχει τίτλο “Δύο τρία πράγματα που δεν ξέρεις γι’ αυτήν”. Η σεζόν θα τελειώσει με ένα καινούργιο, πολύ ωραίο ελληνικό κείμενο, το “Επαναστατικές μέθοδοι για τον καθαρισμό της πισίνας σας” της Αλεξάνδρας Κ* και μάλιστα θα το σκηνοθετήσει ένας πολύ αξιόλογος ομογενής σκηνοθέτης από τη Αυστρία, ο Σαράντος Γεώργιος Ζερβουλάκος.

Πραγματοποιούμε μια μεγάλη συμπαραγωγή με το Schauspiel Stuttgart, το Piccolo Theatro του Μιλάνο, το Εθνικό Θέατρο Καταλονίας κ.ά. Σε κάθε θέατρο θα παρουσιαστεί ένα κομμάτι από ένα μεγάλο σπονδυλωτό έργο, το “The future of Europe”, που θα παρουσιαστεί στο Schauspiel Stuttgart τον Ιούνιο. Το ελληνικό κομμάτι το ετοιμάζουν η Γεωργία Μαυραγάνη και ο Δημοσθένης Παπαμάρκος.

H πρώτη φετινή μας παραγωγή είναι το “Φιντανάκι” του Παντελή Χορν. Γράφτηκε πριν από εκατό χρόνια, αλλά δεν είναι στις προθέσεις μου να δημιουργήσω μια νοσταλγική παράσταση για την Αθήνα που χάθηκε ‒ το έργο θα αποδοθεί με μια σύγχρονη ματιά. Έχω αφαιρέσει τα στοιχεία που αφορούν στην ηθογραφία και έχω επιμείνει στις συγκρούσεις που περιγράφει το κείμενο. Γιατί για μένα το έργο αφηγείται το φαύλο κύκλο του χρέους, καθώς παρουσιάζει μία ομάδα ανθρώπων που πρέπει να κάνουν επιλογές βάσει προσωπικών αποτυχιών».

Πρεμιέρα για το «Φιντανάκι»: 18/11


Σοφία Βγενοπούλου

Υπεύθυνη του «Μικρού Εθνικού»

Σοφία Βγενοπούλου

«Υπάρχει μεγάλη ευθύνη στο να ασχολείσαι με το παιδικό θεάτρο γιατί αποστολή μας είναι να καταστήσεις τα παιδιά ενεργούς θεατές. Πρέπει να προσέξουμε τις θεματικές, να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε ένα διάλογο μεταξύ των γενιών, να μην σερβίρουμε μια παθητική θέαση και πρέπει να φέρουμε σε επαφή τη θεατρική τέχνη με την εκπαίδευση.

Το παιδικό θέατρο δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως θέαμα, πρέπει όμως να είναι ένα θέατρο στο οποίο μπορούν να ενθουσιαστούν γονείς και παιδιά. Να δώσει την ευκαιρία στους γονείς να μπουν στα παπούτσια των παιδιών και να κοιτάξουν με τη ματιά τους. Δεν υπάρχει χώρος για φθηνά μηνύματα, αντιθέτως υπάρχει μόνο για σύγχρονα. Όπως δεν πρέπει να φοβάται να ασχοληθεί με θέματα που δήθεν δεν είναι σωστό να ειπωθούν προκειμένου να “προστατευθούν” τα παιδιά. Πρέπει να ενισχύσουμε την κριτική σκέψη ‒ αυτό μπορεί να συμβεί ακόμα και με τη συγκίνηση. Να δημιουργήσουμε ενεργούς θεατές με παραστάσεις που δεν θα προκαλέσουν το βούλιαγμα στη θέση, αλλά θα σηκώνουν το κοινό όρθιο.

Η “Μόμο” του Μίχαελ Έντε, που παίζεται αυτή τη στιγμή, είναι ένα έργο που αφορά όλους μας αφού θέμα της είναι ο σπαταλημένος χρόνος, καθώς ερχόμαστε αντιμέτωποι με πολλά “υπέρ”. Υπερπληροφόρηση, υπεραπασχόληση, υπερένταση κ.λπ. Είναι ο χρόνος που θα έπρεπε να αφιερώνεται και στις ανθρώπινες σχέσεις και στην ολοκλήρωση του εαυτού μας. Το έργο στοχεύει σε παιδιά από έξι έως δεκατριών χρονών. Από την άλλη, το πολυβραβευμένο έργο “Τα παιδιά του γαλάζιου πλανήτη” του Ισλανδού Άντρι Σνάιρ Μάγκνασον απευθύνεται σε παιδιά από τεσσάρων έως επτά χρονών. Το θέμα του έχει να κάνει με την οικολογία και το περιβάλλον. Και για τις δύο παραστάσεις έχουμε φτιάξει έναν εκπαιδευτικό οδηγό με ιδέες για τον εκπαιδευτικό και το πώς να επεξεργαστεί τις θεματικές των παραστάσεων με τους μαθητές του.

Θα ήθελα να έρθει η στιγμή που θα ανεβάζουμε περισσότερες παραστάσεις, που κάθε μία να απευθύνεται σε πιο συγκεκριμένο ηλικιακά κοινό. Οι διαφορές ενός σαραντάρη από ένας τριαντάρη δεν είναι τόσο μεγάλες. Ενός όμως τετράχρονου από ένα επτάχρονο είναι τεράστιες».


Ελένη Μανωλοπούλου

Σκηνογράφος και ενδυματολόγος

Ελένη Μανωλοπούλου

«Δεν θα με έλεγα διευθύντρια ή δεν θα ήθελα να χρησιμοποιήσω κάποιο άλλο βαρύγδουπο τίτλο, παρά υπεύθυνη του τεχνικού τομέα. Αυτός αφορά όλα τα τμήματα κατασκευής σκηνικών και κοστουμιών και από τη θέση μου προσπαθώ να λύνω όσα προβλήματα μπορεί να προκύψουν μεταξύ των τμημάτων ή αυτών και του σκηνογράφου ή ενδυματολόγου μιας παράστασης.

Επιπλέον ασχολούμαι πολύ, χρησιμοποιώντας πενιχρά οικονομικά μέσα, με το να αναβαθμίσω τους χώρους του Εθνικού θεάτρου. Να γίνει πιο φιλικό για το κοινό, αλλά και για τους εργαζόμενους. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει από βαψίματα μέχρι μετακίνηση επίπλων, από συμμαζέματα μέχρι μικρές κινήσεις βελτίωσης. Πολλές φορές δεν χρειάζεται κάτι τόσο τρομερά δραστικό για την αλλαγή προς το καλύτερο, όμως και πάλι μπορεί να υπάρχει πρόβλημα υλοποίησης γιατί οι μετατροπές ή οι ανακαινίσεις  που αφορούν τους χώρους πρέπει να γίνονται παράλληλα με τις βασικές εργασίες των 106 τεχνικών για τις παραστάσεις. Από μέρους μου όλο αυτό σημαίνει πολύ προσωπικό μόχθο, αλλά δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Έχω το σαράκι.

Το πιο ωραίο θα ήταν πάντως να υπάρχει ένας γενικός σχεδιασμός για όλους τους χώρους, όμως λόγω των οικονομικών συγκυριών αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Οπότε προχωράμε κομμάτι-κομμάτι, δωμάτιο-δωμάτιο. Μόνο στο Σχολείον, που στεγάζεται η Σχολή, υπήρχε μια ολιστική αντιμετώπιση και το αποτέλεσμα με κάνει πραγματικά ευτυχισμένη». 


Δημήτρης Λιγνάδης

Σκηνοθετεί τον «Πέερ Γκυντ»

Δημήτρης Λιγνάδης

«Θα χρησιμοποιήσω μια έκφραση του Γιώργου Χειμωνά για τη Λαίδη Μακμπέθ. “Εκείνη την ώρα η Λαίδη Μακμπέθ ξερνάει την ύπαρξή της”. Έτσι κι εγώ. Με τον “Πέερ Γκυντ” θέλω να βγάλω έξω την ύπαρξή μου, μια και έχω κλείσει μισό αιώνα ζωής. Αυτό ήταν το κίνητρο για να ασχοληθώ με αυτό το τόσο δύσκολο έργο του Ίψεν.

Πρόκειται για ένα αλληγορικό παραμύθι γεμάτο σκανδιναβικούς μύθους. Η αλληγορία έχει να κάνει με το αδιέξοδο του σημερινού δυτικού ανθρώπου που επιθυμεί να είναι ο εαυτός του και να μην έχει ανάγκη κανέναν άλλον. Αυτό τελικά οδηγεί σε τεράστια αδιέξοδα. Γιατί αναφέρεται στο “εγώ”, που δεν περιλαμβάνει το “εσύ” παρά μόνο σε επίπεδο δοσοληψίας. Σε κάποια στιγμή του έργου ακούγεται το εξής από τα ξωτικά: “Εσείς οι άνθρωποι λέτε να είσαι αρκετός στον εαυτό σου. Εμείς λέμε να σου είναι αρκετός ο εαυτός σου, αυτός να είναι ο σκοπός σου και όλα τα άλλα να τα αφήνεις εκτός”. 

Στην παράσταση παίζω τον αφηγητή – Πεερ Γκυντ και αφηγούμαι ή ζω τη ζωή του. Φιλοδοξώ στην παράσταση να φανούν το αφήγημα και ο αφηγητής –υπάρχουν πολλά στοιχεία δικά μου αλλά καθόλου προφανή–, ώστε στο τέλος το ιψενικό έργο να περάσει ως μια ψυχαναλυτική παράθεση πάνω στην ύπαρξη μέσα από την προσωπική ματιά μου».

Πρεμιέρα: 23/11, Κεντρική Σκηνή


Νίκος Καραθάνος

Σκηνοθετεί την «Οπερέττα»

Νίκος Καραθάνος

«Εξαιτίας της επανάληψης νιώθω ευτυχισμένος γιατί μου δίνεται η ευκαιρία να ανακαλύψω πάλι το έργο. Επιπλέον, επειδή προέκυψαν οι αντικαταστάσεις ηθοποιών –είχαν κλείσει ήδη αλλού να δουλέψουν–, από τη Χάρις Αλεξίου, τον Άρη Σερβετάλη, την Αμαλία Μπένετ και την Ελένη Μπούκλη, “υποχρεωτικά” η παράσταση θα αποκτήσει ένα άλλο πρόσωπο. Για παράδειγμα όταν θέλησα να “διδάξω” στη Χαρούλα το ρόλο όπως τον έπαιζε η Λυδία, ανακάλυψα πως η ίδια μού έδειχνε έναν άλλο δρόμο. Και αφέθηκα σε αυτόν. Δεν φώναξα τη Χαρούλα ή τον Άρη για να παίξει ένα ρόλο που πριν έπαιζε μια γυναίκα προκειμένου να προκαλέσω την έκπληξη ή ως ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα. Το έκανα γιατί πάντα αναζητώ κάτι αληθινό που η ωρίμανση και η επιτυχία της δουλειάς μας μάς την έχει στερήσει.

Το πιο δύσκλο στο έργο είναι ότι απαιτεί μια διαδικασία ανακάλυψης. Απαιτεί με όλα σου τα ψεύτικα στοιχεία να πεις κάτι αληθινό. Γιατί είναι ένα είδος που είναι μουσικό και παράλογο, που ανήκει στα έγκατα το θεάτρου και τερματίζει την εποχή μας. Θέλει να ρίξει τοίχους και να προκαλέσει τη συνάντηση του παρελθόντος με το μέλλον. Θέλει να βάλει μια βόμβα και να σου πυρπολήσει τον εγκέφαλο. Μια φορά βρέθηκα σε μια ξένη χώρα όπου γύρω από μια κυκλική πλατεία ‒με ένα άγαλμα στη μέση ενός μεγάλου, μάλλον ινδουιστικού, θεού με πολλά χέρια‒ περνούσαν πάρα πολλά αυτοκίνητα. Είχα ρωτήσει τι συμβολίζει ο Θεός και πήρα την απάντηση «τη σύγχυση των δρόμων». Εμείς οι δυτικοί θέλουμε πάντα να γνωρίζουμε προς τα πού θα πάμε και οι άλλοι λατρεύουν έναν Θεό της σύγχυσης. Σε αυτήν συναντάται η καταστροφή και η γέννηση. Και στο έργο του Γκομπρόβιτς, αυτό το παιδί του πρώτου και του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, αυτό είναι ολοφάνερο».

Πρεμιέρα: 22/11, Θέατρο Rex


Σταύρος Λίτινας

Χορογραφεί-σκηνοθετεί τη «Σαλώμη»

Σταύρος Λίτινας

«Θα παρουσιάσουμε τη “Σαλώμη” του Όσκαρ Ουάιλντ σε χοροθεατρική μορφή. Στην παράσταση το κείμενο θα έχει την ελάχιστη παρουσία ‒μόλις για να υπάρχει η ταυτότητα του έργου και του συγγραφέα‒ ενώ ο χορός και το σώμα θα έχουν τον πρώτο λόγο. Η χορογραφική ιδιαιτερότητα είναι ότι το έργο θα αποδοθεί με τη χρήση φλαμένγκο και σύγχρονου χορού. Το φλαμένγκο το χρησιμοποιώ ως ήχο και δεν έχει να κάνει με φολκλορικές αποδόσεις, απεναντίας θα συνδυαστεί και με άλλες χορογραφικές τάσεις. Την πρωτότυπη μουσική γράφει η Ευαγγελία Βελλή-Κοσμά και δεν θα θυμίζει σε τίποτα μουσική της ανατολής.

Είναι μια νέα κατηγορία το χοροθέατρο, που μπαίνοντας από πέρυσι στο πρόγραμμα του Εθνικού δίνει την ευκαιρία και στο χορό ‒η πιο παραμελημένη και ίσως παρεξηγημένη τέχνη στην Ελλάδα‒ να πατήσει το πόδι του στη σκηνή του Εθνικού θεάτρου. Σίγουρα θα έπρεπε να γίνει πολλά χρόνια πριν, αλλά το σημαντικό είναι πως επιτέλους συνέβη και αυτό το οφείλουμε στη νέα διοίκηση».

Πρεμιέρα: 4/5, Θέατρο Rex


Λευτέρης Γιοβανίδης

Σκηνοθετεί τον «Σούμαν»

Λευτέρης Γιοβανίδης

«Το ελληνικό έργο της Σοφίας Καψούρου “Σούμαν”, το οποίο σκηνοθετώ, αναδείχτηκε μέσα από τη δράση του Εθνικoύ “Ο συγγραφέας του μήνα”. Την έμπνευσή του την παίρνει από τη ζωή του σπουδαίου γερμανού συνθέτη Ρόμπερτ Σούμαν. Δεν είναι μόνο η σχέση με τη γυναίκα του Κλάρα ή η προσωπικότητά του που έχουν ενδιαφέρον, αλλά και οι απόψεις του Σούμαν. Είναι αυτός που πρώτος μίλησε για τη νότα Λα και πώς αυτή επηρεάζει την ισορροπία του κόσμου. Ακόμα και η ΝΑΣΑ έχει επιβεβαιώσει τη θέση του αυτή.

Το έργο συνδυάζει μια σύγχρονη ιστορία με μια παλιά. Παρακολουθεί από τη μία ένα ζευγάρι στο αθηναϊκό σήμερα και από την άλλη τη ζωή του ζεύγους Σούμαν και πώς αυτή, όπως και η μουσική, επηρεάζει τη ζωή του πρώτου ζευγαριού. Μπορεί όλο το έργο να έχει τη δομή μιας παρτιτούρας, η μουσική του Σούμαν να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, όμως υπάρχει και κάτι ακόμη που το κάνει να ξεχωρίζει: το πολύ ιδιαίτερο χιούμορ του».

Πρεμιέρα: 1/2, Σκηνή Νίκος Κούρκουλος


Γιώργος Κιμούλης

Πρωταγωνιστής της παράστασης «Ψηλά από τη γέφυρα»

Γιώργος Κιμούλης

«Η πρόταση που μου έγινε από τον κύριο Λιβαθινό, τον οποίον εκτιμώ ιδιαιτέρως, με τιμά διπλά, γιατί εκτός της τιμής που μου έκανε να παίξω στο Εθνικό Θέατρο, στην ουσία για πρώτη φορά, μου προτάθηκε να ερμηνεύσω ένα πρόσωπο που ήθελα εδώ και αρκετό καιρό να παρουσιάσω στη σκηνή. Το πρόσωπο του Έντι Καρμπόνε στο έργο του Άρθουρ Μίλερ «Ψηλά απ’ τη γέφυρα», στην ουσία συμβολίζει την εγκλωβισμένη ψυχολογία ενός μετανάστη, ο οποίος έχασε κάθε επαφή με τη χώρα που γεννήθηκε, ενώ παράλληλα γνωρίζει πως ποτέ δεν θα αποκτήσει, στην καινούργια χώρα που ζει, το συναίσθημα της εντοπιότητας, που έχει ανάγκη να νιώθει κάθε άνθρωπος.

Αυτή η μετέωρη στάση ζωής, αυτή η παντελής έλλειψη ταυτότητας, αυτή η επώδυνη σχοινοβασία ανάμεσα σε δύο τόπους, όπου σε κανένα δεν ανήκει και κανένας τόπος δεν του ανήκει, του δημιουργούν μία διαρκή ανασφάλεια, την ίδια στιγμή που γεννούν εντός του την ανάγκη να εκφράζει έντονα και βίαια συναισθήματα κτητικότητας και ακραίας αυτοπροστασίας. Αυτή είναι άλλωστε και η αιτία του αδιεξόδου στο οποίο βρίσκεται, όταν δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τον κρυφό έρωτά του με την ανιψιά του. Δεν θέλει να τη χάσει. Είναι σαν να λέει: “Αφού δεν μπορώ να την έχω εγώ, δεν θα την έχει κανείς. Θα ζει μαζί μου για πάντα, έστω και ως ανεκπλήρωτος έρωτας”. Όποιος προσπαθεί να αλλοιώσει αυτή την παράλογη σχέση, η οποία είναι και η μόνη που του δίνει αξία ύπαρξης, λόγω της κτητικότητας που νιώθει πως έχει προς το πρόσωπο της ανιψιάς του, είναι εχθρός και πρέπει να εξαλειφθεί.

Παρόλο που δεν μπορείς να αναγνώσεις ένα δράμα με όρους τραγωδίας, θα μπορούσα να πω πως η ύβρις που διαπράττει, είναι η άρνηση να κατανοήσει, ως Ξένος που είναι, την αρχαιοελληνική ετυμολογική σχέση που έχει η λέξη “ξένος” με τη λέξη “κοινός” [=ξεινός]. Μία σχέση που στην ουσία δηλώνει πως πουθενά δεν υπάρχει ξένος. Όλοι οι τόποι πάνω σ’ αυτή τη γη είναι κοινοί για τους ανθρώπους. Το πού και από πού γεννιέσαι, δεν γίνεται να μεταλλαχθεί σε αποκλειστική και απόλυτη, κτητική στάση. Αυτή την ύβρι διαπράττει.

Η παράσταση που σκηνοθετεί η κυρία Κοντούρη, ασυζητητί, έχει σχέση και με τη μεταναστευτική σύγχρονη πραγματικότητα. Άλλωστε το θέμα της αυτοχθονίας και της αλλαγής του τόπου που γεννιέται κάποιος, υπάρχει ως πρόβλημα από τη μυθολογία. Από τον μύθο των Σπαρτών της Θήβας και της αλληλοεξόντωσης τους».

Πρεμιέρα: 15/2, Κεντρική Σκηνή


Στεφανία Γουλιώτη

Πρωταγωνίστρια των παραστάσεων «Πέερ Γκυντ» & «Το παιχνίδι της σφαγής»

Στεφανία Γουλιώτη

«Για τη συμμετοχή μου στο “Παιχνίδι της σφαγής” σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα είναι νωρίς να μιλήσω – το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι η παράσταση θα έχει πολλή μουσική. Όταν μου πρότεινε ο Δημήτρης Λιγνάδης να παίξω στον “Πέερ Γκυντ” είπα αμέσως ναι, χωρίς να ρωτήσω καν για ποιο ρόλο πρόκειται. Αυτό γιατί θα ήταν μια ευκαιρία να συνεργαστώ μαζί του –και ως ηθοποιό– και γιατί θα ήταν μια παράσταση για το Εθνικό. Όταν δε μου ανακοίνωσε πολύ αργότερα ότι θα μου έδινε τελικά το ρόλο της μάνας του Πέερ πέταξα από τη χαρά μου γιατί θα έπαιζα ένα ρόλο που δεν είχα ξανά παίξει: αυτόν της (αρχετυπικής) μάνας.

Η σχέση μάνας και γιου σ’ αυτό το έργο είναι απίστευτα περίπλοκη και έχει να κάνει με βαθιά συναισθήματα που ξεκινούν από τον έρωτα και φτάνουν μέχρι και το μίσος. Το κάθε τι που κάνουν αυτοί οι δύο είναι γιατί θέλουν να εμπεριέχουν ο ένας τον άλλο. Θέλουν συνεχώς να έλκουν την προσοχή ο ένας του άλλου. Σε αυτό το έργο μπορείς να συνειδητοποιήσεις πώς μπορεί μια μάνα, έστω και με μία φράση της, να διαμορφώσει τη μετέπειτα ζωή σου. Ή πώς μπορεί από την άλλη η απουσία του πατέρα να σε χαρακτηρήσει. Η δε τελευταία σκηνή της μάνας είναι από τις πιο συγκινητικές σκηνές που έχω ποτέ διαβάσει στο παγκόσμιο θέατρο.

Υπάρχει και ένας επιπλέον συνδετικός κρίκος που ενώνει αυτούς τους δύο. Τους αρέσει και τους δύο να φαντασιώνονται. Πλάθουν όνειρα και τα ζωντανεύουν για να αποφύγουν τη σκληρή πραγματικότητα. Αυτή η ανάγκη τους συναντιέται με τη δική μας ίδια ανάγκη, η οποία εκπληρώνεται και μέσω του θεάτρου – είτε είμαστε συντελεστές είτε θεατές.

Με τον “Πέερ Γκυντ” με συνδέει και κάτι ακόμα. Είναι η πρώτη παράσταση που έπαιξα βγαίνοντας από τη Σχολή και το ρόλο μου τότε τον έπαιζε η Μπέτυ Βαλάση. Πάντως αυτό που ξέρω είναι ότι αυτό το έργο με έκανε να καταλάβω περισσότερο τη μητέρα μου και μ’ έναν τρόπο ενίσχυσε την αγάπη μου γι’ αυτήν, γιατί συνειδητοποίησα πόσο η ύπαρξη των παιδιών μπορεί να μετατοπίσει τη ζωή μιας γυναίκας».

Πρεμιέρες: 23/11, Κεντρική Σκηνή & 22/2, Θέατρο Rex

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ