Ταξιδια

Η Σέριφος τον Σεπτέμβρη σε τρεις στιγμές

Γιατί ο Σεπτέμβρης έχει την αίσθηση μιας επανεκκίνησης, έχει κάτι από Πρωτοχρονιά

42352-95226.jpg
Κωνσταντίνος Ματσούκας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Σέριφος
Οι οικισμοί Λιβαδάκια (πρώτο πλάνο) και το Λιβάδι στο βάθος © e-serifos.com

O Αύγουστος στην Αθήνα είναι αγαπημένος μήνας. Χωρίς ανθρώπους και αυτοκίνητα, η πόλη δείχνει να έχει βγει από την πρίζα, ο χρόνος μοιάζει μετέωρος, η μόνη πίεση είναι αυτή του ήλιου. Τον Αύγουστο το κοντέρ της χρονιάς μηδενίζεται. Και να γιατί ο Σεπτέμβρης έχει την αίσθηση μιας επανεκκίνησης, έχει κάτι από Πρωτοχρονιά.

Προορισμός μας γι' αυτό το καινούργιο ξεκίνημα ήταν ένα νησί που, επάνω στη γραμμή του ορίζοντα, μοιάζει με ερπετό: φαιό και μακρόστενο, φολιδωτό, με την πλάτη χαραγμένη από ξερολιθιές, κι εκεί που θα ήταν οι μεμβράνες ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών, μικρές ακρογιαλιές. Για μία από αυτές θέλω να μιλήσω, χωρίς όμως ν' αναφέρω το όνομά της.

Ιδωμένη από την κορυφή του μονοπατιού, εκτός από την γκριζόμαυρη άμμο, έμοιαζε με όλες τις υπόλοιπες: πλαισιωμένο από αρμυρίκια, ένα μισοφέγγαρο αμμουδιάς όπου κατέληγε ο οβάλ κόλπος, ανάμεσα σε δυο κάθετους βραχώδεις όγκους. Το ύψος αυτών των τελευταίων ήταν όχι αμελητέο, έτσι που, κοιτώντας κάτω, η αίσθηση ήταν πως η παραλία βρισκόταν στο βάθος ενός τηλεσκόπιου. Α, και μια άλλη διαφορά – δεν φαινόταν πουθενά ψυχή ζώσα.

Μια σπηλιά στην πλαγιά του λόφου, κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας, ήταν πρόσκληση για εξερεύνηση. Με λίγο κολύμπι και λίγο σκαρφάλωμα η σπηλιά αποδεικνύεται ανθρώπινο κατασκεύασμα, μια στοά με καλυμμένο το έδαφός της από καφεκόκκινη σιδερόσκονη, το μέταλλο από το οποίο ζούσε το νησί πριν μερικές δεκαετίες. Εγκαταλελειμμένες πλέον, αμέτρητες σήραγγες ορυχείων σαν κι αυτή διασχίζουν το υπέδαφος του νησιού απ' άκρη σ' άκρη, τελειώνοντας συνήθως ακριβώς επάνω στην θάλασσα ώστε να φορτώνεται το μετάλλευμα απευθείας στα φορτηγά πλοία. Δυο βήματα μέσα στη στοά και το σκοτάδι γίνεται απόλυτο. Άντρες έρχονταν εδώ πεζοπορώντας από τα γύρω χωριά για τις δεκάωρες βάρδιές τους, φορώντας κράνη με φακούς. Τώρα το σκοτάδι είναι αφιλόξενο, σα να δυσανασχετεί με επισκέπτες που δεν έχουν έρθει για να μοχθήσουν.

Πίσω στην παραλία, ένα αναπάντεχο εύρημα: μια τετράγωνη, μαύρη τσάντα ακουμπισμένη στα ριζά του λόφου, στην πέρα άκρη της αμμουδιάς, διαλαλεί το αίνιγμα του ιδιοκτήτη της όλο και πιο δυνατά, όσο περνάει η ώρα. Μετά από ίσως ένα δίωρο, η περιέργεια νικάει και την ανοίγουμε προσεκτικά, εν μέσω σχολίων ότι μάλλον περιέχει ένα τεμαχισμένο σώμα. Σχεδόν. Μέσα έχει μια ολόσωμη στολή δύτη. Την αφήνουμε όπως τη βρήκαμε, με βλέμματα τριγύρω στους λόφους μήπως εντοπίσουμε κάποιον να έρχεται αργοπορημένος στο ραντεβού του με τη θάλασσα.

Ενδιάμεσα, την προσοχή μας έχει προσελκύσει ένα μεγάλο, επίπεδο αντικείμενο, μισοχωμένο στην άμμο. Μοιάζει με πισσόχαρτο μόνο που έχει συνδεδεμένα επάνω του κόκαλα, σπόνδυλους για την ακρίβεια, όπως εκείνοι ενός μικρού μοσχαριού. Μα γιατί να περιπλανηθεί μέχρι την παραλία για να πεθάνει; Εκτός εάν αυτά είναι τα μη βρώσιμα υπολείμματα του ζώου που άφησε όποιος ή όποιοι κατανάλωσαν τη σάρκα του.

Η παραλία μάς βομβαρδίζει με αναπάντητα ερωτήματα, δοκιμάζοντας την ψυχραιμία μας. Δεν είμαστε πλέον σίγουροι για το τι είναι δυνατόν μέσα στο πλαίσιο αυτής της μικρής επικράτειας. Αποφασίζουμε να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής προτού να δύσει ο ήλιος.

Στον αντίποδα αυτής της εμπειρίας, το πανηγύρι του Άι Σώστη, δίπλα στη Χώρα. Παλιά έρχονταν εδώ μόνο με μουλάρια ή με βάρκες. Σήμερα μπορούν και αυτοκίνητα να πλησιάσουν αλλά και πάλι έχει περπάτημα. Σε όλη τη διάρκεια βλέπαμε φακούς κινητών να κατηφορίζουν την κακοτράχαλη πλαγιά, με τις ανθρώπινες φιγούρες να υλοποιούνται ξαφνικά, καθώς έμπαιναν στον φωταγωγημένο κύκλο της εκκλησίας. Σωσμένοι.

Εθελοντική εργασία από τους πάντες –κομψές γιαγιάδες με τα εγγόνια τους, ζώνονται αμφότεροι ποδιές για να σερβίρουν τους επισκέπτες,– προσφορά οίνου και δείπνου (φάβα, τουρλού και κατσικάκι, όλα πεντανόστιμα) χωρίς διάκριση σε όλους, με μόνο αίτημα όταν τελειώσεις να παραχωρήσεις τη θέση σου στο μακρύ ξύλινο τραπέζι στον επόμενο. Τα πάντα οργανωμένα και πληρωμένα από τους «κτήτορες», προύχοντες και δημότες του νησιού που επιθυμούν να τιμήσουν τον νεαρό τους Άγιο.

Και ύστερα, ο χορός! Ο νησιώτικος, ανάλαφρος εκείνος, με βιολί και λύρα, που σε σηκώνει από τη θέση σου σχεδόν χωρίς να έχεις συγκατατεθεί, σε σπρώχνει να ανακατευτείς με τα γυμνασιόπαιδα που έχουν έρθει σχολική εκδρομή από το Ναύπλιο και συναγωνίζονται τους ντόπιους εξηνταπεντάρηδες στις φιγούρες, πλάι σε αξιαγάπητα αδέξιους Σκανδιναβούς, πλάι στο γκέι ζευγάρι μποντιμπιλντεράδων που ο χορός τους φέρνει λίγο και σε ντίσκο... Δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις αυτό που συμβαίνει και δεν είναι άλλο απ' το ότι τους ανθρώπους τούς έχει κερδίσει η συμμετοχή, τους έχει χαλαρώσει και μαλακά απαλλάξει από την έγνοια της εικόνα τους κι ίσως γι' αυτό, σίγουρα γι' αυτό, χαμογελάνε τόσοι πολλοί από το ένα αυτί μέχρι το άλλο, ακούγοντας το «Αγαπώ σε κι ας μη θέλω/γιατί μοιάζεις των Αγγέλων».

Συναντώντας το επόμενο μεσημέρι έναν από τους «σερβιτόρους» στο πανηγύρι, θελήσαμε να μάθουμε μέχρι τι ώρα πήγε. (Εμείς είχαμε φύγει στις 2.30) «Α, ακόμα συνεχίζεται», γέλασε εκείνος.

Υ.Γ.: Θα ήταν, τέλος, ασυγχώρητο να μη μιλήσω για τις σεριφιώτικες γάτες μια και, ως γνωστόν, οι γάτες και τα νησιά πάνε μαζί. Νομίζω το συγκεκριμένο πρέπει να έχει περισσότερες γάτες κι από γλάστρες. Ποικιλόμορφες, σπιρτόζες, πανταχού παρούσες, γάτες της αυλής και γάτες της ταβέρνας, αλλά και του μαντριού, που συζούν με κότες και κατσίκες, πολλές ημιάγριες αλλά πάντα περίεργες, στοχαστικοί θηρευτές που ακούν όσα εμείς δεν μπορούμε να προσλάβουμε, αυτή είναι η επιστημονική αλήθεια και όχι, τάχα μου, πως είναι ζώα με μαγικές ικανότητες ή δεν ξέρω τι.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ