Βιβλιο

Το «Ευτυχισμένο νησί» της Φωτεινής Τσαλίκογλου

 Μια ιστορία για ενήλικες που φοβούνται τις αλήθειες και μια κουβέντα με ψυχαναλυτικές προεκτάσεις

4741-35213.jpg
Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 522
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
94150-211263.jpg

Για ενήλικες που φοβούνται αλήθειες


 Το «Ευτυχισμένο νησί» της Φωτεινής Τσαλίκογλου (εκδ. Καστανιώτης) είναι μια ιστορία «σαν παραμύθι», όπως λέει η συγγραφέας. Η κουβέντα μας έμπλεξε παραμυθένιες ιστορίες, σκληρές πραγματικότητες και ψυχαναλυτικές αναλύσεις.



Όση ώρα μου ετοιμάζει καφέ ο γάτος της με παρακολουθεί ακίνητος –ευτυχώς δεν είχα έρθει να του πάρω συνέντευξη,το βλέμμα του είναι τόσο εξεταστικό που θα έχανα τα λόγια μου. «Όταν πέθανε η γάτα που για χρόνια είχαμε, είπα «τέλος, δεν θα πάρω ξανά», τα βήματά μου όμως με οδήγησαν σε ένα pet shop για να τους πω πως αν φέρουν κάποιο αδέσποτο να με ειδοποιήσουν. Την άλλη ημέρα κιόλας μου τηλεφώνησαν καθώς μια φιλόζωη τους έφερε ένα γατάκι που το ανακάλυψε σκαρφαλωμένο σ’ ένα φοίνικα στην παραλιακή. Από το φοίνικα βρέθηκε εδώ. Ο καθένας με την τύχη του. Όπως λέει ο Πικάσο «δεν ψάχνω, με βρίσκει». Όσο για το όνομα είναι μια πονεμένη ιστορία. Ο άνδρας μου τον φωνάζει «έλα εδώ, χαμένε, ανερμάτιστε, Φρυσία». 
Με το που καταλαβαίνει ο γάτος πως δεν μιλάμε άλλο γι’ αυτόν μας γυρίζει την πλάτη και εξαφανίζεται ανάμεσα από τα βιβλία. Μιλάμε για πολλά βιβλία – σε βιβλιοθήκες, τραπέζια, παντού. «Κοιτάζω τα τόσα βιβλία, και σκέφτομαι πως η γνώση είναι και ανθυγιεινή» θα πω. Γελώντας θα απαντήσει «φαντάζομαι πως το λέτε για τη σκόνη... δεν ξέρω αν είναι ανθυγιεινή, ξέρω σίγουρα πως είναι απαισιόδοξη. Η γνώση ανήκει στο πένθος. Συνδιαλέγεται με μια απώλεια. Κάθε φορά που βάζεις μια λέξη στο χαρτί, η λέξη αυτή προσπαθεί να αναστήσει ένα χαμένο πράγμα. Γράφοντας σε ένα κενό χαρτί, για παράδειγμα, τη λέξη δένδρο, έχεις σαν συγγραφέας την αγωνία να το κάνεις να υπάρξει, να κάνεις δηλαδή τον αναγνώστη να φανταστεί “το δένδρο” που έχεις κατά νου».


Αχ, δεν καταλαβαίνω... Μετά από τόσες ημέρες βγήκε επιτέλους ο ήλιος κι εσείς μου μιλάτε για απώλειες και χθες στο τηλέφωνο για σκοτάδια... Γιατί;


Μα γιατί το πολύ δυνατό φως σε κάνει να χάνεις τις αποχρώσεις –γίνονται όλα μαύρα άσπρα. Θεωρώ πως η αλήθεια βρίσκεται στα ενδιάμεσα χρώματα. Είναι ο τρόπος μου να ξορκίζω το φόβο –μιλώντας για τη νύχτα στο μυαλό μού έρχεται το φως. Δεν πρέπει να αποφεύγεις αυτό που σε πονάει. Είναι αυτό που θέλω να πω και με το τελευταίο μου βιβλίο που είναι σαν παραμύθι –πως αποφεύγοντας κάτι που σε πονάει είσαι πολύ πιο ευάλωτος κι ας νομίζεις το αντίθετο.

Γιατί «σαν»; Ένα ωραίο παραμύθι είναι για εμένα. Θα μου άρεσε να το έβλεπα σε μια παιδική σειρά βιβλίων.

Πραγματεύεται πράγματα που είναι των ενηλίκων, να μην πω και των υπερενηλίκων. Τα μικρά παιδιά, πριν τους ρουφήξει το εκπαιδευτικό σύστημα, είναι ήδη υποψιασμένα, έχουν τη δύναμη να διαχειρίζονται πράγματα πολύ σκοτεινά, όπως αυτά για τα οποία μιλάει το βιβλίο: απώλεια, διεργασία του πένθους, βία του πολέμου, καμουφλάζ της αλήθειας. Οι ενήλικες είναι εκείνοι, που φοβούνται να τα αγγίξουν και τα αποφεύγουν. Γι’ αυτό και το βιβλίο αυτό μπορεί να διαβάζεται από παιδιά αλλά με ενδιαφέρει ο τρόπος που τα άλλα τα «υπερήλικα» παιδιά, όλοι εμείς δηλαδή, θα το διαβάσουν.

Ωστόσο χρησιμοποιήσατε πολλά «κλισέ» παλιών παραμυθιών: πριγκίπισσα, βασιλιάς, κάστρο κ.λπ.

Για το «σαν». Μόνο με ένα παραμυθένιο τρόπο, μέσα από ένα μύθο, θα μπορούσα να μιλήσω για όσα ήθελα, έτσι όπως ήθελα. Να έχω την ελευθερία του μύθου, το εξωπραγματικό του παραμυθιού και ταυτόχρονα την άνεση να μετακινούμαι από την παραδοξότητα του μύθου στην παραδοξότητα μιας ανάλγητης πραγματικότητας. Εξάλλου και τα ίδια τα παραμύθια έχουν τόσο σκληρά πράγματα μέσα στις ιστορίες τους. Όταν ξεκινάς να γράψεις ένα βιβλίο το κείμενο αποδεικνύεται πιο δυνατό από εσένα –σε παίρνει από το χέρι και σε πηγαίνει... Αν και νομίζω πως πλασματικό είναι κι αυτό, γιατί ουσιαστικά σε κατευθύνει σε κάτι που ήδη υπάρχει μέσα σου αλλά εσύ δεν το ξέρεις. Ξεκίνησα έχοντας στο μυαλό μου ένα όνομα πάρα πολύ ελληνικό, Βασιλιάς Αιγέας, και μετά πήγα.... «Στον τόπο του, τα γενέθλια ενός παιδιού δεν είναι η μέρα που γεννήθηκε, ούτε η μέρα της σύλληψής του. Είναι η μέρα που η μητέρα του σκέφτηκε για πρώτη φορά το παιδί της, που θα έλθει στον κόσμο...» Τι ωραία σκέψη... Είναι έθιμο μιας πρωτόγονης υπαρκτής φυλής! Τα γενέθλια δεν έχουν σχέση ούτε με τη γέννηση ούτε με τη σύλληψη του παιδιού...


Σας διακόπτω, αλλά ξαφνικά μού ήρθε στο μυαλό πως χρησιμοποιούμε την ίδια λέξη «σύλληψη» είτε πρόκειται για τη δημιουργία μιας νέας ζωής είτε για έναν παράνομο.

Πόσο χαίρομαι με αυτά που λέτε γιατί επιβεβαιώνετε όσα έλεγα στην αρχή. Δείχνει το διπλό των πραγμάτων. Πως το θετικό και το αρνητικό πάνε μαζί. Το σκοτάδι με το φως. Πάντως είναι ενδιαφέρον, όταν στην κουβέντα παρεισφρύουν άλλες σκέψεις· από κάπου ξεκινάς και κάπου αλλού καταλήγεις...

Μου συνέβη με το παραμύθι σας. Όταν το αγόρι λέει στη βασιλοπούλα για την πεθαμένη μητέρα της, άλλαξα την ιστορία με το αγόρι να λέει για μια μητέρα Ελλάδα που έχει πεθάνει, ζητώντας από το κορίτσι να το αποδεχτεί και να συνεχίσει διαφορετικά τη ζωή του...


Δεν το είχα σκεφτεί, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα σκέψη. Μου αρέσει αυτή η εικόνα, ταιριάζει. Η μάνα Ελλάδα, που σου δίνει ζωή αλλά και σου διαψεύδει την ύπαρξη του παράδεισου! Η ίδια η ψυχανάλυση μας διδάσκει πως ήδη στο μυαλό του μωρού η μητέρα συμβολίζει το απόλυτο καλό και το απόλυτο κακό ταυτόχρονα. Τι ωραία ανάγνωση κι ας μην την είχα σκεφτεί!

Επιπλέον όλα διαδραμματίζονται στο «Ευτυχισμένο νησί», που κρύβει μια αλήθεια και όταν αυτή φανερωθεί αυτό μαραζώνει.


Αυτό που ξέρω είναι πως ήθελα συνεχώς να υποσκάψω τις έννοιες της απόλυτης ευτυχίας, της απόλυτης αισιοδοξίας, του φωτός...Ήθελα να τις αποδομήσω για να τις κάνω πιο αληθινές. Και μια και έγινε πάνω στην κουβέντα μας αυτή η ταύτιση του νησιού με τη χώρα μας, νομίζω πως χρειαζόμαστε ένα τράνταγμα απομυθοποίησης. Όπως στο νησί του βασιλιά Αιγέα και της τυφλής θυγατέρας του η ενηλικίωση ήρθε όταν έγινε η αποδοχή του τραύματος και ίσως το μέλλον θα είναι καλύτερο γι’ αυτό, μάλλον χρειαζόμαστε κι εμείς έναν τρόπο για να ενηλικιωθούμε.

image

Σε ένα άλλο σημείο υπάρχει η φράση ενός ναυτικού «Ας υπάρχει Παράδεισος κι ας είμαστε εμείς μακριά του»

Ακόμη κι αν υπάρχει Παράδεισος, εμείς εξ ορισμού είμαστε μακριά του –γιατί μόνο ως ουτοπία μπορούμε να τον φανταστούμε. 


Μια ιδέα για να κάνει πιο υποφερτή την πραγματικότητα;

Δύσκολα υποφέρεται η πραγματικότητα. Το στοίχημα είναι να δοκιμάζεις την υπέρβασή της. Μότο μου στο Τwitter είναι «Ονειρεύτηκα την πραγματικότητα, τι ανακούφιση που ένιωσα ξυπνώντας».


Ανακούφιση ξυπνώντας σ’ αυτή τη χώρα; Μα δεν υπάρχει ελπίδα.

Μην το λέτε αυτό! Είναι καλύτερα να χρησιμοποιούμε το «ενδεχομένως» στις προβλέψεις μας. Κάθε πρόβλεψη είναι και μια παγίδα. Στην ψυχολογία είναι γνωστός ο μηχανισμός της αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Η αρνητική πρόβλεψη με έναν τρόπο φέρνει κοντά μας αυτό που φοβόμαστε περισσότερο. Τα λόγια φτιάχνουν πραγματικότητες. Αν ορίσεις κάτι σαν πραγματικό γίνεται πραγματικό στις συνέπειές του.


Μια και μιλάμε για συνέπειες να μνημονεύσω και τη σκηνή με τα σκαντζοχοιράκια...

Αυτή η εικόνα ανήκει στον Σοπενχάουερ. Σε μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα τα σκαντοζοχοιράκια βρίσκονται αντιμέτωπα με ένα μεγάλο δίλημμα. Πλησιάζοντας το ένα το άλλο θα μπορέσουν να ζεσταθούν αλλά μπορεί και να πεθάνουν από αιμορραγία καθώς το ένα θα τρυπάει με τις βελόνες του το άλλο. Αν μείνουν χώρια μπορεί να πεθάνουν από το κρύο. Άρα όλο το θέμα είναι πώς θα μπορέσεις να ταιριάξεις αυτές τις δύο καταστάσεις, αυτό το πολύ κοντά που πληγώνει και το πολύ μακριά που παγώνει.



Το «σαν» παραμύθι είχε ένα «σαν» χάπι εντ. Γιατί;

Γιατί ίσως κι εδώ έχουμε μια διττή σημασία. «Happy» ή χάπι (γέλια)! Το χάπι σε γιατρεύει αλλά μπορεί να είναι και δηλητήριο. Ίσως φοβήθηκα τη δηλητηριώδη σημασία του happy end. Όμως υπάρχει η υπόσχεσή του… ίσως έρθει με το τέλος του πολέμου. Τότε θα είναι πραγματικά κι ένα αίσιο τέλος. Είναι εντέλει κατευναστικό και εξόχως ανακουφιστικό να προσμένεις κάτι καλό να συμβεί! Δεν είναι;

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ