Βιβλιο

Οδυσσέας: Το ταξίδι του Λεοπόλδου Μπλουμ και ο Τζέιμς Τζόις

Λίγα λόγια για ένα σπουδαίο κείμενο, ένα μεγάλο λογοτεχνικό θαύμα

giorgos-florakis.jpg
Γιώργος Φλωράκης
ΤΕΥΧΟΣ 961
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Οδυσσέας: Το ταξίδι του Λεοπόλδου Μπλουμ και ο Τζέιμς Τζόις
© Bettmann

Οδυσσέας: Το πρωτοποριακό έργο του Τζέιμς Τζόις και οι συγκινητικές στιγμές του βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος σε μετάφραση Σωκράτη Καψάσκη.

Ο ήρωας του «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις ξεκίνησε και ολοκλήρωσε το ταξίδι του στις 16 Ιουνίου του 1904. Πριν από ακριβώς 121 χρόνια δηλαδή… Κάποιοι μάλιστα δεν θεωρούν μόνο τη συγγραφή αλλά και την ανάγνωσή του επίτευγμα. Αλλά δεν θα ασχοληθούμε καθόλου μ’ αυτή την οπτική…

… Αντιθέτως, οι Σημειώσεις Ενός Μονομανούς θα ήθελαν να δουν περισσότερους αναγνώστες να πλησιάζουν αυτό το σπουδαίο –και κάπως τρομακτικό λόγω όγκου– βιβλίο. Καθώς έχουν γραφτεί άπειρες σελίδες πάνω στον «Οδυσσέα» του Τζειμς Τζόις, δεν πρόκειται να προσπαθήσω εδώ να επιχειρηματολογήσω για το πόσο σημαντικό βιβλίο είναι. Θα σταθώ μόνο σε δύο ή τρία σημεία συγκίνησης. Η μετάφραση των αποσπασμάτων ανήκει στον Σωκράτη Καψάσκη και το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.

Αγαπώ τον Τηλέμαχο, τον Στήβεν Ντένταλους δηλαδή, ήδη από το «Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία». Μου αρέσει η συχνά σύνθετη φιλοσοφική του σκέψη αλλά και η ποιητική του διάθεση: «Η σκιά του έπεφτε πάνω στα βράχια καθώς έσκυβε, μέχρι που τελείωσε το γράψιμο. Γιατί να μη μένει κι αυτή ατελείωτη μέχρι το απώτατο άστρο; Εκεί παραμένουν σκοτεινά, πίσω από αυτό το φως, σκοτάδια που αστράφτουν μέσα στη λαμπρότητα, το δέλτα της Κασσιόπης, κόσμοι. Εκεί κάθεται αυτό το εγώ μου, με το μαντικό μπαστούνι του, με δανεισμένα σαντάλια, την ημέρα καθισμένος πλάι στη μολυβένια θάλασσα, αγνοημένος, τη βιολετιά νύχτα περπατώντας κάτω από ένα βασίλειο άγνωστων άστρων. Απορρίπτω αυτήν την πεπερασμένη σκιά, την αναπόφευκτη ανθρώπινη μορφή, και την ανακαλώ. Ατέλειωτη, θα μπορούσε τάχα να ήταν δική μου, μορφή της μορφής μου; Ποιος μου δίνει σημασία εδώ; Ποιος θα διαβάσει, κάποτε, κάπου αυτές τις λέξεις που έγραψα; Σημάδια πάνω σ’ ένα άσπρο φόντο. Κάπου, σε κάποιον, με τη μελωδικότερη των φωνών σου». Νιώθω τον πόνο του Στήβεν για τον πατέρα που λείπει: «Κάτω από πέντε οργιές αναπαύεται ο πατέρας σου. Είχε πει: θα σε δω στη μία. Ευρέθη πνιγμένος». Κι ύστερα, εκείνη την ελπίδα ότι όλα καλά θα πάνε ως το τέλος: «Μετακινώντας ψηλά στον αέρα τα κοντάρια των τριών καταρτιών του, με τα πανιά του μαζεμένα στ’ άλμπουρα, κόντρα στο ρεύμα, επέστρεφε στην πατρίδα, πλέοντας αργά, ένα σιωπηλό καράβι».

Αγαπώ τον Λεοπόλδο Μπλουμ, εκείνον τον απόλυτα πεζό, τον απλοϊκό Οδυσσέα: «Έτρωγε με απόλαυση τα εσωτερικά όργανα των ζώων και των πουλιών. Αγαπούσε την παχειά σούπα από εντόσθια και ποδαράκια, τις κοιλιές με μια γεύση καρυδιών, την ψητή καρδιά με γέμιση, τις φέτες συκωτιού τηγανισμένες σε τρίμματα γαλέτας, τα τηγανητά αυγά ψαριών». Και τ’ αγαπούσε τόσο πολύ, που έτσι όπως έχεις δακρύσει μ’ εκείνο το «σιωπηλό καράβι», που φέρνει στην πατρίδα έναν πατέρα που δεν γνώρισες, έναν πατέρα που, όπως κι ο Άργος, θα περίμενες να τον δεις για ένα λεπτό, να χαμηλώσεις τα γέρικα σκυλίσια αυτιά σου κι ύστερα να ξεψυχήσεις, ναι, έτσι όπως έχεις δακρύσει από τα προηγούμενα, μ’ εκείνα τα «εντόσθια και τα ποδαράκια» κινδυνεύεις να παρατήσεις το βιβλίο στην πρώτη παράγραφο του… κανονικού του ξεκινήματος.

Αγαπώ την τη Μόλλυ Μπλουμ, την Πηνελόπη, ίσως ακριβώς επειδή είναι άπιστη. Τον χωρίς στίξη μονόλογό της στο τέλος: «Ω αυτός ο χείμαρρος που κατεβαίνει Ω η θάλασσα η θάλασσα κατακόκκινη μερικές φορές σαν τη φωτιά και τα υπέροχα ηλιοβασιλέματα και οι συκιές στους κήπους της Αλαμέδας ναι και όλα τα παράξενα δρομάκια και τα τριανταφυλλιά και τα γαλάζια και τα κίτρινα σπιτάκια και τα σπίτια με τα τριαντάφυλλα ένα κορίτσι που ήμουνα τότε ένα Άνθος των βουνών ναι όταν έβαλα το τριαντάφυλλο στα μαλλιά μου όπως συνήθιζαν τα κορίτσια της Ανδαλουσίας ή θα φορέσω ένα κόκκινο ναι πώς με φίλησε και σκέφτηκα λοιπόν αυτός ή όποιος άλλος το ίδιο κάνει κι ύστερα τον κάρφωσα με τα μάτια μου για να μου κάνει πάλι την πρόταση ναι κι ύστερα μου ζήτησε αν θα ήθελα ναι να πω ναι το άνθος μου των βουνών και στην αρχή τον αγκάλιασα ναι και τον τράβηξα πάνω μου έτσι που μπορούσε να νιώσει τα στήθη μου όλο άρωμα ναι κι η καρδιά του πήγαινε να σπάσει και ναι είπα θέλω Ναι».

Αγαπώ τον «Οδυσσέα» και τον Τζέιμς Τζόις, όλες τις στιγμές. Ακόμη κι εκείνες που θα μπορούσες να παραλείψεις. Λέξη με τη λέξη, νιώθω κάτι φορές ότι περπατώ στους δρόμους του Δουβλίνου. Καλοκαίρι, Ιούνιος, με τη μέρα να διαρκεί πολύ, με τη νύχτα να διαρκεί ελάχιστα και μ’ όλες τις μυρωδιές στον αέρα…

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY