- CITY GUIDE
- PODCAST
-
31°
Προδημοσίευση: Πέτρα της Κόλασης του Μάλκολμ Λόουρι
Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση Κατερίνας Σχινά, στις 27 Μαΐου


«Πέτρα της Κόλασης» του Μάλκολμ Λόουρι: Προδημοσίευση από το βιβλίο που θα κυκλοφορήσει στις 27 Μαΐου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο
O Μπιλ Πλανταγενέτης, Βρετανός πιανίστας της τζαζ, αλκοολικός, φανατικός αναγνώστης του Χέρμαν Μέλβιλ, παθιασμένος με τα καράβια, φτάνει στη Νέα Υόρκη και ανακαλύπτει ότι όλη του η ζωή είναι ένα ναυάγιο – έχει χάσει την μπάντα του, έχει χάσει τη σύντροφό του. Μετά το προσκύνημά του στις ταβέρνες του λιμανιού καταλήγει στο ψυχιατρείο ή μάλλον στην Κόλαση, όπου θα περάσει τον καιρό του και θα μοιραστεί την τύχη του με ναυτικούς, μέθυσους, φτωχούς. Κοιτάζοντας τα καράβια που αρμενίζουν στο Ιστ Ρίβερ, ο Μπιλ καταλαβαίνει ότι ο ψυχίατρος που τον έχει αναλάβει δεν θα καταφέρει να γιατρέψει ποτέ την άρρωστη ψυχή του. Σε αυτή τη συναρπαστική νουβέλα ο Malcolm Lowry αντλεί από την προσωπική του εμπειρία και μιλά με σφοδρότητα για τις ψευδαισθήσεις της τρέλας και για την πραγματική σημασία της λογικής. Ένα συγκινητικό έργο τέχνης όπου περιέχονται όλες οι κεντρικές ιδέες που τον ανέδειξαν σε έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα.
Από τον πρόλογο της Κατερίνας Σχινά: «Πρόκειται για το πιο ζοφερό έργο του Λόουρι, πιο αποπνικτικό και αδιέξοδο ακόμα και από το “Κάτω από το ηφαίστειο”, και ταυτόχρονα για μια πολυφωνική λογοτεχνική παρτιτούρα με την αριστοτεχνικά δοσμένη τραχύτητα μιας διαδοχής από διάφωνες συγχορδίες. Ο συγγραφέας, αντλώντας υλικό από την εμπειρία της σύντομης νοσηλείας του στο νοσοκομείο Bellevue της Νέας Υόρκης τον Μάιο του 1936, ξετυλίγει μια ιστορία εγκλεισμού, ψυχικής ασφυξίας και πνευματικής αδυναμίας χωρίς δυνατότητα διαφυγής».
Ο Malcolm Lowry (Μάλκολμ Λόουρι) γεννήθηκε το 1909 στη βορειοδυτική Αγγλία. Tη δεκαετία του ’30 έζησε στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, στο Μεξικό και στο Λος Άντζελες, πριν καταλήξει στη Βρετανική Κολομβία του Καναδά το 1939. Δημοσίευσε μονάχα δύο μυθιστορήματα όσο ζούσε: το «Ουλτραμαρίν» και το «Κάτω από το ηφαίστειο» (1933 και 1947, και τα δύο από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο). Ωστόσο άφησε πολλά χειρόγραφα, μερικά από τα οποία εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του το 1957 σε επιμέλεια της συζύγου του.
Το μυθιστόρημα του Μάλκολμ Λόουρι, «Πέτρα της Κόλασης» (128 σελίδες, μετάφραση Κατερίνα Σχινά) κυκλοφορεί στις 27 Μαΐου από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.
Προδημοσίευση από το βιβλίο «Πέτρα της Κόλασης» του Μάλκολμ Λόουρι
* * *
Ι
Ένας άντρας φεύγει νωρίς το πρωί από μια ταβέρνα στην αποβάθρα με τη μυρωδιά της θάλασσας στα ρουθούνια κι ένα μπουκάλι ουίσκι στην τσέπη, γλιστρώντας ελαφρά στο λιθόστρωτο σαν πλοίο που βγαίνει από το λιμάνι.
Σύντομα πέφτει σε καταιγίδα και γέρνει πότε απ’ τη μια πλευρά, πότε απ’ την άλλη, παλεύοντας απεγνωσμένα να γυρίσει πίσω. Τώρα θα μπει σ’ όποιο λιμάνι βρει μπροστά του.
Μπαίνει σ’ ένα άλλο μπαρ.
Αναδύεται κι απ’ αυτό, έξυπνα αναζωογονημένος, ωστόσο έρχεται και πάλι αντιμέτωπος με δυσκολίες. Αυτή τη φορά σοβαρές: παρά τρίχα γλιτώνει από ένα τραμ που έρχεται καταπάνω του, κοπανάει το κεφάλι του σ’ έναν τοίχο, πέφτει πάνω στον κάδο όπου έχει πετάξει το μπουκάλι του. Οι περαστικοί τον κοιτάζουν παραξενεμένοι, άλλοι με θυμό, άλλοι με θυμηδία, ακόμα και με μιαν αλλόκοτη λαχτάρα.
Αυτή τη φορά καταφεύγει σ’ ένα σοκάκι και γέρνει σ’ έναν τοίχο ολότελα αποκαρδιωμένος, σαν να προσπαθεί να θυμηθεί κάτι.
Και πάλι ξεκινάει το προσκύνημα, μα η πορεία του είναι τόσο ασταθής και ακανόνιστη, που δίνει την εντύπωση ότι μάλλον αναζητάει παρά προσπαθεί να θυμηθεί κάτι. Ή μήπως, όπως ο κακομοίρης ο γάτος που έχασε ένα μάτι σε καβγά, ψάχνει απλώς την όρασή του;
Ζέστη αναδύεται από τα πεζοδρόμια – πανίσχυρη δύναμη. Η Νέα Υόρκη στενάζει και βρυχιέται από πάνω του, γύρω του, κάτω απ’ τα πόδια του: λευκά πουλιά τινάζονται στον τρεμάμενο αέρα, μια γέφυρα διασκελίζει το ποτάμι. Φωτεινές πινακίδες τού γνέφουν καθώς περνά: Καλύτερο και φτηνότερο, Ρωμαίος και Ιουλιέτα, η πιο συγκλονιστική ερωτική ιστορία στον κόσμο, Δωρεάν είσοδος οποιαδήποτε ώρα, Όταν ο πόνος απειλεί, επεμβαίνει το…
Μπαίνει σε μιαν άλλη ταβέρνα κι αμέσως αρχίζει να μιλάει για ανθρώπους που δεν γνώρισε ποτέ και για μέρη όπου δεν πήγε ποτέ. Μέσα από την ανοιχτή πόρτα διακρίνει το νοσοκομείο, που δεσπόζει πάνω από το ποτάμι. Κοντά του αλαζονικοί γενειοφόροι απόκληροι διπλώνονται πάνω από πτυελοδοχεία, κι αυτούς τους ανθρώπους φαίνεται να τους φοβάται. Ιδρώτας κυλάει στο μέτωπό του. Από τα βάθη της ταβέρνας ακούγονται βογκητά κι ένας ήχος σαν το τικ τακ του ρολογιού.
Έξω αρχίζει πάλι το προσκύνημα, περιπλανιέται από μπαρ σε μπαρ σαν να ψάχνει κάτι, χωρίς να χάνει ποτέ απ’ τα μάτια του το νοσοκομείο, λες και τα μπαρ είναι απλώς σημεία στην περίμετρό του. Σ’ έναν δρόμο παράλληλο με την προκυμαία, όπου ακούγεται η κλαγγή μιας καμπάνας, σταματάει απότομα· μια τρομερή γριά, που το μαύρο της βέλο κρύβει μονάχα το μισό ρημαγμένο της πρόσωπο, προσπαθεί να ρίξει στο ταχυδρομικό κουτί ένα γράμμα, προσπαθεί ξανά και ξανά και δεν τα καταφέρνει, τελικά όμως το ταχυδρομεί με τρεμάμενα χέρια που δεν μοιάζουν καθόλου με χέρια.
Μια παράξενη ιδέα τον κυριεύει: το γράμμα είναι για κείνον. Πίνει μια γουλιά από το μπουκάλι του.
Στον εναέριο σιδηρόδρομο φυσάει ένας ουράνιος άνεμος κι ο ποταμός προβάλλει πανοραμικά, όμως εκείνος βαδίζει σαν να δρασκελίζει εμπόδια ή σαν τον Αχαάβ, που σκοντάφτει πότε δεξιά και πότε αριστερά στην κεκλιμένη γέφυρα, «νιώθοντας ότι αγκαλιάζει με το βλέμμα του ωκεανούς, μέσα από τους οποίους θα μπορούσε να αποκαλυφθεί εκείνος ο φασματικός καταστροφέας του εαυτού του».

Κάτω στον δρόμο η ζέστη είναι τρομερή. Τίτλοι εφημερίδων: Χιλιάδες καταρρέουν από τον καύσωνα. Εκατοντάδες νεκροί. Ο Ρούσβελτ ραπίζει τους πολεμοκάπηλους. Εμφύλιος στην Ισπανία.
Σταματάει σε μια εκκλησία, τα χείλη του κινούνται σχηματίζοντας κάτι σαν προσευχή. Μέσα είναι δροσερά: Στους τοίχους απεικονίζονται διαδοχικές σκηνές από το μαρτύριο του Σταυρού. Κανείς δεν φαίνεται να τον προσέχει. Του αρέσει ιδιαίτερα να πίνει σε εκκλησίες.
Έπειτα όμως φτάνει σ’ ένα μέρος που δεν μοιάζει καθόλου με εκκλησία.
Είναι το νοσοκομείο: Όλη μέρα το περιτριγύριζε· τώρα υψώνεται πιο κοντά από ποτέ. Αυτό είναι ο στόχος του. Φέρνει το μπουκάλι στο στόμα του, ρίχνει πίσω το κεφάλι και πίνει μια μεγάλη, τελευταία γουλιά: σταγόνες τρέχουν στον λαιμό του, αναμειγνύονται με τον ιδρώτα του.
«Θέλω ν’ ακούσω το τραγούδι των νέγρων» βρυχιέται. «Veut-on que je disparaisse, que je plonge, à la recherche de l’anneau… Έχω σταλεί για να σώσω τον πατέρα μου, να βρω τον γιο μου, να θεραπεύσω την αιώνια φρίκη των τριών, να καταλύσω την αθεράπευτη φρίκη των αντιθέτων!»
Με τον τρεμουλιαστό κρότο ενός πλοίου που πέφτει στα βράχια η πόρτα κλείνει πίσω του.
ΙΙ
Αν κοίταζε κανείς προς τα κάτω από τα ψηλά κτίρια στη συμβολή της Τέταρτης ή της Πέμπτης Λεωφόρου και της Τριακοστής Οδού στη Νέα Υόρκη, θα πίστευε ότι από εκεί ως το Ιστ Ρίβερ δεν φύτρωνε ούτε φυλλαράκι. Ωστόσο ανάμεσα στον Θάλαμο Παρακολούθησης του Ψυχιατρείου και στο νερό, σ’ ένα μικρό κομμάτι γης στα αριστερά του ηλεκτροπαραγωγικού σταθμού –ενός κτιρίου που διακρίνεται ακόμα και από το κέντρο της πόλης, μιας και οι πυλώνες του δεν είναι πλήρως ευθυγραμμισμένοι και γέρνουν προς το νοσοκομείο–, μπορούσες να δεις το γρασίδι να φυτρώνει.
Εκεί που τελείωνε το γρασίδι ήταν σωριασμένο ένα ξεχαρβαλωμένο καρβουνιάρικο και πέρα απ’ αυτό ένα λιμανάκι που το οριοθετούσαν δύο προβλήτες. Στην αποβάθρα στα δεξιά βρισκόταν ο ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός και μπροστά του ένα υπόστεγο που το χρησιμοποιούσαν οι γιατροί ως γκαράζ, κοντά στο οποίο ήταν συχνά σταθμευμένο ένα πράσινο ασθενοφόρο.
Η αποβάθρα στα αριστερά, παρά την μπερδεμένη εικόνα που έδινε λόγω μιας σειράς από ανεμοθώρακες, σειρήνες ομίχλης και εξαεριστήρες ο σκοπός των οποίων ήταν αδιευκρίνιστος, απέπνεε μια πιο φιλική, πιο απλή ατμόσφαιρα παραθαλάσσιων διακοπών. Εδώ ήταν αγκυροβολημένες λευκές και γαλάζιες μηχανοκίνητες βάρκες με ονόματα όπως Empty Pockets III, Dunwoiken, Lovebird, βάρκες που, καθώς έσπρωχναν και σκουντούσαν αδιάκοπα η μία την άλλη μέσα στο αυτοκτονικό σκοτάδι του ποταμού, ήταν σαν να ψιθύριζαν τρυφερές ιστορίες με κορίτσια το καλοκαίρι.
Το μοναδικό πλοίο που είχε δέσει στην αποβάθρα δίπλα στον ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό ήταν το φέρι, το Τεκάνας. Πήγαινε, έτσι είπε κάποιος, στο Παγοδρόμιο του Ρόκαγουεϊ.
Μα ανάμεσα στις δύο αποβάθρες, γερμένο στο φτενό γρασίδι μπροστά στο νοσοκομείο, κειτόταν το καρβουνιάρικο, καταποντισμένο, παρατημένο, ξεκοιλιασμένο, με το κύτος του ραγισμένο, τις δέστρες ξηλωμένες, το τιμόνι σπασμένο. Το αμπάρι του, πνιγμένο ακόμη στην καρβουνόσκονη, τώρα ήταν γεμάτο λάσπη και χώμα, κι από κει μέσα πρόβαλαν σμαραγδένιοι βλαστοί.
Κάθε απόβραδο οι ασθενείς ατένιζαν πέρα από το ποτάμι το εργοστάσιο ζάχαρης Jack Frost, κι αν κάποιο πλοίο ξεφόρτωνε εκεί, ένιωθαν ότι μπορεί να είχε κάποια ξεχωριστή είδηση γι’ αυτούς που θα τους έφερνε λύτρωση. Αλλά δεν ερχόταν τίποτα ποτέ…
Μερικές φορές, όταν έπεφτε ομίχλη, το ποτάμι και ο ουρανός συγχωνεύονταν σε μια λευκή κάλμα, που μέσα της έμοιαζαν ν’ αργοπετούν μικρά κατάρτια και πλαγιαστά ογκώδη ρυμουλκά. Ένα θαμπό εργοστάσιο γκαζιού ζάρωνε σαν πλάσμα έτοιμο ν’ αναπηδήσει πίσω από την κεκλιμένη, θολή γεωμετρία γερανών και λοξών καμπαναριών, ενώ οι καμινάδες του εργοστασίου κουνούσαν αμέτρητα μαντίλια από καπνό.
Αντίο, αντίο, ζωή!
Κάθε τόσο, όταν περνούσε κάποιο πλοίο, παρατηρούνταν μια αλλόκοτη μαζική κίνηση προς τα καγκελόφραχτα παράθυρα, ένας κυματισμός που ανάβλυζε από τα στήθη των τρελών ναυτικών και θερμαστών που βρίσκονταν εκεί μέσα, αλλά παρέσυρε τους πάντες: Aκόμα κι εκείνοι που το κεφάλι τους ήταν σκυμμένο για μέρες το ανασήκωναν μόλις ξεσπούσε τούτη η αναταραχή, το σώμα τους έτρεμε σαν να ξυπνούσαν ξαφνικά από εφιάλτη ή από τον τάφο, τα χείλη τους άφηναν να ξεφύγει ένας ήχος ανάμεσα σε ζητωκραυγή και σε θρηνητικό ολολυγμό, σαν το ουρλιαχτό του φυλακισμένου πνεύματος της ίδιας της Νέας Υόρκης, αυτού του πνεύματος που στοιχειώνει την άβυσσο ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Αμερική και πλανιέται, βαρύθυμο όπως το μέλλον, πάνω από τον Δυτικό Ωκεανό. Όλα τα μάτια παρακολουθούσαν το πλοίο με μια παράξενη, πεινασμένη ικεσία.
Αλλά πιο συχνά, όταν ένα πλοίο περνούσε ή απομακρυνόταν από τις απέναντι αποβάθρες κι έπαιρνε στροφή για ν’ ανοιχτεί προς την απέραντη θάλασσα, στον θάλαμο έπεφτε νεκρική σιωπή κι επικρατούσε ένα δυσοίωνο προαίσθημα, λες και κάθε ελπίδα αποσυρόταν μαζί με την παλίρροια.
ΙΙΙ
Ο άντρας που είχε δώσει το όνομα Μπιλ Πλανταγενέτης, αλλά που είχε αναγγείλει στην αρχή τον εαυτό του ως α/π Λόχιλ, ξύπνησε με τη βεβαιότητα ότι βρισκόταν σε πλοίο. Αν όχι, τότε από πού προέρχονταν εκείνες οι απομακρυσμένες κλαγγές, εκείνοι οι ήχοι σαν να χτυπούσε σίδερο πάνω σε σίδερο; Αναγνώρισε το κελάρυσμα του νερού που χυνόταν από την καρίνα, το βαρύ ποδοβολητό στο κατάστρωμα από πάνω, το σταθερό Frère Jacques, Frère Jacques των μηχανών. Βρισκόταν σ’ ένα πλοίο που τον πήγαινε πίσω στην Αγγλία, την οποία δεν έπρεπε ποτέ να έχει εγκαταλείψει όπως την εγκατέλειψε. Τώρα είχε απόλυτη συναίσθηση του βασανισμένου, τρεμάμενου, δύσοσμου σώματός του. Το φως της μέρας τόξευε οδυνηρά τα βλέφαρά του. Ανοίγοντάς τα, είδε τρεις νέγρους ναύτες να σφουγγαρίζουν όλο σφρίγος το κατάστρωμα. Έκλεισε και πάλι τα μάτια του. Αδύνατον, σκέφτηκε.
Κι αν βρισκόταν σε πλοίο, τουτέστιν στο καμπούνι, ο διάδρομος στο τέρμα του οποίου ήταν η κουκέτα του θα πρέπει να καταλάμβανε το καμπούνι σ’ όλο του το μήκος. Αναλογίστηκε τούτη την τρέλα και τότε το βουητό και η δόνηση έγιναν τόσο εκκωφαντικά, που βρέθηκε ν’ αναρωτιέται μήπως τελικά ήταν ξαπλωμένος μέσα στον άξονα της προπέλας.
Καθώς η μέρα προχωρούσε, ο θόρυβος γινόταν όλο και πιο φρικιαστικός: κάτι που ηχούσε σαν σιδηρόδρομος φαινόταν να περνάει ακριβώς πάνω από το ταβάνι. Ήρθε μια ακόμα νύχτα. Ο θόρυβος επιδεινωνόταν και, κάτι ακόμα πιο παράξενο, το πλήρωμα συνέχιζε να πολλαπλασιάζεται. Όλο και περισσότεροι άντρες, μωλωπισμένοι, τραυματισμένοι και πάντα μεθυσμένοι, σωριάζονταν στον διάδρομο πεδικλωμένοι από υπαξιωματικούς και ακινητοποιούνταν ουρλιάζοντας, με το πρόσωπο ζουληγμένο στο πάτωμα, ή αποκοιμούνταν ξαφνικά στις σκληρές κουκέτες τους.
Εκείνος ήταν ξύπνιος. Τι είχε κάνει την προηγούμενη νύχτα; Είχε παίξει πιάνο; Ήταν η προηγούμενη νύχτα; Ίσως να μην είχε κάνει τίποτα απολύτως, ωστόσο οι τύψεις τον βασάνιζαν. Χρειαζόταν απεγνωσμένα ένα ποτό. Δεν ήξερε αν τα μάτια του ήταν ανοιχτά ή κλειστά. Αποτρόπαιες μορφές ξεπηδούσαν από το κενό αλαλάζοντας, τρίβοντας τις αγριότριχές τους στο πρόσωπό του, μα δεν μπορούσε να κουνηθεί. Χώρια που κάτι είχε τρυπώσει κάτω από το κρεβάτι του, μια αρκούδα που συνεχώς προσπαθούσε να σηκωθεί. Φωνές, μια προσωποποιία φωνών, μουρμούριζαν μες στ’ αυτιά του, αποσύρονταν, ξαναψιθύριζαν, κακάριζαν, ούρλιαζαν, παρακαλούσαν· φωνές που τον ικέτευαν να σταματήσει να πίνει, να πεθάνει και να ’ναι καταραμένος. Πλήθος από φοβερές σκιές πλησίαζαν και χάνονταν σαν να τις ρουφούσε το σκοτάδι. Καταρρακτώδη νερά ξεχύνονταν μέσα από τον τοίχο, πλημμυρίζοντας το δωμάτιο. Μια κόκκινη παλάμη χειρονομούσε, τον έσπρωχνε· ένα γοργό ποτάμι κατρακυλούσε σε μια κακοτράχαλη βουνοπλαγιά παρασύροντας κορμιά δίχως πόδια που κραύγαζαν μέσα από μεγάλες οφθαλμικές κόγχες όπου φέγγιζαν σπασμένα δόντια. Η μουσική κορυφώθηκε σε μια στριγκλιά και υποχώρησε. Σ’ ένα ανάστατο, λεκιασμένο από αίμα κρεβάτι σ’ ένα σπίτι που η πρόσοψή του είχε ανατιναχτεί ένας θεόρατος σκορπιός βίαζε με επισημότητα μια μονόχειρη νέγρα. Εμφανίστηκε η γυναίκα του, συμπονετική, με δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπό της, αμέσως όμως μεταμορφώθηκε στον Ριχάρδο Γ΄, που τινάχτηκε σαν ελατήριο προς το μέρος του για να τον πνίξει.
Μετά από λίγο αντιλήφθηκε δυο ανθρώπους να τον κοιτάζουν καλοσυνάτα, έναν μικρόσωμο γέρο κι ένα αγοράκι. Το αγόρι φαινόταν κάπου δέκα χρονών· είχε όμορφο, έξυπνο πρόσωπο και ξανθά μαλλιά που έπεφταν στο μέτωπό του. Ο άντρας σκέφτηκε αόριστα ένα πορτρέτο του Ρεμπώ στα δώδεκά του ή εκεί γύρω.
«Είμαι ο Γκάρι» είπε το αγόρι. «Ο πατέρας μου φτιάχνει καλούπια από πηλό… Μια μέρα ένας από τους σωλήνες κατέρρευσε και ο πηλός εξερράγη και διαλύθηκε. Κύλησε μέσα στον σωλήνα κι έφτασε στην ακτή. Ήταν καταδικασμένος».
«Με λένε Καλόφσκι» είπε ο γέρος. «Όμως εσύ, φίλε μου, δεν θα ’πρεπε να βρίσκεσαι εδώ. Είναι τρομερό αυτό το μέρος». Στάλες ιδρώτα σχημάτιζαν δαντέλα στο μέτωπο του γέρου.
«Αλλά θα γίνεις σύντομα καλά, είσαι ήδη καλύτερα» συνέχισε ο Γκάρι. «Θα σου πω ιστορίες και θα γίνεις καλύτερα. Ξέρεις, είναι παράξενο, είναι σαν θαύμα, μα, όπου κι αν βρίσκομαι, είτε είμαι στον αέρα είτε κάτω από τη θάλασσα, στα βουνά, οπουδήποτε, μπορώ να πω μια ιστορία. Όπου κι αν με βάλεις, ακόμα και στη φυλακή. Μπορώ να κάθομαι και να μην κάθομαι. Να τρώω και να μην τρώω. Μπορώ να βάλω τα πάντα σ’ αυτή την ιστορία, αυτό είναι που την κάνει ιστορία».
«Ο πατέρας του είναι στη φυλακή» ψιθύρισε ο κ. Καλόφσκι «εδώ όμως είναι χειρότερα από φυλακή. Άκουσα μάλιστα τον φύλακα να λέει: “Οι απατεώνες δεν είναι οι μόνοι κακοί άνθρωποι, αυτοί εδώ μέσα είναι χειρότεροι από απατεώνες”». Αναστέναξε. « Έχω υψηλή πίεση κι αυτό δεν είναι μέρος για μένα, είτε είμαι λογικός είτε τρελός. Θα μπορούσα να έχω ήδη πεθάνει, οπότε, βλέπεις…» Τον χτύπησε απαλά στον ώμο χαμογελώντας. «Αλλά σύντομα θα γίνεις καλύτερα» πρόσθεσε.
Ο άντρας προσπάθησε να απαντήσει, αλλά δεν έρχονταν λόγια στα χείλη του.
ΠΡΟΣΦΑΤΑ
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ο βραβευμένος με Πούλιτζερ Αμερικανός συγγραφέας, ηγετική μορφή της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 85 ετών
Το μυθιστόρημα της «Η Πιανίστρια» μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Μίχαελ Χάνεκε
Μια τετραμελής οικογένεια χάνεται μέσα στη λήθη των άλλων, στο καθηλωτικό βιβλίο που υπογράφει ο διεθνώς αναγνωρισμένος συγγραφέας
Η εξατομικευμένη πρόταση λογοτεχνικών βιβλίων κερδίζει έδαφος - αλλά πόσο αποτελεσματική;
Τίτλοι και προτάσεις από τις κυκλοφορίες των ημερών
Με αφορμή το νέο βιβλίο του «Ο Βομβιστής και ο Στρατηγός» και «Κβαντομηχανική Λυκείου» (εκδ. ΠΕΚ), ο καθηγητής μάς εξηγεί γιατί η κβαντική φυσική είναι απλή και συναρπαστική
Τρεις πολιτισμοί, ένα μπαρ και πολλές απαντήσεις
Νέες κυκλοφορίες: Σελίδες από τη βιβλιογραφία των ημερών
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Νέες κυκλοφορίες: Σελίδες από τη βιβλιογραφία των ημερών
Λίγα λόγια για ένα σπουδαίο κείμενο, ένα μεγάλο λογοτεχνικό θαύμα
Η ζωή και το έργο ενός από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους των ευρωπαϊκών γραμμάτων
Νέες κυκλοφορίες: Σελίδες από τη βιβλιογραφία των ημερών
Συνομιλώντας με τη γιαγιά Ελπινίκη για γνώσεις και αξίες του παρελθόντος
H λογοτεχνία γίνεται ένας χάρτης – όχι γεωπολιτικός, αλλά βαθιά ανθρώπινος
Η βιογραφία του θρύλου της τζαζ παίζει με εντυπωσιακές εικόνες που χαρτογραφούν ακόμα και το πάθος και τον εσωτερικό του κόσμο
Να αγαπάς, να θυσιάζεσαι και να υποτάσσεσαι! Αυτό ήταν το πεπρωμένο κάθε γυναίκας;
Διετέλεσε παράλληλα διευθυντής πολλών περιοδικών
Πώς θα είμαστε εγγράματοι σ’ έναν ψηφιακό κόσμο;
Όταν το βιβλίο συναντάει το παιχνίδι
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.