Βιβλιο

Πώς έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα — ένα πορνό

Εκδοτικές περιπέτειες: Μέσα της δεκαετίας τού ’80, στην Αθήνα

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Πώς έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα — ένα πορνό
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot

Η επιβίωση ποτέ δεν ήταν τόσο spicy

Τον Σεπτέμβριο του 1986 βρέθηκα στην Αθήνα με τον φίλο μου τον Γ.Κ. — ας τον πούμε εδώ Γιώργο. Ερχόμασταν από τη Μυτιλήνη, όπου είχαμε δουλέψει για ένα τρίμηνο γκαρσόνια σε μια τουριστική ταβέρνα της Χώρας. Το σχέδιο ήταν να μαζέψουμε λεφτά εκεί για να τη βγάλουμε μέχρι να βρούμε δουλειές στην πρωτεύουσα, που ήταν ο αντικειμενικός μας σκοπός. Τι δουλειές; Δεν έχει σημασία. Δουλειές. Ας πούμε στον κινηματογράφο, ηθοποιοί. Δεν ξέρω. Κάτι.

Από την άλλη, δεν είχαμε πάει για τις ταβέρνες στη Μυτιλήνη· είχαμε πάει για τις ελιές. Είχαν πολύ καλό μεροκάματο οι ελιές τότε, όπως είχαμε μάθει από ανθρώπους που ξέρανε, και εμείς ήμασταν σχετικά μαθημένοι στις αγροτικές εργασίες. Ή τέλος πάντων εγώ. Είχα δουλέψει αρκετά χρόνια στα ροδάκινα, στα θερμοκήπια και αλλού, καθώς εκμεταλλευόμουν τα καλοκαίρια για μεροκάματο, αλλά και ακόμη πιο πριν τις διακοπές του Πάσχα. Όμως δεν είχαμε πληροφορηθεί ότι οι ελιές δεν ήταν έτοιμες ακόμα —φτάσαμε στο νησί τέλη Μαΐου, με το καράβι—, και ότι έπρεπε να περιμένουμε μέχρι τον Νοέμβριο για να τις μαζέψουμε. Τα χρήματα που είχαμε —στη Θεσσαλονίκη δουλεύαμε όλο τον χειμώνα και την άνοιξη σε πιτσαρία, πακετάδες— έφταναν για μερικές ημέρες, όχι μέχρι τον Νοέμβριο. Έτσι, αποφασίσαμε να μπαρκάρουμε, και να επιστρέψουμε τον Νοέμβριο για τις ελιές. Ή και καθόλου. Αν επιστρέφαμε από τα παγωμένα στενά Kara Straits και το λιμάνι Pegasus στη Νέα Ζηλανδία, πάει να πει πως δεν θα μας ήθελε η ναυτοσύνη.

Είχα τα απαιτούμενα έγγραφα και έβγαλα γρήγορα δελτίο, αλλά ο Γιώργος είχε κάποια προβληματάκια με τα δικά του χαρτιά, και μια μικρή απόπειρα πλαστογραφίας που επιχείρησε έβγαζε μάτι —ήταν δυσλεξικός και του φαινόταν—, και ο λιμενικός εκεί πέρα τον κοίταξε στραβά. Φύγαμε γρήγορα για να αποφύγουμε τα χειρότερα. Και, μιας και έτσι το ’θελε η τύχη, πέσαμε πάνω σε εκείνο τον μαγαζάτορα που έψαχνε γκαρσόνια. Του είπαμε ότι ήμασταν ακριβώς αυτό που ήθελε. Το δέχτηκε, γιατί ήταν συνεχώς μαστουρωμένος. Δεν έμαθε ποτέ τα ονόματά μας. Με φώναζε Ψηλό. Και τον Γιώργο, Μαλλιά. Μολονότι εγώ είχα πιο μακριά μαλλιά.

Κάτσαμε εκεί, στο μαγαζί, ακριβώς ενενήντα ημέρες, χωρίς ούτε ένα ρεπό. Στα καθήκοντά μας ήταν και η μεταφορά των τραπεζοκαθισμάτων σε ένα άδειο πάρκινγκ πενήντα μέτρα πιο πέρα, και ξανά πίσω το πρωί. Ήταν βαριά τραπέζια, ξύλο μασίφ. Εν πάση περιπτώσει. Επίσης φτιάχναμε τα μπιφτέκια, τις σαλάτες και τη σκορδαλιά. Και γεμίζαμε τα ψυγεία. Πλέναμε και κάνα πιάτο όταν έβγαινε για τσιγάρο η λαντζέρισσα. Αναφορικά με την κυρίως δουλειά μας, είχαμε επιφορτιστεί κυρίως με τους ξένους, γιατί στην ταβέρνα κανείς δεν μιλούσε ξένα. Ούτε ελληνικά ακριβώς, αλλά αυτό δεν είχε σημασία για τον τοπικό τουρισμό. Με τους υπόλοιπους Έλληνες, έβγαινε συνεννόηση. Το πρόβλημα ήταν ότι ο Γιώργος δεν ήξερε ούτε καλημέρα να πει στα αγγλικά. Μάλιστα, προσπαθούσε να το πει με προφορά, και έβγαζε ένα ήχο σαν χταπόδι που το χτυπάς στην προκυμαία και προσπαθεί να πει πως στην πραγματικότητα έρχεται από τον Άλφα του Κενταύρου.

Εγώ πάλι ήξερα γερμανικά, και πέντε ισπανικά. Από αγγλικά, μόνο στίχους τραγουδιών των Blondie. Αλλά δεν μπορείς να πεις στον πελάτη, «One way or another I’m gonna find ya, I’m gonna getcha getcha getcha getcha», δεν έχει κάποια λογική. Αλλά κουτσά-στραβά τα κατάφερα. Ο Γιώργος πάλι συνέχισε να λέει «geia sou kalimera, geia sou kalispera, geia sou kallinoches», και άνοιγε μπουκάλια με το τιρμπουσόν, γιατί λέγαμε στους ξένους ότι οι μπίρες τάχα τελείωσαν, ή ήταν ζεστές, ή δεν μας έφεραν, και κάτι τέτοια, για να τους βάλουμε να πάρουν με το ζόρι κρασί που το χρεώναμε πάρα πολύ ακριβά και που ήταν ούτως ή άλλως λαθραίο, πάρα πολλές κούτες κόκκινο κρασί, που είχε ανάψει στο πατάρι, από τη Νότιο Αμερική. Εγώ δεν τα άνοιγα γιατί έκανα μια ώρα να τα ανοίξω με το τιρμπουσόν, και ο κόσμος στο μεταξύ δίψαγε και διαμαρτυρόταν. Ακόμα δεν ξέρω να χειριστώ καλά το τιρμπουσόν.

Ήταν ενενήντα δύσκολες μέρες, αλλά δεν ξέρω πώς και γιατί τις βγάλαμε με τα πολλά, και μαζέψαμε και κάμποσα λεφτά. Άλλωστε, δεν είχαμε καθόλου έξοδα στο νησί, αν εξαιρούσες τα τσιγάρα μας. Ύπνος, σε μια αποθήκη, τζάμπα, φαΐ τζάμπα, πολλά μισοάδεια μπουκάλια κόκκινο κρασί από τη Χιλή τζάμπα. Ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει μόνο με ψωμί.

Τώρα, συνέβησαν και άλλα πολλά εκείνο το τρίμηνο, που θα τα πω άλλη φορά. Ίσως. Φύγαμε, λοιπόν. Κακήν-κακώς.

* * *

Όταν φτάσαμε στην Αθήνα, και μετά από ένα μήνα ακόμα με πράγματα που επίσης δεν θα έπρεπε να ειπωθούν, και ασφαλώς όχι τώρα, είδαμε ότι περνούσαμε μεν καλά, αλλά δεν είχαμε βρει καλές δουλειές. Θέλαμε κάτι καλύτερο από γκαρσόνια· αυτό το επάγγελμα το κάναμε μια ζωή. Θέλαμε το κάτι παραπάνω.

Έτσι, κάθε Κυριακή ξεκοκάλιζα τις αγγελίες και έπαιρνα πολλά τηλέφωνα από τις συσκευές με κερματοδέκτη που είχε τότε στα πεζοδρόμια. Αλλά δεν ενθουσιαζόμουν με το αποτέλεσμα. Δεν έβρισκα κάτι που να με γεμίζει, που να με αγγίζει. Που να φαίνεται ότι έχει προοπτική και ότι ήμουν «εγώ». Τίποτε, μέχρι την ημέρα που έπεσα πάνω σε μία αγγελία διαφορετική από τις άλλες: «Ζητούνται μεταφραστές για αισθησιακά βιβλία».

Ω Θε μου. Αυτό ήταν. Η δουλειά που μπορούσα να κάνω. Αυτό ήταν «εγώ». Ήταν, πώς να το πούμε: τυχοδιωκτικό.

Τηλεφώνησα αμέσως, έκλεισα ραντεβού, σουλουπώθηκα κάπως και πήρα τον ηλεκτρικό για ένα μακρύ ταξίδι. Πρώτη μου φορά πήγαινα προς τα εκεί, και πρώτη φορά που έπαιρνα και τον ηλεκτρικό για να μην πάω στο Μοναστηράκι. Είχα αφήσει τον Γιώργο στο σπίτι που είχαμε νοικιάσει, να σκέφτεται. Γενικά, σκεφτόταν πολύ. Βρήκα τη στάση μου, κατέβηκα στον σωστό σταθμό —είχα άγχος αν τα καταφέρω— και βρήκα μετά από καμιά ώρα ψάξιμο μέσα στη ζέστη —έκανε πολλή ζέστη, αλλά όχι τόση όσο της επόμενης χρονιάς, που πέθανε τόσος κόσμος—, βρήκα λοιπόν τη διεύθυνση που είχα σημειώσει. Ήταν ένα ολοκαίνουργιο κτίριο γραφείων, σχετικά εντυπωσιακό στα μάτια μου. Ανέβηκα από τις σκάλες στον όροφο που έπρεπε, πέρασα από ένα προθάλαμο με μια γραμματέα που μιλούσε στο τηλέφωνο και δεν σήκωσε το κεφάλι της να με κοιτάξει, και μπήκα μέσα σε μία τεράστια, ανοιχτή αίθουσα, που ήταν γεμάτη έπιπλα και κόσμο. Έπιπλα εκδοτικά, έπιπλα τυπογραφείου.

Υπήρχαν πέντ’-έξι μονταζιέρες (μοιάζουν με τραπέζια του μπιλιάρδου, αλλά είναι πιο μικρές και αντί για τσόχα έχουν τζάμι με φώτα από κάτω) όπου διάφοροι έκαναν μοντάζ σε βιβλία (είναι μια παλιά τεχνική, τέλος πάντων), ενώ άλλοι ρετουσάριζαν, σκυμμένοι πάνω από τα φιλμ, τις σελίδες που είχαν πρόβλημα. Καθώς ήμουν των βιβλίων, με ήδη κάποια χρόνια προϋπηρεσία, αισθάνθηκα δέος. Και πλησίασα τις μονταζιέρες. Άλλες είχαν κανονικά βιβλία, όπως παρατήρησα, και άλλες κόμικς. Από εκείνα τα ασπρόμαυρα ιταλικά «πονηρά» κόμικς με «πικάντικες» περιπέτειες στρατιωτών, ταξιτζήδων και λοιπών, ή κοριτσιών που κακόπεφταν στη ζωή τους, ή που οι ίδιες ήταν «έκφυλες», σατανικές, εκμαυλίστριες και τα παρόμοια.

Λογικό. Ερχόμουν σε ένα τέτοιο μαγαζί. Δεν θα δούλευαν Λουίς Λ’Αμούρ και Καμί εκεί πέρα (κάτι τέτοια διαβάζαμε τότε, μαζί με κάτι τής Τετάρτης Διεθνούς, κάτι καταραμένους Παριζιάνους και δε συμμαζεύεται). Λοιπόν, ναι. Ταρατατά και Ζάκουλα θα δουλεύανε. Καζανόβα και Σωφεράκι. Αν μη τι άλλο, ήμουν άρα στο σωστό σημείο. Δεν είχα κάνει λάθος στο ραντεβού.

Ρώτησα τι ώρα ήταν, μου είπαν, και είδα πως, άγνωστο πώς, είχα φτάσει ακριβώς την ώρα του ραντεβού. Είπα το όνομα της γυναίκας που θα με έβλεπε, μου είπαν πού να πάω, πήγα προς τα εκεί, έσιαξα λίγο τα μαλλιά μου που ήταν πάρα πολλά, πάρα πολύ μακριά και πάρα πολύ σγουρά, χτύπησα την πόρτα, άκουσα ένα «Περάστε», την άνοιξα και—

Θεέ και Κύριε.

* * *

Θεέ και Κύριε επουράνιε.

Εκεί μέσα ήταν, καθόταν, ζούσε, ανέπνεε, πιθανότατα η πιο ωραία γυναίκα του κόσμου. Εκθαμβωτική. Σοκαριστικά εκθαμβωτική. Και όχι μόνο. Δηλαδή, εκτός όλων των άλλων, καθώς σηκώθηκε για να με χαιρετήσει —ιδέα δεν έχω γιατί, εγώ δεν θα σηκωνόμουν να με χαιρετήσω: φορούσα σαλβάρι, και ανάθεμα αν είχε πλυθεί από τη Μυτιλήνη ακόμα—, είδα πως φορούσε εκείνη τη μαύρη πένσιλ φούστα με το γνωστό σκίσιμο και ένα λευκό πουκάμισο τραπεζικού υπαλλήλου με ψευδο-μανσέτες και μεγάλους γιακάδες. Και γόβες. Και είχε και γυαλιά. Σα στα φιλμς. Ή ίσως σαν την Κρίστα Άλεν στο «First Person Shooter» (S7E13) των X-Files. Μολονότι τις αδικώ και τις δυο.

«Καθίστε», μου λέει.

«Ορίστε;» της κάνω.

«Καθίστε, λέω».

Κατάλαβα με τα πολλά ότι λέγοντας «καθίστε» εννοούσε να καθίσω, και έκατσα.

«Πείτε μου», μου λέει.

«Τι να σας πω», της λέω.

«Ασχολείστε με τη μετάφραση;» με βοήθησε.

«Α», λέω, «όχι, όχι, δεν ασχολούμαι. Δεν ασχολούμαι με τη μετάφραση».

«Χμμ… Τότε;» μου λέει. «Ήρθατε για μεταφραστής, όπως έχω σημειώσει εδώ. Αθανασιάδης δεν είπαμε;»

«Ναι. Αθανασιάδης. Κυριάκος».

«Ναι, Κυριάκος. Οπότε;»

«Οπότε…» Είχα ολοκληρωμένο σχέδιο στο μυαλό μου, αλλά για αρκετή ώρα δεν ήμουν σε θέση να το θυμηθώ. Είχα ταραχτεί. Είχα να ταραχτώ έτσι από τότε που είχα δει το «Ζούσε τη ζωή της», με το πρώτο μεγάλο κρας μου: την Άννα Καρίνα. Το δεύτερο ήταν η Ντέμπι Χάρι. Και εξακολουθεί να είναι. Η διευθύντρια του εκδοτικού με τα ιταλικά πονηρά κόμικς ήταν το τρίτο. Ή τουλάχιστον με έκανε να ξεχάσω όλες τις άλλες.

«Θέλετε ένα νερό;»

«Παρακαλώ;»

«Λέω, θέλετε ένα νεράκι;»

«Ευχαρίστως θα το έπινα, ναι», της λέω, «ευχαριστώ». Και τότε επιτέλους θυμήθηκα. «Α», λέω, «ναι. Μετάφραση. Όχι, δεν κάνω, γιατί… Έεε… από ποια γλώσσα;»

«Αγγλικά».

«Στα αγγλικά δεν είμαι πολύ καλός στη μετάφραση».

Με κοίταξε, μέσα από εκείνα τα γυαλιά, και, βέβαια, τα έβγαλε και τα κράτησε μπροστά από το στόμα της. Λέω από μέσα μου, «Τώρα θα δαγκώσει ένα από αυτά πώς τα λένε, που κάθονται στα αυτιά. Τα αυτάκια. Τα χερούλια. Πώς τα λένε». Εννοείται πως έβαλε πράγματι ανάμεσα από τα δόντια της τον ένα βραχίονα και τον δάγκωσε. Ελαφρά μεν, αλλά εγώ πόνεσα. Λένε ότι ο μυς της καρδιάς δεν πονάει, αλλά όλοι ξέρουμε πως δεν ισχύει.

«Σε ποια γλώσσα είστε καλός;» μου λέει.

«Στα γερμανικά», της λέω.

«Α», μου κάνει.

«Και λίγο στα ισπανικά.

«Α στα ισπανικά».

«Αλλά κυρίως γερμανικά».

«Δεν μεταφράζουμε συχνά από τα γερμανικά, κύριε Αθανασιάδη… Κυριάκο… και, δυστυχώς, καθόλου από τα ισπανικά», μου λέει.

«Ναι», λέω, «δεν πειράζει. Καλά κάνετε. Αλίμονο. Δεν θέλω να μεταφράσω άλλωστε».

Σταμάτησε να τυραννάει τα γυαλιά της και τα άφησε πάνω στο γραφείο.

«Τότε γιατί κλείσαμε αυτό το ραντεβού, κύριε Αθανασιάδη;» με ρώτησε σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος.

«Για να τα γράφω», της είπα. «Όχι για να τα μεταφράζω. Αλλά για να γράφω εγώ».

Άφησε να περάσουν λίγα δευτερόλεπτα για να το σκεφτεί. Έπεσε ησυχία εκεί μέσα. Παταγώδης ησυχία. Μπορούσα να ακούσω την καρδιά μου να χτυπάει. Και ίσως και τη δική της. Κοίταξα έντονα το πουκάμισό της για να επικεντρωθώ στους χτύπους της, αλλά δεν τα κατάφερα. Ίσως έφταιγαν τα σταυρωμένα χέρια της, ή ίσως χρειαζόμουν λίγο χρόνο ακόμα· αλλά δεν μου τον έδωσε.

«Γιατί πιστεύετε ότι με συμφέρει;» με ρώτησε μετά.

«Ποιο να σας συμφέρει;» είπα.

«Να αγοράζω τα δικά σας βιβλία από το να εκδίδω τα ξένα».

«Εσείς τα αγοράζετε;»

«Εγώ».

«Α, ωραία», έκανα. «Ναι. Είναι απλό. Γλιτώνετε έτσι από αγορά δικαιωμάτων, από έξοδα μετάφρασης, από έξοδα επιμέλειας, ακόμα και από έξοδα διόρθωσης. Γιατί είμαι και διορθωτής».

«Ω, ξέρετε πολλά εσείς».

«Έεε… ναι. Ξέρω». Ξεροκατάπια. «Πολλά. Δηλαδή, όχι πολλά, αλλά… ναι, πολλά».

«Μάλιστα».

«Ξέρω αρκετά».

«Ωραία, ναι, μου το είπατε. Αλλά η δική σας τιμή;»

«Η δική μου τιμή; Δηλαδή;»

«Η δική σας τιμή».

«Η…; Α! Ναι. Συγγνώμη. Τα μισά».

«Τα μισά από ποια;»

«Από… από αυτά που θα δίνατε; Από αυτά».

Έκανε κι άλλο ένα διάλειμμα. Όχι όμως πιο μεγάλο από το πρώτο. Πάλι δεν πρόλαβα να ακούσω πώς χτυπούσε η καρδιά της.

«Καλώς», είπε τελικά, και σηκώθηκε όρθια. Μαζί της, νομίζω, σηκώθηκε και η γη λίγα εκατοστά. Εννοώ ο πλανήτης. Και εγώ.

Μου έδωσε το χέρι της. Το έπιασα. Ευχήθηκα να είχα προλάβει να σκουπίσω τον ιδρώτα μου στο σαλβάρι, αλλά αμέσως σκέφτηκα πως το σαλβάρι μου είχε μέχρι και κόκκινο, ζεστό, ξινισμένο, λαθραίο κρασί από τη Χιλή επάνω του, οπότε καλύτερα. Καλύτερα ο ιδρώτας. Νομίζω.

Και μετά δεν θυμάμαι πολλά. Αλλά με κάποιον τρόπο βρέθηκα πίσω στην πραγματική ζωή —που βέβαια περιλάμβανε ένα υπόγειο διαμέρισμα χωρίς έπιπλα αλλά με είκοσι καρέκλες καφενείου, από εκείνες τις πλεχτές με δίχρωμη πλαστική κορδέλα, που είχαμε υπεξαιρέσει χωρίς κανέναν λόγο από ένα μαγαζί, στις οποίες σκοντάφταμε διαρκώς από τη στιγμή που τις κατεβάσαμε εκεί κάτω, δύο στρώματα θαλάσσης για τον ύπνο, μερικές δεκάδες άδεια μπουκάλια από οτιδήποτε, κάμποσες επισκέψεις σε σπίτια όπου έμεναν διάφοροι Παράξενοι Άνθρωποι, και τον Γιώργο: που σκεφτόταν—, βρέθηκα τέλος πάντων σπίτι μου, αφού πρώτα πέρασα από ένα κατάστημα με σχολικά και είδη γραφείου, και άρχισα να γράφω.

Μετά από μία εβδομάδα σκληρής, νυχθημερόν δουλειάς, τελείωσα. Ήταν το πρώτο μου μυθιστόρημα. Και ήταν ένα πορνό. Hardcore.

Ήμουν τρομερά υπερήφανος για τον εαυτό μου. Γενικά ήξερα πως ήμουν συγγραφέας, αλλά δεν το είχα δοκιμάσει ώς τότε. Είχα γράψει μόνο κάτι μικροπράγματα, που τα συγκέντρωνα σε καναδυό κόλλες στο πορτοφόλι μου, και τίποτε άλλο. Αλλά αυτό μάλιστα. Αυτό ήταν βιβλίο. Αυτό ήταν μυθιστόρημα. Διάολε, είχα διαβάσει μερικές χιλιάδες από δαύτα, δεν έκανα και τίποτε άλλο. Βιβλία και σινεμά, σινεμά και βιβλία. Και ειρωνεία. Και ένα κάποιο βλέμμα. Τα είχα αυτά. Τα ήξερα. Δεν χρειάζεται και πολλά για να γράψει ο άνθρωπος, έτσι δεν είναι;

Βγάζοντας έναν μακρόσυρτο αναστεναγμό ανακούφισης, μάζεψα τα χαρτιά, τα έβαλα σε μια σακούλα από σουβλάκια και πήγα πάλι σ’ Εκείνην.

* * *

«Σε θέλει μέσα».

Γύρισα και είδα πως μου μιλούσε ένα κορίτσι με μεγάλα μάτια σαν ηρωίδα μάνγκα. Κάπου την είχα δει, αλλά δεν θυμόμουν πού εκείνη τη στιγμή.

«Δηλαδή;» της είπα.

«Δηλαδή να πας στο γραφείο της».

«Α».

Τότε θυμήθηκα. Είχα δώσει το χειρόγραφό μου σ’ αυτήν ακριβώς τη Γιαπωνέζα με τα γουρλωτά μάτια, κι εκείνη τής το πήγε, και μετά μού είπε να περιμένω, κι εγώ περίμενα καθισμένος σε μια καρέκλα, αλλά με είχε πάρει ο ύπνος έτσι όπως καθόμουν, καθώς είχα μέρες να κοιμηθώ κανονικά και δεν τρεφόμουν και όσο έπρεπε, συνήθως έτρωγα μπισκότα Μιράντα —τον ένα όροφο, τον άλλο την επομένη— και ό,τι κατόρθωνε να εξασφαλίσει ο Γιώργος όταν δεν σκεφτόταν, κυρίως κονσέρβες. Και, αν είναι δυνατόν, είχα ξεχάσει τα πάντα για το περίεργο κορίτσι.

«Να πηγαίνω τότε», της είπα.

Κούνησε μελαγχολικά το κεφάλι της και μου έδειξε την πόρτα. Εκείνης.

Μπήκα μέσα —το θυμάμαι μέχρι τώρα— τρέμοντας. Την πρώτη φορά δεν είχα προλάβει να σοκαριστώ πολύ, ακριβώς λόγω τού σοκ. Αλλά τώρα δεν ήταν η πρώτη φορά. Τώρα πια είχαμε σχέση. Ή θα είχαμε. Τέλος πάντων: συνεργασία. Αυτό. Οπότε έτρεμα.

«Κύριε Αθανασιάδη», μου λέει.

«Μάλιστα!» φώναξα.

«Κύριε Αθανασιάδη, δεν βγάζω τα γράμματά σας».

«Παρακαλώ;» Η ένταση της φωνής μου έπεσε, τσακίστηκε. «Δηλαδή;»

«Αυτό που σας λέω. Δεν τα βγάζω. Όχι όλα».

«Α…»

«Ναι. Καταρχάς να σας πω ότι… με έχετε εντυπωσιάσει. Πολύ».

«Εγώ;»

«Εσείς».

«Ναι».

«Ναι. Αλλά δυστυχώς δεν βγάζω τα γράμματά σας».

«Ναι».

«Ναι».

«Ναι».

«Ναι. Έρχεστε λίγο από εδώ;»

«Δηλαδή;»

«Από εδώ. Δίπλα μου».

«Να έρθω δίπλα σας; Ναι, έρχομαι».

Και πήγα, πράγματι.

Τώρα, το βιβλίο μου είχε να κάνει με μία γυναίκα που βαριόταν και σιχαινόταν τον άντρα της και το ’σκασε μέσα στη νύχτα —ήταν ένας επικίνδυνος άντρας— και έκανε οτοστόπ, και τελικά σταμάτησε και την πήρε ένας με το μηχανάκι. Και εν πάση περιπτώσει, έκαναν σεξ πάνω στη μηχανή. Εν κινήσει. Ειλικρινά δεν ξέρω πώς μού ήρθε αυτό, ήταν εντελώς αψυχολόγητο. Αν και το μετρίαζα κάπως στη συνέχεια, βάζοντάς τους να βγαίνουν από τον δρόμο. Πάνω στην κορύφωση. Έφυγαν σε έναν γκρεμό ουρλιάζοντας από πόθο ή όπως το λένε όλο αυτό, αλλά ευτυχώς έπεσαν στα μαλακά, αν και η μηχανή του αξύριστου σαραντάρη —μια Χάρλεϊ— έπαθε αρκετά εκτεταμένες ζημιές. Όμως άξιζε τον κόπο.

Εκείνη ακούμπησε τον δείκτη της πάνω στην αρχή μιας παραγράφου. Άγγιζε το χειρόγραφό μου. Με το δάχτυλο. Και το χέρι της ήταν… δεν ξέρω… πολύ ωραίο χέρι. Κορυφαίο. Ένα χέρι άλλο πράγμα.

«“Ο άγνωστος μάρσαρε και η μοτοσικλέτα ξεχύθηκε στην άσφαλτο. Εκείνη ένιωσε τις…;”» άρχισε να διαβάζει. «Τις;»

«Έεε… γιά να δω». Έσκυψα από πάνω της. Φορούσε ένα άρωμα που λες και είχε φτιαχτεί ειδικά για εκείνην: Φτιάξτε της ένα άρωμα. Ναι. Και μετά καταστρέψτε τη συνταγή. «Γιά να δω… πού είναι; Α, “…τις δονήσεις από τη σέλα”».

«Α, δονήσεις λέει».

«Δονήσεις. Αυτό είναι έψιλον γιώτα, αλλά τα κολλάω λίγο. Και κολλάνε και με το τελικό σίγμα».

«Και μετά;»

«Μετά πού;»

«Παρακάτω».

«Α. Ναι. “…τις δονήσεις από τη σέλα στο…” Έεε… ένας ανατομικός όρος».

«Ανατομικός; Α μάλιστα».

«Ναι».

«“…από το σέλα στο…” Μ-μμ… “Και ανασήκωσε με το ένα του χέρι το…” Το;»

«Έεε… ξανά ανατομικός όρος».

«Α ξανά».

«Ξανά».

«Ανατομία. Μάλιστα».

«Μάλιστα».

Και ούτω καθεξής. Επί ένα τέταρτο της ώρας, ή όσο οι δύο ήρωες έφταναν με τα πόδια σε εκείνο τον οικισμό όπου ζούσε μία κοινότητα χίπηδων, κάτι τέτοιο.

Αλλά με μία διαφορά. ΔΕΝ έλεγα «ανατομικός όρος». Έλεγα τη λέξη. ΤΙΣ λέξεις. Όλες τις λέξεις. Δίπλα σ’ Εκείνη, πάνω από τον ώμο της. Με κάτι τρίχες από τα μαλλιά της να μου γαργαλάνε τη μύτη. Και με το άρωμα που είχε φτιαχτεί κατά παραγγελία και μετά δεν ξαναφτιάχτηκε ποτέ, να με μεθάει σαν δέκα μπουκάλια ζεστό, βραστό, αφορολόγητο κρασί από τη Χιλή.

«Πολύ καλά», είπε κάποια στιγμή, και ανασηκωθήκαμε και οι δύο.

«Πολύ καλά», είπα κι εγώ, με τη φωνή του Τομ Γουέιτς.

«Αλλά δεν γίνεται να το συνεχίσουμε έτσι όλο αυτό, ε κύριε Αθανασιάδη;» είπε ισιώνοντας κάτι στο πουκάμισό της. Ένα άλλο πουκάμισο. «Άλλωστε δεν θα πληκτρολογήσω εγώ το κείμενο».

«Όχι βέβαια», είπε πάλι βραχνά ο Τομ Γουέιτς, που με τη σειρά του φορούσε εκείνο το ίδιο σαλβάρι με τα λαχούρια, «αλίμονο».

«Ναι. Οπότε πάρτε το, δακτυλογραφήστε το, και φέρτε το μου πάλι, ναι;»

«Θα πάω», της είπα με την πιο μπλουζ φωνή του κόσμου, «θα πάω να το δακτυλογραφήσω».

«Και φέρτε το πάλι, να το δώσουμε για στοιχειοθεσία».

«Και ναι, φυσικά και θα το φέρω πάλι», είπα, και βγήκα περπατώντας ανάποδα από το γραφείο της, παίζοντας μπλουζ στο μυαλό μου με μια αόρατη κιθάρα.

* * *

Αθέτησα την υπόσχεσή μου —η ζωή είναι όλο στροφές και προδοσίες— και τελικά δεν δακτυλογράφησα εκείνο το μυθιστόρημα, ποτέ. Κράτησα το χειρόγραφο μέσα σε μια κούτα για κάμποσο καιρό, μέχρι που ανακάλυψα ότι όλη η κούτα είχε κάνει φτερά, με ό,τι άλλο είχε μέσα. Μαζί και με το πρώτο μου μυθιστόρημα.

Δεν ξαναέγραψα πορνό. Και εξακολουθώ να κάνω φρικτά γράμματα. Φρικτά, μά τον Θεό.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ