Βιβλιο

Το τουρκικό μας πρόβλημα: Μη πόλεμος, μη ειρήνη

Το βιβλίο «Ελλάδα: Ορίζοντας 2030» του Παναγιώτη K. Ιωακειμίδη συμπυκνώνει συμπεράσματα διπλωματικής πρακτικής σε κρίσιμα θέματα εθνικού συμφέροντος

39325-88593.jpg
Βασίλης Καπετανγιάννης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδη - «Ελλάδα: Ορίζοντας 2030» (εκδόσεις Παπαζήση)

Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης - «Ελλάδα: Ορίζοντας 2030»: Παρουσίαση του βιβλίου για τα πενήντα χρόνια ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης (εκδόσεις Παπαζήση)

Ο Παναγιώτης Ιωακειμίδης δεν χρειάζεται συστάσεις, τουλάχιστον στην κοινότητα και στο κοινό που παρακολουθεί επισταμένα τους προβληματισμούς, θεωρητικούς και πρακτικούς, για τη διαμόρφωση και άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας. Αποτέλεσε κορυφαίο και διακεκριμένο πανεπιστημιακό δάσκαλο Διεθνών Σχέσεων, έχει ένα πλούσιο διδακτικό έργο στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ήδη ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ. Διετέλεσε ενεργός σύμβουλος και συνεργάτης του πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη (1996-2004), εκπρόσωπος της χώρας μας σε κρίσιμες στιγμές διαμόρφωσης της ευρωπαϊκής θεσμικής αρχιτεκτονικής. Το συγγραφικό του έργο είναι κι αυτό πλουσιότατο. Συνεχίζει δε με ακάματο ρυθμό την αρθρογραφία του και τις παρεμβάσεις του στα ΜΜΕ για τα βασικά θέματα εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας με επίκεντρο την ΕΕ, εστιάζοντας ιδιαίτερα την προσοχή του στις ελληνοτουρκικές σχέσεις τις οποίες γνωρίζει άριστα.

«Ελλάδα: Ορίζοντας 2030» του Παναγιώτη Ιωακειμίδη, εκδόσεις Παπαζήση

Στο βιβλίο «Ελλάδα: Ορίζοντας 2030» συγκεντρώνει άρθρα του, τα οποία έχει δημοσιεύσει στις εφημερίδες ΤΟ ΒΗΜΑ, ΤΑ ΝΕΑ και στο περιοδικό The Books’ Journal την περίοδο 2020-2022. Πρόκειται για ένα πολύτιμο βιβλίο με σταθερό πυρήνα παραδοχών, συγκροτημένων απόψεων και προτάσεων. Θα αποτελεί πάντα σημείο αναφοράς για τα κύρια θέματα που απασχολούν την ελληνική εξωτερική πολιτική. Άλλωστε, η δημόσια συζήτηση γύρω από τα θέματα αυτά και ιδιαίτερα τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τουλάχιστον μεταξύ όσων δεν έχουν εγκαταλείψει τον ορθολογισμό, διεξάγεται σε ένα υψηλό επιστημονικό επίπεδο καθόσον έχει πλέον διαμορφωθεί μια κοινότητα πολύ αξιόλογων ειδικευμένων διεθνολόγων. Δεν σημαίνει, όμως, ότι η δημόσια πολιτική σφαίρα έχει απαλλαγεί από ιδεολογικές προκαταλήψεις και παρωπίδες, από ακραίες αντιλήψεις και θέσεις, από παροξυσμούς και υστερίες εθνικιστικών αντανακλαστικών.

Σε ένα σχετικά πρόσφατο άρθρο του (βλ. ΤΑ ΝΕΑ, 27/12/2023) με τίτλο «Διαπιστώσεις 2023 για τα ελληνοτουρκικά», ο Ιωακειμίδης υποστηρίζει ότι η ευκαιρία της βελτίωσης των σχέσεων με την Τουρκία που δημιουργήθηκε το 2023 με την επίσκεψη του Τούρκου προέδρου Ερντογάν στην Αθήνα, πρέπει να αξιοποιηθεί εφέτος «χωρίς φοβικές αντιλήψεις». Προφανής αναφορά όχι στους ενδοιασμούς αλλά στους φόβους ότι οιαδήποτε διαπραγμάτευση με την Τουρκία και ενδεχόμενη συμφωνία (Compromis-Συνυποσχετικό) για από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης προς επίλυση των συμφωνημένων διαφορών, θα αποβεί σε βάρος των εθνικών συμφερόντων μας. Υπάρχει το προηγούμενο της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή το 2004 που πάραυτα ανέτρεψε στην πράξη τη λογική και πολιτική της κυβέρνησης Σημίτη απέναντι στην Τουρκία που είχε ως γνώμονα τις αποφάσεις της συνόδου κορυφής του Ελσίνκι το 1999.

Ο χρόνος δουλεύει εναντίον μας

«Ελλάδα: Ορίζοντας 2030» του Παναγιώτη Κ. Ιωακειμίδη (εκδόσεις Παπαζήση)

Ο Ιωακειμίδης είναι μεταξύ εκείνων που υποστηρίζουν ότι ο χρόνος δεν δουλεύει υπέρ της χώρας μας. Δεν χρειάζεται να προσκομιστούν πολλά στοιχεία για να διαπιστωθεί η αυξανόμενη ισχύς της γείτονος (οικονομική, δημογραφική, πολιτική, διεθνής, στρατιωτική). Είναι συντριπτική η σύγκριση, ποσοτική και ποιοτική, με την Τουρκία του 1974, όταν έγιναν σαφέστατες οι τουρκικές διεκδικήσεις και επιδιώχτηκε η ανατροπή του status quo στο Αιγαίο και αλλού με την εισβολή στην Κύπρο και την κατοχή του βόρειου τμήματος της νήσου. Ο ισχυροποιημένος περιφερειακός ρόλος της Τουρκίας, η δυναμική της, οι στρατιωτικές της ικανότητες και δυνατότητες αποτελούν οφθαλμοφανή γεγονότα. Η σημερινή ισχύς της και οι αντιλήψεις μιας ηγεσίας που παραμένει σταθερά στο τιμόνι της χώρας για 20 χρόνια, την ωθούν σε έναν αναθεωρητισμό για τον οποίο δεν ανησυχεί μόνο την Ελλάδα αλλά και άλλα κράτη στην περιφέρειά μας. Της επιτρέπει όχι μόνο να ακροβατεί και να εξισορροπεί αντίρροπες διεθνείς επιρροές, αλλά σαφώς να παραβιάζει κατάφωρα τις συμμαχικές της υποχρεώσεις της, να συμπεριφέρεται επιθετικά και απειλητικά απέναντι σε μια σύμμαχο χώρα όπως η Ελλάδα. Έχει δε δημιουργήσει σημαντικές δυνατότητες αυτόνομης δράσης στο διεθνές πεδίο και ιδιαίτερα σε περιοχές της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως η Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια, αλλά και ευρύτερα (π.χ. Ασία). Γεγονός είναι ότι η συμπεριφορά αυτή γίνεται ανεκτή από τη Δύση που δεν θέλει να «χάσει» την Τουρκία, συζήτηση που διαιωνίζεται στα διπλωματικά κατεστημένα σε Αμερική και Ευρώπη εδώ και δεκαετίες. (Who lost Turkey?) Δεν είναι επιθυμητό για ευνόητους λόγους, η Τουρκία να απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο από το δυτικό στρατόπεδο. Το γεγονός ότι παραμένει ένας δύσκολος και απρόβλεπτος εταίρος οφείλεται στην ισχύ της και τις ηγεμονικές βλέψεις και φιλοδοξίες της.

Έλλειψη ευρωπαϊκής στρατηγικής

Η ΕΕ δεν έχει συνεκτική στρατηγική για την Τουρκία, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας. Κι έχει δίκαιο. Είναι ολοφάνερο. Ωστόσο, άπαντες γνωρίζουν τη σημασία μιας στενής, παραγωγικής και λειτουργικής σχέσης με την Τουρκία σε πολλαπλά επίπεδα, καθόσον είναι πιο ειλικρινής και εφικτή σε σχέση με την παραπλανητική και εν γνώσει όλων ψευδεπίγραφη υπόσχεση στο παρελθόν για την ένταξή της στην ΕΕ ως πλήρες μέλος στο τέλος μιας μακράς ενταξιακής διαδικασίας. Μια τέτοια προοπτική ουδέποτε ήταν στην πραγματικότητα επιθυμητή από αρκετά κράτη, παρά τις δημόσιες αμφίσημες δηλώσεις τους. Την ένταξη της Τουρκίας ως πλήρες μέλος στήριζαν ανοιχτά μόνο εκείνοι που ήθελαν να διαλύσουν στην ουσία την ΕΕ, όπως η Μ.Β. Πριν τη στροφή της ελληνικής πολιτικής στη Σύνοδο Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι, το 1999, όλοι κρύβονταν πίσω από την αρνητική θέση της Αθήνας απέναντι στην ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας.

Οδηγός οι αρχές του Ελσίνκι του 1999

Ο συγγραφέας είναι φυσικά ενήμερος όλων των συναφών προβλημάτων αλλά εξακολουθεί να εμμένει στην άποψη της σημιτικής περιόδου ότι ο «ευρωπαϊκός εγκλωβισμός» της Τουρκίας, καθώς και η επίλυση των εκκρεμών διαφορών που αναπόφευκτα θα προκύψουν από τη διμερή διαπραγμάτευση πριν τη προσφυγή στη Χάγη, εξυπηρετούν τα εθνικά συμφέροντα της χώρας μας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Γι’ αυτό συμφέρει στη χώρα μας «περισσότερη Ευρώπη», προώθηση της κοινής πολιτικής για την άμυνα και την ασφάλεια και της κοινής εξωτερικής πολιτικής. Δεν είναι, όμως, βέβαιο ότι η ελληνική κοινή γνώμη αντιλαμβάνεται ότι μια τέτοια επιθυμητή προοπτική, αναγκαία για την ύπαρξη της ίδιας της ΕΕ, συνεπάγεται παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας σε κοινοτικό επίπεδο.

Μπορεί κανείς βάσιμα να εκτιμήσει ότι ο μεν «εγκλωβισμός» της Τουρκίας μπορεί να μετριάζει την απειλή και να δημιουργεί ζωτικό χώρο διαλόγου και σχετικής ηρεμίας αλλά έχει τα όριά του, η δε Χάγη διότι οιαδήποτε απόφαση δημιουργεί «ασφάλεια δικαίου» και κατά συνέπεια αναμένεται να γίνεται σεβαστή. Τα επίδικα μοιράζονται και διευθετούνται με το κύρος του διεθνούς δικαστηρίου. Ωστόσο, επειδή τα πάντα μπορούν να αμφισβητηθούν στην πράξη, ιδιαίτερα όταν ο διάδικος αισθάνεται ισχυρότερος ή πανίσχυρος, έχει μεγάλη σημασία το επίπεδο ισχύος της χώρας μας, η οποία αντιμετώπισε με μεγάλη αποφασιστικότητα, αποτελεσματικότητα και ψυχραιμία τις τουρκικές προκλήσεις στον Έβρο και το Αιγαίο, το 2020, με διπλωματικά και στρατιωτικά μέσα. Η σθεναρή στάση και η αποτροπή λειτούργησαν, το μήνυμα ελήφθη. Η σύγκρουση αποφεύχθηκε, η ένταση μειώθηκε, η προσέγγιση σταδιακά επιτεύχθηκε, το moratorium διαρκεί, οι σχέσεις βελτιώθηκαν, ο διάλογος ξεκίνησε.

Si vis pacem para pacem bellumque

Η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη πέρα από την ενίσχυση του πολιτικού και διπλωματικού διεθνούς κεφαλαίου της σε Ευρώπη και Αμερική, κι έχει σωρεύσει αξιόλογο τα τελευταία χρόνια από το 2019 και μετέπειτα να διατηρεί αξιόλογη, ισχυρή και αξιόπιστη δύναμη αποτροπής. Οι αξιοσημείωτες επιδόσεις της οικονομίας της και οι προοπτικές της, η πολιτική σταθερότητα και ασφάλεια, η εμφανής αναβάθμιση της γεωπολιτικής της θέσης, δημιουργούν ευνοϊκό κλίμα ασφάλειας και αυτοπεποίθησης για την επιδίωξη επίλυσης των προβλημάτων με την Τουρκίας από θέση ισοτιμίας. Ωστόσο, ακόμα και η υποθετική επίλυση των προβλημάτων δεν ακυρώνει την αρχή της ισχύος στις διεθνείς σχέσεις όπου η «ήπια ισχύς» είναι χρήσιμη μεν ανεπαρκής δε.

Κατά την άποψή μου, η χώρα μας εμπίπτει στην περίπτωση si vis pacem para pacem bellumque, εάν θέλεις ειρήνη παρασκευάσου για ειρήνη και για πόλεμο, όπου η έμφαση δίνεται κατ’ αρχάς στην ειρηνική επίλυση των διαφορών.

Το βιβλίο του Ιωακειμίδη συμπυκνώνει πολύτιμα συμπεράσματα διπλωματικής πρακτικής σε κρίσιμα θέματα εθνικού συμφέροντος. Η δε συνεχής παρουσία του συγγραφέα στον δημόσιο διάλογο μας δείχνει έναν δρόμο σύνεσης, νηφάλιας και ψύχραιμης στάσης, ανάλυσης, υπεύθυνης συμπεριφοράς και συγκεκριμένης κατεύθυνσης απέναντι στη γειτονική χώρα που για λόγους εθνικού συμφέροντος πρέπει να προηγείται κάθε άλλου προσανατολισμού.

Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης, «Ελλάδα: Ορίζοντας 2030 - Οι προκλήσεις Τουρκίας και Ευρώπης Πενήντα χρόνια Ελληνοτουρκικής Αντιπαράθεσης», Εκδόσεις Παπαζήση

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ