Βιβλιο

Γιώργος Γκόζης: «Πρώτα αγαπώ και ζω, έπειτα γράφω»

Το «Ζαφείρη μη φοβάσαι, πάρε μια βέσπα» μας έκανε να γελάσουμε, να συγκινηθούμε και να τραγουδήσουμε γι’ αυτό ψάξαμε τον συγγραφέα

Ηρώ Σκάρου
Ηρώ Σκάρου
ΤΕΥΧΟΣ 878
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Γιώργος Γκόζης
Ο Γιώργος Γκόζης.

Γιώργος Γκόζης: Συνέντευξη με τον συγγραφέα για το βιβλίο «Ζαφείρη μη φοβάσαι, πάρε μια βέσπα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός

Ως αναγνώστρια επιλέγω βιβλία ανάλογα με τη διάθεσή μου κάθε φορά. Συχνά αυτά που ξέρω πως θα μου προκαλέσουν συγκίνηση κι άλλοτε όσα θα μου φέρουν γέλιο. Όταν πήρα στα χέρια μου το τελευταίο έργο του Γιώργου Γκόζη «Ζαφείρη μη φοβάσαι, πάρε μια βέσπα» (εκδόσεις Ποταμός), δεν ήξερα τι να περιμένω. Τελικά, και συγκινήθηκα και γέλασα. Και κάτι παραπάνω, τραγούδησα. Ακόμη και αφού ολοκλήρωσα την ανάγνωση του βιβλίου, όποτε η ματιά μου έπεφτε στο εξώφυλλο, μου ερχόταν στον νου η μελωδία από το «Rock The Casbah» των Clash. Τώρα, τι σχέση έχει ο Ζαφείρης που διαβάζουμε στον τίτλο με το εμβληματικό κομμάτι του βρετανικού συγκροτήματος, αφήνω τους αναγνώστες να το βρουν μόνοι. Για την ώρα υπάρχουν άλλα θέματα που ζητώ από τον συγγραφέα να μου αποκαλύψει.

Ένα από τα κείμενά σας στο οποίο στάθηκα λίγο περισσότερο ήταν το «Ανέσπερος κατακόρυφη παράθλαση» που αναφέρεται στον χώρο του βιβλίου. Εσείς εμφανιστήκατε στη λογοτεχνία το 2000 σε συλλογικό έργο με βραβευθέντα διηγήματα διαγωνισμού και σύντομα κυκλοφόρησε η δική σας προσωπική συλλογή. Πόσο έχει αλλάξει το εκδοτικό τοπίο την τελευταία εικοσαετία;
Εκτός από την αλλαγή αιώνα μεταβήκαμε ίσως βίαια από τον αναλογικό στον ψηφιακό κόσμο, υποχώρησε ο έντυπος Τύπος, άπειρα έργα λόγου έγιναν ηλεκτρονικά αρχεία –βιβλία με τίποτε–, η ανάγνωση πληροφορία. Εκδοτικός ορυμαγδός, αυξήθηκαν οι συγγραφείς – αυξήθηκαν αναλογικά οι αναγνώστες; Το βιβλίο όμως επιβίωσε συνδεδεμένο με τις αισθήσεις, τη φύση μας, ως ζωτική ανάγκη, όπως το νερό κι ο αέρας. Αν μιλάμε για λογοτεχνία, ο πυρήνας του διατήρησε την ιαματική του πηγή κι αυτό φάνηκε την περίοδο των εγκλεισμών. Επομένως, ένας ακόμα μετασχηματισμός: άλλαξε η μορφή, ίδια η ψυχή. Όλα καλά.

Μετά την πρώτη σας συλλογή διηγημάτων το 2002, «Ο νυχτερινός στο βάθος», πέρασαν δώδεκα χρόνια μέχρι να εκδοθεί η επόμενη, «Αφήστε με να ολοκληρώσω». Γιατί μεσολάβησε τόσο μεγάλο διάστημα;
Παιδί της εποχής μου κι εγώ πίστεψα πως ήταν απαραίτητο ως τα σαράντα να βγάλω χρήματα, να έχω πάντα καινούριο αυτοκίνητο, να κατακτήσω το χαμηλοτάβανο μικροαστικό όνειρο του διαμπερούς ρετιρέ με τζάκι-πάρκινγκ-αποθήκη, οπότε εγκατέλειψα το γράψιμο. Όταν έχασα τα πάντα, αναθεώρησα τα σημαντικά της ζωής, που είναι συνήθως άυλα και οι φίλοι μας, ανένηψα κι επανήλθα.

Ζαφείρη μη φοβάσαι, πάρε μια βέσπα, Γιώργος Γκόζης

Το 2016 γράφετε μία νουβέλα, «Γκουανό», και τέσσερα χρόνια αργότερα ένα μυθιστόρημα, το «Θραύση κρυστάλλων». Με το «Ζαφείρη» όμως επιστρέψατε στο διήγημα. Ποια φόρμα σας ελκύει περισσότερο;
Νομίζω πως διαθέτω ευχέρεια στο διήγημα, στη λιτότητα, στο σπριντ, στην κορύφωσή του, αλλά ο συγγραφέας οφείλει να αναμετράται με διαφορετικές μορφές λόγου ώστε η ευχέρεια να μην του γίνει μανιέρα και καταδίκη. Σε αυτή την περίοδο της ζωής μου πάντως εκφράζομαι καλύτερα με την εκτενή αφηγηματική φόρμα, την κατασκευαστική δομικά υπεροχή του μυθιστορήματος. Ο «Ζαφείρης» ήταν μία ανάσα από τον δρόμο ταχύτητας, πριν τον επόμενο μαραθώνιο.

Γίνεται ακόμη και σήμερα λόγος για Σχολή της Θεσσαλονίκης όσον αφορά τη λογοτεχνία – πέρα από τη θεματολογία και σε επίπεδο τεχνικής. Τι είναι αυτό που κάνει τους συγγραφείς του Βορρά να διαφέρουν;
Δεν πιστεύω πως υπήρξε ποτέ Σχολή Θεσσαλονίκης, όπως δεν υπάρχει Σχολή της Πελοποννήσου, της Λαμίας ή του Παγκρατίου με τυπολογικά χαρακτηριστικά. Ήταν ο καταχρηστικός ετεροκαθορισμός από τους αθηναϊκούς συγγραφικούς κύκλους ως προς τον μονόλογο, την εσωτερικότητα, τα σκυφτά κείμενα λογοτεχνών της πόλης επηρεασμένων και από το υγρό κλίμα, που επιπλέον επιδόθηκαν περισσότερο στη μικρή φόρμα. Ακόμα όμως κι αν υπήρξε κάποτε, δεν υπάρχει πια. Το κλίμα άλλαξε, είμαστε κάτοικοι μιας παγκόσμιας πατρίδα, τα ζητούμενα των Ελλήνων πεζογράφων είναι κοινά. Θεωρώ τον εαυτό μου σύγχρονο πεζογράφο με υπόβαθρο ελληνικότητας, ενίοτε θεματικής εντοπιότητας, αλλά οικουμενικότητας ως προς την απεύθυνση.

Στις ιστορίες που αφηγείστε στο «Ζαφείρη, μη φοβάσαι, πάρε μια βέσπα» το αποτύπωμα της πόλης σας είναι ξεκάθαρο. Ειδικά στο πρώτο μέρος, όπως και στο εξώφυλλο, το στοιχείο της εντοπιότητας είναι προφανές. Είναι η αγάπη για τη γενέθλια γη, η κινητήρια δύναμη της γραφής σας;
Το πρώτο μισό αφορά μια πόλη κάτω από την πόλη, που δεν υπάρχει πια. Ήθελα να τη συστήσω σε όσους δεν έζησαν εδώ ή τότε, δίχως καμία μουσειακή διάθεση ή εξωραϊσμό. Είναι περισσότερο σπονδή προς την κοινή συλλογική διαδρομή, στα νιάτα μας. Θα έλεγα πως η συγγραφική μου κινητήρια δύναμη είναι η αγάπη για την ανθρώπινη συνθήκη, αλλά μόνο με βιωματικό υπόβαθρο. Πρώτα αγαπώ και ζω, έπειτα γράφω.

Υπάρχουν ιστορίες μέσα στη συλλογή οι οποίες είχαν δημοσιευθεί παλιότερα σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα. Και παρότι κάποιες από αυτές διαβάζονται ως χρονογραφήματα, μοιάζουν εξαιρετικά επίκαιρες. «Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν»;
Σοφός κι ακριβής στίχος. Εξωτερικά αλλάζουν όλα, μαζί κι εμείς, με ορολογία ψυχολογίας στο πέρασμα του χρόνου οι πυρηνικές μας πεποιθήσεις διογκώνονται. Για να απαντήσω ειλικρινά, είμαι υπέρ των αλλαγών εντός κι εκτός, αλλά με ανόθευτη την εσωτερική μας ποιότητα, υπέρ της καλής αλλοίωσης δηλαδή, για να μιλήσω με θεολογικούς όρους.

Υπάρχουν βιβλία που διαβάζετε ξανά και ξανά;
Επανέρχομαι περιοδικά στην Αγία Γραφή, για προφανείς λόγους, και στα βιβλία του Χρόνη Μίσσιου. Ένας άγιος ήταν κι αυτός, που κατέκτησε την καλή αλλοίωση μέσω διαφορετικής διαδρομής.

Έχετε μεταπτυχιακό στη Θεολογική επιστήμη με ειδίκευση στην Αγιολογία, κλάδο με μεγάλο ενδιαφέρον καθώς πέρα από τους βίους των αγίων, ερευνά θέματα ιστορικά και κοινωνιολογικά που σχετίζονται με αυτούς. Τι σας ώθησε σε αυτήν τη μελέτη και τι κερδίσατε από αυτήν;
Η Θεολογία είναι πραγματικό πολυτεχνείο σκέψης, ειδικά η χριστολογία της – τη θεωρώ περισσότερο βίωμα, παρά συστηματική επιστήμη. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το «Μητερικό της Θράκης», αγιολογικό έργο σχετικά με τη θέση της γυναίκας στον χριστιανικό κόσμο, ζήτημα που με απασχολεί πολλαπλώς. Αμοιβή έλαβα τον ωκεανό της μεσαιωνικής μας γραμματείας, που την αγνοούμε επιδεικτικά, και τη διαχρονία της ισχύος της γυναικείας προσωπικότητας εντός κοινωνίας και θρησκευτικού πλαισίου.

Πρόσφατα εκδόθηκε και ένα βιβλίο με κείμενα σερβικής λογοτεχνίας που μεταφράσατε εσείς. Τι μάθατε από αυτή τη δουλειά;
Το «Γενναία Εμπρός» ήταν η καλύτερη μαθητεία πειθαρχίας και σεβασμού, δηλαδή να αποδώσω εναλλάξ κατ’ ακρίβεια ή κατ’ οικονομία κείμενα τρίτων από μία γλώσσα-αντιδάνειο της αρχαίας ελληνικής, ταυτόχρονα η αναμέτρηση με το ιδιαίτερο ύφος και πνεύμα τριάντα διαφορετικών συγγραφέων, ώστε να μείνει ακέραια η δική τους φωνή, αλλά και η επιβεβαίωση της άποψής μου ότι όταν μεταφράζει κανείς από οποιαδήποτε άλλη γλώσσα στα ελληνικά, είναι σημαντικότερο να κατέχει στιβαρότερα τα ελληνικά κι όχι το αντίστροφο. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ