Βιβλιο

LawVid-19 - Διήγημα: Βασιλική Δέδε, Κατσαρόλες

«Μα, είναι απλό δεν έπεσαν όλοι στην κατσαρόλα. Κάποιοι απλά έμειναν σπίτι τους.»

62222-137653.jpg
A.V. Team
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
pexels-andrea-piacquadio-3807741.jpg

LawVid-19: Διαβάστε το διήγημα της Βασιλικής Δέδε με τίτλο «Κατσαρόλες» που απέσπασε το τρίτο βραβείο στον διαγωνισμό

Ελλάδα, 13 Μαρτίου 2020, ώρα 12:30 μ.μ

Στην Σταδίου βάδιζε η Χ. Είχε μόλις τελειώσει από ένα επαγγελματικό ραντεβού και κατευθυνόταν προς το γραφείο της σκεφτόμενη της τυπικές χειραψίες που δεν αντάλλαξε με τους συναδέλφους της και τα τηλεφωνήματα των πελατών της τις τελευταίες ημέρες,  όπου τα περισσότερα λεπτά της κλήσης δεν ήταν πια μια μεταπήδηση τους στο στάδιο απολογίας της υπόθεσης, επικαλούμενοι τις αποδείξεις αθωότητας τους, ούτε όμως ήταν σύμβουλοι επαγγελματικού προσανατολισμού προσπαθώντας να την πείσουν να γίνει  μάντισσα των μελλούμενων και να εγγυηθεί την δικαίωση τους. Όταν το τηλέφωνο ξαναχτύπησε, άλλο όνομα εμφανίστηκε στην οθόνη, όμως η φωνή από πίσω είχε την ιδία χροιά, ένιωθε, με όλων των υπολοίπων και έλεγε τα ίδια πράγματα, με άλλες λέξεις:

« Κυρία Χ συγχωρέστε με για την ενόχληση , αλλά θα ήθελα να αποδεσμευτώ των καθηκόντων μου για τις επόμενες μέρες. Λένε πως ο Πρωθυπουργός το απόγευμα θα βγάλει διάγγελμα που θα ανασταλεί την λειτουργία των πάντων. Ξέρω ότι είναι δύσκολο, γιατί σταμάτησε και ο Ιάσονας από το σχολείο αλλά είμαι 60 χρόνος και ο άνδρας μου θυμάστε πως πρόπερσι φθηνά την γλίτωσε με το έμφραγμα του; Στην πρώτη θέση είναι των ευπαθών ομάδων. Αυτός απομονώθηκε, εγώ όμως, με το Κυψέλη – Μαρούσι, φοβάμαι ότι θα γίνω ένας σύγχρονος δούρειος ίππος, ξύλινο θα είναι το σώμα και ο νους μου και θα βοηθήσω, ναι, εγώ ή ίδια, να εισέλθει στο σπίτι μου ο εχθρός και να δολοφονήσει τον άνδρα μου. Μα από τους Τρώες έχουν περάσει πόσοι αιώνες; Το σχέδιο του Οδυσσέα έχει πια μαθευτεί. Η αφέλεια των σημερινών Τρώων δεν μπορεί να συγχωρεθεί.»

Στον Πύργο Ηλείας, η Υ άπλωνε την μπουγάδα της την ώρα που μέσα από το σπίτι ακουγόταν η φωνή της παρουσιάστριας που αριθμούσε τα κρούσματα της γειτονικής χώρας και επευχόταν να αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει, αυτούς τους ίδιους αριθμούς, και για την δικιά της. Είχαν αποκτήσει άλλη έννοια σκεφτόταν η Υ οι αριθμοί αυτή την εβδομάδα. Από παιδί ως σήμερα πάντα λαχταρούσε ότι κάνει να το συνοδεύει ένας μεγάλος αριθμός. Να πάρω είκοσι στο διαγώνισμα του σχολείου, να έχω μισθό με όσα περισσότερα μηδενικά γίνεται, η φωτογραφία μου στο facebook να αρέσει σε τριψήφιο αριθμό ατόμων. Αλλά όταν μετράς απώλειες, οι αριθμοί παίρνουν μια άλλη ανεξίτηλη μορφή. Εκεί το ένα ισούται με το άπειρο, και στην Ιταλία θρηνούν ήδη εκατοντάδες νεκρούς.

«Ήταν το μεσημεριανό δελτίο ειδήσεων στις 13:00. Περιορίστε τις μετακινήσεις, περιορίστε τον ιό, προστατεύστε εσάς αλλά και τους ανθρώπους που αγαπάτε». Η Υ είχε μπει σπίτι της και έριξε το βλέμμα της τριγύρω. Είχε να προστατέψει πέντε κορνίζες, την συλλογή με τα χειροποίητα βραχιόλια, τρία αγαπημένα της βιβλία και το είδωλο που αντίκριζε στον απέναντι καθρέφτη. Μετά σκέφτηκε, πως αυτά είναι ήδη νεκρά.

Στην Θεσσαλονίκη, η Ζ σκούπιζε το τραπέζι, που πριν λίγο άφησε ανάστατο ο πελάτης, με μία περίεργη μανία ενώ στο μπαρ ο συνάδελφος της την κοιτούσε περηφανευμένος στον ανδρα που καθόταν στον μπαρ για την υγιεινή του μαγαζιού και αστειευόμενος πως εάν πότε ο ιός ερχόταν σε τούτο εδώ το μαγαζί, ένα φλιτζάνι χλωρίνη θα είχε μόνο ο κατάλογος. Η Ζ τίποτα από όλα αυτά δεν άκουγε. Μήτε προσπαθούσε να διώξει με το πανί τον δύστροπο αυτό πελάτη. Στην πραγματικότητα, ήθελε απλώς να αερίσει το μυαλό της, από την σκόνη που είχε καλύψει τα πάντα τις τελευταίες ημέρες.

«Ακούγετε πως θα κλείσουν τα μαγαζιά ως την Παρασκεύη» τους είχε ανακοινώσει το αφεντικό τους πριν τρεις ημέρες και από τότε ήταν μόνιμα με ένα αόρατο ξεσκονόπανο στο χέρι, επιμένοντας να γυαλίσει κάθε επιφάνεια των σκέψεων της μήπως ,κάπου εκεί, δει, να αντικατοπτρίζεται η λύση. Ενοίκιο, λογαριασμοί ρεύματος, τηλεφώνου και νερού. Ένας άνεργος σύντροφος του τελευταίου μήνα. Μια ανασφάλιστη εργασία του μεροκάματου, μια κυβέρνηση πραξικοπήματος από έναν δικτάτορα ίο και μια αντίστασή που δεν έπρεπε να ξενυχτά.

Ελλάδα, 13 Μαρτίου 2020 ώρα 18:00 μ.μ

Το διάγγελμα της κυβέρνησης βρήκε και τις τρεις γυναίκες μπροστά από μια κατσαρόλα, να ανακατεύουν αργά ένα φαγητό που σιγόβραζαν χρόνια, βάζοντας κάθε μια τα δικά της υλικά, αλλά ακολουθώντας πιστά την Συνταγή της Επιτυχίας. Όταν ανακοινώθηκαν τα μετρά κάτι περίεργο συνέβη και στα τρία σπίτια. Πελώρια χέρια βγήκαν από τις τηλεοράσεις τους και έσπρωξαν τις γυναίκες μέσα στις κατσαρόλες. «Μένουμε σπίτι» τους φώναξαν .Έπειτα τους έκλεισαν το καπάκι και ανέβασαν τους βαθμούς.

Στην κατσαρόλα στις Χ, έβρισκες ριγμένα τα πιο ακριβά υλικά. Μια δουλεία που ονειρευόσουν από μικρός και δεν χρειάστηκε ποτέ να ξυπνήσεις και να στην αντικαταστήσει ο ρεαλισμός με ότι περίσσεψε, την ώρα που πετάχτηκες από τον ύπνο. Ένας σύζυγο κατάλληλο τόσο για τα εικοσιπέντε όσο και για τα σαράντα πέντε σου χρόνια. Έναν έρωτα που δεν χρειάστηκε να ξεπεράσεις, ούτε να τον δεις να γερνάει μαζί με τα χρόνια που έφευγαν και τα δέρματα που ζάρωναν. Ένα πορτοφόλι, που άνοιγε συχνά αλλά ελάχιστα κοιτούσες να δεις τι έχει μέσα. Δύο παιδία την ώρα που έπρεπε, ντυμένα όπως έπρεπε, διαβασμένα όπως έπρεπε με τις κλίσεις που έπρεπε. Έτσι η Χ, ουδέποτε δοκίμαζε την συνταγή που μαγείρευε. Έχοντας μέσα χαβιάρι, λάδι τρούφας, σαφράν και σολομό δεν μπορούσε παρά να βγει πεντανόστιμη. Αργότερα, η ορθοστασία, μπροστά στην κουζίνα ,την κούρασε και προσέλαβε μάγειρες. Η φωνή στο τηλέφωνο ήταν η κεφαλή αυτών και είχε διάφορα ονόματα. Η γυναικά που προσέχει τα παιδία και το σπίτι για την Χ, η Ματούλα μας για τον σύζυγο, η Κυρία Ματίνα για τα παιδία στα φανερά, αλλά στα κρυφά μονοπάτια του υποσυνειδήτου αυτά την έλεγαν μάνα μας.

Όταν η Χ βούτηξε στην κατσαρόλα η γεύση δεν της άρεσε. Ανισορροπία γεύσεων. Η επαγγελματική της ζωή πως είχε υπερκαλύψει το άρωμα όλων των άλλων και σε τι ποσότητα την είχε ρίξει μέσα; Και το συστατικό της οικογένειας γιατί είναι τόσο ανεπαίσθητο; Είχε δώσει σωστές εντολές στην Ματούλα αλλά η δοσολογία είναι σίγουρα λανθασμένη. Να δεις που αυτή έκλεψε το πιο ακριβό της υλικό για να νοστιμίσει τη δίκια της συνταγή. Μα τώρα, η Ματούλα είναι κλισμένη στην δίκια της κατσαρόλα και η Χ επιτέλους κάνει γευσιγνωσία.

Στη γευσιγνωσία, η Χ εντόπισε συγκεκριμένα, βιβλία κάτω από το κρεβάτι του 17χρόνου γιού της οι τίτλοι των οποίων, δεν γνώριζε ότι τον αφορούσαν. « Σεξουαλικός προσανατολισμός και ταυτότητα φύλου», « Αναζήτηση ανδρικής ταυτότητας» και μέσα σε ένα από αυτά μια φωτογραφία εκείνου με ένα αγόρι που εκείνη τον γνώριζε ως φίλο του, αλλά μια καρδία ζωγραφισμένη στην πίσω πλευρά αυτής, μαρτυρούσε πως μάλλον παράκουσε την ώρα που συστηνόταν. Παράκουγε και παρέβλεπε για πολύ καιρό κατάλαβε η Χ, μιας και ποτέ δεν είδε αυτά τα βιβλία να μπαίνουν στο σπίτι, ποτέ να τα ξεφυλλίζει ο γιός της και ποτέ δεν άκουσε να την ρωτάει εάν είναι φυσιολογική η έλξη ανάμεσα στο ίδιο φύλο.

Όσο πέρναγε ο καιρός μέσα στην κατσαρόλα και ανέβαιναν οι θερμοκρασίες βρασμού της, οι αισθήσεις της Χ ενεργοποιούνταν. Οι πελάτες της , προσπαθώντας και αυτοί να διορθώσουν τα μαγειρικά τους λάθη, κανάν αραιές εμφανίσεις ενώ πλέον επισκέψεις στην καθημερινότητα της δεχόταν από παλιούς της γνώριμους που σχεδόν είχε ξεχάσει πόσο απολάμβανε την δική τους παρέα. Μιλούσε με τα παιδία της, διάβαζε τα παιδία της, έβλεπε ταινίες με τα παιδία της, συζητούσε με τον άνδρα της, χωρίς να κάνει μια τυπική περίληψη της μέρας και ξαναζούσε έναν καινούργιο έρωτα μαζί του, μιας και αυτός ο άνδρας είχε αλλάξει όσο καιρό εκείνη δεν έχωσε πότε μέσα το δάχτυλο της να δοκιμάσει την συνταγή.  Τώρα όμως που είναι ολόκληρη ριγμένη μέσα της, χωρίς θολωμένη ματιά από την κούραση της εργασίας και έχοντας βγάλει το κερί από τα αυτιά για να μην ακούει την βοή που έκαναν οι τόσες υποχρεώσεις της, και άλλα πράγματα άκουσε και είδε η Χ. Είδε μηνύματα του άνδρα της, που δεν έγραφαν αλλά λέγαν πόσο ανάγκη έχει την Χ που γνώρισε στα εικοσιπέντε, ψάχνοντας να την βρει σε μία άλλη εικοσιπεντάρα, μίας και για εκείνον, ο  έρωτας μάλλον γέρναγε. Άκουσε επιτέλους καθαρά την φωνή του μικρού Ιάσονα πως αυτός μαγείρεψε αυτά τα μακαρόνια με την σάλτσα, αφού τώρα τον είδε επί το έργο και δεν είδε  απλά ένα έτοιμο πιάτο σερβιρισμένο από την Ματούλα και τις υπερβολές, νόμιζε ,του γιού της πως αλήθεια βοήθησε και αυτός πολύ.

«Από αύριο στις 6 το πρωί της 23ης Μαρτίου 2020 θα επιβληθούν σημαντικοί περιορισμοί στην κυκλοφορία και μετακίνηση των πολιτών σε όλη την επικράτεια» ακούστηκε από την τηλεόραση και τα πελώρια χέρια πετάχτηκαν έξω, πάλι, ανεβάζοντας τους βαθμούς βρασίματος στο μέγιστο. Σε αυτή την θερμοκρασία, η Χ εντόπισε ποίο το λάθος της συνταγής της ένα πρωινό που καθόντουσαν όλοι στο τραπέζι τρώγοντας από αληθινές κατσαρόλες, πραγματικά φαγητά. Ήταν σαν μια οικογένεια διαφήμισης, κατέληξε. Τόσο αληθοφανής και επιτυχημένη. Αλλά ήξερε, ένιωθε, αυτούς τους ανθρώπους λίγο παραπάνω από ότι οι ηθοποιοί τους συμπρωταγωνιστές τους σε αυτή. Αμέσως μετά την διαπίστωση, η Χ τηλεφώνησε στην γυναίκα που της πρόσεχε τα παιδία και το σπίτι, για να την ρωτήσει, εάν ήξερε πως ο μεγάλος της γιός ήταν ομοφυλόφιλος, εάν έβλεπε ότι ο άνδρα της είχε ανάγκη μια σύζυγο και όχι μια ακόμη συνάδελφο και εάν γνώριζε ότι ο Ιάσονας δεν θέλει να μάθει γερμανικά αλλά μαγειρική.

«Κυρία Χ νόμιζα πως όταν μου λέγατε ότι γυρνάτε στις 20:30 από το γραφείο, γυρνούσατε ολόκληρη. Δεν ήξερα πως η Προσοχή και το Ενδιαφέρον, έμεναν ακόμη εκεί, κάνοντας τέτοιες απάνθρωπες υπερωρίες. Και κανένα υλικό δεν έκλεψα, μα εάν θέλετε μια συμβουλή για την συνταγή σας, προσθέστε διπλάσια δόση οικογένειας. Ευτυχώς έχει μείνει ακόμη στο ράφι σας»

Στην κατσαρόλα της η Υ δεν βρέθηκε όπως οι περισσότεροι με μια απότομη βουτιά σε ένα χυλό από διάφορα υλικά, αλλά προσγειώθηκε απότομα στον πάτο αυτής, μη μπορώντας να ισορροπήσει από το λάδι που τηγανιζόταν σε αυτό και περίμενε χρόνια πια αναμμένο το τι θα τσιγαρίσει. Η κατσαρόλα της ήταν καινούργια. Η παλιά της δεν θύμιζε καθόλου την τωρινή. Γλυκανάλατη ήταν και τότε η συνταγή βέβαια, μέχρι που κάποια μέρα αποφάσισε πως ήθελε μια πιο πικάντική γεύση. Κάπως όμως, τα υλικά δεν έδεσαν και μία έκρηξη συνέβη την ώρα που την πρόσθετε, ρίχνοντας όλο το καυτό μείγμα πάνω της και κάνοντας της αόρατα εγκαύματα τρίτου βαθμού σε όλο της το σώμα. Από τότε δεν ξαναπλησίασε την κουζίνα και ας άκουγε το λάδι της κατσαρόλας να αρπάζει και ας ήξερε πως, όπου να ναι,  φωτιά θα ξεκινήσει, που ολόκληρη θα την έκαιγε, αυτή την φορά.

Τις πρώτες μέρες στην κατσαρόλα, η Υ παρατηρούσε την γκρίνια των ανθρώπων και την ανυπακοή μερικών από αυτών στην νέα παροδική πραγματικότητα και διαπίστωσε ότι εκείνης ήταν η μόνιμη της. Με επίδομα συντηρούταν τον τελευταίο χρόνο, οι Παρασκευές δεν ήταν αφετηρία ξεκούρασης και διασκέδασης αλλά μια από τις ομοζυγωτικές εφτάδιμες κόρες της εβδομάδας. Αποστάσεις κρατούσε χιλιομέτρων από τους ανθρώπους και όχι γιατί φοβόταν για τα πνευμόνια της αλλά κυρίως μη μολύνουν την καρδία της. Έτσι η Υ ήταν από πάντα το πιο δύσκολο θήραμα του ίου, αφού από ανθρώπους ούτε οι φωνές τους τηλεφωνικώς δεν ακουγόντουσαν στο σπίτι, αλλά ταυτόχρονα και το πιο εύκολα να θανατώσει, εάν ποτέ το έπιανε στα νύχια του, αφού και εκείνης η φωνής βουβή ήταν προς τον έξω κόσμο.

Ένα απόγευμα, η Υ ένιωσε κούραση. Δεν το ανέλυσε παραπάνω και έπεσε και κοιμήθηκε νωρίτερα από ότι συνήθως. Την άλλη μέρα ο λαιμός της σαν να της φαινόταν τραχύς. Το ανέλυσε λίγο, αλλά τον ίο κανίβαλο δεν τον είπαν στις ειδήσεις, δεν ξεκλήρισε πέρα από ανθρώπους και όλες τις άλλες γρίπες. Αισιόδοξη δεν είχε υπάρξει ποτέ η Υ στα 62 της  χρόνια αλλά για όλα, αλήθεια είναι, πως υπάρχει η πρώτη φόρα. Ψέμα είναι, η τύχη του λένε, πως έχει ο πρωτάρης. Έτσι τρείς μέρες αργότερα, η Υ ένιωσε πως βρισκόταν εκεί που τα τελευταία χρόνια, έλεγε σχεδόν χυδαία ότι κοιμάται. Σε μια κάσα, χωμένη μέτρα κάτω από το έδαφος και το οξυγόνο όπου να ναι να τελειώνει. Και τότε η Υ που καιγόταν, τόσο από το λάδι της κατσαρόλας που είχε πέσει, όσο και από τις φωτιές που είχαν ανάψει μέσα της τα αντισώματα προσπαθώντας κάπως να περιορίσουν την έφοδο του εχθρού, αντί να έχει ψευδαισθήσεις είδε καθαρά το που βρισκόταν. Βρισκόταν σε ένα σπίτι και μάλιστα σε ένα όμορφό σπίτι, με αυλή γεμάτη από διαφορά λουλούδια, ένα τραπεζάκι πάνω στο γρασίδι και μια κρεμαστή αιώρα ανάμεσα στα δύο δένδρα, σαν και αυτές που τόσο ζήλευε όταν έμενε στο διαμέρισμα της στην Αθήνα. Είδε, πως οι φωτογραφίες πάνω στο σύνθετο, δεν είναι διακοσμητικά χώρου άλλα θησαυροφυλάκια στιγμών, οι άνθρωποι των οποίων δεν φυλακίστηκαν όμως μέσα σε αυτές και έπαψαν να ζουν. Σε κάποιες άλλες κορνίζες θα τριγυρίζουν και εκείνη έπρεπε να αφήσει πια την προσωπογραφία της και να μπει στο πλάνο αυτών. Είδε, επίσης πάνω στο κομοδίνο της να βρίσκεται ένα περίεργο μαύρο τηλέφωνο, με τρία όμως μόνο νούμερα. Το ένα, το τρία και το πέντε.

Δεκαπέντε μέρες αργότερα, η Υ ξανάμπαινε στο παλιό της σπίτι μα μόνο η κλειδαριά, που το άνοιγε, ήταν για αυτήν η ίδια. Δεκαπέντε μέρες στο νοσοκομείο, η απόλυτη μοναξιά και μονοτονία του εκεί δωματίου της έδωσαν έμπνευση. Γκρέμισε τους τοίχους και άνοιξε παράθυρα. Έβαψε τους τοίχους άλλους κίτρινους , άλλους κόκκινους και άφησε ένα λευκό και έναν μαύρο για τις μέρες που αναπόφευκτα ο παλιός της εαυτός θα της χτυπούσε την πόρτα αλλά εκείνη, ήξερε πλέον, πως έπρεπε να φανεί αυστηρή με την διαμονή του και να μην τον αφήσει έξαλλα να βανδαλίσει το σπίτι, βάφοντας το με τα δικά του σκοτεινά πινέλα, για να νιώθει εκείνος οικεία. Το περίεργο, ωστόσο, ήταν πως καμία φασαρία δεν άκουσαν εκείνες τις μέρες οι γείτονες από μαστορέματα, τα παράθυρα εξακολουθούσαν να είναι μπαλκονόπορτες και οι τοίχοι να έχουν το χρώμα της ώχρας. Μόνο μία μέρα κάτι αξιοσημείωτο παρατήρησαν καθώς περνούσαν από το σπίτι της Υ. Άκουσαν να βγαίνουν από αυτό γέλια δυνατά, όμοια με αυτά που έκαναν σε μεγάλες παρέες μήνες πριν οι άνθρωποι.

«Θα χάσουμε τον εαυτό και τα μυαλά μας μέσα σε αυτόν τον εγκλεισμό» είπε με τρόμο η γυναίκα που τα άκουσε και ήξερε την βιογραφία της Υ. Την ίδια ώρα, πίσω από την κλειστή της πόρτα, εκείνη είχε πιάσει το καινούργιο της τηλέφωνο, που δεν του έλειπαν κουμπιά, και έβλεπε μέσα από αυτό τις τελευταίες φωτογραφίες των ανθρώπων στις κορνίζες να μιλούν και να κινούνται όταν τους αφηγούνταν για το πώς, μέσα σε αυτόν τον εγκλεισμό, τον εαυτό και τα μυαλά της, εκείνη τα βρήκε.

Στην κατσαρόλα της Ζ, δοκιμές γίνονταν συχνά. Δεν ήταν ούτε ανεύθυνη ούτε υπεροπτική μαγείρισσα. Μόνο εθισμένη. Κάθε λίγο και λιγάκι έπαιρνε την κουτάλα της, την βουτούσε μέσα και όσες αλλαγές μπαχαρικών και μυρωδικών και εάν έκανε, το υποκατάστατο του υλικού που λαχταρούσε δεν της πετύχαινε. Χρόνια τώρα, αναζητούσε σε όλα τα μαγαζιά να βρει και να αγοράσει ένα υλικό που στην εφηβεία της, κάποιος, της έδωσε να δοκιμάσει. Μα σε κανένα ράφι δεν μπορούσε να το βρει, πάρα σπανίως μια τζούρα του, που καταλάγιαζε απλώς τους σπασμούς του στερητικού σύνδρομο της. Ωστόσο, η έλλειψη αυτή, της φαινόταν περίεργη, αφού αρκετά συχνά έβλεπε γύρω της ανθρώπους να το κουβαλούν, δύο δύο μαζί, σε ένα πελώριο τσουβάλι. Όταν μια μέρα πήγε στην κουζίνα για να ελέγξει την συνταγή της, είδε την κατσαρόλα να υπερχειλίζει από ένα κόκκινο υγρό. Έκανε την δοκιμή και οι κόρες τις αμέσως διαστάλθηκαν. Μα ποίος το έριξε μέσα αναρωτήθηκε; Μα πάντα, μήπως, έτσι αθόρυβος και ξαφνικός δεν είναι ο έρωτας;

Αιώνια φοιτήτρια της παιδαγωγικής η Ζ, αιώνια ερωτευμένη με τον Γιώργο και αιώνια σερβιτόρα και ας ξεκίνησε ως βραχύβια. Δεν την ένοιαξε ποτέ η γεύση της συνταγής της, εφόσον της έλειπε ο έρωτας, και έτσι κάθε συστατικό που επέλεγε να βάλει μέσα της, ήταν αυτό που θα την χόρταινε περισσότερο, και ας ήταν άνοστο, ακόμη και μπαγιάτικο. Έτσι άφησε τα βιβλία και έπιασε τα ποτήρια. Μέσα σε αυτά, βρήκε την κρυμμένη πιάτσα του ναρκωτικού της, μιας και κάθε νύχτα όλο και κάποιος άνδρας θα της χαμογελούσε, κάποιος θα της μιλούσε και κάποιος άλλος θα την περίμενε όταν θα σχολούσε. Ένα συνηθισμένο βράδυ, ο Γιώργος της γέλασε της μίλησε και την περίμενε κρατώντας στα χέρια του, την δόση της. Το πρωί που ξύπνησε είδε την υπερχειλισμένη κατσαρόλα.

Μόλις επομένως τα χέρια έριξαν μέσα στην κατσαρόλα την Ζ, αυτή αντί να κάνει απεγνωσμένες κινήσεις σωτηρίας άρχισε τα μακροβούτια και την συγχρονισμένη κολύμβηση, ξεχνώντας πως αυτή η λίμνη που τόσο τώρα σε διασκεδάζει μπορεί, αυτή η ίδια, αργότερα να σε πνίξει. Το αργότερα για αυτήν ήταν το σύντομα, όταν κουρασμένη πια από τις φιγούρες, ήθελε να ξεκουράσει το σώμα της ψάχνοντας τον πάτο της λίμνης. Τότε, έντρομη  κοίταξε την ταμπέλα, που την καλωσόριζε στην Τάφρο των Μαριανών.

Τα χάδια, τα φιλία και οι αγκαλιές είχαν πλέον μάχη με αντίπαλο, τους απλήρωτους λογαριασμούς, την λίστα σουπερ μάρκετ και την γκρίνια της απραγίας. Στο άκουσμα του αγώνα, η Ζ στην αρχή γελούσε. Τι άδικη μάχη, σκέφτηκε να βάλεις τους ελέφαντες να  παλέψουν τα μυρμήγκια. Οι υψηλοί βαθμοί βρασμού όμως, πως νάρκωσαν ως και τους ελέφαντες και πως τώρα στρατιά μυρμηγκιών βρίσκεται πάνω τους. Το «καλημέρα, αγάπη μου» αντικαταστάθηκε με ένα βαριεστημένο «Μέρα» το πρωί, τα κεριά στο τραπέζι που  συνόδευαν κάθε γεύμα, με άπλυτα πιάτα, η αναπαράσταση των ακριβών εστιατορίων στο δείπνο με ένα μπολ γιαούρτι και τους δύο τους να κάθονται σε ξεχωριστούς καναπέδες με συγχρονισμένο, πια, μόνο στο βλέμμα τους στην τηλεόραση. Αργότερα, μεταλλάχθηκαν και άλλα πιο ανθεκτικά πράγματα. Η κόντρα του ποίος αγαπάει περισσότερο ποίον, έγινε καβγάς του ποίος χρωστάει περισσότερα από ποίον και οι αγκαλιές άλλαξαν χορογραφία και άρχισαν οι βίαιες πια κινήσεις τους να της μελανιάζουν το σώμα.

«Θα μπεις στο μάθημα; Τι δικαιολογία έχεις πια; Δουλεία δεν έχεις και το αμφιθέατρο άλλαξε διεύθυνση και είναι πια στο σπίτι σου. Άντε, το έχεις στήσει αρκετά αυτό το πτυχίο, σαχλαμαρίζοντας με τον έρωτα» της έλεγε μια φιλική φωνή στο τηλέφωνο. Έτσι, η Ζ άνοιξε τον υπολογιστή, πάτησε τους κωδικούς και συνδέθηκε. «Όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενα μαθήματα, μία από τις αρχές της Παιδαγωγικής είναι και αυτή της αυτενέργειας, δηλαδή η ενέργεια του ανθρώπου που βασίζεται στη θέλησή του, η οποία ενεργοποιεί τις ψυχοσωματικές του δυνάµεις ». Αυτά, ήταν τα πρώτα λόγια του καθηγητή που άκουσε η Ζ και εκείνη την στιγμή έγινε μέσα της μια αστραπιαία αποτοξίνωση. Βρήκε την ψυχική δύναμη και είπε στον εαυτό της πως μπορεί να χωρίσει. Βρήκε την σωματική δύναμη και απομάκρυνε τα χέρια του Γιωργή όταν έγιναν διωδία ανάμεσα σε αυτήν, τις βαλίτσες της και την εξώπορτα. 

«Για τις μετακινήσεις σας, απαιτείται υπεύθυνη δήλωση που να δηλώνεται την διεύθυνση σας, τον προορισμό και την αιτία αυτού» ακούστηκε στην τηλεόραση. Η Ζ πήρε μολύβι και έγραψε « Είμαι η Ζ. Πηγαίνω στην μόνιμη κατοικία μου εφ άπαξ, μετά από την μηνιαία  παραμονή μου σε κέντρο απεξάρτησης»

Ελλάδα, Μια υπέροχη, ασφαλή μέρα μετά την καραντίνα, ώρα 13:15 μ.μ

Δεν θυμάμαι την μέρα ακριβώς. Άλλα ήταν μια μέρα, πίστευα, όπως οι παλιές. Με καφέ στο χέρι, μποτιλιάρισμα στον δρόμο, εργαζόμενες έξω από ανοιχτά καταστήματα να σου προσφέρουν δείγματα με χέρια γυμνά, ανθρώπους που ανταμώνουν και αγκαλιάζονται. Μια δουλεία που ξεκινούσε στις 9:00, τελείωνε στις 19:00 και έπειτα σε περίμενε μια παρέα μεγαλύτερη των δύο ατόμων σε ένα μαγαζί που τα τραπέζια είχαν ριζώσει ξανά στον δρόμο. Κάπου ανάμεσα σε αυτήν την μέρα, βρέθηκα μέσα σε ένα ανσανσέρ. Και κάπου ανάμεσα στην διαδρομή του ισογείου, ως τον έβδομο όροφο, αυτό σταμάτησε. Τότε η κλειστοφοβία μου, με θυμήθηκε. Γονάτισα κάτω και άρχισα να λέω στον εαυτό μου, αυτό που έπρεπε να ακούσει « Ήσουν κλεισμένη τόσο καιρό σε μια κατσαρόλα, σύνελθε » Όταν το επανέλαβα για πολλαπλή φορά δυνατά, οι τρεις γυναίκες που ατάραχες ήταν παγιδευμένες μαζί μου γύρισαν ταυτόχρονα και με κοίταξαν σχεδόν σοκαρισμένες. Κάπου εκεί, η μέρα έπαψε να είναι όπως οι παλιές. Έβγαλαν, άλλη από την τσέπη της, άλλη από την τσάντα της και άλλη από το πορτοφόλι της, ένα χαρτάκι στο ίδιο μέγεθος, με τις ίδιες ακριβώς γραμμές, με το ίδιο κιτρινισμένο χρώμα και με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα, με γραμμένη όμως πάνω του διαφορετική λέξη στην καθεμία. Οικογένεια, συγχώρεση και αυτοπεποίθηση διάβασα. Ως η πυροσβεστική να μας απεγκλωβίσει είχα μάθει τις ιστορίες της Χ, της Υ και της Ζ.

Αμέσως μετά, μπήκα στο μετρό για επιστροφή στο σπίτι, όπου αυτή την φορά το δικό μου βλέμμα ήταν το σοκαρισμένο. Οι περισσότεροι άνθρωποι μέσα σε αυτό είχαν το ίδιο χαρτάκι. Άλλοι κολλημένο στο μέτωπο τους , άλλοι πάνω στο κινητό τους, άλλοι στην τσάντα τους, άλλοι στους φακέλους που κρατούσαν, άλλοι στο στήθος τους. Στην επόμενη στάση κατέβηκα και κατευθύνθηκα σπίτι. Σκεφτόμουν τις λέξεις που διάβαζα, ενώ στην διαδρομή προσπερνούσα ανθρώπους, με κολλημένο πάνω τους, ξανά, το ίδιο χαρτάκι. Επανάληψη της λέξης οικογένεια σε πολλά, φιλία, ειλικρίνεια, αυτοσυγκράτηση, αυτογνωσία, πυγμή, θάρρος. Μπήκα στο σπίτι και άνοιξα τηλεόραση. Έλεγαν για την έρευνα που διεξάγεται μετά την εμφάνιση στη χώρα ανθρώπων με ενσωματωμένα πάνω τους περίεργα χαρτάκια. Μια γυναίκα με κολλημένο στο λαιμό της, το ίδιο χαρτάκι με την λέξη Δύναμη έλεγε την δική της εκδοχή.

«Τι να σας πω; Εγώ πιστεύω ότι είναι ένα αλλιώτικο εξιτήριο όλων αυτών που ο ιός μας έριξε στην κατσαρόλα. Και μας το κόλλησε έτσι πάνω μας, για να το αντικρίζομαι συνεχώς, να μαστέ έτσι πάντα ευγνώμονες και να μάθουμε να ζούμε καλύτερα ως φόρο τιμής και για τους άλλους, χίλιες ανθρώπους που τους έριξε στα νοσοκομεία και δεν το πήραν ποτέ. Ένας από αυτούς ήταν και άνδρας μου» .Ο ρεπόρτερ την σταμάτησε, μιας και ήθελε διευκρίνιση στον όρο κατσαρόλα. Δεν καταλάβαινε για τι μιλούσε. Η γυναικά γέλασα και συνέχισε. « Μα δεν είδατε ότι δεν έχουν όλοι χαρτάκια, κύριε μου; Και η ερώτηση σας, επιβεβαιώνει και άλλο τα λεγόμενα μου. Ούτε και εσείς, βλέπω να έχετε χαρτάκι πάνω σας. Μα, είναι απλό δεν έπεσαν όλοι στην κατσαρόλα. Κάποιοι απλά έμειναν σπίτι τους.» Έψαξα να δω το όνομα της στην λεζάντα. Είχε δίκαιο η Κ. Ματούλα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ