Βιβλιο

Ιζαμπέλ Αλιέντε: Οι γυναίκες της ψυχής μου

Ένα συναισθηματικό ταξίδι όπου εξετάζει τη γυναικεία συνθήκη, όπως τη βίωσε η ίδια αλλά και οι γυναίκες γύρω της – οι ηρωικές, οι αγωνιστικές, οι ατρόμητες

114824-667199.jpg
Νατάσσα Καρυστινού
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Οι γυναίκες της ψυχής μου» της Ιζαμπέλ Αλιέντε, εκδόσεις Ψυχογιός

Παρουσίαση του βιβλίου «Οι γυναίκες της ψυχής μου» της Ιζαμπέλ Αλιέντε, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός

«Δεν υπερβάλλω όταν λέω πως ήμουν φεμινίστρια από τότε που πήγαινα στο νηπιαγωγείο» γράφει η γνωστή Χιλιανή συγγραφέας Ιζαμπέλ Αλιέντε. Το βιβλίο της «Οι γυναίκες της ψυχής μου» (που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση Αγγελικής Βασιλάκου) είναι ένα προσωπικό συναισθηματικό ταξίδι στο οποίο εξετάζει τη γυναικεία συνθήκη, όπως τη βίωσε η ίδια αλλά και οι γυναίκες γύρω της – οι ηρωικές, οι αγωνιστικές, οι ατρόμητες. Θυμάται πρόσωπα του περιβάλλοντός της που την καθόρισαν, όπως η μητέρα της, η Παντσίτα, που μεγάλωσε μόνη τα παιδιά της αφού τους εγκατέλειψε ο πατέρας της, η αδικοχαμένη κόρη της, η Πάουλα, ή η ατζέντισσά της η Κάρμεν Μπάλσελς, που ήταν φίλη και μέντοράς της. Αναφέρεται επίσης σε εμβληματικές συγγραφείς, όπως η Βιρτζίνια Γουλφ και η Μάργκαρετ Άτγουντ, σε νεότερες δημιουργούς που αφυπνίζουν συνειδήσεις, καθώς και σε γυναίκες θύματα βίας οι οποίες, με αξιοπρέπεια και θάρρος, ξαναστέκονται στα πόδια τους και προχωρούν. Αυτές είναι οι γυναίκες της ψυχής της. Χαιρετίζοντας το κίνημα #MeToo η Αλέντε στοχάζεται γύρω από το πλέγμα των σχέσεων και τα παιχνίδια εξουσίας που «κατασκευάζουν» τις γυναίκες ακόμα και σήμερα στον δυτικό κόσμο.

Στη δεκαετία του 1950, η Ιζαμπέλ Αλιέντε άρχισε να νιώθει τη στενοχώρια αυτής της κατασκευασμένης θέσης: όταν μεγάλωνε στο Σαντιάγο κι έπειτα στη Λα Παζ, στη Βηρυτό και στο Καράκας, οι γυναίκες, ιδιαίτερα εκείνες της μεσαίας τάξης, αναρωτιούνταν μήπως δεν ήταν προορισμένες μονάχα για το νοικοκυριό και τη μητρότητα· μήπως υπήρχαν κι άλλες επιλογές, πιο περιπετειώδεις. Έτσι, από τα μέσα της δεκαετίας το 1960, η Αλιέντε βρέθηκε στη δίνη του σύγχρονου φεμινισμού και απέναντι στο λογοτεχνικό κατεστημένο: Κάρλος Καστανιέδα, Μάριο Βάργας Λιόσα, Πάμπλο Νερούντα· ένα κατεστημένο όχι απαραιτήτως «ανδρικό», ακόμα λιγότερο ανδροκρατικό. Κατεστημένο ωστόσο. Βάδισε ανεβασμένη σε ώμους γιγάντων: στη λυρική ποίηση της Γκαμπριέλα Μιστράλ, στον ρομαντισμό του Μαριάνο Μελγκάρ, στον κοινωνικό ακτιβισμό του Σίρο Αλλεγρία. Κι ακόμα πιο πέρα, στην πορτογαλλόφωνη Νότια Αμερική, στον μοντερνισμό της Κλαρίσε Λισπέκτορ με την οποία τη χώριζαν είκοσι χρόνια και τις ένωνε ένα παρόμοιο κοινωνικό περιβάλλον. Ήταν σχεδόν αδύνατο να αποφύγει αυτές τις επιρροές: η πραγματικότητα –το ταξικά διχασμένο Σαντιάγο της παιδικής της ηλικίας, η «εξαφάνιση» του πατέρα της «χωρίς να αφήσει αναμνήσεις», η μαγική σκέψη των ανθρώπων στη Νότια Αμερική, γιαγιάδες χειρομάντισσες και αστρολόγοι– και η νοητή ενότητα της υποηπείρου διαμόρφωσαν τη νεότητά της. Στη δεκαετία του 1960 οι φλέβες της Λατινικής Αμερικής ήταν ανοιχτές, δεν μπορούσες να μην το παρατηρήσεις· και παρέμειναν ανοιχτές σε όλη τη δεκαετία του 1970, μετά το πραξικόπημα του Πινοσέτ. Τα βιβλία έσωσαν τη ζωή της Αλιέντε –«μια βιβλιοθήκη κατοικείται από πνεύματα που βγαίνουν από τις σελίδες τη νύχτα»– και ο φεμινισμός τής πρόσφερε έναν ευγενή στόχο, μια στέρεη ιδεολογία που έλειπε από τις μυθιστοριογράφους και τις ποιήτριες των προηγούμενων γενεών, οι περισσότερες από τις οποίες έγραφαν λογοτεχνία για παιδιά ως προέκταση της μητρικής τους αποστολής. Όλες οι συγγραφείς μέχρι την Αλιέντε είχαν πρωτοφεμινιστικές τάσεις· εμφορούνταν από μια αόριστη, ενστικτώδη παρόρμηση ελευθερίας. Μερικές, όπως η Αλφονσίνα Στόρνι, ήταν σουφραζέτες – η Ουρουγουάη ήταν μια από τις πρώτες χώρες στον κόσμο που θέσπισαν το δικαίωμα ψήφου των γυναικών· γενικά η Λατινική Αμερική προηγήθηκε πολλών ευρωπαϊκών χωρών.

Ο μακρύς δέκατος ένατος αιώνας –με τις γυναίκες-άγγελους του σπιτιού και τις οικοδέσποινες λογοτεχνικών σαλονιών– παρατάθηκε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960· ώσπου να μεταφραστούν στα ισπανικά τα μανιφέστα του αγγλοαμερικανικού φεμινισμού και να συμβούν μερικά συνταρακτικά γεγονότα· κοινωνικά όπως τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, και λογοτεχνικά όπως το «Εκατό χρόνια μοναξιά» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Το «Σπίτι των Πνευμάτων», –η ιστορία της οικογένειας Τρουέμπα με τα πάθη και τος συγκινήσεις τριών γενεών– οφείλει κάτι σ' αυτή την παράδοση που αγκαλιάζει ολόκληρη τη λατινική Αμερική. Στον μαγικό ρεαλισμό το άτομο δραπετεύει στον κόσμο των πνευμάτων· όπως κάνουν μερικές από τις ηρωίδες της Αλιέντε.

Δεν ήταν το πρώτο φεμινιστικό κύμα εκείνο που ακολούθησε η συγγραφέας αυτού του βιβλίου. Ο φεμινισμός δεν είναι επινόηση της δεκαετίας του 1960. Στη δεκαετία του 1960 συνέβη κάτι ριζικότερο: οι γυναίκες επινόησαν από την αρχή τον εαυτό τους και τοποθέτησαν τον φεμινισμό σε ένα ευρύτερο πλαίσιο χειραφέτησης του ανθρώπου. Ο δυτικός πολιτισμός πλησίασε το ιδεώδες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που είχε γεννηθεί στον 18ο αιώνα. Η Αλιέντε έγινε ένα από τα σύμβολα αυτού του φεμινισμού και του προσέδωσε λίγη μαγεία και περισσότερο ρεαλισμό: «με το μαχαίρι ανάμεσα στα δόντια», όπως γράφει, βοήθησε να αποκτήσουν φωνή πολλές γυναίκες της γενιάς της στη Λατινική Αμερική. Τώρα, με τούτο το βιβλίο «Οι γυναίκες της ψυχής μου» κοιτάζει πίσω: Τι κέρδισαν οι γυναίκες όλα αυτά τα χρόνια; Σε τι συνίσταται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια; Πώς γίνεσαι η ηρωίδα της ζωής σου; Ποιες είναι οι επιθυμίες και οι προσδοκίες των γυναικών σήμερα; Ποιες είναι οι πολιτικές και πολιτισμικές αξίες που κάνουν τη ζωή άξια να βιωθεί; Ο Κερτ Βόννεγκατ έλεγε πως η διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι ότι οι γυναίκες έχουν ανάγκη να μιλάνε η μία στην άλλη: όντως· αν και με την πρόοδο του πολιτισμού λένε διαφορετικά πράγματα· μοιράζονται διαφορετικές εμπειρίες επειδή έχουν διαφορετικές εμπειρίες. Σ' αυτό το βιβλίο η Αλιέντε μιλάει με τις γυναίκες, αληθινές και φανταστικές, πλάσματα του κόσμου και της μυθοπλασίας, ανάμεσα στις οποίες ζωντανεύει η Ιρένε Μπελτράν από το «Του έρωτα και της σκιάς» αλλά δεν έχει το ίδιο όνομα· ούτε η Έβελιν Ορτέγα, η μετανάστρια από τη Γουατεμάλα στο Μπρούκλιν («Πέρα απ' τον χειμώνα») έχει σ’ αυτό το βιβλίο το ίδιο όνομα.

Το φεμινιστικό έργο της Αλιέντε εκτυλίσσεται στον χώρο της λογοτεχνίας, που, αντίθετα απ' ό,τι έλεγε ο Ρολάν Μπαρτ, δεν επιτρέπει μόνο να αναπνέεις αλλά και να βαδίζεις: η Αλιέντε βαδίζει, με μεγάλες δρασκελιές, σ' έναν χώρο δίχως σύνορα, στον ισπανόφωνο κόσμο και στον υπερ-γλωσσικό κόσμο των ανθρωπιστικών ιδεών. Τα καλά αισθήματα δεν αρκούν για να δημιουργήσουν καλή λογοτεχνία και οι καλές προθέσεις οδηγούν σε τυφλούς τοίχους – οι ανθρωπιστικές ιδέες δεν έχουν αξία όταν δεν ικανοποιείται ο λόγος ύπαρξης της λογοτεχνίας: το να αλλάζει τον αναγνώστη, να τον κάνει καλύτερο και πιο ευτυχισμένο. Χαμένο βιβλίο είναι εκείνο που τον αφήνει απαράλλακτο. Η Αλιέντε, περιγράφοντας ζωές που μοιάζουν με περιπλανήσεις, με μικρές οδύσσειες, και αναδεικνύοντας τις ηρωίδες της από τις οποίες δεν λείπει ο ηρωισμός, αλλάζει τις αναγνώστριες και, προπάντων, τους αναγνώστες: τίποτα δεν μπορεί να κερδηθεί χωρίς τους άνδρες, τίποτα δεν μπορεί να κερδηθεί εναντίον τους.

Ο φεμινισμός της Αλιέντε ίσως φαίνεται σήμερα υπερβολικά τιθασευμένος. Διανύουμε μια εποχή ταυτοτικής παραφροσύνης, κοινωνικού κατακερματισμού, αναζήτησης ενόχων και θυμάτων. Δεν σκέφτονταν έτσι οι δυναμικές, οι αδάμαστες γυναίκες που ενέπνευσαν τη Χιλιανή συγγραφέα όταν ήταν νέα – δεν ήταν οι σημερινές νεο-φεμινίστριες που δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν τον μεγάλο κακό κόσμο, που καταρρέουν μπροστά στο παραμικρό εμπόδιο και που βλέπουν τους άνδρες ως δυνάμει βιαστές. Παρά την ισονομία, παρά την πρόοδο που έχουμε σημειώσει ως κοινωνίες, το σημερινό φεμινιστικό κίνημα φαίνεται εκτροχιασμένο: πολλοί άνθρωποι αναρωτιούνται Μα τι θέλουν επιτέλους οι γυναίκες; Η Αλιέντε ήξερε πάντοτε τι ήθελε. Καθώς ερχόταν από τη Λατινική Αμερική με τις χαώδεις κοινωνικές ανισότητες, δεν είχε την πολυτέλεια να συμπεριφέρεται σαν ευαίσθητο λουλούδι: μαζί με τις γυναίκες που συναντά σ' αυτό το βιβλίο ήταν αναγκασμένη να ανταποκρίνεται σ' ένα πατριαρχικό σύστημα χωρίς να παραιτείται από τις προσδοκίες για ατομική ευτυχία. Το σημερινό κύμα του φεμινισμού έχει ξεχάσει την ταξική διάσταση των αγώνων: επικεντρώνεται στις «έμφυλες ταυτότητες» λες και διαποτίζουν με όμοιο τρόπο όλες τις κοινωνικές τάξεις. Δεν είναι αλήθεια και η Αλιέντε το ξέρει: πέρα από την τυραννία των φυλετικών στερεοτύπων υπάρχει η τυραννία της φτώχειας που πλήττει πάνω από τον μισό πλανήτη – δεν ήταν τυχαίο που ο φεμινισμός του 20ού αιώνα, ξεκινώντας από τις φιλελεύθερες θέσεις της Μπέττυ Φρίνταν, κατέληξε να συγχωνευθεί με τον μαρξισμό και τη θεωρία της πάλης των τάξεων. Δεν ήταν ευνοϊκή εξέλιξη, ήταν όμως κατανοητή δεδομένων των συνθηκών στις υπανάπτυκτες χώρες. Ο φεμινισμός του 21ου αιώνα είναι ένα καινούργιο κεφάλαιο που η Αλιέντε μοιάζει να παρατηρεί με ενδιαφέρον, ίσως και με απορία. Οι ηρωίδες της ίσως έχουν υποστεί κακοποίηση, αλλά έχουν πέσει εφτά φορές κι έχουν σηκωθεί οκτώ: η Εύα Λούνα, ορφανό που στην αρχή φαίνεται να βγαίνει από μυθιστόρημα του Χόρχε Αμάντο, αναδύεται ως μια σύγχρονη Σεχραζάτ· δεν έχουν όλες οι ιστορίες με ορφανά κακό τέλος. Μέσα από αυτές τις ηρωίδες η Αλιέντε μιλάει για τη δική της ζωή: «Οι γυναίκες της ψυχής μου» είναι μια μορφή αυτοβιογραφίας, το χρονικό ενός βλέμματος από την παιδική ηλικία μέχρι την ηλικία της σοφίας.

Το βιβλίο διαβάζεται σαν το χρονικό ενός ταξιδιού: οι διαδρομές, οι στάσεις, οι σταθμοί έκαναν τη Χιλιανή συγγραφέα αυτό που έγινε, και την απέτρεψαν από όσα δεν ήθελε να γίνει. Επίσης, διαβάζεται σαν μια διαθήκη: έκανα αυτά, είδα εκείνα, γνώρισα υπέροχους ανθρώπους – ήμουν τυχερή αλλά επίσης είχα εμπιστοσύνη, είχα αγάπη για το ανθρώπινο γένος. Οι νεότερες γυναίκες θα ήταν τυχερές αν συναντούσαν την Ιζαμπέλ Αλιέντε: υπάρχει επιτακτική ανάγκη για πρότυπα και για καλές συμβουλές.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ