Βιβλιο

Λογοτεχνικά μεταφραστικά τέρατα

Ο,τι βιβλίο μπορώ να διαβάσω στη γλώσσα στην οποία γράφτηκε, το προτιμάω ορίτζιναλ, όχι μεταφρασμένο.

Μανίνα Ζουμπουλάκη
Μανίνα Ζουμπουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 717
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
books_manina.jpg

Σχόλια για τις μεταφράσεις και τους μεταφραστές με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Μετάφρασης, στις 30/9 από τη συγγραφέα και μεταφράστρια Μανίνα Ζουμπουλάκη

«Ο Χ ένιωθε ετοιμοθάνατος», διαβάζω σε ένα (μεταφρασμένο από τα αγγλικά) βιβλίο. Πιο κάτω, ο Χ είναι ακόμα πιο ετοιμοθάνατος, και οι φίλοι του φωνάζουν, «πάμε για ετοιμοθάνατοι!»

Φυσικά κανένας δεν ενθουσιάζεται τόσο με την προοπτική να γίνει ετοιμοθάνατος, αλλά επειδή ο συγγραφέας είναι Σκωτσέζος, κι επειδή οι Σκωτσέζοι λένε “let’s get mortal” όταν ετοιμάζονται να βουτήξουν μέχρι τα αυτιά στο ουίσκι, να γίνουν λιώμα, κομμάτια, ρούγκλες, όπως λέμε εμείς στην Ελλάδα… αυτό που ήθελε να πει ο ποιητής δεν έχει καμιά σχέση με τον θάνατο. Λιωμίδης ήτανε ο Χ, και οι φίλοι του σκοπεύανε να πέσουν στα πατώματα, να κάνουνε κεφάλι, να σκυλο-μεθύσουν μέχρι αηδίας. (Εκτός που η λέξη, στα αγγλικά, σημαίνει «θανάσιμος» όταν ακολουθείται από ουσιαστικό, και «θνητός» όταν χρησιμοποιείται σκέτη. Και δεν κάνω την έξυπνη: από τα βιβλία έμαθα αγγλικά, με λεξικά και υπογραμμίζοντας τις άγνωστες λέξεις…).

Ο μεταφραστής δεν οφείλει βέβαια να ξέρει από Σκωτία – αρκεί να ξέρει από Ελλάδα: ο συγχωρεμένος Οδυσσέας Χατζόπουλος, εκδότης «Κάκτος», μας έλεγε με πονηρό ύφος, «δε με νοιάζει ακριβώς τι γράφει ο Άγγλος, με νοιάζει περίπου τι διαβάζει ο Έλληνας», και τον μελετάω πολλές φορές, όταν ξεμένω από αγγλικό/γαλλικό κείμενο και διαβάζω, αναγκαστικά, το μεταφρασμένο. Ή, όταν διαβάζω στα παιδιά μου παιδικά βιβλία, που είναι το απόλυτο σπλάτερ του μεταφραστή: «Γιατί ο Χάρυ είναι συνέχεια νευρικός;» ρωτούσαν (τα παιδιά μου), μια και το “he was nervous” (=ανήσυχος) έτσι μεταφράζεται σε όλα σχεδόν τα παιδικά. Ο εκδότης του παιδικού θεωρεί τα παιδιά χαζοβιόλικα, αλλιώς δεν εξηγείται το «πιο στο γόνατο, πεθαίνεις» του μέσου μεταφρασμένου παιδικού βιβλίου…

Αλλού, διαβάζω «δεν έχω την πρωτεύουσα στα χέρια μου». Ο ήρωας δεν έχει την πρωτεύουσα, ενώ κανονικά σκασίλα του για την πρωτεύουσα, θα έπρεπε να μην έχει το κεφάλαιο (“the capital” που σημαίνει και πρωτεύουσα αλλά και κεφάλαιο, και κεφαλαίο γράμμα, ανάλογα με τα συμφραζόμενα). Το κλασικό «δεν μπορεί να ξεχωρίσει τον πισινό του από τον αγκώνα του», που στα ελληνικά δεν σημαίνει ντιπ τίποτα μια και ο αγκώνας με τον πισινό, για όνομα, δεν έχουνε καμία σχέση… αλλά στα αγγλικά (“he can’t tell his ass from his elbow”) σημαίνει «δεν ξέρει τι του γίνεται», ή «είναι εντελώς ηλίθιος» ή «τα έχει χαμένα». Επίσης, ο ήρωας που βάζει και ξαναβάζει «μια κούπα καφέ» είναι ο Αμερικάνος (“a cup of coffee”) μια και ο Έλληνας βάζει ΦΛΙΤΖΑΝΙ και όχι ΚΟΥΠΑ, όσο καφέ κι αν πίνει. 

Σε αστυνομικό μυθιστόρημα, ο ντέντεκτιβ ανακοινώνει με πρωτοφανή σκληρότητα στους τεθλιμμένους συγγενείς, «ο θείος σας ήταν καθυστερημένος». Ο θείος αποδεικνύεται στη συνέχεια διαβόλου κάλτσα, και ήταν απλώς “late”, που θα μπορούσε να αποδοθεί «άργησε να έρθει στο ραντεβού», ή στη συγκεκριμένη περίπτωση, «αποθανών, εκλιπών, συγχωρεμένος». Τον φόνο του θείου προσπαθούμε να εξιχνιάσουμε, άρα μάλλον έχει τινάξει τα πέταλα, αφού βρέθηκε σφαγμένος ΚΑΙ με δυο σφαίρες στο κεφάλι. 

Το κλασικό στα αστυνομικά μυθιστορήματα είναι ο αλκοολικός ντέντεκτιβ που τρώει «ένα λιγδερό σάντουιτς». Έχει επίσης «λιγδερά μαλλιά», γενικά είναι αηδία σκέτη – ενώ θα μπορούσε να τρώει ένα σάντουιτς που στάζει λάδια/λεκιάζει τα χέρια του, και να είναι άλουστος, απλώς. Τα μαλλιά είναι «λιπαρά» και όχι «λιγδερά», όταν μας ζητείται να συμπαθήσουμε τον άλουστο. Αν είναι λιγδιάρης, είναι αντι-ήρωας. Και αν τρώει «με ένα λιγδερό κουτάλι»… σόρι, αλλά στα αγγλικά θα έτρωγε σε ένα “greasy spoon”, που σημαίνει καταγώγιο, φθηνό, τρυπο-ειδές μαγειρείο της γειτονιάς και όχι κουτάλι με λίπος. 

Είναι γνωστές οι ιστορικές μεταφραστικές κοτσάνες: «Ο Άρσον είναι ύποπτος» από το “Arson is suspected”, άρα κάποιος πυρομανής έβαλε τα μαναφούκια και όχι ο Άρσον (που σημαίνει «εμπρησμός»), με τα χεράκια του. Ή ο τίτλος ελληνικής εφημερίδας του 1939 περί της μυστηριώδους χώρας «Νομανζλάνδης», που στην πραγματικότητα ήτανε «No man’s land». Ή το σάιτ που έβγαλε τίτλο πριν μερικά χρόνια, «Ο Χόλυ Κραπ, ο γιος του Κλιντ  Ηστγουντ, είναι καυτός!», μεταφράζοντας στον αυτόματο το “Holy crap, Clint Eastwood’s son is super hot!”. Ο αυτόματος μεταφραστής είναι τσίρκο κανονικό, αλλά μιλάμε για λογοτεχνία, οπότε τον αφήνουμε ήσυχο. Οι σύγχρονες κοτσάνες δεν οφείλονται σε άγνοια της ξένης γλώσσας αλλά σε άγνοια της ελληνικής – όπως και στο ότι τα περισσότερα μαγαζιά (=εκδοτικοί οίκοι) δεν χρησιμοποιούν πλέον επιμελητές, ή οι επιμελητές πληρώνονται τρίχες, και οι μεταφραστές ακόμα τριχότερες τρίχες… Ίσως γι’ αυτό έχουν περάσει στη γλώσσα μας εκφράσεις όπως «η γαμημένη η δουλειά μου» (“my fucking job”) αντί για «τη γαμοδουλειά μου», όπως λέγαμε παλιά, ή «δεν έχω γαμημένο μέλλον» (“no fuckin’ future”) αντί για το ελληνικότατο «δεν έχω μέλλον, γαμώτο». 

Αξεπέραστος παραμένει ο ρεσεψιονίστ που λέει στην ηρωίδα, «λυπάμαι, η κάμαρα είναι απασχολημένη». Η ηρωίδα δεν ρωτάει με ΤΙ απασχολείται η κάμαρα, πλέκει; Παίζει τάβλι, ανοίγει φύλο, βάζει ρόλεϊ; Γιατί ξέρει ότι η γαλλική φράση “La chambre est occuppee” («το δωμάτιο είναι κατειλημμένο») έχει κακο-μεταφραστεί – θα μπορούσε να ήταν απασχολημένη αν ήτανε κομμώτρια, αλλά είναι κάμαρα, οπότε είναι κατειλημμένη, ας το πάρουμε απόφαση. Άλλο κοτσανο-ειδές από τα γαλλικά είναι  ο ήρωας ο οποίος “il marche a cote de ses pantoufles”, που μεταφράζεται «βαδίζει πλάι στις παντόφλες του»... Αλλά στις γαλλόφωνες χώρες η έκφραση χρησιμοποιείται μεταφορικά και σημαίνει «δεν έχει επαφή με τον εαυτό του, δεν ξέρει τι του γίνεται», όχι βγάζει τις παντόφλες του βόλτα. Που δεν φωτίζει καθόλου τον ήρωα, στο ελληνικό κείμενο. 

«Ανασήκωσε το δίδυμο τόξο των φρυδιών της» η ηρωίδα, και ο ήρωας «είπε τραβώντας το σκούρο υπογώνειό του», «Μα την αλήθεια, Ρότζερ!», που δεν το λέει κανένας Έλληνας, με ή χωρίς τον Ρότζερ (παρά μόνο σε θεατρικά έργα). Η φράση «μέρα με τη μέρα έδενε η ρόδινη σάρκα του» αναφέρεται σε μωρό και όχι σε τσόντα ή σε ψητό γουρουνόπουλο. Κάποιος είχε «μακριά, ποταμιστά γένια και μαλλιά», ενώ ο κακός της ιστορίας είχε «γκρίζα, σιδερόχρωμα μαλλιά» και φώναζε «Μα την αλήθεια!» με κάθε ευκαιρία.  

Όλα αυτά και χίλια ακόμα, τα πετυχαίνω σε μεταφρασμένα αστυνομικά ή λογοτεχνικά βιβλία. Μου κόβεται η φόρα, όταν πέφτω πάνω σε τέτοια μαργαριτάρια, και βγαίνω από την ατμόσφαιρα του έργου, αλλά γελάω κι όλας. Γι’ αυτό τα σημειώνω εδώ, επειδή έχουνε την πλάκα τους… 

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.