Βιβλιο

Ο Βασίλης Κατσικονούρης γράφει για «Καρό παιδιά, ριγέ πατεράδες»

Γράφουμε για να τακτοποιήσουμε μέσα μας σχέσεις κι ενοχές, προσμονές και ελπίδες, ματαιώσεις και μετάνοιες, επείγοντα κι ανομολόγητα

zoe1.jpg
Ζωή Καραμήτρου
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Βασίλης Κατσικονούρης «Καρό παιδιά, ριγέ πατεράδες», εκδόσεις Καστανιώτη

Ο Βασίλης Κατσικονούρης φτιάχνει μικρές ιστορίες, ανακαλεί μνήμες, μπερδεύει παρόν και παρελθόν, δίνει ένα βιβλίο συγκίνησης, νοσταλγίας, τρυφερότητας

Ξεσπώ σε ένα γέλιο τρανταχτό και αυθόρμητο. Πνιχτό όμως. Μαζεύομαι αμέσως. Είμαι στο μετρό, δεν μου αρέσει καθόλου να εκδηλώνομαι καθώς διαβάζω. Εξάλλου η επόμενη παράγραφος είναι πολύ συγκινητική, μου κόβει το γέλιο, με επαναφέρει την ίδια στιγμή.

Ο Βασίλης Κατσικονούρης στο «Καρό παιδιά, ριγέ πατεράδες» φτιάχνει μικρές ιστορίες, ανακαλεί μνήμες, μπερδεύει παρόν και παρελθόν, δίνει ένα βιβλίο συγκίνησης, νοσταλγίας, τρυφερότητας. Οι ήρωές του υπάρχουν απ’ το στρατό −ο τερατώδης Καρπόζηλος, ερωτοχτυπημένος γίνεται ακόμη πιο επικίνδυνος−, από την εφηβική μας καθημερινότητα, τα κορίτσια των πενήντα θυμόμαστε βέβαια την «Πάττυ» (κοριτσίστικο περιοδικό της εποχής − τα άλλα ήταν η «Μανίνα» και η «Κατερίνα») , από τις εμπειρίες και τις σκηνές της ζωής του. Καλοκαιρινές διακοπές της φοιτητικής ζωής, με απρόοπτες εξελίξεις, ένα τζουκ μποξ να τρώει λαίμαργα δίφραγκα για να πλημμυρίζει την ατμόσφαιρα με το «Ντιλάιλα», και η Ρόζα, η πρώτη γεύση του έρωτα, ή μάλλον η επιβεβαίωση της ύπαρξης του ανδρισμού.

Μα και σκηνές του τώρα, ο συζυγικός καβγάς που βγάζει τον αφηγητή νύχτα χωρίς παπούτσια στο δρόμο και με καταφύγιο το θέατρο, συντηρεί πικρία και χαμόγελο, θυμό και κατανόηση. Τα κείμενα του Κατσικονούρη, τόσο ζωντανά και αβίαστα, τόσο θεατρικά τελικά, είναι αληθινά στιγμιότυπα καθημερινότητας. Ένα view master, με αδιάκοπη ροή, μας δίνει συνεχείς εικόνες που γεννούν συναισθήματα.

Η ιστορία όμως, που πάνω της βασίζεται όλο το έργο του συγγραφέα, που περιγράφει τη γέννησή του, που εξαιτίας της υπάρχουν όλα τα άλλα, είναι η τελευταία και ομότιτλη του βιβλίου. Ο έφηβος που γράφει στο μακρινό κουζινάκι, ακατανόητος στο περιβάλλον της μικροαστικής γνωστής μας οικογένειας της δεκαετίας του ’80, επίμονος, σαρκαστικός, απολαυστικός. Αυτή ήταν η οικογένειά μας εκείνη την εποχή. Ο πατέρας με τον μεσημεριανό του ύπνο και τον απογευματινό καφέ, η μάνα με το περίφημο επάγγελμα «οικιακά» και τα παιδιά της φοιτητικής ζωής σε μια διαρκή προσπάθεια να ξεφύγουν από τα οικογενειακά «πρέπει» και να δρασκελίσουν στα ατομικά «θέλω».

Βασίλης Κατσικονούρης «Καρό παιδιά, ριγέ πατεράδες», εκδόσεις Καστανιώτη
Όση απαξίωση κι αν είχε η λέξη «γέρος» που ακατάπαυστα εκστομιζόταν για τον πατέρα, όση αυτονομία κι αν επιδιωκόταν, όσα νεύρα, ύπουλες σιωπές και πόρτες που χτυπούσαν με δύναμη πίσω σκεπάζοντας φωνές και βρισιές κι αν βιώθηκαν, έρχεται η ομολογία: «Ναι, θα ήθελα να είχε μπορέσει να διαβάσει κάτι απ' όσα έγραψα κι εκδόθηκαν στα χρόνια που ήρθαν... Ίσως, κι ας μην το ξέρουμε, πιο πολύ να γράφουμε για όσους πια δεν μπορούν. Για εκείνους που δε βλέπουμε και δε μας βλέπουν. Κι ούτε μπορούν να μας αγγίζουν, κι ούτε κι εμείς άλλο να τους αγγίζουμε, απ’ το χέρι να πιανόμαστε...».

 

Μάλλον έτσι είναι. Γράφουμε για να τακτοποιήσουμε μέσα μας σχέσεις κι ενοχές, προσμονές και ελπίδες, ματαιώσεις και μετάνοιες, επείγοντα κι ανομολόγητα. Για τους γονείς που φεύγουν, τους αγαπημένους που χάνονται για πάντα, ή όσους φεύγουν από τη ζωή μας κι αφήνουν την ανάγκη να τους απευθυνόμαστε. Τους παντοτινούς συνομιλητές μας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ