Θεατρο - Οπερα

Αργύρης Ξάφης: 2 ιστορίες για την «επόμενη μέρα»

Ο ηθοποιός υπήρξε τρομερά ενεργός στα social media με προτάσεις διαδικτυακών παραστάσεων καθόλη τη διάρκεια του εγκλεισμού

32014-72458.jpg
A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 739
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
atk_7552_1.jpg
© Θανάσης Καρατζάς

Ο Αργύρης Ξάφης γράφει στην ATHENS VOICE δύο ιστορίες για την επόμενη ημέρα της καραντίνας λόγω κορωνοϊού

Α

Πολλές επόμενες μέρες.

Η πρώτη επόμενη μέρα βρίσκει όλους τους ανθρώπους παγωμένους. Σαν την πρώτη μέρα μετά την χειμερία νάρκη. Το πρώτο άνοιγμα ματιών μετά από ατύχημα. Η διαπίστωση ότι «είμαι ακόμη εδώ, ζω. Καλό αυτό».

Η επόμενη επόμενη μέρα βρίσκει όλους τους ανθρώπους να τους έχει κόψει η πείνα. Και εκεί αρχίζει να υποχωρεί η χαρά. Και εκεί αρχίζουν τα δύσκολα.

Το κόκκαλο που πετάγεται αυτή τη φορά στον αέρα το αρπάζουν δύο ηθοποιοί ντυμένοι μαϊμούδες που ξέρουν να πηδούν ψηλά και που το προηγούμενο απόγευμα με την ίδια στολή χοροπηδούσαν σε ένα κορόνα-φρι παιδικό πάρτι – ούτε καν τις χαμογελαστές φατσούλες τους δεν μπορούσε κανείς να δει πίσω απ’ τις μάσκες.

Και το κόκκαλο γίνεται και πάλι το μήλον της έριδος.
Και πάλι χωρίζει τα στρατόπεδα των μαϊμούδων στα δύο.
Οι μεν προστατεύουν το κόκκαλο από τις επιθέσεις των δε.

Καθώς η πείνα μεγαλώνει οι επιθέσεις τους δε γίνονται όλο και πιο βίαιες, όλο και πιο απελπισμένες. Και κανείς δεν έχει τον χρόνο ή την πολυτέλεια να σκεφτεί – εξάλλου οι «μαϊμούδες δεν σκέφτονται τόσο λογικά όπως οι άνθρωποι, είναι κυρίως ένστικτο» σκέφτεται ο εξίσου πεινασμένος με την μαϊμού ηθοποιός που την παίζει.

Κανείς δεν προλαβαίνει να σκεφτεί ότι δεν υπάρχει λόγος να υπάρχει μόνο ένα κόκκαλο για όλες αυτές της μαϊμούδες και σίγουρα από κάποιο μεγάλο ζώο θα προήλθε και αν απλά κάποιος τους σταμάταγε από όλο αυτό το πόλεμο μεταξύ τους και τους έδειχνε από που έπεσε το κόκκαλο θα είχαν όλα λυθεί. Αλλά κανείς δεν το κάνει. Ούτε αυτό το μαύρο.
Γιατί δεν απαντάει αυτό το μαύρο τοτέμ στη μέση αυτή της ερήμου;
Θα μπορούσε να είναι θεότητα, μια απλή «καλημέρα», αν έλεγε.
Θα καταλάβαιναν οι μαϊμούδες.

Θα πέταγαν το κόκκαλο, θα έβγαζαν τις στολές τους και θα έπιαναν με τις λαξευμένες τους χορδές, λεπτοκαμωμένοι και ημίγυμνοι, τραγούδια που όμοιά τους δεν θα είχαν ξανακουστεί.
Και θα κοίταγε κάποιος προς τα πάνω και θα πίστευε.
Και θα κοίταγε κάποιος προς τα μέσα και πίστευε.

Β

Στο θέατρο δεν έχει δουλειά.
Δεν θα έχει για πολύ καιρό.
Στην αρχή δεν θα το πιστεύουμε.

Θα αρνηθούμε, θα κατηγορήσουμε ο ένας τον άλλο, θα θυμώσουμε και μπορεί να διαγράψουμε πρώην φίλους.
Μπορεί να βρούμε καταφύγιο σε παράπλευρες ιδέες ή τέχνες ή αγάπες.
Για πόσο; Κανείς δεν ξέρει.

Μέχρι να βαρεθούμε ίσως αυτή την άθλια γλώσσα που ανακαλύψαμε στα σόσιαλ, αυτή την ψευδή δύναμη του άβαταρ, την αίσθηση παντοδυναμίας και απόλυτης ελευθερίας λόγου και άποψης –ακόμη και αν καταλαμβάνει τον ζωτικό χώρο του άλλου– και να ξαναδούμε τι χρειαζόμαστε. Τι μας έλειπε και αποφασίσαμε να αφοσιωθούμε σε αυτό το αόρατο θαύμα της συνύπαρξης επ’ ευκαιρία κάποιου μύθου που λέμε εν συντομία «θέατρο»;

Και ίσως τότε να βρούμε την ευγένεια και την αυτοεκτίμηση που απωλέσθη λόγω της ανέχειας τον «χειμώνα του ιού».

Δεν έχω καμία διάθεση να παραθέσω αριθμούς κτλ. όσο κι αν μου αρέσουν γιατί δεν είναι ρεπορταζιακού χαρακτήρα το άρθρο και επίσης οι υπεύθυνοι τους ξέρουν τους αριθμούς.

Και ακριβώς επειδή τους ξέρουν η συνεχιζόμενη αδιαφορία τους ή αίσθηση της εκπλήρωσης του σκοπού τους μοιράζοντας κάποια χρήματα άστοχα και άσφαιρα, χωρίς ούτε μια κουβέντα προς τον κόσμο του Πολιτισμού, πονάει. Πολύ. Και μέρα με τη μέρα μεγαλώνει αυτός ο πόνος και η αίσθηση ότι απλά δεν γνωρίζει τον κόσμο αυτόν που εκπροσωπεί και υπουργεύει. Φύση αισιόδοξος, χωρίς μια στάλα αισιοδοξίας, περιμένω.

Αυτός είναι ο πλανήτης μου καλώς ή κακώς. Αυτόν ξέρω καλύτερα, αυτόν αφηγούμαι.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ