Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
14°
Διονύσης Σαββόπουλος Long Play: Το τελευταίο δώρο που μας άφησε
Το μεγάλο αφιέρωμα της ATHENS VOICE στον Διονύση Σαββόπουλο
«Έχουμε να μάθουμε στα παιδιά την αγάπη. Αλλά επειδή η αγάπη δεν διδάσκεται, παρά μόνο με το παράδειγμα – πρέπει να σ’ αγαπήσουν για να μάθεις κι εσύ να αγαπάς… Κι έχουμε κι άλλα ωραία πράγματα να τους μάθουμε: τη μουσική, την ιστορία της αγαπημένης μας πατρίδας. Ναι, όλα αυτά. Όμως χωρίς αγάπη – δεν γίνεται τίποτα»… Ακούω τον Διονύση Σαββόπουλο να το λέει σε μια παλιά συνέντευξη, και σκέφτομαι όλο αυτό το σύμπαν της αγάπης που αντάλλαξε με όλους εμάς, αυτά τα 60 χρόνια. Κι έτσι, ακόμα κι αν το περιμέναμε, η είδηση μας συντάραξε – είναι από τους θανάτους που πιστεύεις ότι δεν θα συμβούν ποτέ.
24 ώρες μετά, το βράδυ της Τετάρτης, όσοι βλέπαμε στον ΣΚΑΪ –εκτάκτως– το Σαββόπουλος Long Play, το πρώτο από τα έξι επεισόδια που μόλις ολοκληρώνονται και θα προβληθούν μέσα στον Δεκέμβρη, νιώσαμε σαν η ζωή να συνεχιζόταν κανονικά – μόνο πιο πλούσια. Παράξενο να σε παρηγορεί εκείνος που πενθείς. Ο τρόπος που σε κοιτάζει στα μάτια και αισθάνεσαι σαν να μιλάει σε σένα προσωπικά, αυτός ο μάγος της αφήγησης που ποτέ δεν άφηνε τίποτα στην τύχη κι όμως σαν να μιλούσε κάθε φορά από την καρδιά του, σαν να μας έλεγε εκείνο το βράδυ από την οθόνη της τηλεόρασης: «εγώ είμαι εδώ».
Τα επεισόδια του Long Play τα περίμενα, καθώς είχα την τύχη να βρεθώ στο στούντιο στο τελευταίο, 6ο γύρισμα. Το αποτέλεσμα ξεπέρασε κάθε προσδοκία, ένα μικρό αριστούργημα – από αυτά που μπορεί να δεις μόνο στο σινεμά. Εκείνη την ηλιόλουστη μέρα, 28 Μαΐου, θυμάμαι τα λίγα λόγια που αντάλλαξα με τον Διονύση Σαββόπουλο, όταν με σύστησε η στενή του συνεργάτιδα Ελένη Καλέση: «Κυρία Γκρους… ελάτε». Εκείνος, με μια πηγαία ευγένεια: «Όλους επαίνους είστε… σας χιλιοευχαριστώ, καλή μου». Αναφερόταν στο μεγάλο αφιέρωμα που είχαμε ετοιμάσει στην Athens Voice για τη ζωή και το έργο του, μαζί με δύο σαββοπουλικούς φίλους, τον Δημήτρη Καράμπελα και τον Γιάννη Παλαβό. «Να ξέρετε ότι μιλούν μεταξύ τους με στίχους σας», του είπα. «Πού έχετε μεγαλώσει; Αθήνα;» «Χαλκίδα!» «Σκαρίμπας, μάλιστα!». Ήταν βιβλιοφάγος, όλη του τη ζωή. Είχα περάσει πολλούς μήνες μελετώντας το έργο του και ακούγοντας τραγούδια του. Λίγο μετά ακολούθησαν και οι συναυλίες στο Rockwave.
Στο στούντιο με τον Διονύση Σαββόπουλου
Οι επόμενες δύο ώρες πέρασαν δίπλα στον σκηνοθέτη Αντρέα Λουκάκο και το συνεργείο, στον δημιουργικό αναβρασμό του γυρίσματος – κι εκείνον, τον Διονύση Σαββόπουλο, στη σκηνή να μας καθηλώνει. Στο τελευταίο πια επεισόδιο είχαν φτάσει πια στο «Μη πετάξεις τίποτα» και τον «Χρονοποιό». Η αφήγησή του, βασισμένη στα κείμενα του βιβλίου «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», μετέφερε το δικό του βίωμα κάθε εποχής. Δέκα δίσκοι, έξι επεισόδια. Μετά από κάθε γύρισμα, ο Αντρέας Λουκάκος και ο Αλέξης Κυριτσόπουλος πήγαιναν στο σπίτι του, έβλεπαν μαζί το υλικό, ξαναδούλευαν, δοκίμαζαν, αναζητούσαν τη σωστή σειρά. Η ιδέα του Αντρέα –ο Σαββόπουλος σε μια καρέκλα σκηνοθέτη, να μιλά μπροστά σε μαύρο φόντο– έδωσε τον άξονα πάνω στον οποίο «χτίστηκαν» τα animation, οι φωτογραφίες, τα αποσπάσματα από παλιές συναυλίες. Κι έτσι ανάμεσα στις αφηγήσεις του παρεμβάλλονταν τραγούδια από τους δίσκους, συνοδευμένα από animation με ζωγραφιές που φιλοτέχνησε ο Αλέξης Κυριτσόπουλος ειδικά για την εκπομπή. Παράλληλα, ο Παύλος Τσίμας τοποθετούσε τα γεγονότα στο κοινωνικοπολιτικό τους πλαίσιο, με εικόνες αρχείου, επίκαιρα και συνεντεύξεις μουσικών που τον συνδέουν – Δεληβοριάς, Τανάγρη, Φαραντούρη, Γερμανός και άλλοι. Καταλαβαίνει κανείς πόση δουλειά, πόση αγάπη και επιμέλεια κρύβεται από πίσω. Με την καλλιτεχνική σφραγίδα του Αλέξη Κυριτσόπουλου.
Σ’ ένα διάλειμμα, πλησιάζω τον Αλέξη Κυριτσόπουλο και μιλάμε. Χαίρεσαι να είσαι κοντά του. «Εγώ τον Διονύση τον γουστάρω πολύ. Είμαι σαν τον Συρανό ντε Μπερζεράκ – αισθάνομαι ότι είμαι κρυμμένος κάπου, και ότι μιλάει ο Διονύσης εκ μέρους μου». Όπως ο Συρανό έδινε τις λέξεις στον Κριστιάν για να μιλήσει στη Ρωξάνη, έτσι κι εκείνος ένιωθε πως ο Σαββόπουλος τραγουδούσε όσα εκείνος θα ήθελε να πει. «Με εκφράζει πάρα πολύ», μου λέει. Από την αρχή; «Στην αρχή ήμασταν ανύποπτοι, όσο περνούσαν τα χρόνια το συνειδητοποιούσα – μου αρέσει πάρα πολύ. Υπάρχει ένα τραγούδι που λέει για τα παιδιά που ’χουν χαθεί, που πήγαν σε στοιχειωμένα δάση, σε σπηλιές, σε πειρατές… και τελειώνει στις λυπημένες πολιτείες, πέφτει μια κίτρινη βροχή… μου λες στο σπίτι να γυρίσω, μου λες να αλλάξω πια ζωή. Σαν να μιλάει σ’ έναν φίλο, αλλά όλο αυτό το παραμυθένιο το παίρνει μέσα του, και ταυτίζεται μ’ αυτά τα χαμένα παιδιά, κατάλαβες;»
«Όταν κάνω εξώφυλλα του Διονύση, ακούω τα τραγούδια εκατό φορές. Μόνο τον Μπρασένς έχω ακούσει ισάξια», συνεχίζει. «Αυτό το προσωπικό στοιχείο μ’ αρέσει πάρα πολύ. Κάτι άλλο που μας κάνει να κολλάμε είναι ότι λέμεαστεία, υπάρχει χιούμορ. Που είναι καίριο, γιατί, ενώ μπορεί να τραγουδάει κάτι πολύ βαρύ, μετά λέει ποιος είμαι εγώ, πού πάω, δεν έχω ήχο, δεν έχω υλικό… Αυτή η αυτο-αμφισβήτηση δεν είναι μόνο υπαρξιακή – υπάρχει ένας σαρκασμός κι ένα χιούμορ».
Στο έργο του Κυριτσόπουλου και στη φιλία του με τον Σαββόπουλο υπήρχε πάντα αυτή η λεπτή γραμμή: μια συνάντηση δύο κόσμων – του λόγου και της εικόνας, του χιούμορ και της ποίησης. Γι’ αυτό και όταν δούλευαν μαζί, υπήρχε μια αμοιβαία αναγνώριση· ο ένας καταλάβαινε τον άλλον χωρίς να χρειάζονται πολλά. Τώρα, στο Long play, η ζωγραφική του, κινούμενη μέσα από τη δουλειά των animators Νίκου Κέλλη και Ειρήνης Βιανέλλη δίνει σχήμα και υπόσταση στις εικόνες από τα τραγούδια – πόσο ωραία ταιριάζουν, πόσο συγκινητικά συνοδεύουν το ένα το άλλο.
Θα το επιβεβαιώσει και ο Αντρέας Λουκάκος. Η δυσάρεστη είδηση τον βρήκε να δουλεύει πάνω στο πρότζεκτ που ετοίμαζαν οι τρεις τους, τους τελευταίους μήνες.
«Δούλευα στο μοντάζ – ήταν πολύ παράξενη η αίσθηση να βλέπω μπροστά μου τον Σαββόπουλο στην οθόνη, κι εκείνη τη στιγμή να μου πουν ότι έφυγε… Είχε προλάβει όμως να κάνει δύο συναυλίες που τις ήθελε πολύ, να γράψει ένα βιβλίο, και να πρωταγωνιστήσει σε μια τηλεοπτική εκπομπή μετά από πάρα πολλά χρόνια. Ήταν σαν να ήθελε να ολοκληρώσει όλα όσα είχε μέσα του, σαν να είχε πει “θέλω να κάνω κάποια τελευταία πράγματα και μετά ας φύγω”. Γιατί ταλαιπωριόταν, το έβλεπες ότι δεν ήταν καλά στην υγεία του, ζοριζόταν και για απλά πράγματα».
Όλα αυτά που υλοποίησε ήταν ευτυχία για εκείνον. Όταν είχε πάει ο Αντρέας σπίτι του, μόλις είχε γυρίσει από τη συναυλία στη Θεσσαλονίκη, και τον είχε ρωτήσει «πώς πήγατε, κύριε Σαββόπουλε;», εκείνος είχε απαντήσει: «Θρίαμβος!». «Ήταν πολύ χαρούμενος, πραγματικά, έλαμπε ολόκληρος! Γι’ αυτόν ήταν σημαντικό, νομίζω, το να δίνει χαρά στον κόσμο και να του λένε καλά λόγια. Το έβλεπες ακόμα και τώρα, που ήταν 80 χρονών, ο πιο αναγνωρισμένος εν ζωή καλλιτέχνης στην Ελλάδα, ότι το ήθελε και το χαιρόταν. Θυμάμαι που του είπα κάποια στιγμή, “πώς γράψατε αυτό το τραγούδι, το Ζεϊμπέκικο; Είναι το μεγαλύτερο τραγούδι που έχει γραφτεί ποτέ στην Ελλάδα”, και μου απάντησε πολύ απλά, με μια αθωότητα: “Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ που μου το λες αυτό, με συγκινείς…”. Το χαιρόταν αληθινά, σαν να άκουγε καλά λόγια για πρώτη φορά, σαν ένα παιδί 16 χρονών που μόλις γράφει το πρώτο του τραγούδι. Νομίζω ότι ο Διονύσης Σαββόπουλος έδωσε στον κόσμο πάρα πολλά συναισθήματα, πάρα πολλή γλύκα, γέννησε σκέψεις προβληματισμό, μας έδωσε πάρα πολλά να μας συντροφεύουν, να μένουν στο μυαλό μας και να είναι μαζί μας στις δύσκολες στιγμές... και πίσω ήθελε την αγάπη και την αναγνώριση».
Ο Αντρέας μού μεταφέρει τις εντυπώσεις του από τη συνεργασία τους για το «Long play». «Όταν έβλεπε κάτι που του άρεσε, έκανε σαν μικρό παιδί, και πάνω στον ενθουσιασμό τον έβλεπες να τραγουδάει κι αυτός τα τραγούδια του, που ακούγονταν στο μοντάζ. Σαν να ακούει ένα τραγούδι και του αρέσει η μουσική του, σαν να τον συνεπαίρνει αυτό που άκουγε – κι αυτό ήταν πολύ ωραίο! Ο καλλιτέχνης, πάνω απ’ όλα, πρέπει να αγαπάει το έργο του. Υπήρχαν στιγμές που στεκόταν όρθιος, γιατί είχε πάει να φέρει κάτι, και, ακούγοντας τη μουσική, μπορεί να χόρευε λίγο. Έβλεπες έναν άνθρωπο με τέτοιο κύρος, μια τόσο μεγάλη προσωπικότητα, να χαίρεται με μια ανόθευτη χαρά – το ζούσε πραγματικά».
Στον Αντρέα έκανε εντύπωση η σχέση του με τον Αλέξη Κυριτσόπουλο. «Χαιρόταν που έβλεπε πάντα μαζί μου και τον φίλο του, δεν γκρίνιαζε που δεν ένιωθε καλά, το αντίθετο. Είχε μέσα του μια παιδικότητα. Ο Σαββόπουλος φαινόταν σοβαρός, αλλά στην πραγματικότητα του άρεσε πολύ το παιχνίδι. Οι δυο τους ήταν ικανοί να φτιάξουν κάτι εντελώς απρόβλεπτο. Τους άρεσε το παραμύθι, να παίζουν... Αν προσέξεις τους στίχους του Σαββόπουλου, από ένα σημείο και μετά ξεφεύγουν – λες τι γίνεται εδώ; Κι ο Κυριτσόπουλος, εξίσου άτακτος και σπουδαίος άνθρωπος, ταίριαζε απόλυτα μαζί του. Είχαν και οι δύο αξίες μέσα τους, γι’ αυτό και η σχέση τους ήταν τόσο δημιουργική. Εκτιμούσαν βαθιά ο ένας για τον άλλον, και έπαιζαν και λίγο μεταξύ τους, “που είσαι, ρε Αλέκο” και “άσε, ρε Διονύση”, δύο παλιοί φίλοι που αγαπιούνται πάρα πολύ».
Μέσα από αυτή τη βαθιά, τρυφερή σχέση έβγαινε όλη η μαγεία που βλέπουμε τώρα στην οθόνη. «Όταν βλέπαμε τα animations του Κυριτσόπουλου, που ήταν παιχνιδιάρικα και τον κορόιδευαν λίγο χαμογελαστά, του άρεσε, ζητούσε κι άλλο. Είχε αίσθηση του αυτοσαρκασμού – του άρεσε να τον πειράζεις μέσα στα όρια, το εκτιμούσε, αρκεί να υπήρχε αισθητική. Νομίζω πως ο Σαββόπουλος είχε μάλλον δύο πλευρές: αυτός που έγραψε τα τραγούδια, και αυτός που ήταν στον έξω κόσμο, ο εαυτός του, η προσωπικότητά του. Και νομίζω ότι είναι ένας άνθρωπος και λίγο μαζεμένος, σαν ντροπαλός ώρες ώρες, με μια συστολή, σαν να μην είναι το ίδιο άνετος όπως όταν γράφει τα τραγούδια, όταν συναναστρέφεται με τον κόσμο. Θέλει πάντα να έχει έτοιμα τα λόγια του, ενώ τα τραγούδια του είχαν ένα πνεύμα τρομερά ελεύθερο». Ο Αντρέας μερικές φορές, όσο μιλάμε, χρησιμοποιεί χρόνο Ενεστώτα, αντί για Παρατατικό.
«Κι επίσης τα τραγούδια είναι τρομερά δουλεμένα, κι αυτό μου έκανε πάντα εντύπωση. Και ο ίδιος και ο Κυριτσόπουλος έδιναν τεράστια σημασία στη λεπτομέρεια. Όταν φτιάχναμε τα επεισόδια, ήθελε συνέχεια να ξαναδούμε σκηνές: “Αυτό να το αλλάξουμε”, “αυτό δεν μου αρέσει”, “ας το ξαναδούμε”, και εντέλει αυτό σημαίνει καλλιτέχνης για μένα. Ο Σαββόπουλος τον “Μπάλλο” τον δούλευε τρεις μήνες – ένα μόνο τραγούδι! Σκέψου τι σημαίνει αυτό: πόσες αλλαγές, πόση δουλειά… Σε μια εποχή που όλα είναι fast food και αναλώσιμα, τα τραγούδια του Σαββόπουλου μένουν, γιατί έχουν δουλευτεί πραγματικά».
Κάτι ακόμα που του έκανε εντύπωση ήταν η διακριτικότητα και αγάπη που του έχει η Άσπα. «Νομίζω ότι η Άσπα είναι ο άνθρωπος που ήταν δίπλα στον Σαββόπουλο και τον φρόντιζε, ουσιαστικά όμως, φρόντιζε να έχει πάντα ό,τι χρειάζεται για να μπορεί να είναι ο εαυτός του και να έχει τον χρόνο και τον χώρο να δημιουργεί. Και νομίζω ότι του τα έδινε με πολύ μεγάλη αγάπη και πολύ μεγάλη χαρά».
Στα γυρίσματα υπήρχαν στιγμές που ήταν καταπονημένος; «Κάποιες φορές ήθελε να τελειώνουμε πιο γρήγορα, κι εμείς προσπαθούσαμε να τον διευκολύνουμε όσο μπορούσαμε. Παρ’ όλα αυτά, ήταν πάντα ευγενής, γλυκός, με καλή διάθεση για όλους, μιλούσε με τρομερή τρυφερότητα και γλυκύτητα. Το άγχος μου δεν ήταν να βγει το αποτέλεσμα τέλειο, αλλά να μη ζοριστεί εκείνος… Τώρα που βλέπω τόσο κόσμο να γράφει γι’ αυτόν, νιώθω πως ο καθένας είχε κάτι δικό του μέσα στον Σαββόπουλο, όλους τους έχει αγγίξει μ’ έναν τρόπο. Ο Σαββόπουλος αφήνει πίσω του μια πολύ γλυκιά αίσθηση. Το Long play είναι ένα ταξίδι στη ζωή και τη δημιουργία του, αλλά και ένα όμορφο, διακριτικό αποχαιρετιστήριο από όλους εμάς που είχαμε την τύχη να τον γνωρίσουμε από κοντά» μου λέει ο Αντρέας με αυτή την απαλότητα και ευγένεια που διακρίνουν και τον ίδιο σαν άνθρωπο.
Το Long Play του Διονύση Σαββόπουλου: Ένα τελευταίο ταξίδι γεμάτο αγάπη και μουσική
Αν θέλουμε όμως να δούμε πώς ξεκίνησε όλο αυτό, η ιδέα των 6 επεισοδίων ανήκει στον πρώην πρόεδρο της ΕΡΤ και νυν επικεφαλής του ΣΚΑΪ Κωνσταντίνο Ζούλα. Οι πιο σημαντικές μουσικές εκπομπές των τελευταίων χρόνων, που έγιναν στην ελληνική τηλεόραση, ήταν δικές του προτάσεις – όπως συνέβη, άλλωστε, και με το «Μουσικό Κουτί». Μιλώντας μαζί του, μου εκμυστηρεύθηκε ότι αυτά τα ντοκιμαντέρ ήταν κάπως σαν παιδικό του όνειρο.
«Μεγάλωσα κατά κυριολεξία με τα τραγούδια του Σαββόπουλου, και επομένως όταν το 2019 ανέλαβα πρόεδρος στην ΕΡΤ, ένα από τα πρώτα πράγματα που θεώρησα αυτονόητο να κάνω ήταν να ψηφιοποιηθεί η πιο εμβληματική μουσική εκπομπή στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης. Τα 18 επεισόδια της εκπομπής “Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι” που προβλήθηκαν το 1986. Όταν ενημέρωσα τον Διονύση Σαββόπουλο ενθουσιάστηκε. Και κυρίως για τη δυνατότητα να μπορεί κάποιος να παρακολουθεί στο εξής αυτές τις εκπομπές όχι όταν προβάλλονταν σε επανάληψη, αλλά όποτε ο καθένας το επιθυμούσε. Μάλιστα βιντεοσκόπησε και ένα βίντεο δηλώνοντας τον ενθουσιασμό του για τη νεοσύστατη τότε πλατφόρμα της ΕΡΤ. Και κάπως έτσι, και με το θάρρος που είχα γνωρίζοντάς τον από μικρός, του έβαλα τον σπόρο. “Νομίζω ότι μετά από τόσα χρόνια πρέπει να κάνετε κάτι καινούργιο στην τηλεόραση;” του είπα. “Είμαι σύμφωνος, αν βρούμε μια πρωτότυπη ιδέα” με προκάλεσε.
»Μην τα πολυλογώ, όταν ήρθα τον Οκτώβριο του 2024 στον ΣΚΑΪ, είχα ήδη στο μυαλό μου την ιδέα να δημιουργήσουμε ένα ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στη ζωή του. Η αρχική σκέψη μου ήταν ο Παύλος Τσίμας, που ήξερα ότι ο Σαββόπουλος τον εκτιμά βαθιά και τον εμπιστεύεται, να αναλάβει την επιμέλεια των ντοκιμαντέρ ως οδηγός ενός Φορτηγού (όπως ήταν ο τίτλος του πρώτου του δίσκου), που αυτήν τη φορά όμως –60 χρόνια μετά– θα τον γύριζε από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη, και στις στάσεις εκείνος ως συνοδηγός θα πρωταγωνιστούσε διηγούμενος τις αφορμές που έγραψε τα τραγούδια του.
»Όταν είπα την ιδέα μου στον Σαββόπουλο ενθουσιάστηκε. Στην πορεία, όμως, και καθώς η υγεία του γινόταν ολοένα και πιο εύθραυστη, καταλήξαμε σε ένα γύρισμα πιο λιτό με εκείνον πάντα να είναι κεντρικός αφηγητής, τον Αντρέα Λουκάκο που ήξερα ότι ήταν επίσης Σαββοπουλικός να αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία, τον καταπληκτικό Αλέξη Κυριτσόπουλο να εικονογραφήσει τον λόγο του με σκίτσα που θα έχουν για πρώτη φορά κίνηση και τον Παύλο Τσίμα να έχει τη δημοσιογραφική ευθύνη της σύνδεσης της δισκογραφίας του με τα 60 χρόνια ιστορίας των τραγουδιών του. Αν σε κάτι επέμεινα, και ο Σαββόπουλος προς μεγάλη έκπληξη όλων δέχθηκε, είναι να του ζητήσουμε να παίζει σε κάθε επεισόδιο κι ένα αγαπημένο του τραγούδι του με την κιθάρα του και τη μοναδική φωνή του. Και κάπως έτσι γεννήθηκαν αυτά τα 6 επεισόδια, που για πρώτη φορά έχουν τον ίδιο τον μεγάλο μας τραγουδοποιό να αφηγείται σε πρώτο ενικό τη ζωή του και να τα δωρίζει σε όλους μας ως την τελευταία του παρακαταθήκη».
Πρόλαβε να τα δει ολοκληρωμένα; τον ρωτώ. «Με παρηγορεί πλέον η σκέψη ότι όχι μόνον πρόλαβε, αλλά και ότι κατά κυριολεξία μέχρι την τελευταία στιγμή ήταν καταχαρούμενος – τόσο στα γυρίσματα όσο και μετά στο μοντάζ, προτείνοντας αλλαγές και βελτιώσεις, όπως ακριβώς θα τα ήθελε. Μάλιστα, όταν έβλεπε φωτογραφίες και παλιά του βίντεο, πολλές φορές χαμογελούσε και έλεγε: “Εδώ είμαι καλός, αφήστε με λίγο παραπάνω”».
Θυμάμαι, εκείνη τη μέρα έξω από το στούντιο, να μου λέει ο Παύλος Τσίμας: «Ποιος άλλος υπάρχει που η μουσική του μπήκε τόσο πολύ στη ζωή μας; Σε ποιον άλλο αναγνωρίζει τόσος κόσμος τη ζωή του στα τραγούδια του;» Μου είχε πει και μια ιστορία, όταν είχαν μαζευτεί 3 συμμαθητές και πήγαν στο Ροντέο, σκαστοί, αισθανόμενοι ένα τρομερό δέος… Αν ήσουν 16 χρονών στην Ελλάδα του 1970, τι είχες ακούσει; Το ραδιόφωνο έπαιζε τα ελαφρά της εποχής, λίγα λαϊκά, Μπιτλς και Στόουνς στην εκπομπή του Νίκου Μαστοράκη κάθε Τρίτη βράδυ, και από τους πειρατικούς σταθμούς. Και μετά, μάζευαν το χαρτζιλίκι και πήγαιναν στο Pop Eleven του Φαληρέα, στη Σκουφά, και αγόραζαν δίσκους, αφού πρώτα τους άκουγαν με τις ώρες εκεί, κρυφό σχολειό.
Την επομένη του θανάτου του, τα λόγια είναι δύσκολα, υπάρχει μελαγχολία και θλίψη. «Το μόνο που θα πω είναι ότι, αφού τελειώσαμε με όλα τα γυρίσματα, κάτσαμε μαζί και μιλήσαμε, και το γράψαμε στην κάμερα. Δεν ήμουν σίγουρος αν θα το χρησιμοποιήσουμε, ήθελα όμως να έχουμε καταγράψει τη συνομιλία μας. Εκεί τον ευχαρίστησα, και του είπα ότι, καθώς κάναμε μαζί όλη αυτή τη διαδρομή από το ’63 μέχρι σήμερα, με βοήθησε να ξαναδώ και να σκεφτώ όλη μου τη ζωή. Ήμουν στο Γυμνάσιο όταν άκουσα πρώτη φορά το “Φορτηγό”, οπότε ήταν σαν να μπήκα στη μηχανή του χρόνου και να ξαναέζησα τη ζωή μου σε αυτά τα 6 επεισόδια, σαν ταινία. Από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω στα αλήθεια τον κόσμο, το έκανα μέσα από τους στίχους των τραγουδιών του, όπως και τον εαυτό μου πολλές φορές, όταν δυσκολευόμουν, μέσα από τον Σαββόπουλο τον καταλάβαινα. Όχι όλοι, αλλά κάποιοι ξέρουμε ότι δεν θα ήμασταν αυτό που είμαστε χωρίς εκείνον».
Και κάτι ακόμα: «Αυτή τη δουλειά ήταν η ευκαιρία να τον ζήσω στην πιο συμφιλιωτική φάση της ζωής του, απαλλαγμένο από κάθε πικρία και απωθημένο, έχοντας συγχωρήσει τους πάντες. Νομίζω ήταν η πρώτη φορά που ήταν τόσο γαλήνιος και ήρεμος με τον εαυτό του και με όλους, και αυτό ήταν πολύ ωραίο να το ζεις δίπλα σε ένα τέτοιον άνθρωπο. Ήταν πολύ ευχαριστημένος και ανακουφισμένος που το κάναμε και που κατάφερε να το ολοκληρώσει, γιατί είχε πάντα μια αγωνία –λόγω της υγείας του, που τον ταλαιπωρούσε– να προλάβει, να μην τύχει κάτι. Ήτανε, λοιπόν, χαρούμενος. Και είναι αλλιώς να το γράφει στο βιβλίο – εδώ μιλάει ζωντανά, μπροστά σου, μαζί με τη μουσική».
Long Play (ή LP) – ο δίσκος βινυλίου μακράς διάρκειας, σε αντίθεση με το single ή το 45άρι. Ο Σαββόπουλος γεννήθηκε και έζησε μέσα στην εποχή του βινυλίου, και η δισκογραφία του είναι κατεξοχήν «long play»: κάθε δίσκος ένα ολοκληρωμένο έργο, όχι απλώς μια συλλογή τραγουδιών. Το Long Play ανακαλεί τη χρυσή εποχή του ελληνικού τραγουδιού, της αναλογικής μουσικής, και το φορμάτ μέσα από το οποίο ο ίδιος επικοινώνησε με το κοινό του. Όμως εδώ λειτουργεί και σαν μεταφορά για τη ζωή και το έργο του.
Κάθε περίοδος, κάθε δίσκος, κάθε τραγούδι είναι ένα κομμάτι αυτής της μεγάλης ακρόασης – της ιστορίας της Ελλάδας, και της δικής μας ιστορίας, μέσα από τη φωνή του. Και τώρα που έφυγε, ο τίτλος αποκτά και μια άλλη σημασία: ενός «τελευταίου δίσκου»: η σχέση του με τη μουσική και την κοινωνία, την πολιτική και τη λογοκρισία της εποχής, τους νέους και τις πολιτιστικές αναζητήσεις κάθε δεκαετίας. Και, φυσικά, τη μεταμόρφωση της Ελλάδας, όπως αυτή καθρεφτίζεται στα τραγούδια του. Ένα πολιτιστικό και ιστορικό χρονικό, που χρησιμοποιεί τον Σαββόπουλο ως «φακό» για να διηγηθεί την πορεία της σύγχρονης Ελλάδας από τη δεκαετία του ’60 ως σήμερα. Όλα αυτά, πρέπει να τα εξηγήσουμε στις μικρότερες γενιές. Για να μάθουν αυτή την αγάπη που διδάσκεται μέσα από το παράδειγμα.
Δειτε περισσοτερα
Ο διάσημος Ελληνο-αμερικανός καλλιτέχνης μιλά για τη σειρά «Portraits», την τεχνική superdots, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση του με τη μαγειρική
Η τρυφερή ματιά ενός αρχιτέκτονα στην πέτρα, τους ανθρώπους και τα δέντρα του τόπου
Οι θεματικές συζήτησης και οι προσωπικότητες που θα συμμετέχουν Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Με το νέο του άλμπουμ «Ανάμεσα» ανανεώνει το ελληνικό τραγούδι. Πριν βρεθεί «Ανάμεσα σε φίλους» στο Παλλάς, ταξιδέψαμε μαζί του ακούγοντας και μιλώντας
Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση