Μουσικη

«Αυτά τα χέρια πήρανε…». Η μεταπολεμική Ελλάδα του παράπονου

Το λαϊκό τραγούδι δεν θα ήταν λαϊκό αν δεν ήταν άμεσο προϊόν του βιώματος, που για τις λαϊκές τάξεις είναι πάντα σκληρό

dimitris_sotiropoulos.jpg
Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Τα «στιρχουγικά παιδιά» του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού

Το αφιέρωμα της εκπομπής Μουσικό Κουτί στον Λευτέρη Παπαδόπουλο και οι γενεαλογίες του λαϊκού ελληνικού τραγουδιού

Έβλεπα το καταπληκτικό αφιέρωμα (ακόμη ένα...) του Μουσικού Κουτιού στον Λευτέρη Παπαδόπουλο κι έλεγε στην συνέντευξή του ο ίδιος ότι θεωρεί τον εαυτό του, στιχουργικά, παιδί της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Και μου έδωσε αφορμή να σκεφτώ τις γενεαλογίες του λαϊκού ελληνικού τραγουδιού αναφορικά με τον στίχο που έχει κυρίως θέμα τον πόνο και την ματαιότητα της ζωής.

Ας σκεφτεί κανείς: το 1940 γράφει και γραμμοφωνεί ο Βαμβακάρης τις περίφημες Βεργούλες:

Μάρκος Βαμβακάρης
Μάρκος Βαμβακάρης

Τα δυο σου χέρια πήρανε
Βεργούλες και με δείρανε
Βεργούλες και με δείρανε
Και την χαρά μου πήρανε

Τα χέρια σου με κάψανε
Που άλλον αγκαλιάσανε
Που άλλον αγκαλιάσανε
Και δεν με λογαριάσανε

M' αυτά τα χέρια σου τα δυο
Σκάψε την γης βαθιά να μπω
Σκάψε την γης βαθιά να μπω
Να μην σε βλέπω και πονώ

Ακολουθεί το 1959 η Ευτυχία με το Δύο πόρτες έχει η ζωή:

Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου

Δυο πόρτες έχει η ζωή
άνοιξα μια και μπήκα
σεργιάνισα ένα πρωινό
κι ώσπου να `ρθει το δειλινό
από την άλλη βγήκα

Όλα είναι ένα ψέμα
μια ανάσα μια πνοή
σαν λουλούδι κάποιο χέρι
θα μας κόψει μιαν αυγή

Το 1970, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, παιδί της Κατοχής και της πρώτης μεταπολεμικής Ελλάδας της φτώχειας, γράφει το «Αυτά τα χέρια».

Λευτέρης Παπαδόπουλος
Λευτέρης Παπαδόπουλος

Δείτε τις υπόγειες συγγένειες τόσο με τον Βαμβακάρη όσο και με την Ευτυχία:

Ποια χέρια πήραν, πήραν τα κεριά
Κι ήρθε ξανά, κι ήρθε ξανά το βράδυ
Και δεν μπορεί η παρηγοριά
Να μ’ εύρει στο, να μ’ εύρει στο σκοτάδι

Αυτά τα χέρια είναι δικά σου
Και τα ’χεις στείλει για να με δικάσουν
Είναι μαχαίρια που ’χουν τ’ όνομά σου
Αυτά τα χέρια, τα χέρια τα δικά σου

Το λαϊκό τραγούδι δεν θα ήταν λαϊκό αν δεν ήταν, όπως και το δημοτικό, άμεσο προϊόν του βιώματος, που για τις λαϊκές τάξεις είναι πάντα σκληρό και άμεσα συνδεδεμένο με την στερημένη ζωή τους.

Η Παπαγιανναπούλου, μετά από μια θυελλώδη και αυτοκαταστροφική ζωή, πεθαίνει το 1972 αλλά ένα βράδυ του Φεβρουαρίου του 1973, σε ένα νυχτερινό μαγαζί στην Κυψέλη, ο Νίκος Κοεμτζής κάνει μια παραγγελιά, και σκοτώνει τρεις αστυνομικούς που σηκώνονται να του την χαλάσουν. Ποια ήταν η παραγγελιά; Οι Βεργούλες.

Νίκος Κοεμτζής
Νίκος Κοεμτζής

Ο Κοεμτζής, περιθωριακός τύπος από την Πιερία, γεννημένος κι αυτός το 1938, επικοινωνεί ευθέως με εκείνον τον κόσμο.

Λίγο μετά, το 1978, ο Σαββόπουλος γράφει, εμπνευσμένος από το περιστατικό, το Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο (Ρεζέρβα) προκαλώντας σκάνδαλο. Δεν ανήκει πια σε αυτόν τον κόσμο ο Νιόνιος, δεν είναι δικά του αυτά τα βιώματα οπότε έρχεται να τον «ερμηνεύσει» μέσα στο πνεύμα μιας εποχής που φτιάχνεται με την αισθητικοποίηση του λαϊκού, και με ένα τραγούδι 90 στίχων χωρίς ρεφρέν (και ο Χατζηδάκης στην ίδια γραμμή, διευθυντής τότε του Τρίτου Προγράμματος, δίνει εντολή να παίζεται το τραγούδι κάθε μέρα στις 11.00, εκνευρίζοντας πολύ τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, σύμφωνα με τη φημολογία της εποχής).

Η δίκη του έγινε τον άγριο Νοέμβρη, το ένιωθε άραγε κι εκείνος;
Ο Τύπος πάντως τον πρόβαλε ανοιχτά σαν αιμοβόρο κτήνος.
Τα ίδια λέγαν και πολλοί προοδευτικοί· παράξενο δεν ήταν:
η σύμβασή τους διαισθάνθηκε σ' αυτόν, μιαν άλλη απειλή.

Το 'παν επίσης λαϊκοί ένα σωρό, στον συνεργάτη ενός εντύπου,
μα ο Μπιθικώτσης τον διώχνει και του λέει: «Πού να σου εξηγώ…»
Δεν είχε μάρτυρες εκτός τ' αφεντικό και τη νοικοκυρά του.
Οι δικηγόροι λέγαν ανώμαλη ψυχή, κοιτάξτε τα χαρτιά του.

Νίκο, χωριό συσκοτισμένο
Νίκο, ποιοι σ' έχουν κυκλωμένο;

Ο ίδιος ξέγραψε απ' αρχής τον εαυτό του, το είπε: «Πρέπει να πεθάνω!»
Μπήκε στον κόπο δηλαδή των δικαστών, μα αυτοί δεν μπήκαν στον δικό του.
Καθώς διηγόταν την ζωή του [σε κουφούς], θαρρούσα δεν θ' αντέξω.
[Το δικαστήριο λειτουργούσε μέσα εκεί, μα η δικαιοσύνη ήταν απ' έξω.]

Είχε πάντως προηγηθεί, το 1976, το Hurricane του Μπομπ Ντύλαν που ήταν κι αυτό εμπνευσμένο από τον μποξέρ Rubin «Hurricane» Carter ο οποίος είχε φάει ισόβια επίσης για τριπλό φόνο σε ένα μπαρ, τον οποίο όμως εκείνος δεν είχε διαπράξει. Η υπόθεση έγινε και ταινία με τον Denzel Washington το 1999.

Νωρίτερα, το 1980, ο Παύλος Τάσιος είχε σκηνοθετήσει την Παραγγελιά όπου κάποια στιγμή στην ταινία η Κατερίνα Γώγου (γυναίκα του τότε στην ζωή) απαγγέλει τους παρακάτω στίχους:

Κατερίνα Γώγου
Κατερίνα Γώγου

Θέλω να κουβεντιάσω σ' ένα καφενείο
που να ‘χει πόρτα ανοιχτή
και να μην έχει θάλασσα
μονάχα άντρες άνεργους
σκόνη με ήλιο και σιωπή
να μπαίνει ο ήλιος στο κονιάκ
κ' η σκόνη μαζί με τα τσιγάρα στα πλεμόνια μας
κι ας μην πάρουμε και σήμερα βρε αδερφέ
προφύλαξη για την υγεία μας
κι ούτε να δίνεις συμβουλές
το πως το κατεβάζω έτσι
και πως σκορπιέμαι έτσι
και να αφήσεις ήσυχα στα μούτρα
τις μπογιές τις μύξες και τα κλάματα
να τρέξουνε.
{…}
Μόνο το κόμμα, το χριστουλάκο τους
γιατί δε φτιάχτηκε το κόμμα τόσα χρόνια
και σύ νάσαι φίλος. Φίλος-φίλος
έτσι όπως το λέει ο Καζαντζίδης
καί το κονιάκ νάναι σκατά
και εργολάβος πουθενά δε φάνηκε
έχει δωμάτιο για παράνομους
πάνω απ' το καφενείο
θα σου τα ρίξω σε μια δόση
το συνηθίζω άμα μεθάω - έτσι για να σε λιανίσω-
να σε δω χωρίς βρακί να δούμε τι θα κάνεις
εσύ όμως λέει δεν θάσαι απ' αυτούς
θα σηκωθείς και θα χορέψεις παραγγελιά

..βεργούλες και με δείρανε..

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ