- CITY GUIDE
- PODCAST
-
13°
Ο Τσάρλι Κάουφμαν και η Eva H.D. μιλούν στην Athens Voice για το σινεμά, την ποίηση και τα φαντάσματα της Αθήνας
How to Shoot a Ghost: Η ταινία που στοιχειώνει την Αθήνα στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
O Τσάρλι Κάουφμαν και η Eva H.D. παρουσίασαν στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, την πρώτη τους ελληνική ταινία How to Shoot a Ghost, που γυρίστηκε στην Κυψέλη και τη Δραπετσώνα
Βλέποντας την ελληνική πρεμιέρα της 27λεπτης ταινίας, «How to Shoot a Ghost», σε σκηνοθεσία Τσάρλι Κάουφμαν και σενάριο της ποιήτριας Eva H.D., στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, η οποία έχει γυριστεί στην Κυψέλη και τη Δραπετσώνα —μεταξύ άλλων περιοχών της Αττικής— και περιλαμβάνει εμφανίσεις από τον Γιώργο-Ίκαρο και τη Λένα Μπαμπασάκη και από τον Βασίλη Χατζηϊακώβου, δεν μπορώ παρά να αναλογιστώ πόσο μικρός είναι ο κόσμος. Όντας το δεύτερο μέρος μιας σειράς ποιητικών ταινιών μικρού μήκους, που ξεκίνησε με το «Jackals & Fireflies» (2023), μια ταινία με πρωταγωνίστρια την Eva H.D., που πραγματεύεται τη μοναξιά, την απώλεια και τη μνήμη και διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη και το Τορόντο, το «How to Shoot a Ghost» αφηγείται την ιστορία της Ανθής (Τζέσι Μπάκλεϊ) και του Ρατέμπ (Γιόζεφ Ακίκι), δύο πρόσφατα τεθνεώτων νέων που συναντιόνται μία μέρα μετά το θάνατό τους και περιφέρονται μαζί στους δρόμους της Αθήνας, βλέποντας τα σημάδια του σκοτεινού παρελθόντος της πόλης να αναμειγνύονται με το σήμερα, στις πολύβουες και υποβαθμισμένες γειτονιές της.
Ο σεναριογράφος των ταινιών «Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς» (1999) και «Η Αιώνια Λιακάδα ενός Καθαρού Μυαλού» (2004) και σκηνοθέτης των «Η συνεκδοχή της Νέας Υόρκης» (2008) και «I'm Thinking of Ending Things» (2020) —σε παραγωγή του Netflix— βρέθηκε στην Αθήνα, μαζί με τη νέα του μούσα ελληνικής καταγωγής, Eva H.D., για να παρουσιάσει την ταινία στη χώρα όπου «γεννήθηκε», μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της στο 82ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας. Ύστερα από ένα γεμάτο ενέργεια Masterclass με τον Τσάρλι Κάουφμαν και την Eva στην κεντρική σκηνή της Στέγης Ωνάση, την επομένη της προβολής της ταινίας, οι συντελεστές μίλησαν στην ATHENS VOICE για τη γνωριμία τους το 2017 στο Πρόγραμμα Καλλιτεχνικής Φιλοξενίας του Oxbelly Retreat και την πρωτόγνωρη γι’ αυτούς «ευρωπαϊκή» αυτή εμπειρία, εκπληρώνοντας ταυτόχρονα ένα από τα μεγαλύτερα εφηβικά μου όνειρα —να καθίσω στο ίδιο τραπέζι με τον Τσάρλι Κάουφμαν και να μιλήσουμε για ένα από τα σύνθετα, σχεδόν υπαρξιακά και γεμάτα από ευφυές χιούμορ φιλμ του.
Τσάρλι Κάουφμαν και Eva H.D. μιλούν για το σινεμά, την ποίηση και τα φαντάσματα της Αθήνας
— Πότε ήταν η πρώτη φορά που επισκεφτήκατε την Αθήνα;
Τσάρλι Κάουφμαν: Τον περασμένο Ιούλιο. Η Eva ήταν αυτή που μου «έκλεισε το ραντεβού».
— Γνωριστήκατε, λοιπόν, σε αυτό το Πρόγραμμα Καλλιτεχνικής Φιλοξενίας, στο Νιου Χάμσαϊρ, το 2017. Καταλάβατε αμέσως ότι κάποια στιγμή θα δουλεύατε μαζί σε κάποιο πρότζεκτ ή αυτό ήρθε πολύ αργότερα;
Eva H.D.: Όχι, καθόλου! Πώς θα μπορούσαμε άλλωστε να το ξέρουμε;
Τ.Κ.: Η Eva νόμιζε ότι ήμουν μυθιστοριογράφος. Οπότε, φαντάζομαι, δεν θα υπήρχε τρόπος να συνεργαστούμε.
E.HD.: Ναι, σωστά! Οι μυθιστοριογράφοι συνήθως δεν συνεργάζονται με κανέναν. Δεν ήξερα τίποτα για το κομμάτι του κινηματογράφου.
Τ.Κ.: Δούλευα πάνω σε ένα βιβλίο όσο ήμουν εκεί. Αυτό ήταν το μόνο που γνώριζε για μένα.
E.HD.: Ναι, και εκείνη την εποχή εγώ δεν ήξερα σχεδόν κανέναν καλλιτέχνη. Δούλευα σε ένα μπαρ στο Τορόντο και μπήκα σε ένα Πρόγραμμα Καλλιτεχνικής Φιλοξενίας στις Η.Π.Α. Δεν ήξερα τι ακριβώς γίνεται σε τέτοιου είδους προγράμματα. Όπως αποδείχτηκε, οι άνθρωποι εκεί ήταν πολύ καλοί. Τα πήγαινα καλά με τους περισσότερους και μάλλον με τον Τσάρλι τα πήγαινα καλύτερα απ’ όλους. Νομίζω ότι γίναμε φίλοι, γιατί χαιρόμουν να μιλάω με κάποιον που είχε το ίδιο χιούμορ με μένα.
— Όπως εξηγήσατε και στο Masterclass, γνωριστήκατε επειδή (η Eva) ξυπνούσε πολύ νωρίς και (ο Τσάρλι) δεν μπορούσε να κοιμηθεί, σωστά;
Τ.Κ.: Κανένας από τους δυο μας δεν έχανε το πρωινό. Για μένα ήταν κάτι που είχα να κάνω: Ένας λόγος για να βγω από εκείνη την καμπίνα όπου στριφογύριζα όλη νύχτα.
E.HD.: Κι εγώ λατρεύω το πρωινό!
Τ.Κ.: Συνήθως είμαι εσωστρεφής και ντροπαλός, αλλά εκεί δεν το ένιωθα τόσο έντονα. Υπάρχει κάτι σ’ αυτόν τον χώρο και στην παρέα της Eva, που με έκανε να νιώθω ότι μου αρέσει να κάνω παρέα με άλλους ανθρώπους, ειδικά κατά τη διάρκεια του πρωινού.
E.HD.: Επίσης, δεν υπάρχουν προσδοκίες σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον. Στην κανονική ζωή, σπάνια οι άνθρωποι έρχονται χωρίς τον σύντροφό τους, τα παιδιά τους, ή οτιδήποτε άλλο. Οι άνθρωποι κουβαλάνε πολλά «αξεσουάρ» στην καθημερινότητά τους, αλλά σε ένα πρόγραμμα καλλιτεχνικής φιλοξενίας πηγαίνεις μόνος σου, όπως πας σχολείο όταν είσαι παιδί. Αυτό σε «ξεκλειδώνει» στο να κάνεις φίλους, γιατί βρίσκεσαι εκεί για κάτι πολύ συγκεκριμένο: Γράφεις ένα βιβλίο ή ζωγραφίζεις. Όλοι έχουν κάποιο σκοπό. Όλοι παλεύουν, πάνω-κάτω, με τα ίδια πράγματα και όταν υπάρχει φαγητό, είναι συναρπαστικό να τρως και να μιλάς με άλλους καλλιτέχνες. Έπειτα, κανείς εκεί δεν έκανε «ψιλή κουβέντα»· όλοι ήθελαν να μιλήσουν για βαθυστόχαστα πράγματα. Αυτό ήταν αρκετά ενδιαφέρον.
Τ.Κ.: Αλλά και αστείο. Δεν ήταν μόνο βαθυστόχαστο —οι περισσότεροι εκεί είχαν εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ και γελούσαμε πολύ.
— Άρα, το Oxbelly ήταν από μόνο του μια πηγή έμπνευσης;
E.HD.: Ναι, γιατί ήταν ένας χώρος όπου ένιωθες ασφάλεια. Ήταν άνετα. Όταν είσαι καλλιτέχνης, περνάς τον περισσότερο χρόνο σου ανησυχώντας για το πώς θα πληρώσεις το νοίκι.
Τ.Κ.: Είσαι εκεί για κάποιο σκοπό και υπάρχει αυτή η αίσθηση ότι «οφείλεις» να δουλέψεις. Υπάρχει, ωστόσο και η υπόνοια ότι: «Εντάξει, σήμερα δεν τα κατάφερα, αλλά δεν τα κατάφερε ούτε ο τάδε», οπότε δεν νιώθεις τόσο άσχημα. Εγώ προσπαθούσα να ολοκληρώσω το μυθιστόρημά μου, «Antkind» (2020), και έγραψα πάρα πολύ όσο ήμουν εκεί. Περισσότερο απ’ ό,τι έχω γράψει ποτέ στη ζωή μου μέσα σε πέντε εβδομάδες. Ήταν πολύ παραγωγικό. Πραγματικά, πρέπει οπωσδήποτε να ξαναπάω.
— Ήσασταν εκεί για να γράψετε ποίηση. Γράψατε κάτι που τελικά χρησιμοποιήθηκε στο «Jackals & Fireflies» ή στο «How to Shoot a Ghost»;
E.HD.: Έγραψα ποίηση. Μετέφρασα, επίσης, ένα βιβλίο του Βασίλη Αλεξάκη, το «Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα», αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσα να βρω κάποιον να πληρώσει για την έκδοσή του. Έγραψα και πρόζα —ένα μυθιστόρημα. Τίποτα από αυτά δεν χρησιμοποιήθηκε στις ταινίες. Ακόμα και το ποίημα «Bonedog», που χρησιμοποιήθηκε στο «I’m Thinking of Ending Things», το έγραψα αφότου γύρισα. Συνήθως γράφω αρκετά γρήγορα.
— Είχατε μιλήσει καθόλου για τις ταινίες πριν η Eva γράψει τα ποιήματα, ή το σενάριο και τα γυρίσματα ήρθαν μετά;
Τ.Κ.: Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η Eva είχε ηχογραφήσει μια εκδοχή του «Jackals & Fireflies» και ένας φίλος της είχε προσθέσει μια μουσική επένδυση. Εκείνη βρισκόταν στο Τορόντο και εγώ στη Νέα Υόρκη και μου έστειλε το αρχείο. Νομίζω ότι ο Μπράιαν (Κομπαγιακάουα) είχε προσθέσει και άλλους ήχους, όπως ήχους από τον δρόμο.
E.HD.: Ναι, είχε επισκεφτεί τη Νέα Υόρκη και είχε ηχογραφήσει όλους αυτούς τους παράξενους ήχους.
Τ.Κ.: Μόλις το άκουσα, μου φάνηκε σαν ταινία. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να γίνει μια καλή ταινία μικρού μήκους. Λάτρεψα το ποίημα και μου αρέσει πολύ να ακούω την Eva να απαγγέλει. Είναι εξαιρετική αναγνώστρια, τόσο της δικής της ποίησης, όσο και της ποίησης άλλων. Έτσι το πρότεινα, βρήκαμε έναν τρόπο να χρηματοδοτηθεί και τη γυρίσαμε. Ύστερα, ο Μπράιαν συνέθεσε την κανονική μουσική. Κάπως έτσι ξεκινήσαμε.
— Οι παλιότερες ταινίες σας, όπως το «Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς» (1999) και η «Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης» (2008), είναι πιο εγκεφαλικές και πιο σύνθετες. Αντίθετα, οι μικρού μήκους ταινίες αυτές, αλλά και το «I’m Thinking of Ending Things» (2020), ως ένα βαθμό, είναι πιο ατμοσφαιρικές ή ποιητικές. Πρόκειται για μια συνειδητή στροφή στο έργο σας ή είναι κάτι που προέκυψε φυσικά, καθώς αρχίσατε να διαβάζετε περισσότερη ποίηση;
Τ.Κ.: Υπάρχει, βέβαια, ένα ποίημα της Eva στο «I’m Thinking of Ending Things», αλλά θα έλεγα ότι γενικά κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με τα άλλα πράγματα που έχω κάνει. Δεν ξέρω… μπορεί να κάνω και λάθος.
E.HD.: Μπορώ να καταλάβω ότι είναι πιο ποιητικό από τα προηγούμενα. Μου θυμίζει γαλλική ταινία. Κάτι σαν Νουβέλ Βαγκ. Είναι πιο «ευρωπαϊκό».
Τ.Κ.: Μου αρέσει πάρα πολύ. Ίσως, δεν θα έπρεπε να το λέω αυτό, αλλά μου αρέσει πολύ αυτή η ταινία!
E.HD.: Κι εμένα.
Τ.Κ.: Είμαι πραγματικά πολύ ευχαριστημένος με το πώς φαίνεται και με τις ερμηνείες των ηθοποιών. Θα ήθελα σίγουρα να κάνω περισσότερα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση. Συνειδητά, αποφάσισα ότι ήθελα να καταλάβω πώς μπορεί να γυριστεί μια «ποιητική ταινία» μικρού μήκους και για αυτό γύρισα το «Jackals & Fireflies». Μετά ξανά, με το «How to Shoot a Ghost», γιατί με ενδιαφέρει να κατανοήσω τι είναι μια ποιητική ταινία και να απομακρυνθώ από την αυστηρά αφηγηματική φόρμα, ειδικά όταν πρόκειται για ταινίες μικρού μήκους. Εκεί δεν διακυβεύονται τόσα πολλά —ούτε οικονομικά, ούτε σε επίπεδο προσδοκιών. Όταν κάνεις μία μεγάλου μήκους ταινία, υπάρχει η προσδοκία ότι πρέπει να βγάλει χρήματα, και αυτό καθορίζει το αν θα θεωρηθεί «επιτυχημένη» στα μάτια των άλλων. Κανείς δεν περιμένει από μία ταινία μικρού μήκους να βγάλει χρήματα. Δεν θα συμβεί ποτέ. Οπότε, αν καταφέρεις να βρεις τη χρηματοδότηση, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Αυτή ήταν τουλάχιστον η δική μου εμπειρία.
E.HD.: Αυτό φέρνει το σινεμά μικρού μήκους πιο κοντά στην ποίηση ή οποιαδήποτε άλλη πλαστική τέχνη. Οι περισσότεροι εικαστικοί καλλιτέχνες δεν περιμένουν να βγάλουν χρήματα. Απλά έτσι είναι τα πράγματα.
— Ο τίτλος του Masterclass που παρουσιάσατε ήταν «The Poetry of Cinema & Vice-Versa». Αυτό μου θύμισε τα «ciné-poèmes» του Μαν Ραίη και του Μαρσέλ Ντουσάμ, ή αργότερα της Μάγια Ντέρεν και του Σταν Μπράκατζ. Σας ενδιαφέρει καθόλου αυτό το είδος κινηματογράφου;
Τ.Κ.: Έχω δει μερικές από αυτές τις ταινίες στη Σχολή. Ίσως, θα έπρεπε να τις ξαναδώ, γιατί όταν ήμουν νεότερος δεν είχα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αυτού του είδους το σινεμά, αλλά νομίζω ότι τώρα θα ανταποκρινόμουν περισσότερο. Υπάρχει μια ταινία που μου έστειλε η Eva, την οποία είχα δει και παλιότερα, για τη βροχή.
E.HD.: Ναι, είναι μια παλιά ασπρόμαυρη βωβή ταινία μικρού μήκους, το «Regen» (1929), του Ολλανδού ντοκιμαντερίστα Γιόρις Ίβενς.
Τ.Κ.: Λατρεύω αυτή την ταινία. Δεν νομίζω ότι θα την είχα ξεχωρίσει όταν ήμουν φοιτητής. Οπότε, μάλλον τώρα με ενδιαφέρει περισσότερο αυτό το είδος σινεμά.
— Αυτό είναι ενδιαφέρον, γιατί μοιάζει να κάνετε το αντίθετο από αυτό που κάνουν οι περισσότεροι Αμερικανοί σκηνοθέτες. Συνήθως, ξεκινούν με πιο αφηρημένες μικρού μήκους ταινίες και καταλήγουν στο αφηγηματικό σινεμά. Σε εσάς φαίνεται να συμβαίνει το αντίστροφο.
Τ.Κ.: Εξακολουθεί να με ενδιαφέρει ο αφηγηματικός κινηματογράφος, αλλά ο στόχος μου —αν έχω κάποιο στόχο— είναι να βρω έναν τρόπο να «παντρέψω» αυτά τα δύο. Να κάνω, δηλαδή, κάτι συναρπαστικό που να βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα. Νομίζω ότι το «I’m Thinking of Ending Things» είναι λίγο έτσι.
E.HD.: Οι εικαστικοί καλλιτέχνες συνήθως πηγαίνουν από το παραστατικό στο αφηρημένο και όχι το αντίστροφο. Η μετάβαση από την αφηγηματική ζωγραφική στην αφηρημένη είναι πιο συνηθισμένη.
Τ.Κ.: Ναι… αλλά έχει ενδιαφέρον, αν σκεφτείς κάποιον σαν τον (Λούσιαν) Φρόιντ. Οι πίνακές του ήταν πάντοτε παραστατικοί, αλλά το ύφος άλλαξε δραστικά. Είναι σαν να υπάρχει μια μορφή αφαίρεσης, όσο μεγαλώνει. Τα πρώιμα έργα του είναι πολύ σχολαστικά. Νομίζω απλώς ότι έγινε καλύτερος.
E.HD.: Οπότε, ίσως κι εσύ να γίνεσαι καλύτερος;
Τ.Κ.: Θέλω να γίνω καλύτερος. Προσπαθώ, γιατί βλέπω ότι υπάρχει τεράστιο περιθώριο γι’ αυτό. Ακόμα κι αν οι ταινίες που έχω γράψει ή σκηνοθετήσει είναι κατά κάποιο τρόπο «εκτός συστήματος», όλες κινούνται μέσα στα όρια της συμβατικής αφήγησης. Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που μπορείς να κάνεις, τόσα μέρη για να εξερευνήσεις. Είναι λυπηρό το γεγονός ότι δεν μπορείς να βρεις χρηματοδότηση για τέτοιες ιδέες, γιατί δεν σε αφήνει να εξασκηθείς. Πιθανότατα υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών, μιας χώρας που δεν προσφέρει απολύτως τίποτα στις Τέχνες σε επίπεδο κρατικής στήριξης. Η έννοια αυτή απλώς δεν υφίσταται. Έτσι, ολόκληρη η χώρα είναι χτισμένη επάνω σε μία καπιταλιστική εκδοχή της Τέχνης, που είναι για πέταμα. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα και στη σημερινή μας κατάσταση.
E.HD.: Έπρεπε να το είχες πει αυτό στο Masterclass.
Τ.Κ.: Τώρα είναι αργά.
E.HD.: Τουλάχιστον θα μπει στο άρθρο…
Τ.Κ.: Οι ερωτήσεις δεν με οδήγησαν προς αυτή την κατεύθυνση.
E.HD.: Σε απογοήτευσα…
— Από πού προέρχεται το αρχειακό υλικό που βλέπουμε στην ταινία;
E.HD.: Υπάρχει μια μείξη διαφορετικών πραγμάτων. Είχαμε δεύτερη κάμερα τον Γιώργο Κουτσαλιάρη, έναν Αθηναίο Διευθυντή Φωτογραφίας, και του έδωσα ένα ποίημα για την Αθήνα για να του δώσει έμπνευση. Τον στείλαμε έξω να βρει κάποιες εικόνες που εγώ και ο Τσάρλι ελπίζαμε να δείξουμε: μια γάτα, ηλικιωμένους άντρες να τσακώνονται, περιστέρια.
Τ.Κ.: Αυτό ήταν εύκολο να βρεθεί!
E.HD.: Υπήρχε, λοιπόν, αυτό το υλικό, αλλά και κάποια οικογενειακά φιλμ από φίλους, όπως τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη, που έκανε τη μετάφραση των ελληνικών υποτίτλων (με τη βοήθειά μου). Μέρος της ταινίας είναι γυρισμένο στο σπίτι του: Εκεί όπου η Άνθη τσακώνεται με τον πατέρα της και ο Ρατέμπ μεταφράζει. Η αδελφή του, η Λένα, επίσης ηθοποιός, βρήκε κάποια παλιά οικογενειακά βίντεο που μας φάνηκαν πολύ χρήσιμα. Χρησιμοποιούμε μερικά αποσπάσματα από αυτά. Έκανα, επίσης, πολλή αρχειακή έρευνα. Υπάρχει ένα διαδικτυακό αρχείο που λέγεται Aylon Film Archives και έχει εντυπωσιακή συλλογή από οικογενειακά, ερασιτεχνικά φιλμ και επίκαιρα από τα χρόνια της χούντας. Υπάρχει, επίσης, και το αρχείο της Tessa, ένα τεράστιο αρχείο, από όπου αγοράσαμε αρχειακό υλικό. Το «κλειδί» ήταν το μοντάζ, μαζί με τον Τσάρλι και τους μοντέρ μας, Μπομπ Φρέιζεν και Τζον Ντάνιελ, ώστε να βρούμε τι λειτουργεί για όλους μας.
Εγώ ήξερα τι δείχνει το κάθε πλάνο. Αν είναι το Πολυτεχνείο, ξέρω γιατί είναι εκεί. Οι άλλοι βλέπουν ένα κτίριο, εγώ βλέπω ένα ολόκληρο κομμάτι της ιστορίας. Τους έλεγα την ιστορία και έβλεπα αν τους «μιλούσε». Ξέραμε ότι θέλαμε συγκεκριμένα πράγματα: Τη Σμύρνη να καίγεται, πεινασμένα φαντάσματα από την Κατοχή, την Κατερίνα Γώγου και τον Ανέστη Δελιά —οι οποίοι εμφανίζονται και ως δευτερεύοντες χαρακτήρες. Δεν ξέραμε ακριβώς ποιες εικόνες θα χρησιμοποιούσαμε, αλλά ξέραμε το είδος και την εποχή.
— Το «Jackals & Fireflies» και το «How to Shoot a Ghost» μοιράζονται πολλά θεματολογικά στοιχεία, όπως τη μνήμη και την απώλεια, και είναι ουσιαστικά ιστορίες φαντασμάτων σε μεγάλες πόλεις. Θα υπάρξει και τρίτο μέρος;
Τ.Κ.: Έχουμε κάνει συζητήσεις για ένα τρίτο φιλμ σε μια άλλη πόλη, αλλά δεν υπάρχουν ακόμα συγκεκριμένα σχέδια. Η Eva έχει αναφέρει ότι θα ήθελε να γυρίσουμε άλλο ένα στην Αθήνα.
E.HD.: Νομίζω ότι πρέπει να κάνουμε άλλο ένα στην Αθήνα.
Τ.Κ.: Θα θέλαμε να γυρίσουμε ένα ακόμα. Δεν είναι πιο εύκολο από μια μεγάλου μήκους ταινία. Καθόλου. Γυρίσαμε το «How to Shoot a Ghost» σε μόλις έξι μέρες και ήταν πολύ απαιτητικό. Ο προϋπολογισμός είναι εξαιρετικά περιορισμένος. Προφανώς, δεν υπάρχει τρόπος να ζήσεις από αυτό. Χάσαμε χρήματα —όπως όλοι όσοι κάνουν μικρού μήκους ταινίες, εκτός αν, με κάποιο τρόπο, καταφέρουν και το «πουλήσουν» και εξελιχθεί σε μεγάλου μήκους. Πολλοί κάνουν μικρού μήκους ταινίες έχοντας αυτό στο μυαλό τους. Εμείς προφανώς όχι.
— Έχετε συμμετάσχει σε άλλες ελληνικές παραγωγές;
E.HD.: Αυτό το καλοκαίρι ήμουν κομπάρσος σε μια ελληνική ταινία.
Τ.Κ.: Δεν ήσουν κομπάρσος.
E.HD.: Δεν ήμουν;
Τ.Κ.: Όχι, αυτό δεν είναι κομπάρσος.
E.HD.: Τι ήμουν;
Τ.Κ.: Είχες ρόλο. Ήσουν ηθοποιός. Είχες πολλές ατάκες.
E.HD.: Ήμουν σε μια ταινία των ΦΥΤΑ —του Φιλ Ιερόπουλου και του Φοίβου Δούσου— από την κουίρ καλλιτεχνική κολεκτίβα LALA. Έκαναν μια ντανταϊστική ταινία για τον Ρεμπώ και έβαλαν όλους τους φίλους τους μέσα. Δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα, αλλά νομίζω θα βγει σύντομα.
Τ.Κ.: Είναι έτοιμη, απλώς προσπαθούν να δουν σε ποια φεστιβάλ θα πάει.
E.HD.: Ένας ακόμα λόγος για να επιστρέψω στην Ελλάδα.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Διεκδικεί 9 βραβεία - Η πλήρης λίστα υποψηφίων
How to Shoot a Ghost: Η ταινία που στοιχειώνει την Αθήνα στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό μέσα από την τηλεόραση, κυρίως τη δεκαετία του 1980
Από τον Μπαράκ Ομπάμα μέχρι τη Τζέιμι Λι Κέρτις, μηνύματα οδύνης για «έναν από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες»
Το πολυαναμενόμενο ντεμπούτο μεγάλου μήκους της διακεκριμένης Κύπριας σεναριογράφου – σκηνοθέτιδας
Επιβεβαιώνει ότι ο CR7 θα εμφανιστεί στο μεγάλο φινάλε της σειράς ταινιών
Βασισμένη στο μυθιστόρημα της Αμερικανίδας συγγραφέα Μάργκαρετ Μίτσελ που κυκλοφόρησε το 1936
Η επιστροφή του Μίκυ Μάους, τα θετικά σχόλια και ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος
Η πρεμιέρα της ταινίας είναι προγραμματισμένη για τις 16 Οκτωβρίου του 2026
Η ξαδέλφη του Σούπερμαν έχει τη δική της ταινία - Πρεμιέρα τον Ιούνιο 2026
Οι πρωταγωνιστές της αρχικής σειράς ταινιών επιστρέφουν στο πολυαναμενόμενο prequel
Επιστρέφει στην ελληνική σκηνή μετά από 15 χρόνια και μιλάει για την ζωή στην Αμερική, το νέο του ρόλο στο Ριφιφί, την αχονδροπλασία και το δικαίωμα να στέκεσαι όρθιος
Ετοιμάζεται η κινηματογραφική διασκευή του κλασικού βιβλίου του Μπουλγκάκοφ
Οι δύο σταρ πρωταγωνιστούν ως ένα αρραβωνιασμένο ζευγάρι που η σχέση του δοκιμάζεται
Πρεμιέρα τον Ιούνιο του 2026 - Δεύτερη μεγάλου μήκους παραγωγή της εποχής Τζέιμς Γκαν
Ένα παράδοξο ερωτικό θρίλερ που καταφέρνει να είναι πετυχημένο στα όχι και τόσο εύκολα ανιχνεύσιμα υπαρξιακά μυστικά του
Μια φιλόδοξη και ατμοσφαιρική ταινία που ξεκινά από το μοτίβο του «cabin in the wood»
Ένα σκληρό χρονικό ενηλικίωσης που πιάνει εύστοχα τις αγωνίες της προεφηβικής ηλικίας
Απέσπασε την Αργυρή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου αλλά και το βραβείο ερμηνείας για τη Ρόουζ Μπερν
Η σκηνοθέτρια μας μιλάει για την πορεία της, τη νέα της ταινία «Maysoon» και την ηθοποιό Σαμπρίνα Αμάλι, που κέρδισε το βραβείο Καλύτερης Ηθοποιού στο 66ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.