Κινηματογραφος

Κριτική για τις νέες ταινίες της εβδομάδας (28 Μαρτίου - 3 Απριλίου)

​Ντάμπο, Mektoub, αγάπη μου, Κωδικός Κολιμπρί, Ευτυχισμένος Λάζαρος κι ακόμη 6 ταινίες

324257-668306.jpg
Κωνσταντίνος Καϊμάκης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ντάμπο (Dumbo)

Ντάμπο (Dumbo) ***
Σκηνοθεσία: Τιμ Μπάρτον
Πρωταγωνιστούν: Κόλιν Φάρελ, Μάικλ Κίτον, Ντάνι Ντε Βίτο, Έβα Γκριν, Άλαν Άρκιν

Το 1919, σε περιπλανώμενο τσίρκο των αδελφών Μέντιτσι (που στην πραγματικότητα είναι μόνο ένας, ο Μαξ Μέντιτσι τον οποίο υποδύεται ο Ντάνι Ντε Βίτο), γεννιέται ένα ελεφαντάκι με τεράστια αυτιά. Αρχικά το αφεντικό του τσίρκου θεωρεί ότι έπεσε θύμα εξαπάτησης και ζητά αποζημίωση από τον τύπο που του πούλησε τη μητέρα του Ντάμπο, αλλά αλλάζει μυαλά όταν συνειδητοποιεί το χρυσάφι που κρατά στα χέρια του. Πολύ σύντομα ο μικρός ελέφαντας που πετάει χάρη στα μεγάλα του αυτιά θα γίνει στόχος του κυνικού Βάρντεβιρ, ιδιοκτήτη της Dreamland, του μεγαλύτερου λούνα παρκ των ΗΠΑ, που θα προτείνει στον Μέντιτσι να γίνουν συνέταιροι.

Το «Ντάμπο, το ελεφαντάκι» κυκλοφόρησε στις αμερικανικές αίθουσες τον Οκτώβριο του 1941 και γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Ήταν η τέταρτη μόλις ταινία κινουμένων σχεδίων μεγάλου μήκους της Ντίσνεϊ και δημιουργήθηκε με στόχο να ξεπεραστεί η οικονομική ζημιά της «Φαντασίας». Από εκείνο το φιλμ ο Τιμ Μπάρτον κρατάει μοναχά το βασικό στοιχείο της ιστορίας που είναι μια ωδή στη διαφορετικότητα, καθώς και τον στενό δεσμό του ήρωα με τη μητέρα του. Χρησιμοποιώντας αυτά τα δύο μοτίβα όχι τόσο με σύνεση αλλά με έλεγχο των βασικών εκφραστικών του μέσων, ο δημιουργός των σκοτεινών παραμυθιών των 90s («Ο ψαλιδοχέρης», «Ο σκαθαροζούμης», «Ο μύθος του ακέφαλου καβαλάρη» κ.ά.) οδηγεί με μαστοριά την πλοκή προς την επώδυνη αλλά λυτρωτική ενηλικίωση. Όπως και στο animation έτσι και στην εύστοχη live action μεταφορά του Μπάρτον, ο Ντάμπο αρχικά γίνεται περίγελος εξαιτίας της εμφάνισής του αλλά γρήγορα χρησιμοποιεί το ελάττωμά του ως όπλο στην προσπάθεια να αλλάξει τη μοίρα του και να ξαναβρεί τη μητέρα του. Το φιλμ είναι πιο σκληρό και συγκινητικό από ό,τι θα περίμενε κανείς. Ο Μπάρτον επιχειρεί με διάφορα κόλπα να γλυκάνει την ιστορία και στις πικρές στιγμές της, αποβάλλοντας κάθε έννοια μελό, αλλά δεν τα καταφέρνει πάντα. Με προεξάρχοντα έναν γλυκύτατο Ντάμπο –πραγματικό επίτευγμα η δουλειά των υπευθύνων στο CGI– και με συνοδοιπόρους ανθρώπους σημαδεμένους είτε από τη μοίρα (τα μέλη του περιπλανώμενου θιάσου είναι απλώς τέρατα για τους κανονικούς ανθρώπους) είτε από τον Μεγάλο Πόλεμο (ο Κόλιν Φάρελ επιστρέφει με αναπηρία από το γαλλικό μέτωπο), το «Ντάμπο» είναι ένα φιλμ για τους μηχανισμούς του θεάματος και τη σόου μπιζ, φτιαγμένο με σκηνοθετικές ιδέες που ποντάρουν κυρίως στο συναίσθημα και τη συγκίνηση. Κάτω από το πρίσμα αυτό διαπιστώνουμε εύκολα ότι αυτή είναι μια «τυπική» ταινία του Τιμ Μπάρτον. Μάλιστα ο τρόπος που χρησιμοποιεί την ιστορία του «ιπτάμενου ελέφαντα» προκειμένου να ενισχύσει τις πολιτικές αιχμές (ο επιχειρηματίας Βάρντεβιρ του Κίτον κι ο τραπεζίτης Άλαν Άρκιν είναι σύμβολα του νέου κυνικού κόσμου που γεννιέται από τις στάχτες του πολέμου) καθώς και τον ουμανισμό του σεναρίου, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ακόμη και κάτω από τα «εξωπραγματικά» κομμάτια της δράσης ή τους μονοδιάστατους χαρακτήρες εξακολουθεί να κρύβεται ο σπουδαίος σκηνοθέτης που μεγαλώσαμε μαζί του. Υπάρχουν δηλαδή σκηνές που μαρτυρούν την ευφυΐα του σκηνοθέτη που σε όλη του τη ζωή πίστευε στη δύναμη της φαντασίας, όπου «ακόμη και το πιο απίθανο μπορεί κάποτε να γίνει πιθανό».


Mektoub, αγάπη μου (Mektoub, My Love: Canto Uno) *
Σκηνοθεσία: Αμπντελατίφ Κεσίς
Πρωταγωνιστούν: Σαΐν Μπουμεντίν, Οφελί Μπάου, Σαλίμ Κεσιούς

Το καλοκαίρι του 1994, ένας νεαρός σεναριογράφος, ο Αμίν, μετά από ένα χρόνο διαμονής στο Παρίσι, επιστρέφει στη γενέτειρά του, μια παραλιακή πόλη της Γαλλίας, για να δει συγγενείς και φίλους. Εκεί παρέα με τον ξάδερφό του, τον Τόνι, και την παιδική του φίλη Οφελί, ο Αμίν περνάει τον χρόνο του μεταξύ του τυνησιακού εστιατορίου των γονιών του, των διαφόρων μπαρ και βέβαια της παραλίας.

Η νέα ταινία του Αμπντελατίφ Κεσίς («Ζωή της Αντέλ») είναι μια φλύαρη, μαξιμαλιστική διασκευή του μυθιστορήματος «La Blessure, La Vraie», συγγραφέα του «Ανάμεσα στους τοίχους», Φρανσουά Μπεγκοντό. Δύο είναι τα μεγάλα προβλήματα του φιλμ: ο φιλμικός και μυθοπλαστικός χρόνος συμπίπτουν απόλυτα, μετατρέποντας αρκετές σκηνές που τραβούν σε μάκρος (ποιος είπε ότι ο τόσος πολύς ρεαλισμός κάνει καλό σε μια ταινία;) σε κομμάτια που απωθούν τον θεατή. Προβληματικός είναι κι ο κεντρικός χαρακτήρας, που μένει απλός παρατηρητής της νεανικής, καλοκαιρινής, ανεμελιάς, χωρίς να συμμετέχει σχεδόν σε τίποτα («βλέποντας τη ζωή να τον προσπερνά»), ένα πρόσωπο που πρέπει να μπολιαστεί με αρκετή υπομονή ο θεατής για να τον συμπαθήσει. Κρίμα για τον δημιουργό της «Αντέλ» που εδώ υπογράφει την πιο άστοχη επιλογή του κι ας θεωρείται ως η «πλέον προσωπική» του.


Κωδικός Κολιμπρί (The Hummingbird Project) **
Σκηνοθεσία: Κιμ Νγκούγιεν
Πρωταγωνιστούν: Τζέσι Άιζενμπεργκ, Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ, Σάλμα Χάγιεκ

Δύο ξαδέρφια από τη Νέα Υόρκη δραστηριοποιούνται στις διεθνείς αγορές και στις Συναλλαγές Υψηλής Συχνότητας, όπου το κέρδος βγαίνει μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Το όνειρό τους; Να φτιάξουν μια οπτική ίνα από το Κάνσας μέχρι το Νιου Τζέρσι που θα τους προσφέρει εκατομμύρια. Το μεγαλύτερο εμπόδιο όμως είναι η πρώην εργοδότριά τους που θέλει τις γνώσεις τους για δικό της όφελος.

Η τεχνολογία στην υπηρεσία του εύκολου κέρδους είναι το μοτίβο που κινεί την πλοκή και τους δύο ήρωες: έναν καταφερτζή «πωλητή» και μια μαθηματική διάνοια. Γύρω τους στήνεται ένα γαϊτανάκι με αδίστακτους επενδυτές, απλούς καθημερινούς ανθρώπους, εκκεντρικές μειονότητες (το επεισόδιο με τους Άμις), πράκτορες του FBI κ.ά. Το φιλμ δεν είναι κακό αλλά έχει μια συγκεχυμένη άποψη γύρω από το τι θέλει να πει (είναι μια ταινία καταγγελίας για το Χρηματιστήριο ή ένα υπαρξιακό road movie για το νόημα της ζωής;) και κυρίως στον τρόπο που παρουσιάζει τα επιμέρους ζητήματά του. Παρά τη σφιχτοδεμένη αφήγηση πολλές σεκάνς μοιάζουν μετέωρες ή αποσπασματικές, ενώ αδυναμίες σημειώνονται και στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Ειδικά από τη στιγμή που ο ήρωας μαθαίνει ότι πάσχει από καρκίνο και επιδίδεται σε ένα αδικαιολόγητο ξέφρενο δρόμο, το φιλμ μεταφέρεται σε ένα ελάχιστα πειστικό δραματουργικό κλίμα. Καλή η χημεία των Αϊζενμπεργκ - Σκάρσγκαρντ: ειδικά ο δεύτερος εκπλήσσει με τη μεταμόρφωσή του και δεν εννοούμε μόνο την εξωτερική. 


Ευτυχισμένος Λάζαρος (Lazzaro Felice) **½
Σκηνοθεσία: Αλίτσε Ρορβάχερ
Πρωταγωνιστούν: Άλμπα Ρορβάχερ, Ντείβιντ Μπένεντ, Σερζί Λοπέζ, Νικολέτα Μπράσκι

Ο Λάζαρος είναι ένας καλόκαρδος χωρικός που τον θεωρούν οι συγχωριανοί του αφελή. Όταν ο Τανκρέντι, ένας νέος αριστοκρατικής καταγωγής ζητά από τον Λάζαρο να τον βοηθήσει να σκηνοθετήσει την ίδια του την απαγωγή, δημιουργείται μια περίεργη κι απρόσμενη φιλία μεταξύ των δύο αντρών.

Άρωμα παλιού ιταλικού σινεμά των 70s μας φέρνει η νέα, βραβευμένη για το σενάριό της στις Κάννες, ταινία της Αλίτσε Ρορβάχερ («Θαύματα», «Ουράνιο σώμα»). Η αισθητική του νεορεαλισμού συναντά μια νότα μυσταγωγίας που χαρακτηρίζει όλο το έργο, το οποίο σταδιακά μεταμορφώνεται από μια απλή καταγραφή της καθημερινότητας σε ένα μικρό ιταλικό χωριό σε μια αποκαλυπτική αλληγορία για το Καλό και τη σύγκρουση δύο κόσμων. Η σημασία του να είσαι ταπεινός και το μήνυμα της ανάδειξης προτύπων που ελάχιστη σχέση έχουν με τα αναγνωρίσιμα σύμβολα και ιδεώδη, ορίζουν το νήμα της αφήγησης. Η Ρορβάχερ υιοθετεί ένα ποιητικό ύφος για να μιλήσει όχι μόνο για τις ψευδαισθήσεις μια ολόκληρης εποχής αλλά κυρίως για την αξία του να ζεις σε έναν κόσμο χωρίς να σκέφτεσαι κακό για κανέναν και απλά να πιστεύεις στη δύναμη της ανθρώπινης αρετής. Για την πρόταση αυτή και μόνο (η καλοσύνη απέναντι σε κάθε σκοταδισμό ή κατάχρηση εξουσίας) η ταινία έχει ειδική αξία που ενισχύεται από την καλοβαλμένη συρραφή των παράδοξων γεγονότων που η σκηνοθέτιδα φροντίζει να μπολιάσει με ένα ξεχωριστό κινηματογραφικό στιλ.

ΑΚΟΜΗ

▶ Ο «Άγγελος» (**) είναι το αργεντίνικο πορτρέτο ενός νεαρού σίριαλ κίλερ με αγγελική μορφή που σοκάρει κυρίως με την αφασία του κεντρικού ήρωα και την ανάπλαση του Μπουένος Άιρες του 1971 παρά με την αιματοβαμμένη δράση του.

▶ Τελείως εκτός θέματος το «Ελεύθερο θέμα» (*1/2) της Στέλλας Θεοδωράκη με τη Θεοδώρα Τζήμου να πασχίζει ως καθηγήτρια καλών τεχνών να εμπνεύσει όχι μόνο τους φοιτητές της αλλά και τον θεατή να δει καλοπροαίρετα ένα φιλμ παραδομένο στην υπερβολή και τη σοβαροφάνεια.

▶ Η «Τρύπα» (**) έχει την ατμόσφαιρα του στρωτά βαλμένου ψυχολογικού θρίλερ αλλά η ιστορία της μητέρας που μετακομίζει με τον γιο της στο μέσο του πουθενά αναγκάζεται να στραφεί στα προβλέψιμα κλισέ για να βγάλει σασπένς και ένταση.

▶ Το ζευγάρι Μαρκ Γουόλμπεργκ και Ρόουζ Μπερν βλέπουν τα «καλά» της υιοθεσίας στο ελάχιστα κωμικό «Στιγμιαία οικογένεια» (*) που γνώρισε σχετική επιτυχία στις ΗΠΑ.

▶ Στην «Πόλη υπό κατοχή» (-) του Ρούπερτ Γουάιατ («Ο Πλανήτης των Πιθήκων: Η Εξέγερση»), οι Τζον Γκούντμαν και Βέρα Φαρμίγκα πρωταγωνιστούν σε μια φουτουριστική περιπέτεια όπου το έγκλημα έχει εξαλειφθεί, η ανεργία είναι στα χαμηλότερα επίπεδά της εδώ και δεκαετίες, αλλά μια καινούρια νομοθεσία φέρνει την ανατροπή.

▶ Τέλος, ο «Καθηγητής κι ο τρελός»  (-) είναι ένα βιογραφικό δράμα με τους Μελ Γκίμπσον και Σον Πεν.


MUST SEE

Το 20ό Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου (2-10.04) φέρνει ακόμη πιο γρήγορα την άνοιξη στις ελληνικές αίθουσες (Δαναός, Άστορ, Παλλάς) με επιλογή 46 ταινιών από το γαλλόφωνο σινεμά, ειδικό αφιέρωμα στη σχέση του Αρώματος και του Κινηματογράφου και λευκή κάρτα στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών του Φεστιβάλ Καννών.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ