- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Ένα «πράσινο» σκονάκι;
Ο Θέμης Χατζηγιαννόπουλος γράφει για το σύγχρονο ελληνικό δομημένο περιβάλλον που συνεχίζει να επιβιώνει και να αναπαράγεται με έναν τρόπο ακραία μη βιώσιμο
Γιατί, παρά τις πράσινες πρωτοβουλίες, συνεχίζουμε να χτίζουμε με τον παλιό, στρεβλό, «ημι-νεωτερικό» τρόπο
Είναι γνωστό το οικολογικό ζήτημα που έχει προκύψει από την επέμβαση του ανθρώπινου είδους στους βασικούς μηχανισμούς ρύθμισης της λειτουργίας του γήινου συστήματος. Για τον λόγο αυτό, στο πεδίο της αρχιτεκτονικής και του σχεδιασμού του κτισμένου περιβάλλοντος, παρατηρείται διεθνώς μια προσπάθεια για τον περαιτέρω έλεγχο του οικολογικού αποτυπώματος της οικοδομικής δραστηριότητας, τη βελτίωση των περιβαλλοντικών συνθηκών του δομημένου χώρου και τη βελτιστοποίηση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων. Μέσω αυτής της προσπάθειας για την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των εκάστοτε κλιματολογικών και περιβαλλοντικών συνθηκών, η ενεργειακή και περιβαλλοντική παράμετρος δεν αποτελεί σήμερα απλά έναν μόνο οικονομικό και τεχνικό στόχο του σχεδιασμού, αλλά επιχειρείται κατ’ ουσία ένας μετασχηματισμός της συγκεκριμένης δραστηριότητας. Εφόσον η εν λόγω παράμετρος αποτελεί πρωτεύον ζητούμενο των σχεδιαστικών προτάσεων και ταυτόχρονα στοιχείο αξιολόγησης της συνολικής ποιότητας αυτών.
Η Ελλάδα και το οικογογικό αποτύπωμα της οικοδομικής δραστηριότητας
Είναι ξεκάθαρο πως βρισκόμαστε σε μια νέα ιστορική περίοδο προβληματισμού και κοινωνικού στοχασμού σχετικά με τις επιπτώσεις του δομημένου περιβάλλοντος στη φύση και τη βιολογική λειτουργία των έμβιων οργανισμών, καθώς και σε σχέση με το ευρύτερο πολιτισμικό παράδειγμα. Ο νεωτερικός άνθρωπος, σχεδιάζοντας την προστασία του από τη φύση και παράλληλα την εκμετάλλευση της φύσης για το όφελός του, εκτρέπει την οικολογική ισορροπία και παράλληλα συνειδητοποιεί τις συνέπειες αυτής της εκτροπής. Επομένως, είναι απολύτως λογικό η παρατηρούμενη προσπάθεια για την επίτευξη της περίφημης «βιωσιμότητας» να αποτελεί το κρίσιμο στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί από την ύστερη νεωτερική βιομηχανική ανθρωπότητα και τους σχεδιαστές του τεχνητού της χώρου. Η ενδεχόμενη κατάκτησή της είναι, χωρίς αμφιβολία, το αδιαπραγμάτευτα αναγκαίο και απαιτούμενο μέσο για τη μετάβαση σ’ ένα άγνωστο προς το παρόν, ευχάριστο μετανεωτερικό παράδειγμα.
Η Ελλάδα, στο πλαίσιο αυτής της ευρύτερης προσπάθειας, αναζητεί από την πλευρά της το δικό της «πράσινο» εισιτήριο εισόδου σε αυτό το, κατά τ’ άλλα επερχόμενο, νέο μοντέλο – νέο παράδειγμα. Βέβαια, ως μια χώρα που, κατά κοινή ομολογία, δεν έχει πλήρως εκσυγχρονιστεί, επιζητεί μια προσέγγιση αντιμετώπισης του ζητήματος που θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να της προσφέρει και τη δυνατότητα αλμάτων, όχι απλά βημάτων. Μια που εκ των πραγμάτων η χώρα αναγκάζεται να προσπεράσει ένα παράδειγμα που επί της ουσίας δεν έζησε ποτέ στην πληρότητά του. Έτσι, όπως και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις του εθνικού μας τεχνικού παρελθόντος, η αντιμετώπιση του προβλήματος επιχειρείται με μια λογική που βασίζεται κυρίαρχα στην πεποίθηση πως η επιστήμη και η τεχνολογία μπορούν από μόνες τους και ταχέως να προσφέρουν τη λύση. Σύμφωνα με αυτή την «τεχνική» λογική, θεωρείται πως οι αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις των κτιρίων οφείλονται αποκλειστικά στις ανεπαρκείς παραδοσιακές πρακτικές που επικρατούν στην παραγωγή του δομημένου περιβάλλοντος και ότι η βασική προτεραιότητα του σχεδιασμού θα πρέπει να είναι αυτή της βελτιστοποίησης της ενεργειακής απόδοσης, μέσα από τη χρήση συγκεκριμένων νέων τεχνικών και τεχνολογιών.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, σε θεσμικό επίπεδο, συντάσσονται νόμοι και κανονισμοί, εκδίδονται οδηγίες, συστήνονται επιτροπές και συγκροτούνται φορείς που στοχεύουν στην αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας των κτιρίων. Παράλληλα, μέσω αυτής της θεσμικής κινητοποίησης, επιχειρείται και η προώθηση αυτών των συγκεκριμένων τεχνικών και τεχνολογιών (δομικά υλικά, ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις, συστήματα χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας κ.ά.). Εξάλλου είναι πλέον γνωστή ακόμα και η διάνθηση της καθομιλουμένης με διαφόρων ειδών «θερμοσύνθετους» όρους, ορισμούς και νεολογισμούς, όπως οι θερμοπροσόψεις, οι θερμοδιακοπές, οι θερμικές αντλίες κ.ά. Έννοιες και επιλύσεις που πολλές φορές δεν είναι σίγουρο το αν αποτελούν τη σωστή και συνολική απάντηση στα κατά περίπτωση τεχνικά και θερμικά μας προβλήματα, αλλά παρ’ όλα ταύτα χρησιμοποιούνται καθημερινά, ιδιωτικώς ή δημοσίως, με ιδιαίτερη θέρμη.
Αντίστοιχα, στη δομή και το γνωστικό περιεχόμενο της εκπαίδευσης παρατηρείται μια διαρκώς ενισχυόμενη τάση για τη συλλογή και τη μετάδοση συγκεκριμένων τεχνικών γνώσεων και απόψεων, οι οποίες στοχεύουν στην ανάπτυξη συγκεκριμένων δεξιοτήτων στον σχεδιασμό και τη συγκρότηση ενός «νέου» είδους εκπαίδευσης για τους σχεδιαστές του φυσικού υλικού χώρου. Συνήθως με την υιοθέτηση μιας «πολυεπιστημονικής» αντιμετώπισης (multidisciplinary approach) της ίδιας της σχεδιαστικής διαδικασίας, οδηγώντας σε μια περαιτέρω διάσπαση αυτής και τη δημιουργία νέων, επίσημων ή ανεπίσημων, ειδικοτήτων.
Ακόμα και στην εγκατεστημένη πρακτική, δηλαδή στην επαγγελματική καθημερινότητα του κλάδου, είτε μέσω της προαναφερθείσης ειδικής εκπαίδευσης, είτε μέσω πιθανών αλλαγών στη δομή και την οργάνωση των γραφείων, είτε μέσω της ενδεχόμενης συνεργασίας με άλλες ειδικότητες, επιχειρείται, με τη χρήση συγκεκριμένων μεθόδων, εργαλείων και μέσων, ο μαθηματικός προέλεγχος της ενεργειακής συμπεριφοράς του προϊόντος που θα προκύψει από τον σχεδιασμό. Με στόχο τον έλεγχο της συμβατότητας του σχεδιαστικού αποτελέσματος με την κείμενη νομοθεσία (π.χ. ο ΚΕΝΑΚ) ή και την ένταξη του σχεδιαστικού αποτελέσματος σ’ ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, μέσα από την έκδοση άλλων πιστοποιητικών, που επίσης επιχειρούν τη μεθόδευση και οργάνωση της σχεδιαστικής διαδικασίας επί τη βάσει δεδομένων ελέγξιμων και νόμων που επιτρέπουν τη μετατροπή των ασαφών ποιοτικών μεγεθών σε μονάδες ποσοτικά μετρήσιμες.
Παρ’ όλες όμως αυτές τις κατά τ’ άλλα ευπρόσδεκτες πρωτοβουλίες, εύκολα αποδεικνύεται από την καθημερινή εμπειρία πως το σύγχρονο ελληνικό δομημένο περιβάλλον συνεχίζει να επιβιώνει και να αναπαράγεται με έναν τρόπο στρεβλό και ακραία μη βιώσιμο. Ιδίως αν αναλογιστούμε και αν θέλουμε ευθέως να αντιμετωπίσουμε την πολύπλευρη και ιδιαιτέρως σύνθετη φύση της επιδιωκόμενης «βιωσιμότητας».
Τα οικιστικά συγκροτήματα, δυστυχώς, συνεχίζουν να πολεοδομούνται βάσει ενός αναχρονιστικού σκεπτικού, που επιβάλλει την αυστηρή και ενίοτε απόλυτη διαίρεση μεταξύ των κλειστών και ανοιχτών χώρων, με τη συνεπακόλουθη ανεπαρκή διασύνδεση ή/και απόλυτη αποσύνδεση των λειτουργιών τους (π.χ. η αποκλειστική εφαρμογή τυπικών διατάξεων, όπως: δρόμος, πεζοδρόμιο, κτίριο «τούρτα» και απροσπέλαστος «νεκρός» ακάλυπτος). Μιας μεθόδου του σκέπτεσθαι και σχεδιάζειν, που επικεντρώνεται αποκλειστικά και μόνο στη διαχείριση ποσοτικών μεγεθών (π.χ. η επινόηση και καθιέρωση αναρίθμητων συντελεστών, που εν τέλει, μέσω μιας ατεκμηρίωτης και βίαια απλουστευτικής ανάγνωσης του χώρου, επιβάλλουν ακόμα και μορφολογία), αγνοώντας συνήθως τις ποιοτικές και άλλες κρίσιμες παραμέτρους του σχεδιασμού (π.χ. προσανατολισμός, τοπογραφία, ιστορία και άλλοι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες), και η οποία εμφορείται, κατά κανόνα, από παρελθόντα και επί της ουσίας ανοίκεια οικονομικά, παραγωγικά και κοινωνικοπολιτικά συστήματα (π.χ. η αδιαπραγμάτευτη επιθυμία για μια μεταφυσικής ισχύος ζωνοποίηση χρήσεων, μετακινήσεων και συμπεριφορών). Μια μέθοδος προδιαγραφής του τοπίου των πόλεων, που διακατέχεται, κατά μία έννοια, από σύνδρομα τύπου «Goodbye Lenin». Όπου φοβόμαστε να αναγνωρίσουμε και να υποβοηθήσουμε, μέσω του σχεδιασμού, τα ισχύοντα ελεύθερα μοντέλα συνύπαρξης και διαντίδρασης των ανθρώπων.
Τα κτίρια, καθώς και άλλες εγκαταστάσεις του αστικού χώρου, αντί να αποτελούν προϊόντα ποιοτικής σύνθεσης και αδιάκοπης προσπάθειας για την επαρκή, στο μέτρο του δυνατού, αντιμετώπιση των ποικίλων ανθρωπίνων αναγκών, συνεχίζουν να προκύπτουν, επί το πλείστον, ως αποτελέσματα μιας αγοραίας αντίληψης για την έντεχνη διαχείριση ενός νοηματικά ασαφούς, συγγραφικά διεστραμμένου και επιχειρησιακά καθηλωτικού θεσμικού πλαισίου. Με άλλα λόγια, ενός πλαισίου κανονισμών που καταφέρνει το ακατόρθωτο: από τη μία, να επιδέχεται πολλαπλών ερμηνειών μέσα από «δώρα» και «παράθυρα», ενώ από την άλλη, να παραμένει ασφυκτικά περιοριστικό, εμποδίζοντας την εμφύσηση και ανάπτυξη ενός, τόσο απαραίτητου για τον σχεδιασμό, δημιουργικού πνεύματος.
Κατά συνέπεια, αντί να επιβραβεύεται και, μεταξύ άλλων, να διαφημίζεται η ανάπτυξη δεξιοτήτων στη σύνθεση μορφών και χώρων υψηλής ποιοτικής στάθμης, στην πράξη πριμοδοτείται συχνά μόνο η δυνατότητα αποκωδικοποίησης του νόμου και η επίδειξη μαχητικότητας και πονηριάς στη διαπραγμάτευση με τους κατά περίπτωση ελεγκτικούς μηχανισμούς. Όπου ο ελεγκτής μπορεί και ασκεί μια υπερβάλλουσα εξουσία, λόγω της ασάφειας τους πλαισίου και των διαφόρων ερμηνειών που αυτό μπορεί να δεχθεί, ενώ παράλληλα ο ελεγχόμενος προσπαθεί να τον προσεταιριστεί, αν τα καταφέρει να τον γοητεύσει και πιθανώς να τον ευχαριστήσει. Άλλωστε, είναι σχεδόν βέβαιο πως όλοι έχουμε συναντήσει ή/και συμμετάσχει, άμεσα ή έμμεσα, σε διαλόγους που ο ένας, κατά δήλωσή του, μπορεί και κάνει τα «στραβά μάτια», ενώ ο άλλος, στη μέθη μιας ενδεχόμενης λύτρωσης, του εύχεται «να τον έχει ο Θεός καλά». Κάτι σαν ανατολίτικο παζάρι. Είτε πρόκειται για συζητήσεις επί ζητημάτων του ΓΟΚ, είτε του ΝΟΚ, είτε για κάθε λογής ακρώνυμα κανονιστικών πλαισίων, που το μόνο βέβαιο είναι πως προκαλούν ΣΟΚ στη λογική και αναλυτική σκέψη.
Οι δημόσιοι ελεύθεροι χώροι παραμένουν, κατά κύριο λόγο, κατακερματισμένοι, κακοσχεδιασμένοι και ανίκανοι επί της ουσίας να παραλάβουν και να φιλοξενήσουν μια ξεκάθαρα αστική καθημερινότητα. Για παράδειγμα, οι πλατείες σπάνια διαμορφώνονται όπως οφείλουν και όπως είθισται στον δυτικό ελεύθερο κόσμο, ως, αντιληπτικά και λειτουργικά, ενιαίοι χώροι ανάπτυξης συλλογικών δραστηριοτήτων. Συνήθως, αποτελούν δίκτυα ή/και συμπλέγματα δρομίσκων, παρτεριών, περιφράξεων και άλλων χαράξεων και εξοπλισμών που από τη μία, γεμίζουν με ευκολία το λευκό χαρτί των σχεδιαστών (επιβλητικά εγκεφαλικά σχήματα και βολικοί αρχιτεκτονικοί μεγαλοϊδεατισμοί), από την άλλη όμως, δεν επιτρέπουν, λόγω της συμπλεγματικής τους φύσης, την εύρυθμη επικοινωνία μεταξύ των χρηστών του δημόσιου χώρου και κατ’ επέκταση δεν επιτρέπουν την ταχεία κατάκτηση ενός ευκταίου, και μάλλον τόσο αναγκαίου, συλλογικού αυτοπροσδιορισμού. Άλλωστε, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, ενώ με σχετική ευκολία μπορούμε να προσδιοριστούμε ατομικά, παρουσιάζουμε τεράστια δυσκολία στο να ορίσουμε και να περιγράψουμε συλλογικά το πού ανήκουμε κοινωνικά και πολιτισμικά.
Ακόμα και στις φωτεινές εξαιρέσεις των δημοσίων έργων που συνεχίζουν, παρά τις διαρκώς ενισχυόμενες αντίρροπες απεχθείς τάσεις, ν’ αποτελούν αντικείμενα αμιγώς ανοιχτών αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, παρατηρούνται σημαντικά προβλήματα σε επίπεδο διαδικασιών και εν τέλει ουσίας. Όπως, δυστυχώς, αποδεικνύεται από την πρόσφατη σχετική εμπειρία, οι ειδικοί επί των συγκεκριμένων θεμάτων και εν δυνάμει διαγωνιζόμενοι δεν επιδεικνύουν διάθεση για συμμετοχή. Είτε επειδή τα προβλεπόμενα χρονοδιαγράμματα τους ωθούν εκ των πραγμάτων σε αδυναμία συμμετοχής (π.χ. διαγωνισμοί που προκηρύσσονται τον Ιούλιο και, βάσει της προκήρυξης, πρέπει να παραδοθούν τον Σεπτέμβριο), είτε επειδή δεν θεωρούν τις διαδικασίες επαρκώς ανοιχτές και αξιοκρατικές (π.χ. «ρηχές» δεξαμενές υποψηφίων κριτών και συχνά επαναλαμβανόμενες συνθέσεις κριτικών επιτροπών), είτε απλά επειδή τις θεωρούν ευρύτερα αναξιόπιστες (π.χ. είναι σίγουρο πως το έργο θα υλοποιηθεί ή αποτελεί μια ακόμα «μακέτα» μικροπολιτικών διαθέσεων και σκοπιμοτήτων;).
Ίσως γι’ αυτό, τα τελευταία χρόνια, ο αριθμός των συμμετεχόντων σε πολλές περιπτώσεις είναι παρόμοιος με αυτόν των διακριθέντων. Ακόμα και σε περιπτώσεις έργων μεγάλης σημασίας και υψηλού συμβολισμού για την εξέλιξη των αστικών μας κέντρων, όπως παραδείγματα διαγωνισμών περίπου της τελευταίας πενταετίας, για ιστορικές πλατείες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης ή/και για αστικές αναπλάσεις άλλων σημαντικών ελληνικών πόλεων. Κατά συνέπεια, προκύπτει το προαναφερθέν σοβαρότατο πρόβλημα ουσίας. Οι διαγωνισμοί, λόγω της μικρής συμμετοχής, δεν καταφέρνουν να επιτελέσουν τον ρόλο τους, ως ένα από τα κορυφαία μέσα υποδοχής πολλαπλών εναλλακτικών προτάσεων, διαφανούς μεταχείρισης αυτών των διαφορετικών απόψεων και μεθοδολογικά άρτιας ανάδειξης των, υπό συνθήκες, καταλληλότερων επιλύσεων.
Όπως ενδεχομένως γίνεται αντιληπτό, τα παραπάνω κακώς κείμενα, όπως και πολλά άλλα ανάλογα, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αποκλειστικά και μόνο με «τεχνικές» λογικές και προσεγγίσεις, όπως αυτή που παρατηρείται και αρχικά επισημάνθηκε. Γι’ αυτό άλλωστε η εισαγωγή και η εφαρμογή των διαφόρων «θερμοσύνθετων» όρων δεν έχει οδηγήσει ούτε στην ανάσχεση των κακώς κειμένων, αλλά ούτε καν στην άμβλυνσή τους. Αυτό συμβαίνει γιατί ο σχεδιασμός αποτελεί μια διαδικασία λήψης αποφάσεων που συσχετίζονται με παραμέτρους διαφορετικών και πολλαπλών κατηγοριών, όχι μόνο τεχνικών. Είτε πρόκειται για διαδικασία εσωτερική-ατομική είτε συλλογική. Επιπλέον, αυτές οι διαφορετικές κατηγορίες αποφάσεων (αισθητικές, λειτουργικές, τεχνικοοικονομικές, ψυχοκοινωνικές) είναι μεταξύ τους ασύμβατες και κατά συνέπεια, ενώ η λήψη αποφάσεων εντός της κάθε κατηγορίας μπορεί να είναι ορθολογική, η συνολική απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί ορθολογικά, αλλά προϋποθέτει μια μη λογική, «μη σωστή» κατά την επιστημολογική ορολογία, συμβατοποίηση των ασύμβατων παραμέτρων. Αυτή η μη λογική ή α-λογική σύζευξη, όπως είναι γνωστό, διενεργείται υπό τη στήριξη ενός συνόλου ηθικών, φιλοσοφικών και κοινωνικών ιδεών και αρχών, το οποίο αποτελεί και τον ρυθμιστικό παράγοντα στη λήψη της οποιασδήποτε σχεδιαστικής απόφασης.
Επομένως, ο σχεδιασμός, πέραν των άλλων ειδικών του χαρακτηριστικών, αποτελεί δραστηριότητα βαθύτατα ιδεολογική, τόσο σε νοητικό όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο. Κατ’ επέκταση, αν επιθυμούμε την κατάκτηση ενός βιώσιμου μέλλοντος για τις πόλεις μας, έχει μεγάλη σημασία, παράλληλα με την όποια άλλη επιμέρους προσπάθεια, ν’ αναζητήσουμε τρόπους ταχείας καλλιέργειας και συνολικού εκσυγχρονισμού του συλλογικού μας αξιακού υποβάθρου. Του πλαισίου, δηλαδή, που περιγράφει και προσδιορίζει τα επιτρεπόμενα άυλα όρια ανάπτυξης των συμπεριφορών και πρωτοβουλιών μας. Είναι σημαντικό να διερευνήσουμε το συντομότερο δυνατό, τον τρόπο με τον οποίο θα συμμετέχουν ενεργά στον πολεοδομικό σχεδιασμό προσωπικότητες και ειδικότητες που μπορούν να προτείνουν και να συνθέσουν ευέλικτα χωρικά σχήματα, κατάλληλα για την ενσωμάτωση και εξυπηρέτηση των πρωτοεμφανιζόμενων, λόγω της αλλαγής του παραδείγματος, ανθρώπινων δραστηριοτήτων.
Να συζητήσουμε, έγκαιρα και επίσημα, για τη λειτουργική αποστολή των διαμορφούμενων δημόσιων ελεύθερων χώρων, χωρίς να βιαζόμαστε, για λόγους πολιτικούς και επικοινωνιακούς, να τους προσδίδουμε αβάσιμους δημοφιλείς τίτλους, όπως για παράδειγμα «βιοκλιματικούς» ή ό,τι άλλο κατά διαστήματα «παίζει» και «πουλάει». Να επινοήσουμε, άμεσα και χωρίς φόβο, κανονιστικά πλαίσια, απλά και απολύτως σαφή, που δεν θα προωθούν την αντίληψη, όπως συμβαίνει σήμερα, ότι η λύση θα προκύψει μέσα από την αποποίηση της ειδικότητας του σχεδιαστή, αλλά αντίθετα θα οδηγούν στην εμφύσηση του κριτικού πνεύματος στον σχεδιασμό, ο οποίος από τη φύση του επιβάλλει την παρουσία της αναγκαίας δημιουργικής παρόρμησης του υποκειμένου. Να προκαλέσουμε, με αίσθημα ευθύνης προς τις επόμενες γενιές, την ενίσχυση του πλήθους και του κύρους των διαγωνιστικών διαδικασιών, προσφέροντας ασφάλεια στους συμμετέχοντες, μέσω της σύνταξης διαχειρίσιμων προκηρύξεων, τον εμπλουτισμό των κριτικών επιτροπών και την έμπρακτη δέσμευση των αγωνοθετών ως προς το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης των υπό διαπραγμάτευση έργων.
Διαφορετικά, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα αυτή η παρατηρούμενη αποκλειστικά «τεχνική» λογική να οδηγήσει, όπως έχει συμβεί και κατά το παρελθόν, σε έναν παράδοξο, εκ της πολυπαραμετρικής φύσης της σχεδιαστικής διαδικασίας, ευτροφισμό της τεχνολογικής παραμέτρου και κατ’ επέκταση σε μια εμμονή ως προς την αναποτελεσματική χρήση της τεχνολογίας (π.χ. οι «θερμοπροσόψεις» εμφανίζονται, αλλά κανείς δεν αναρωτιέται για το πώς θα επιβαρύνουν το ήδη ταλαιπωρημένο κτιριακό μας απόθεμα. Τι σημαίνει επίχρισμα επί σαθρών, επί της ουσίας, υποβάσεων-υποβάθρων; Πώς θα γεράσουν αυτά τα κτίρια; Γιατί δεν πριμοδοτούνται εξίσου σθεναρά, άλλα συστήματα θερμομόνωσης των κτιριακών κελυφών;).
Με άλλα λόγια, στην περίπτωση που δεν φροντίσουμε για ζητήματα όπως τα ως άνω, υπάρχει σοβαρότατος κίνδυνος αυτό το «πράσινο» εισιτήριο για τη μετάβαση σε ένα επόμενο πολιτισμικό μοντέλο, τελικά να χρησιμοποιηθεί, άθελα του, ως σκονάκι. Όπου μας ενδιαφέρει απλά η πρόκριση στην επόμενη τάξη και, παράλληλα, αγνοούμε τη σημασία των «κενών» που έρχονται από το παρελθόν. Επειδή δε οι κοινωνίες και ο φυσικός τους χώρος δεν εξελίσσονται με γραμμικό τρόπο, αυτό το σκονάκι μάλλον δεν θα μας οδηγήσει στην επιζητούμενη προαγωγή στο επερχόμενο παράδειγμα, αλλά πιθανώς θα μας εγκλωβίσει σε μια συνθήκη ημι-νεωτερικότητας. Μιας ημι-νεωτερικότητας τόσο ζοφερής όσο κάποια ημιϋπόγεια που τώρα πλημυρίζουν, και τόσο δαπανηρής όσο κάποιοι ημι-υπαίθριοι που έκλεισαν με τη χρήση τεχνολογικών ευρημάτων και επιτευγμάτων τύπου Ελενίτ.
*Ο Θέμης Χατζηγιαννόπουλος είναι αρχιτέκτων, ιδρυτής του μελετητικού γραφείου TCP architects και καθηγητής αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και οικοδομικής στο ΑΠΘ. Το έργο του περιλαμβάνει πλήθος βραβευμένων και διακεκριμένων μελετών, όπως την ανάπλαση της ιστορικής Πλατείας Ελευθερίας στη Θεσσαλονίκη και το νέο οικοτροφείο του Αμερικανικού Κολλεγίου Ανατόλια, μεταξύ άλλων. Η επιστημονική του παρουσία είναι διεθνούς εμβέλειας, όπου ξεχωρίζει η εκπροσώπηση της εθνικής συμμετοχής της Ελλάδας στη 17η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ιστορίες από την κρύπτη του αρχιτεκτονικού χρόνου
Έφτασε η ώρα η Αρχιτεκτονική να επανασυνδεθεί με τη φύση
Ένα κτήριο φετίχ για τη Θεσσαλονίκη
Ανώνυμε αρχιτέκτονα, πώς να κρυφτείς από το φως που δεν δύει ποτέ;
Μία ευκαιρία εξερεύνησης της ποικιλομορφίας των κτηρίων που μας περιβάλλουν
Σαν το κέντρο της Θεσσαλονίκης δεν έχει
Όταν η μετακίνηση γίνεται εμπειρία design: υπόγειες γκαλερί και σπηλιές από ψηφιδωτό, 20 μέτρα κάτω από τη γη
Tο πρώτο αρχιτεκτονικό κέντρο στην Ελλάδα αποκλειστικά για παιδιά και νέους
«Το σημαντικότερο είναι να παραμένουμε πιστοί σε μια αρχιτεκτονική που βελτιώνει την καθημερινότητα και αφήνει θετικό αποτύπωμα στο περιβάλλον», τονίζει ο Πάνος Ευστρατίου.
Η πόλη έχει τη σφραγίδα του
Αρχιτεκτονικά στολίδια με σπάνια βιβλία και μεγάλη ιστορία
Ιστορικές αρχιτεκτονικές υπογραφές στο νέο αθηναϊκό τοπόσημο
Ένα φιλόδοξο αρχιτεκτονικό πρότζεκτ παρουσίασε η Ισπανική Ακαδημία Ταυρομαχίας
Κριτικοί Τέχνης και υπηρεσίες Πολιτισμού συμφωνούν ότι κάτι δεν πάει καλά με το σώμα της Γοργόνας
Παλιά βιομηχανικά συγκροτήματα στην Αθήνα και τον Πειραιά μεταμορφώνονται σε σύγχρονες κατοικίες, γραφεία και πολιτιστικούς χώρους, συνθέτοντας τη νέα αφήγηση της πόλης
Ο αρχιτέκτονας Κώστας Πουλόπουλος περιγράφει το όραμά του για την παραλία της πόλης
Η μεγαλύτερη ανάπλαση της νεότερης Ελλάδας χτίζεται πάνω σε στρώματα ιστορίας
Το «The Louis» θυμίζει πλοίο και είναι φτιαγμένο από... βαλίτσες
Ο γνωστός Αθηναίος σχεδιαστής μιλάει για τον νέο χώρο τέχνης και εστίασης που ανοίγει στη Σαντορίνη
Η Ελλάδα στην παγκόσμια σκηνή βιώσιμης αρχιτεκτονικής
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.