- CITY GUIDE
- PODCAST
-
34°
Για την πόλη της αρχιτεκτονικής
Η πόλη δεν πρέπει να παραδίδεται σε νεόκοπες πολιτισμικές τάσεις, που αποδεικνύονται εφήμερες και επιφανειακές

Ο μεταπολεμικός αστικός μετασχηματισμός και οι προτάσεις για τις πόλεις του αύριο
Κατά τη δεύτερη μεταπολεμική περίοδο, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1960, κατέστη εμφανές πως ο αστικός οργανισμός, κυρίως των μεγαλουπόλεων, δεν είχε νόημα να μεγαλώνει οριζόντια και ανεξέλεγκτα και, μάλιστα, στο διηνεκές. Αντιθέτως, επιβαλλόταν να προχωρήσουν μετασχηματισμοί δομικού χαρακτήρα των κεντρικών τμημάτων του, τα οποία, για διάφορους λόγους, είχαν εκπέσει σε ένα είδος εσωτερικής περιφέρειας. Με άλλα λόγια, ο αρχιτεκτονικός και αστικός σχεδιασμός όφειλε να ασχοληθεί σχεδόν αποκλειστικά με τη λεγόμενη συμπαγή πόλη. Κατέστη επίσης εμφανής η αναγκαιότητα μιας άλλης, διαφορετικής συμπεριφοράς στον (επανα)σχεδιασμό της πόλης, κυρίως των προαναφερθέντων κατεστραμμένων και εν συνεχεία περιθωριοποιημένων τμημάτων του αποκαλούμενου ιστορικού κέντρου. Διαφορετική σχεδιαστική συμπεριφορά, αλλά διαφορετική ως προς τι; Μεγάλο μέρος της αρχιτεκτονικής κοινότητας –πρωτοπορία της οποίας ήταν η Σχολή της Βενετίας (Gruppo Architettura: Κάρλο Αϊμονίνο, Άλντο Ρόσι)– περιγράφει αυτή τη σχεδιαστική συμπεριφορά ως υπέρβαση των θεωρητικών προσανατολισμών του αποκαλούμενου Μοντέρνου Κινήματος.
Μπορούμε να ορίσουμε τα τέσσερα βασικά σημεία της:
α) ακύρωση του μοντερνιστικού μοντέλου της συγχρονικής πόλης και επαναβεβαίωση της ιστορικά δομημένης διαχρονικής, β) αναγνώριση της απουσίας και της αδυναμίας ύπαρξης ή/και υλοποίησης κάποιας νέας πόλης, ως εναλλακτικής της υπάρχουσας συμπαγούς πόλης, γ) επίγνωση ότι η νέα πόλη θα συγκροτηθεί εντός της ιστορικής [η πόλη μέσα στην πόλη, με κρισιμότερο στοιχείο της τη λεγόμενη εσώτερη πόλη (Inner City)], σε άμεση σχέση προς την ήδη υπάρχουσα, χρησιμοποιώντας, μάλιστα, κατά περίπτωση ορισμένα επικαιροποιημένα στοιχεία της (ανάλογη πόλη), δ) επανασχεδιασμός της πόλης μέσω αρχιτεκτονικά ολοκληρωμένων τμημάτων, αναφορικά τόσο με τη λειτουργία όσο και με την αισθητική διαμόρφωση.
Ως γνωστόν, η ιδέα για μια μοντερνιστική πόλη δεν είναι ενιαία. Οι προτάσεις είναι συχνά αντιφατικές. Ο Λε Κορμπιζιέ προτείνει την αντικατάσταση του κεντρικού τμήματος του Παρισιού με την ακραία πρόταση για την πόλη των 3 εκατομμυρίων, ο Εμπενίζερ Χάουαρντ την «Κηπούπολη», ο Ρίχαρντ Νόιτρα την αποκαλούμενη Rush City Reformed, ο Φρανκ Λόιντ Ράιτ την Broadacre City. Ένα κοινό στοιχείο μεταξύ όλων αυτών των ουτοπιών είναι η εχθρότητα έναντι της ιστορικής «πόλης της πέτρας». Εξίσου ποικίλες και αντιφατικές είναι οι προτάσεις που, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αντιτίθενται στην ιδέα του Μοντερνισμού, μερικές εκ των οποίων, κυρίως αγγλοσαξονικής προέλευσης, έχουν ουτοπιστικό περιεχόμενο: π.χ. η Plug-in City και η Elevated City της Ομάδας Archigram.
Δύο δεκαετίες αργότερα, τόσο οι μοντερνιστικές όσο και οι ουτοπιστικές προτάσεις δέχτηκαν κριτική από τη λεγόμενη μετά-το-μοντέρνο αρχιτεκτονική σκέψη, που «επανανακαλύπτει» την ιστορική πόλη και οδηγεί τον αστικό σχεδιασμό σε κάποια απομάγευση και απελευθέρωση από τις ανιστόρητες ακρότητες της κυρίαρχης τάσης του Μοντέρνου. Αυτές οι ακρότητες οφείλονταν κυρίως στους εκπροσώπους της οικοδομικής κερδοσκοπίας, στους εργολάβους που υλοποίησαν τις νέες, αβίωτες πόλεις κοιμητήρια. Η ΙΒΑ, δηλαδή η οικοδομική ανασυγκρότηση του Βερολίνου, η «Πόλη της Μνήμης» του Άλβαρο Σίζα, η προαναφερθείσα «Ανάλογη πόλη» του Άλντο Ρόσι, αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία αυτής της κριτικής. Μεταξύ της ιστορικής πόλης και της μοντέρνας πόλης, μερικοί τοποθετούν την «τρίτη πόλη» –η έκφραση troisième ville ανήκει στον Γάλλο αρχιτέκτονα Κριστιάν ντε Πορζαμπάρκ– που θα μπορούσε να συμφιλιώσει, τρόπον τινά, τις δύο προηγούμενες.
Επί των ημερών μας, σε μια συνεχή και συχνά άνευ νοήματος αναζήτηση του εκάστοτε «καινούργιου», προτείνονται κάποιες ιδέες για την αυριανή πόλη. Βρίσκω ενδιαφέρουσες, κυρίως από την αναλυτική σκοπιά, αν και αρκετά συζητήσιμες, τη διάχυτη πόλη (αποτέλεσμα του λεγομένου sprawl) και τη Μετάπολη, ίσως απότοκες της αποδόμησης, καθώς και την Generic city του Ρεμ Κούλας, την ευφυή πόλη (Smart city), θεμελιωμένη στην υπερανάπτυξη των τεχνολογιών, την ανθεκτική (resilient) πόλη, και τέλος –συνέπεια της πανδημίας Covid-19– εκείνη που επαναπροτείνει, επαναφέροντας στην επικαιρότητα τις βουκολικές ανησυχίες του Φ. Λ. Ράιτ, την υπέρβαση της μητρόπολης και την επιστροφή στη φύση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η ιδέα της Πόλης της κόπωσης, που αντιστοιχεί στην «κοινωνία της κόπωσης» όπως την ορίζει ο Κορεάτης φιλόσοφος Byung-Chul Han. Επειδή σε αυτό το σημείωμα δεν μπορώ να εξετάσω όλες αυτές τις προτάσεις, θα περιοριστώ –παρ’ όλο που έχει βρει μάλλον τη θέση της στα αζήτητα– στη διάχυτη πόλη.

Η έννοια της διάχυτης πόλης γνώρισε απήχηση στη δυτική αρχιτεκτονική παιδεία στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Το urban sprawl ξέφυγε από τους μακροχρόνιους κανόνες του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και υλοποιήθηκε στο εξωτερικό τμήμα των μητροπόλεων. Η ένσταση εγείρεται όταν αυτή η, αυθαιρέτως δημιουργηθείσα, κατάσταση προτείνεται ως «λύση» για την υπέρβαση ορισμένων πραγματικών αγκυλώσεων του Μοντέρνου αστικού σχεδιασμού και της «ακαδημαϊκής μεγαλοαστικής παιδείας». Ωστόσο, δεν πρόκειται παρά για μια εικόνα ενός άμορφου οργανισμού χαμηλής αστικής πυκνότητας και μέτριας μορφολογικής ποιότητας. Μιλάμε, λοιπόν, για μια γενικόλογη ιδέα που τείνει να ενσωματώσει ετερογενή φαινόμενα: από τις προαναφερθείσες περιφερειακές ζώνες των σημερινών μητροπόλεων έως την αφηρημένη έννοια του υπαρκτού δομημένου περιβάλλοντος, που ανακαλύπτει «ενδιαφέροντα» στοιχεία αυθόρμητης (αλλά και αυθαίρετης) δόμησης, τα οποία υιοθετεί και προτείνει ως εναλλακτική της άσχημης πόλης των (μοντερνιστών) αρχιτεκτόνων.
Οι αιτίες της διαμόρφωσης αυτής της άναρχης «πόλης» δίπλα στη διαχρονικά οικοδομημένη ιστορική πόλη –πρωτίστως στις περιφερειακές χώρες και σε εκείνες του λεγομένου Τρίτου Κόσμου– είναι λίγο πολύ γνωστές σε όλους μας. Η πρώτη αιτία είναι η μεταπολεμική κυριαρχία της οικοδομικής κερδοσκοπίας και η παντελής έλλειψη αρχιτεκτονικού και αστικού, πολεοδομικού σχεδιασμού. Σήμερα είναι αναγκαίο να υπενθυμίσουμε ότι η πρόταση της διάχυτης πόλης δεν έχει σχέση με τη λόγια παράδοση και την ιστορία της ευρωπαϊκής αστικής παιδείας: το σχέδιο του δομημένου, εξανθρωπισμένου περιβάλλοντος στην Ευρώπη χαρακτηρίζεται από εμφανή, βαθιά αναγνωρίσιμη δομή, υλοποιημένη πρωτίστως από σαφή χωροταξικά σημεία –πόλεις, οδικούς άξονες, γεωργικά συγκροτήματα– με εξίσου σαφή, εμφανή και αναγνωρίσιμη ταυτότητα. Αυτός ο εξανθρωπισμένος συμπαγής χώρος, διαμορφωμένος από πόλεις που αναπτύχθηκαν βραδέως στο πέρασμα του χρόνου, παγιώνεται μέσω διαδικασιών μακράς διαρκείας και προφανώς υφίσταται σημαντικούς μετασχηματισμούς. Ωστόσο, αυτοί οι μετασχηματισμοί δεν αλλοιώνουν την ουσία και τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά των ιστορικών πόλεων, χάρη στη συνεχή και διαρκή παρουσία σημαντικών αρχιτεκτονικών τοποσήμων, τα οποία ανέκαθεν χαρακτηρίζουν και διακρίνουν την ευρωπαϊκή πόλη.
Η σύγχρονη, ανεξέλεγκτη εξάπλωση της πόλης, πιεζόμενη από την επείγουσα ανάγκη ανασυγκρότησης και την έκρηξη αστυφιλίας, διέφυγε από τον πειθαρχικό «έλεγχο» της αρχιτεκτονικής και του αστικού σχεδιασμού. Η ποιότητα του δομημένου χώρου υποβαθμίστηκε, εφόσον αυτό που ενδιέφερε ήταν η ποσότητα και η ταχύτητα της υλοποίησης. Η θλιβερή μοντερνιστική ιδέα του χωρισμού σε ζώνες λειτουργίας (zoning) παρέδωσε την πόλη στους τεχνοκράτες πολεοδόμους, στους «διαχειριστές» και στην ψευτοκοινωνιολογία των σταθεροτύπων. Φαίνεται λογικό λοιπόν σε ένα τέτοιο σενάριο, να μην αναγνωρίζεται από τους πολλούς η αρχιτεκτονική δραστηριότητα και ο ποιοτικός και κοινωνικός ρόλος των συνειδητοποιημένων αρχιτεκτόνων. Αυτή η κατάσταση καθίσταται προφανής στον σχεδιασμό (κυρίως στην έλλειψή του) των υπαίθριων χώρων, που αποτελούν τον κρίσιμο συνδετικό ιστό, την ίδια τη δομή της αστικής εικόνας που παρέμεινε –και ίσως παραμένει ακόμη και σήμερα– επί μακρόν αποκλεισμένη από την ίδια την έννοια του αρχιτεκτονικού τόπου.
Η ποιότητα του δομημένου χώρου των σύγχρονων αστικών κέντρων δεν μπορεί να έχει αποκλειστική παράμετρο την ποιότητα της κατοικίας και των κτιρίων γενικότερα. Οφείλει να αφορά και τον υπαίθριο χώρο συλλογικών δραστηριοτήτων, για τον οποίο κατεγράφη παντελής έλλειψη πολιτικού, σχεδιαστικού, οικονομικού και πολιτισμικού ενδιαφέροντος. Η επανιδιοποίηση των θεμελιωδών αρχών της αρχιτεκτονικής όπως διαμορφώθηκαν στο πέρασμα του χρόνου, ίσως οδηγήσει τον αστικό σχεδιασμό στη διαμόρφωση τόπων κοινωνικής λειτουργίας και συμβολικού χαρακτήρα, όπου η κοινότητα θα μπορούσε να αναγνωρίσει τον ίδιο της τον εαυτό. Μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από έντονη κινητικότητα και από βαθιές αλλαγές, μια κοινωνία πλουραλιστική, πολυφυλετική και ανοιχτή στο «άλλο» και στο «διαφορετικό» απαιτεί από την πόλη πειστικές απαντήσεις, διαρθρωμένες και πολύπλευρες, ικανές να ανταποκρίνονται διαρκώς στην εξέλιξη των κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών. Ταυτοχρόνως η πόλη δεν πρέπει να παραδίδεται σε νεόκοπες πολιτισμικές τάσεις, που αποδεικνύονται εφήμερες και επιφανειακές, δηλαδή ακατάλληλες για την ορθή επίλυση των ζητημάτων που μας απασχολούν.
Ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής και της πόλης είναι η βραδύτητα: «η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μια μέρα». Η βραδύτητα οφείλεται στην αστική ανάπτυξη και στον φυσιολογικό μετασχηματισμό της πόλης, που δεν μπορεί να είναι βιαστικός. «Βραδύτητα» δεν σημαίνει καθυστέρηση, αντιθέτως σημαίνει εγγενής δομική έφεση αντίστασης εκ μέρους της αρχιτεκτονικής, μη άκριτη υιοθέτηση της «κοινωνίας του θεάματος» και των εικόνων σε ταχύτατη αλληλουχία. Η βραδύτητα ως αντίσταση στην ταχύτητα με την οποία τα τελευταία χρόνια μάς καλούν κάποιοι «πεφωτισμένοι» να αναθεωρήσουμε τις απόψεις μας, να αλλάξουμε στάση απέναντι στα κακώς κείμενα και τις κρίσιμες ελλείψεις (ποιοτικής αρχιτεκτονικής, θεμελιωδών υποδομών) που χαρακτηρίζουν τις νέες περιφέρειες αλλά και σημαντικά τμήματα της εσώτερης πόλης σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις. Αυτές οι υποβαθμισμένες περιοχές, που για διάφορους λόγους διατηρούν το μεταπολεμικό χάλι τους, μετατρέπονται εκ του πονηρού σε ισχυρή μαρτυρία μιας «εναλλακτικής» αρχιτεκτονικής πρότασης, μιας αρχιτεκτονικής που υπερβαίνει, σύμφωνα με τους εμπνευστές της και στο πλαίσιο της αποδόμησης της δυτικής σκέψης, τη μεγαλοαστική αισθητική της κακώς νοούμενης «ακαδημίας». Αυτή η υποτιθέμενη ανατρεπτική πρόταση είναι απλούστατα μια ιδεολογική κάλυψη των εργολάβων, άφεση αμαρτιών της διακομματικής πολιτικής και οικονομικής συντήρησης και απολογία της οικοδομικής κερδοσκοπίας. Ωστόσο, παρά τις αξιέπαινες προσπάθειες ορισμένων κοινωνιολόγων, ιστορικών και κριτικών της αρχιτεκτονικής, αντίθετα με αυτό που ίσως συμβεί σε κάποιες καλλιτεχνικές εξερευνήσεις, στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό ένα ουρητήριο δεν θα μπορέσει ποτέ να μετατραπεί σε κρήνη.
*Ο Κωνσταντίνος Πατέστος είναι Καθηγητής Αρχιτεκτονικού και Αστικού Σχεδιασμού. Ζει μεταξύ Μιλάνου, Τορίνου και Πόρτο Ράφτη.
ΠΡΟΣΦΑΤΑ
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ο αρχιτέκτονας Κώστας Πουλόπουλος περιγράφει το όραμά του για την παραλία της πόλης
Η μεγαλύτερη ανάπλαση της νεότερης Ελλάδας χτίζεται πάνω σε στρώματα ιστορίας
Το «The Louis» θυμίζει πλοίο και είναι φτιαγμένο από... βαλίτσες
Ο γνωστός Αθηναίος σχεδιαστής μιλάει για τον νέο χώρο τέχνης και εστίασης που ανοίγει στη Σαντορίνη
Η Ελλάδα στην παγκόσμια σκηνή βιώσιμης αρχιτεκτονικής
Θεωρείται το 8ο θαύμα του κόσμου
Σύγχρονα, πράσινα και έξυπνα, υπόσχονται να δώσουν νέα πνοή στις γειτονιές του κέντρου της Αθήνας. Οι αρχιτέκτονες πίσω από τέσσερα τέτοια έργα στην καρδιά της πρωτεύουσας μας μίλησαν γι’ αυτά.
Ένας κόσμος όπου η τεχνολογία, η αρχιτεκτονική και η περιβαλλοντική συνείδηση συνυπάρχουν
Με έδρα το Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνιας και με γραφεία στην Ελλάδα, το αποτύπωμα της εταιρείας εκτείνεται σε όλο τον κόσμο.
Όταν το στιλ του ψαρά γίνεται τάση στη διακόσμηση
Έκθεση ωδή στο design που επιστρέφει κάθε χρόνο στην πρωτεύουσα της Λομβαρδίας
Αρχιτεκτονικός σχεδιασμός απελευθερωμένος από την κριτική της κοινωνίας του θεάματος
Ένα από τα πρώτα εφαρμοσμένα πολεοδομικά σχέδια στην Τοσκάνη και η ιστορία της πόλης σύμβολο του ουμανισμού της Αναγέννησης
Η Δέσποινα Τσελεγκαρίδου και η Θεοφίλη Μαχαιρίδη μιλούν για τη σημασία του φωτισμού στην καθημερινότητα
Η πόλη δεν πρέπει να παραδίδεται σε νεόκοπες πολιτισμικές τάσεις, που αποδεικνύονται εφήμερες και επιφανειακές
Πώς μπορούμε να αλλάξουμε τους τόπους που ζούμε; Η επικεφαλής των Nimand Architects μοιράζεται την εμπειρία και τη φιλοσοφία της
Πώς θα ήταν η Αθήνα αν επικρατούσε ο τύπος της τούβλινης πολυκατοικίας χωρίς σοβάδες; Σίγουρα θα βλέπαμε μια άλλη εικόνα, πιο αυτόχθονη, παραδοσιακή ή χειροποίητη.
Μια συζήτηση με τον συνεπιμελητή του βιβλίου που κυκλοφορεί από τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση
«Κάθε τόπος κρύβει τη δική του αλήθεια, μέσα από τα υλικά, το φως και την ιστορία του. Η δική μας αποστολή είναι να αφουγκραστούμε αυτή την αλήθεια»
Το «θαύμα» της Σαγκάης: πολεοδομικές, αρχιτεκτονικές και κοινωνικές εξελίξεις
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.