Πολιτικη & Οικονομια

Ο ΣΥΡΙΖΑ, το ξεστοκάρισμα και η νοοτροπία του 3%

Μπορεί να θεωρείς ότι έχει μετεξελιχθεί σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, σε προοδευτική συμμαχία ή ό,τι γέφυρα θέλεις, θα κριθείς ωστόσο από τις πράξεις σου, όχι τις διακηρύξεις

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΤΣΙΠΡΑ ΣΕ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ-ΧΑΤΖΗΔΑΚΗ (
© EUROKINISSI/ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΣΥΡΙΖΑ/ANDREA BONETTI

Ο Παντελής Καψής σχολιάζει την πολιτική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ και τους λόγους για τους οποίους παλινδρομεί στο 2011

Στο δοκίμιό του για τον Φιλελευθερισμό «Χίλια μικρά αυτονόητα», ο Adam Gopnik, αρθρογράφος του New Yorker, επισημαίνει τη φιλοσοφική διαφορά ανάμεσα στους φιλελεύθερους και τους οπαδούς των άκρων, δεξιών και αριστερών. Οι τελευταίοι, υποστηρίζει, είναι ουσιοκράτες. Πιστεύουν δηλαδή ότι καθετί στη ζωή έχει μια ορισμένη και αναλλοίωτη φύση από την οποία πηγάζουν οι συγκεκριμένες ιδιότητές του. Οι φιλελεύθεροι, αντιθέτως, είναι νομιναλιστές. Δεν ασχολούνται δηλαδή με την ουσία αλλά με τις ιδιότητες καθαυτές. Δίνει το παράδειγμα της βαρύτητας. Οι πρώτοι αναζητούν το τι είναι η βαρύτητα. Οι δεύτεροι ενδιαφέρονται για τους νόμους της βαρύτητας. Κι ο Gopnik εξηγεί ότι αυτή δεν είναι μια αφηρημένη ακαδημαϊκή διαφορά αλλά έχει πολύ συγκεκριμένες πολιτικές εφαρμογές. Για παράδειγμα, για τους Ναζί το να είναι κανείς Εβραίος (ή σήμερα μετανάστης) σήμαινε πολύ συγκεκριμένα πράγματα που προσδιορίζονταν αποκλειστικά αλλά και αναπόφευκτα από την «εβραϊκότητά» του. Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να υποστηριχθεί για τους σταλινικούς, όπου η ταξική καταγωγή ήταν ικανός λόγος για να οδηγηθεί κάποιος στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Πολ Ποτ. Πιο κοντά στον δικό μας πολιτισμό είναι οι υπερβολές της πολιτικής ορθότητας όπου ένας άντρας δεν μπορεί να μιλήσει για τον φεμινισμό ή ένας λευκός για τον ρατσισμό. Στον καθημερινό πολιτικό λόγο εξάλλου, ιδίως στα σόσιαλ μίντια, έχει ενδιαφέρον να δούμε πόσο συχνά ο χαρακτηρισμός του προσώπου αποτελεί την αρχή και το τέλος της κριτικής μας. Δεν μπορεί να υπάρχει καλός συριζαίος όπως δεν υπάρχει και καλός νεοφιλελεύθερος, μερκελιστής, τσολάκογλου…, ο κατάλογος είναι ατελείωτος.

Μερικές φορές η γραμμή ανάμεσα στις δύο προσεγγίσεις δεν είναι ευδιάκριτη. Ένα καλό παράδειγμα προσφέρει ο διάλογος με τη σημερινή Τουρκία. Είναι πολύ εύκολο να πει κανείς ότι «με αυτή» την Τουρκία δεν έχει νόημα ο διάλογος, είναι «πειρατές», για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία Σαμαρά. Κι είναι διαφορετικό να πεις ότι οι ενέργειες της Τουρκίας είναι καταδικαστέες, είναι ωστόσο ανάγκη να συνεχίσουμε τον διάλογο για να βρούμε ένα πεδίο συνεννόησης, όσο δύσκολο και αν είναι αυτό.

Στο βιβλίο του ο Μπαράκ Ομπάμα έχει ένα συναρπαστικό παράδειγμα για το πώς ακόμα και οι πιο «καταδικασμένες» συνομιλίες μπορεί να οδηγήσουν σε θετικά αποτελέσματα. Αναφέρεται στη συνάντηση της Κοπεγχάγης για το κλίμα όπου μια συμμαχία χωρών με επικεφαλής την Κίνα, η οποία διέθετε αρκετές ψήφους μεταξύ των συμμετεχόντων, είχε καταστρώσει σχέδιο για να οδηγήσει τις διαπραγματεύσεις σε αδιέξοδο. Ήταν τόσο προχωρημένο που οι χώρες αυτές είχαν μαζευτεί σε παρακάμαρα, μυστικά, για να συμφωνήσουν στο δικό τους ανακοινωθέν, στο οποίο βέβαια έριχναν την ευθύνη της αποτυχίας στους καπιταλιστές της Δύσης. Τελικά όμως αναγκάστηκαν να κάνουν πίσω όταν ο ίδιος ο Ομπάμα, απρόσκλητος, αφού τον ενημέρωσαν σχετικά οι μυστικές του υπηρεσίες, μπήκε στο δωμάτιο που είχαν μαζευτεί και, τρόπος του λέγειν, τους ξεμπρόστιασε. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για τη μεγάλη συμφωνία του Κιότο. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι κάθε διαπραγμάτευση μπορεί να καταλήξει σε θετικά αποτελέσματα. Έχει μεγάλη διαφορά όμως να πηγαίνεις αναζητώντας λύση από το να έχεις απλώς στόχο να εκθέσεις τον άλλο.

Προφανώς υπάρχει και η αντίστροφη ανάγνωση. Όπως τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, έτσι και το τι ισχυρίζεσαι ότι είσαι δεν σου δίνει το ελεύθερο. Μπορεί να θεωρείς ότι έχει μετεξελιχθεί σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, σε προοδευτική συμμαχία ή ό,τι γέφυρα θέλεις, θα κριθείς ωστόσο από τις πράξεις σου, όχι τις διακηρύξεις. Έτσι όλοι (;) περιμέναμε ότι μετά την εμπειρία της διακυβέρνησης ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε πράγματι να πλησιάσει τον χώρο της κεντροαριστεράς. Αυτή ήταν ενδεχομένως και η πρόθεση του κ. Τσίπρα. Είναι φανερό ότι στον δρόμο άλλαξε. Ο ΣΥΡΙΖΑ παλινδρομεί στο 2011. Μπορούμε να εντοπίσουμε δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η δημοσκοπική καχεξία στον καιρό της πανδημίας. Σε μια αριστερά που έχει έτσι κι αλλιώς την τάση των εμφύλιων σπαραγμών, η πίεση στην ηγεσία είναι μεγάλη. Μαζί και ο πειρασμός να επιστρέψει στη συνταγή που του χάρισε την εξουσία το 2015. Ο δεύτερος λόγος είναι οι εξεταστικές. Η θυματοποίηση, ιδίως όταν εν μέρει δικαιώνεται από έναν ρεβανσιστικό λόγο μιας πτέρυγας της ΝΔ, είναι επίσης χαρακτηριστικό της αριστεράς. Και στον ΣΥΡΙΖΑ αισθάνονται πολιορκούμενοι από κάθε είδους πραγματικούς και φανταστικούς αντιπάλους. Η αναφορά του κ. Τζανακόπουλου σε «εκκαθαρίσεις» δείχνει πολλά για τον τρόπο σκέψης τους. Αλλά βέβαια, μέρες που είναι, ας είμαστε αισιόδοξοι. Ό,τι ισχύει για τους άλλους ισχύει και για τον ΣΥΡΙΖΑ: δεν υπάρχει κάποια αναλλοίωτη ουσία που ορίζει τη συμπεριφορά του. Όλα μπορεί να αλλάξουν, ιδίως αν ξεστοκάρουν από τη νοοτροπία του 3%.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ