Πολιτικη & Οικονομια

ΗΠΑ:Η τεράστια σημασία του θριάμβου των Δημοκρατικών στη Τζόρτζια

Έλεγχος του Κογκρέσου, αποδυνάμωση της επιρροής Τραμπ και πολλά άλλα

agis_avatar_2.jpg
Άγης Παπαγεωργίου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Τζον Όσοφ (δεξιά) και Ράφαελ Γουόρνοκ, οι δύο Δημοκρατικοί Γερουσιαστές της Τζόρτζια
Τζον Όσοφ και Ράφαελ Γουόρνοκ ©EPA/ERIK S. LESSER

Οι εκλογές για τη Γερουσία των ΗΠΑ στη Τζόρτζια έβγαλαν νικητές τους Δημοκρατικούς Τζον Όσοφ και Ράφαελ Γουόρνοκ και έλυσαν τα χέρια του Τζο Μπάιντεν

Αμερικανικές εκλογές τέλος! Μετά τη νίκη του Τζο Μπάιντεν και των Δημοκρατικών στο Κογκρέσο το Νοέμβριο, οι επαναληπτικές εκλογές της Τζόρτζια έδωσαν επιτέλους νικητές, με τους Τζον Όσοφ και Ράφαελ Γουόρνοκ να στερούν από τους Κέλλυ Λέφλερ και Ντέιβιντ Περντιού τις δύο έδρες που θα διατηρούσαν οριακά τον έλεγχο της Γερουσίας για τους Ρεπουμπλικάνους.

Παρότι οι σοκαριστικές εικόνες από την εισβολή των οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο επισκίασαν την επικαιρότητα, χτες οι Δημοκρατικοί εξασφάλισαν την πολυπόθητη κυβερνητική “trifecta”, κάτι που σημαίνει πως ο Μπάιντεν αποφεύγει πλέον την αναγκαιότητα των συνεχών συμβιβασμών με τους Ρεπουμπλικάνους και τον ηγέτη τους, Μιτς Μακόνελ. Όμως, η ανάκτηση του ελέγχου της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας από τους Δημοκρατικούς δεν οφείλεται μόνο στους ίδιους – ενώ ο δρόμος μπροστά είναι γεμάτος τόσο με ευκαιρίες, όσο και προκλήσεις. 

Ο –οργισμένος– ελέφαντας στο δωμάτιο

Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως ο πιο καθοριστικός παράγοντας των συνολικών αποτελεσμάτων ήταν ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ. Συγκεκριμένα, η ιδιοσυγκρασία και η προσωπικότητα του απερχόμενου Αμερικάνου Προέδρου –οι οποίες αναδείχθηκαν με τον χειρότερο τρόπο τόσο στην ελλιπέστατη αντιμετώπιση της πανδημίας, όσο και μετά την ήττα του, με αποκρουστικότερη έκφραση τα επεισόδια της 6ης Ιανουαρίου– έδωσαν το μομέντουμ στους Δημοκρατικούς ώστε να κερδίσουν τις έδρες μιας νότιας πολιτείας που αποτελούσε παραδοσιακά οχυρό για τους Ρεπουμπλικάνους.

Η εγωπαθής, αυταρχική και εξόφθαλμα αντιθεσμική συμπεριφορά του Τραμπ δίχασε τους Ρεπουμπλικάνους ανάμεσα στους πιστούς του και εκείνους που βρήκαν το θάρρος να αναγνωρίσουν την ήττα και να σεβαστούν τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας, ενώ παράλληλα συσπείρωσε τους Δημοκρατικούς ώστε να καταφέρουν μια ιστορική νίκη και να πάρουν τον έλεγχο της διακυβέρνησης τουλάχιστον μέχρι το 2022, καθώς σε αντίθεση με τις Προεδρικές εκλογές, το Κογκρέσο και η Γερουσία οδηγούνται σε εκλογές κάθε δύο χρόνια – με το 1/3 των εδρών της δεύτερης να κρίνονται κάθε φορά, καθώς η θητεία των Γερουσιαστών είναι επταετής.

Με άλλα λόγια, ο Τραμπ συνέβαλε ώστε οι Δημοκρατικοί να καταφέρουν αυτό που λίγες εβδομάδες πριν έμοιαζε ακατόρθωτο.

Η ήττα δε των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία –άρα και η στέρηση της δυνατότητας να χαράξουν κυβερνητική πολιτική, ή έστω να περιορίσουν σημαντικά εκείνη του Μπάιντεν– σημαίνει πως η προσωπική πρακτική επιρροή του Τραμπ στο κόμμα του ενδέχεται να περιοριστεί. Αν οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν τη δυνατότητα να εμποδίσουν τις επιλογές του Μπάιντεν, τότε ακόμα και χωρίς θεσμικό ρόλο ο Τραμπ θα μπορούσε να φέρεται ως ο Ρεπουμπλικάνος κομματάρχης, από τα tweets του οποίου η Ρεπουμπλικανική Γερουσία θα καθόριζε σε μεγάλο βαθμό τη στάση της.

Τώρα όμως, ακόμα και αν ο Τραμπ παραμείνει στο πολιτικό προσκήνιο και συνεχίσει να συναρπάζει το μισό αμερικανικό εκλογικό σώμα –κάτι που έχει ακόμα πιθανότητες να συμβεί, παρά την κολοσσιαία ευθύνη που τον βαραίνει για τις ανεκδιήγητες εικόνες που έκαναν τον γύρο του κόσμου από την επίθεση του όχλου στο Καπιτώλιο– η ρεαλιστική πολιτική του επιρροή θα περιοριστεί στο ελάχιστο, ακριβώς επειδή οι Ρεπουμπλικάνοι δεν έχουν πλέον καθοριστική πολιτική δύναμη.

ΗΠΑ - Επαναληπτικές εκλογές στην Τζόρτζια
Επαναληπτικές εκλογές στην Τζόρτζια © EPA/ALYSSA POINTER / AJC EDITORIAL USE ONLY, NO SALES EDITORIAL USE ONLY

Οι μετριοπαθείς Ρεπουμπλικάνοι Γερουσιαστές

Το αφήγημα πως η Γερουσία θα μπορούσε να αρνηθεί την επικύρωση της νίκης του Μπάιντεν στο Κολλέγιο των Εκλεκτόρων καταρρίφθηκε πρωτίστως από τον Αντιπρόεδρο του Τραμπ, Μάικ Πενς, ο οποίος ανταποκρίθηκε επάξια στο ύψος των περιστάσεων. Οι πρώτοι Ρεπουμπλικάνοι που εναντιώθηκαν σε αυτό το παραλήρημα ήταν ο –αντίπαλος του Ομπάμα το 2012– Μιτ Ρόμνεϊ, η Σούζαν Κόλινς, ο Μπιλ Κάσιντι και η Λίζα Μουρκόφσκι, επιβεβαιώνοντας την ύπαρξη μιας ομάδας μετριοπαθών Γερουσιαστών, οι οποίοι αντιστέκονται στη λαίλαπα του Τραμπισμού στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα.

Μάλιστα, πριν την ευτυχή για τους Δημοκρατικούς κατάληξη των εκλογών στη Τζόρτζια, η ενδεχόμενη συνεργασία ανάμεσα στους Δημοκρατικούς και την ομάδα των τεσσάρων μετριοπαθών Ρεπουμπλικάνων θεωρούταν ως το μεγαλύτερο πλεονέκτημα που θα είχε ο Μπάιντεν σε μια Γερουσία που θα ελεγχόταν από τους Ρεπουμπλικάνους. Ενδεικτικά, ο ίδιος ο Μιτ Ρόμνεϊ είχε αφήσει να εννοηθεί πως οι τέσσερις τους σκοπεύουν έτσι και αλλιώς να συσκεφτούν ανεξάρτητα από το κόμμα τους σε αρκετές περιπτώσεις.

Παρά τα αποτελέσματα της Τζόρτζια, η παρουσία των τεσσάρων μετριοπαθών Ρεπουμπλικάνων παραμένει εξαιρετικά σημαντική.

Ο Μπάιντεν είναι πλέον σε θέση όχι μόνο να κυβερνήσει σχετικά ανενόχλητος, αλλά και να μπορεί σε αρκετές περιπτώσεις να δώσει στις επιλογές του μια διακομματική διάσταση, αποφορτίζοντας την ένταση ανάμεσα στα κομματικά χαρακώματα που κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια στην Ουάσιγκτον.

Προφανώς, οι μετριοπαθείς Ρεπουμπλικάνοι θα είχαν πολύ μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ απέναντι στον Δημοκρατικό Πρόεδρο αν η Γερουσία ελεγχόταν από το κόμμα τους, όμως ο Μπάιντεν είναι αρκετά έμπειρος ώστε να αναγνωρίσει σε ποιες περιπτώσεις θα αξίζει να συμβιβαστεί ώστε να πετύχει μια διακομματική στήριξη στις επιλογές του· άλλωστε, η πιθανότητα ο έλεγχος της Γερουσίας να περάσει στους Ρεπουμπλικάνους το 2022 δε μπορεί να αποκλειστεί, κάτι που σημαίνει πως οι «εφεδρείες» του στο πρόσωπο των μετριοπαθών Γερουσιαστών της αντιπολίτευσης του ίσως γίνουν απαραίτητες στο μέλλον.

Αντίστοιχα, η παρουσία τους αποτελεί την μεγαλύτερη ευκαιρία για την κεντρώα τάση του κόμματος να διευρυνθεί και να ανακτήσει όσο μπορεί από το χαμένο έδαφος απέναντι στη φανατισμένη και διχαστική προσέγγιση της πτέρυγας του Τραμπ. Το χάος που ακολούθησε τις διαμαρτυρίες των οπαδών του Τραμπ σίγουρα θα ενισχύσει την απήχηση των μετριοπαθών Ρεπουμπλικάνων το αμέσως επόμενο διάστημα.

Η συστηματοποίηση της προοδευτικής υπερβολής

Ο έλεγχος της Γερουσίας από τους Δημοκρατικούς ειρωνικά προστατεύει την κυβέρνηση Μπάιντεν από τους εσωκομματικούς της αντιπάλους. Το «προοδευτικό» και πολιτικά ορθό ρεύμα των Δημοκρατικών κάνει περισσότερη φασαρία από ποτέ εδώ και μερικά χρόνια, κάτι που έφερε τον Μπάιντεν σε αρκετά δύσκολη θέση πολλές φορές στην προεκλογική κούρσα.

Με μπροστάρισσα τη Βουλευτή από τη Νέα Υόρκη, Αλεξάντα Οκάζιο Κορτέζ, οι προοδευτικοί Δημοκρατικοί ασκούν συστηματική εσωτερική αντιπολίτευση· προφανώς, ο εσωτερικός διάλογος –ή ακόμα και οι εσωτερικές συγκρούσεις– σε οποιοδήποτε κόμμα αποτελεί δείγμα υγείας, όμως η προοδευτική φυγόκεντρος δύναμη εξελίσσεται σε πρόβλημα, κυρίως λόγω της υπερβολής της, αποδυναμώνοντας το μετριοπαθές προφίλ της επερχόμενης κυβέρνησης και ταΐζοντας την υπερσυντηρητική πτέρυγα των Ρεπουμπλικάνων με αφορμές να κηρύξουν τον ιδεολογικό πόλεμο απέναντι στον «αντιαμερικανισμό» των Δημοκρατικών. 

Ενδεικτικά, πριν λίγες μέρες ο βουλευτής Εμμάνουελ Κλίβερ έκλεισε την προσευχή του σώματος με τη φράση “amen and awomen”. Πραγματικά, είναι δύσκολο να χωρέσει τόση ανοησία σε μια λέξη· και όμως, παρότι δεν υπάρχει καμία απολύτως θρησκευτική, ιστορική και γλωσσολογική δικαιολογία για το εξωφρενικό “awomen” ο Κλίβερ απάντησε στους επικριτές του πως είναι προσκολλημένοι στον εγωισμό και τις προκαταλήψεις τους. Τόσο η μνημειώδης γελοιότητα της λέξης, όσο και η αντίδρασή του στη δικαιολογημένη κριτική που του ασκήθηκε είναι ενδεικτικές των ακροβασιών της αριστερής πτέρυγας των Δημοκρατικών, με την οποία ο Μπάιντεν θα πρέπει να συνεργαστεί ώστε να κρατήσει το κόμμα ενωμένο.

Ευτυχώς για τον ίδιο, οι προοδευτικοί Δημοκρατικοί Γερουσιαστές Ελίζαμπεθ Γουόρεν και Μπέρνι Σάντερς δεν επιδεικνύουν τον φανατισμό των νεότερων συναδέλφων τους στο Κογκρέσο, όμως αν οι Ρεπουμπλικάνοι κρατούσαν τη Γερουσία, τότε αυτομάτως ο θόρυβος που θα έκαναν οι προοδευτικοί της Αλεξάντρα Οκάζιο Κορτέζ στο Κογκρέσο θα ήταν πολύ μεγαλύτερος – και προβληματικός για τον Λευκό Οίκο.

Τα κρίσιμα πρώτα δύο χρόνια, η ευθύνη και η ευκαιρία

Με φόντο τις εκλογές του 2022, αν η Βουλή των Αντιπροσώπων δείχνει σε γενικές γραμμές κάπως πιο ασφαλής για τους Δημοκρατικούς, δεν ισχύει το ίδιο για τη Γερουσία όπου οι πλειοψηφία είναι οριακή, κάτι που σημαίνει πως πολύ σύντομα ο Μπάιντεν μπορεί να βρεθεί στη θέση που μόλις απέφυγε σήμερα.

Άρα, η Κυβέρνησή του έχει μπροστά της μόλις δύο χρόνια εξασφαλισμένης «αυτοδυναμίας» ώστε να νομοθετήσει σχετικά με σειρά χρόνιων ζητημάτων στις ΗΠΑ, όπως η υγειονομική περίθαλψη, ο περιορισμός της οπλοκατοχής, τα κοινωνικά δικαιώματα και η μετανάστευση, προσδοκώντας πως θα κρατήσει των έλεγχο και των δύο σωμάτων και μετά το 2022, χωρίς όμως να έχει απολύτως καμία διασφάλιση πως αυτό θα συμβεί.

Ο Μπάιντεν έχει εμπειρία του τι σημαίνει η απώλεια του ελέγχου σε Κογκρέσο ή Γερουσία ως αντιπρόεδρος του Ομπάμα. Από τη στιγμή που οι Ρεπουμπλικάνοι ανέκτησαν τον έλεγχο της νομοθετικής εξουσίας, ο Ομπάμα αντιμετώπισε συστηματική –και συχνά, απροκάλυπτα εχθρική– αντιπολίτευση, κάτι που του στέρησε τη δυνατότητα να προχωρήσει σε βαθύτερες τομές από όσες είχε ήδη πετύχει.

Σήμερα όμως, ο έλεγχος της νομοθετικής εξουσίας από τους Δημοκρατικούς, αλλά και η δεδομένη πρόθεση του Μπάιντεν να κάνει μόνο μία θητεία λόγω της ηλικίας του, παρέχουν ουσιαστικά στον 46ο Πρόεδρο των ΗΠΑ τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί την υπεροχή των Δημοκρατικών χωρίς να σκέφτεται την επόμενη προεκλογική κούρσα για τις Προεδρικές εκλογές του 2024.

Έτσι, ο Μπάιντεν ενδεχομένως να αποτελέσει έναν από τους πιο καθοριστικούς και επιδραστικούς Προέδρους των τελευταίων ετών, ακόμα και αν θα είναι ο γηραιότερος ανάμεσα τους ή αν θα κυβερνήσει για μόλις τέσσερα χρόνια – και αυτό ακριβώς επειδή η Τζόρτζια έδωσε τον έλεγχο της Γερουσίας στους Δημοκρατικούς. 

Αντίστοιχα όμως, το αποτέλεσμα αποτελεί και την ιδανική αφορμή για τους Ρεπουμπλικάνους ώστε να απαγκιστρωθούν από τον έλεγχο του Τραμπ και να επαναπροσδιορίσουν ποιος είναι ο ιδεολογικός –αλλά και ο πολιτισμικός– άξονάς τους. Αν για στο πρώτο μισό της θητείας του Μπάιντεν οι Δημοκρατικοί θα αναλάβουν ολοκληρωτικά την ευθύνη της διακυβέρνησης στον πιο διχασμένο πολιτικό χρόνο στην ιστορία των ΗΠΑ, οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν πλέον την τεράστια ευκαιρία ναμετατρέψουν τις αλλεπάλληλες πρόσφατες –και οριακές– ήττες τους σε νίκη, αφήνοντας την εποχή Τραμπ πίσω τους. Δύσκολο, όμως πλέον πολύ πιο πιθανό.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ