Πολιτικη & Οικονομια

Γιατί οι συστάσεις πρέπει να είναι «ισχυρές» για να εισακούονται;

Η μακρά εμπειρία της εξοικείωσης και της κατανάλωσης δραματοποιημένων λόγων ίσως είναι μία από τις αιτίες

32014-72458.jpg
A.V. Guest
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
© EUROKINISSI / ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΙΣΙΝΑΣ
Στιγμιότυπο από παραλία της Γλυφάδας την Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020, © EUROKINISSI / ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΙΣΙΝΑΣ

Κορωνοϊός: Η γλωσσολόγος Νικολέττα Τσιτσανούδη – Μαλλίδη εξηγεί γιατί οι συστάσεις πρέπει να είναι «ισχυρές» για να ληφθούν σοβαρά υπόψη.

Γράφει η Νικολέττα Τσιτσανούδη – Μαλλίδη *


«Ισχυρές» συστάσεις, «δραματικές» εκκλήσεις, «αυστηρές» οδηγίες… Η άμεση κατανόηση και συμμόρφωση σε οδηγίες που αφορούν στη ρύθμιση της συμπεριφοράς σε μία πρωτοφανή συνθήκη κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε σε σχέση με την πανδημία του κορωνοϊού, συνδέεται ασφαλώς με το μέγεθος της ατομικής ευθύνης και σοβαρότητας του κάθε πολίτη. Θα μπορούσε να συσχετιστεί όμως και με άλλες παραμέτρους ή και εμπειρίες των παραληπτών κάθε κοινωνικού και δημόσιου λόγου. Μία από αυτές αφορά στη μακρά εμπειρία της εξοικείωσης και της κατανάλωσης δραματοποιημένων λόγων, που έχουν συγκροτηθεί από στοιχεία υπερβολής και μεγαληγορίας. Βεβαίως στην προκείμενη περίπτωση, δεν μιλάμε ούτε για υπερβολή, ούτε για μεγαληγορία, καθώς η δοκιμασία την οποία καλούμαστε μαζικά να αντιμετωπίσουμε είναι από μόνη της υπερβολική, και η όποια στάση ανυπακοής, απάθειας, απείθειας ή και αντιδραστικότητας δεν μπορεί να είναι η ενδεικνυόμενη.

Αυτό που παρατηρήσαμε το τελευταίο διάστημα είναι ότι οι λέξεις ή κάποιες λέξεις και φράσεις δεν είχαν την απήχηση και την επίδραση που κανείς θα ανέμενε. Ίσως επειδή είχαν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν, με άλλες βέβαια αφορμές, αλλά με ένταση και μεγάλη συχνότητα, είναι μία πρώτη ανάγνωση, μία πιθανή σκέψη. Ή γιατί έρχονται σε συνέχεια εκφράσεων με μορφικά στοιχεία πληθωρισμού, όπως είναι οι ρητορικές επαναλήψεις, το στοιχείο της υπερβολής, η συστηματική χρήση των κλισέ κ.ά. Για παράδειγμα η λέξη «σοκ» χρησιμοποιήθηκε επί πολλά έτη στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο χωρίς να δικαιολογούνταν πάντα μία τόσο συχνή χρήση. Και εάν για κάποιο διάστημα προκαλούσε φόβο ή τρόμο, στη συνέχεια η υπερ – χρήση της οδηγούσε μοιραία σε μια εξασθένηση της σημασίας, και επακόλουθα σε μία υποχώρηση των αρχικών αντανακλαστικών από την πλευρά των αναγνωστών/ακροατών.

Μια πληθωρική γλώσσα μπορεί να συνδέεται με την πρόκληση νοηματικών ασαφειών ή και σύγχυσης. Δεν ήταν (και δεν είναι) λίγες οι φορές που στον δημόσιο λόγο χρησιμοποιήθηκαν πολύ «ισχυρές» λέξεις και φράσεις που επεδίωκαν τη συγκινησιακή φόρτιση ή και τον εντυπωσιασμό. Η υπέρμετρη χρήση και η δραματοποίηση ωστόσο οδήγησε σε ένα ξεθώριασμα, ένα αδυνάτισμα των σημασιών ή ακόμη και σε διαστρέβλωση γεγονότων. Αναγνώστες, ακροατές και τηλεθεατές έχουν βρεθεί αρκετές φορές παγιδευμένοι σε μία κατ’ επίφαση επικοινωνία, λόγω ακριβώς της καταστροφής που επέφερε στην πολικότητα της επικοινωνίας αυτής καθαυτής, η κυριαρχία των πομπών. Επιπλέον, δεν ήταν λίγες οι δημόσιες παρεμβάσεις, σε χρονικές περιόδους όπως λ.χ. με την επιβολή των μνημονίων, που μεταφέρονταν με μία «γλώσσα του φόβου». Ο φυσικός φόβος και ο φόβος της εξουσίας, απλωμένοι στη δημόσια σφαίρα, λειτούργησαν κατά περιόδους ως μεταφορικός ιμάντας αποδόμησης της κοινωνικής συνοχής, καθώς η δραματοποίηση των γεγονότων ενεργοποίησε ανασφάλειες των ανθρώπων, με αποτέλεσμα να καλλιεργείται αντί της συλλογικής συνείδησης ο άκρατος ατομικισμός, σύμφωνα με τον αείμνηστο καθηγητή της Νομικής Σχολής Ζ. Παπαδημητρίου.

Σε κάθε περίπτωση ο εγκλωβισμός σε δραματοποιημένους λόγους στον οποίο πιθανόν μία μερίδα των ακροατών και ως μέλη πολυειδών ακροατηρίων έχει συνηθίσει, ίσως να συνετέλεσε στο να μη ληφθούν τόσο σοβαρά υπόψη οι πρόσφατες και τρέχουσες οδηγίες των επιβεβλημένων μέτρων προστασίας από τον κορωνοϊό. Σχήματα του υπερθετικού βαθμού, εκκωφαντικές λεκτικές φόρμες και συναγερμικές περιγραφές μπορεί να σημαίνουν για μερικούς έναν γνώριμο, αποδεκτό και συνήθη κώδικα επικοινωνίας, τον οποίο υπάρχει ο κίνδυνος να προσπεράσουν, λόγω κορεσμού από το παρελθόν.

Εν τέλει, αποπειρώμαι να κατανοήσω το γιατί τα κείμενα των οδηγιών δεν είχαν τον άμεσο αντίκτυπο που θα αναμενόταν, από την πρώτη κιόλας ημέρα των ανακοινώσεων των συστάσεων και των απαγορευτικών μέτρων. Ίσως είχε να κάνει με το μεσογειακό μας ταμπεραμέντο, ίσως με την ιδιοσυγκρασία, την κουλτούρα του καθένα μας, τη σχέση με την έννοια της εξουσίας και της ηγεσίας ή και με πολλούς άλλους λόγους.

Αναρωτιέμαι εάν θα έπρεπε να αναζητήσουμε τις χαμένες δυνάμεις και περιεχόμενα των λέξεων ή να τακτοποιήσουμε από την αρχή τις τρέχουσες σημασίες τους. Θεωρώ πάντως ότι σε εποχές μεγάλων δυσκολιών, οι λέξεις ως κεντρικά εργαλεία επικοινωνίας δεν θα πρέπει να χάνουν τα συμπεφωνημένα στην κοινότητα σημασιολογικά τους φορτία. Απεναντίας πρέπει να λειτουργούν ως ασφαλή οχήματα συνεννόησης μεταξύ των μελών της ομάδας, που στα πολύ δύσκολα δεν μπορούν παρά να «συνομιλούν» σε μία γλώσσα που όλοι θα καταλαβαίνουν.

* H N. Τσιτσανούδη – Μαλλίδη είναι αναπληρώτρια Καθηγήτρια Γλωσσολογίας και Ελληνικής Γλώσσας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και συγγραφέας του βιβλίου «Ο δημοσιογραφικός λόγος από τη μεταπολίτευση έως τα "μνημόνια"».

tsitsanoydi.jpg

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ