Life in Athens

Ένας από τους τελευταίους λούστρους της Αθήνας

Ο Σάκης Βογιατζής μιλά για την καθημερινότητά του ως λουστραδόρος στη Βουκουρεστίου

123648844_3742119349154412_1469692113229505605_n1.jpg
Κατερίνα Καμπόσου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο κύριος Σάκης Βογιατζής μιλά για την καθημερινότητά του ως λουστραδόρος στη Βουκουρεστίου
© Θανάσης Καρατζάς

Η ιστορία του Σάκη Βογιατζή, ενός από τους τελευταίους λουστραδόρους που έχουν απομείνει στην Αθήνα.

Τον βρίσκεις στη γωνία της Βουκουρεστίου. Αν περπατάς από την πλευρά της Πανεπιστημίου στο διάστημα 09.00-17.00, μέσα στο ωράριο των εργαζομένων στα γύρω γραφεία δηλαδή, τον έχεις πετύχει. Αν απλώς  τον έχεις προσπεράσει χωρίς να τον προσέξεις -που εδώ που τα λέμε είναι λογικό γιατί συνήθως όσοι διασχίζουμε την Πανεπιστημίου είμαστε βιαστικοί και γιατί ο ίδιος είναι μια πολύ διακριτική παρουσία- είναι άλλο θέμα. Ο κύριος Σάκης Βογιατζής όμως, για πάνω από 13 χρόνια στήνει κάθε πρωί στο ίδιο σημείο το σκαμπό και το κασελάκι του με τα βερνίκια και τις βούρτσες για το γυάλισμα των παπουτσιών. Μια ρουτίνα βγαλμένη κατευθείαν από το 1950 και που με την πάροδο των δεκαετιών εξαφανίστηκε από την Αθήνα. Ωστόσο, πώς είναι να λουστράρεις τα σκαρπίνια των περαστικών το 2021; «Η ζωή είναι ωραία και οι πελάτες λίγοι και καλοί» λέει ο κύριος Σάκης καθώς ο πρώτος της μέρας πλησιάζει για να απλώσει το πόδι του στην μπρούτζινη βάση.

Ο κύριος Σάκης Βογιατζής μιλά για την καθημερινότητά του ως λουστραδόρος στη Βουκουρεστίου
© Θανάσης Καρατζάς

Η τέχνη του λούστρου

«Η δουλειά ξεκίνησε από τον προπάππου μου. Το συνέχισε ο παππούς  και μετά δίπλα σε αυτόν και τον πατέρα μου έμαθα κι εγώ από μικρό παιδί, και κράτησα το ίδιο κασελάκι. Ο παππούς ήταν ο πιο μερακλής απ’ όλους. Έπιανε μια κλωστούλα και μια βελονίτσα και ξαναμάζευε το παπούτσι κομμάτι-κομμάτι σαν μην είχε πάθει ποτέ τίποτα. Μακάρι να υπήρχαν και τώρα μερακλήδες -κι όχι «αρπακολατζίδες» να τους μάθαινα τη δουλειά. Τη δουλειά μου τη βλέπω σαν τέχνη, παλιά και παραδοσιακή. Έχω κάθε μέρα τη διάθεση να φτιάξω το παπούτσι του άλλου όσο μπορώ καλύτερα. Όλα από το μεράκι ξεκινάνε, αν το έχεις και στον ουρανό ακόμα ανεβαίνεις.

atk_7152.jpg
© Θανάσης Καρατζάς

Όταν φέρει το πόδι του ο πελάτης κοιτάζω να κάνω τα πάντα που περνάνε από το χέρι μου. Θα το περιεργαστώ το παπούτσι και θα τον ενημερώσω κιόλας αν έχει κάτι που χρήζει τσαγκάρη. Διπλώνω το μπατζάκι του πελάτη προσεκτικά και βάζω προστατευτικά στα πλάγια για να μην λερωθεί η κάλτσα. Ξεσκονίζω με βουρτσάκι το παπούτσι -έχω δεκάδες διαφορετικές βούρτσες για κάθε δουλειά- βάζω το σαμπουάν του για να το καθαρίσω από τη βρωμιά. Βάζω μπογιά με το κατάλληλο χρώμα για να ζωντανέψει, μετά κρέμα που θρέφει το δέρμα, και κερί που το αδιαβροχοποιεί και το αναζωογονεί. Θα το σκουπίσω με πανί, θα κάνω νόημα να αλλάξει πόδι και στο τέλος θα πιάσω πάλι τη βούρτσα για να δώσω το τελικό γυάλισμα. Η διαδικασία περιλαμβάνει και άλλα πράγματα που δεν τα λέω τώρα αλλά όλο αυτό πρέπει να γίνει πολύ σβέλτα για να απασχολήσει μόλις λίγα λεπτά απ’ τον χρόνο του πελάτη».

Ο κύριος Σάκης Βογιατζής μιλά για την καθημερινότητά του ως λουστραδόρος στη Βουκουρεστίου
© Θανάσης Καρατζάς

Το πόστο στη Βουκουρεστίου

«Το πόστο μου είναι πάνω στο καλύτερο πέρασμα της Αθήνας. Δεν θα το άλλαζα ποτέ. Μεγαλωμένος όλη μου τη ζωή στα Κάτω Πετράλωνα, ούτε την Αθήνα θα άλλαζα για καμία πόλη. Κρατιέμαι χάρη στους σταθερούς μου πελάτες. Οι πελάτες μου είναι οι σκαρπινάτοι της περιοχής που το μαύρο δερμάτινο ή καφέ παπούτσι πρέπει πάντα να είναι λουστραρισμένο και να δείχνει στο μάτι. Δικηγόροι, υπάλληλοι στα υπουργεία, πανεπιστημιακοί, πολιτικοί, όπως ο Λοβέρδος ή ο Μαυρομάτης και άλλοι πολλοί. Ο αριθμός των πελατών βέβαια εξαρτάται από τη μέρα. Έχει τύχει να κάνω πέντε ζευγάρια όλα κι όλα μέσα στην μέρα, έχει τύχει να κάνω και πενήντα όμως. Έχω φύγει και εντελώς άφραγκος ή με 5 ευρώ όλα κι όλα, έχω φύγει και με 200 ευρώ.

Ο κύριος Σάκης Βογιατζής μιλά για την καθημερινότητά του ως λουστραδόρος στη Βουκουρεστίου
© Θανάσης Καρατζάς

Σπούδασα στο μεγαλύτερο πανεπιστήμιο, το πεζοδρόμιο. Σαν άτομο δεν έχω καμία σχέση με την πρώτη φορά που έστησα μόνος σε αυτό το σημείο. Κάθε ημέρα στον δρόμο, όμως, την έβλεπα σαν μια νέα εμπειρία. Στο πρόγραμμα είναι και οι καθημερινές στενάχωρες εικόνες αστέγων και τοξικομανών. Με τα άσχημα που συμβαίνουν καμιά φορά στον δρόμο δεν ανακατεύομαι, κοιτάζω πώς θα βγει το ψωμί μου καλύτερα για να το πάω στην οικογένειά μου και, ακόμα και αν με κοιτάξει κάποιος υποτιμητικά, εγώ θα τον κοιτάξω με περηφάνια γι’ αυτό που κάνω. Καλή καρδιά κι έχει ο Θεός.»

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ