Life in Athens

Τρεις ξένοι από το Παγκράτι

Αιθιοπία, Μπαγκλαντές, Πακιστάν, απ’ όπου κι αν έφτασαν, διάλεξαν αυτή τη γειτονιά για να ανοίξουν τα δικά τους μαγαζιά και να μείνουν

123648844_3742119349154412_1469692113229505605_n1.jpg
Κατερίνα Καμπόσου
ΤΕΥΧΟΣ 760
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ιστορίες μεταναστών επιχειρηματιών
© Πέτρος Νικολίνταης

Τρεις μετανάστες από Αιθιοπία, Μπαγκλαντές και Πακιστάν μιλoύν στην Αthens Voice για τη ζωή τους και τις επιχειρήσεις τους στο Παγκράτι

Τι σημαίνει να είσαι μετανάστης και να διατηρείς οικογενειακή επιχείρηση στην εποχή του covid-19 σε μια περιοχή της Αθήνας, το Παγκράτι, που παραδοσιακά τα συνοικιακά καταστήματα ανήκουν σε παλιούς Αθηναίους; Με το πέρασμα του χρόνου κάθε γειτονιά αποκτά νέα δυναμική, καινούριες επιχειρήσεις προστίθενται στις υπάρχουσες, διαφορετικά πρόσωπα περιμένουν πίσω απ’ τις βιτρίνες. Κάποια από αυτά έχουν να διηγηθούν ιστορίες από μια πολύ μακρινή ζωή. Συναντήσαμε την Άμπι, τον Αζάμ, τον Νόμπι-νουρ, να δίνουν τις μικρές τους καθημερινές μάχες. Μπήκαμε στο μαγαζί τους και μας διηγήθηκαν ο καθένας το δικό του μακρινό και εξωτικό ταξίδι.

Ιστορίες μεταναστών επιχειρηματιών
© Πέτρος Νικολίνταης

Αzam Khan Muhammad

Εδώδιμα και εξωτικά

Ο Αζάμ από το Πακιστάν είναι ο πατέρας του Ίαν και ο καλύτερός του φίλος ταυτόχρονα. Τον παίρνει στη δουλειά και του λέει ανέκδοτα στα αγγλικά, αφού αυτή είναι η γλώσσα που συνεννοούνται με τη φιλιππινέζα σύζυγο. Πριν ανοίξει κατάστημα με ασιατικά προϊόντα, σπούδαζε λογιστική στα ΤΕΙ Μεσολογγίου.

Ήρθα στην Ελλάδα στα 17 μου να βρω τον αδερφό μου που είχε εγκατασταθεί ήδη εδώ. Δεν αλλάξαμε χώρα απλά για να έχουμε ένα πιάτο φαΐ, θέλαμε να πετύχουμε κάτι παραπάνω. Το πρώτο πράγμα που έκανα όταν έφτασα ήταν να γραφτώ στη Φιλοσοφική για να μάθω τη γλώσσα. Όταν πήρα την πιστοποίηση αποφάσισα να δώσω πανελλαδικές για να μπω σε κάποιο τμήμα μηχανικών. Τελικά πέρασα λογιστική στα ΤΕΙ Μεσολογγίου. Εκεί δεν υπήρχε η δυνατότητα να νοικιάζω σπίτι για να πηγαίνω κάθε μέρα στη σχολή και τα παράτησα.

Μένω στο Παγκράτι κι έχω το μαγαζί μου εδώ και 10 χρόνια. Τότε ήμουν ο μόνος εδώ με τέτοιο κατάστημα και άνοιξα τη χειρότερη εποχή, μέσα στην κρίση. Ήθελα να κάνω τη δική μου δουλειά, να μην είμαι υπάλληλος. Δεν μου άρεσε να το κάνω στο κέντρο, εκεί γίνονται φασαρίες.

Γνώρισα τη γυναίκα μου, όταν ήρθε στο μαγαζί ως πελάτισσα. Ερωτευτήκαμε, παντρευτήκαμε και κάναμε τον Ίαν, που είναι τριών. Είναι Φιλιππινέζα, δεν μιλάει τα ελληνικά ούτε τα πακιστανικά, γι’ αυτό μιλάμε αγγλικά μεταξύ μας. Ο Ίαν με αγγλικά μεγαλώνει. Έχουμε διαφορετικό Θεό αλλά δεν μας πειράζει.

Επισκέπτομαι το Πακιστάν κάθε 2 χρόνια – η σύζυγος δεν πάει στη χώρα της γιατί έχει μπερδέματα με τα χαρτιά. Δεν θέλω να γυρίσω όμως στο Πακιστάν, η Ελλάδα μού ταίριαξε από την πρώτη στιγμή. Η ζωή πίσω στη Σιαλκόμα, μια πόλη εργατών σε μεγάλα εργοστάσια, είναι πολύ διαφορετική. Συναντάς τα δύο άκρα, πολύ πλούσιους ή πολύ φτωχούς. Οι οικογένειες είναι υπερβολικά δεμένες, μένουν σε ένα μεγάλο σπίτι γονείς με παππούδες, θείους και ξαδέρφια, όλοι μαζί. Όπως έμεναν κάποτε εδώ στα χωριά. Αυτό το κάνουν για να μοιράζονται τα έξοδα, εδώ όμως ένα μόνο παιδί να έχεις και είναι δύσκολο οικονομικά να το μεγαλώσεις. Δεν ξέρω τι θα έκανα με τον Ίαν αν δεν είχα το μαγαζί γιατί η γυναίκα μου δεν έχει σταθερή δουλειά. Τρέχουμε με τα χαρτιά για να πάρουμε μια βοήθεια από το κράτος, που χρειαζόμαστε.

Ρατσιστικά περιστατικά μου έχουν τύχει αλλά λίγα. Αν δεν δίνεις σημασία δεν υπάρχει πρόβλημα. Αν κάτσεις να απαντήσεις δημιουργείται φασαρία. Εγώ δεν ασχολούμαι. Κάποιος μπορεί να σκεφτεί αρνητικά για εμένα επειδή είμαι ξένος και έχω δικό μου μαγαζί, αλλά αυτό μπορούν να το πουν και στο Πακιστάν για κάποιον. Ο ρατσισμός μπορεί να τύχει παντού, απ’ όπου και να είσαι.

Ιστορίες μεταναστών επιχειρηματιών
© Πέτρος Νικολίνταης

Abbie Erpaye

Από το ελληνικό κλαμπ του Ολυμπιακού της Αντίς Αμπέμπα, στο κομμωτήριο του Παγκρατίου

Η Άμπι στην εφηβεία σύχναζε στο ελληνικό κλαμπ του Ολυμπιακού της Αντίς Αμπέμπα. Πλέον διατηρεί κομμωτήριο και μένει με τον αδερφό της, που έχει κινητικά προβλήματα, στον κεντρικότερο δρόμο του Παγκρατίου. Όταν δεν δουλεύει δοκιμάζει τα μπαχάρια που φέρνει από την Αφρική και πλέκει κοτσίδες σε φίλες.

Είχα την τύχη να γεννηθώ σε πόλη, στην Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας, που είναι στη μόδα τώρα για τους καφέδες. Στην Αθήνα ήρθα πριν 32 χρόνια για πολιτικούς λόγους και συγκεκριμένα επειδή είχαμε δικτατορία. Προσπάθησα πρώτα να πάω στην Αμερική αλλά δεν γινόταν κι έτσι ταξίδεψα ως εδώ μόνη με μια διεύθυνση στα χέρια, να βρω κάτι  Έλληνες γνωστούς μου από την Αντίς Αμπέμπα που θα με φιλοξενούσαν. Δεν ζουν πλέον. Μετά παντρεύτηκα Έλληνα και έκανα την Μπέτυ, ώσπου το 2002 άνοιξα το μαγαζί μου. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν να το ανοίξω κι όχι να το συντηρήσω. Προσπαθούσα κάθε χρόνο μέχρι το 1998, που με τον νόμο Σημίτη βγήκαν οι άδειες για εμάς. Μέχρι τότε έκανα διάφορες δουλειές, περισσότερο ως οικιακή βοηθός.

Στη χώρα μου έχει πολλούς Έλληνες. Είχα κάνει φίλους από το ελληνικό σχολείο που οι δικοί τους ήταν έμποροι και συχνάζαμε στο κλαμπ φίλων του Ολυμπιακού της πόλης. Οι πιο ωραίες αναμνήσεις μου ήταν από τη σχολική ζωή. Φτώχεια αλλά ξεγνοιασιά. Από μικρά –ακόμα πριν ξεκινήσουμε το σχολείο– μαθαίναμε να κάνουμε κοτσίδες και να πλέκουμε σχέδια στα μαλλιά. Μπορώ να σου κάνω πλεξούδα σε δευτερόλεπτα. Γι’ αυτό όταν ήρθα στην Ελλάδα γράφτηκα σε σχολή κομμωτικής. Πάντα θα μου λείπει η πατρίδα μου και οι συγγενείς μου, οι διαφορές όμως της Αντίς Αμπέμπα με την Ελλάδα δεν είναι πολλές. Εμείς για παράδειγμα είμαστε  χριστιανοί, από μια πολύ δεμένη οικογένεια σαν τις ελληνικές. Γιορτάζαμε την Παναγιά, νηστεύαμε για τη Σαρακοστή… Στην Αφρική ταξιδεύω κάθε χρόνο για να δω τους συγγενείς μου.

Το Παγκράτι το λατρεύω. Εδώ μεγαλώνω. Μένω σε έναν απ’ τους πιο κεντρικούς δρόμους τα τελευταία 7 χρόνια παρέα με τον αδερφό μου, που ήρθε στην Αθήνα αλλά έπαθε εγκεφαλικό, και χρειάζεται βοήθεια. Ακούω τους σπουδαστές που κάνουν βόλτες στο δρόμο και εύχονται να βρουν ένα σπίτι ακριβώς εδώ. Τότε που ήρθα εγώ, όμως, τα ενοίκια δεν ήταν τόσο ακριβά.

Ιστορίες μεταναστών επιχειρηματιών
© Πέτρος Νικολίνταης

Nobi M. Nur

O ράφτης του Μπαγκλαντές

Ο Νόμπι Νουρ ήξερε ότι θα γίνει ράφτης από τότε που άκουγε για τους αρχαιοελληνικούς χιτώνες στα μαθήματα ιστορίας του σχολείου. Τον γνωρίσαμε την ώρα που έκανε βίντεο κλίση μέσω skype με τα παιδιά και τη γυναίκα του που βρίσκονται πίσω στο Μπαγκλαντές.

Είμαι στην Αθήνα γύρω στα 20 χρόνια και ήρθα εδώ από το Noakhali του Μπαγκλαντές για να βρω δουλειά. Για την Ελλάδα μάς έλεγαν από το σχολείο, μαθαίναμε για τον Σωκράτη στα μαθήματα ιστορίας, για την Ακρόπολη και τα αρχαία. Έτσι μου άρεσε η χώρα πριν τη δω. Μας έλεγαν και ότι τα πρώτα ενδύματα του ανθρώπου, τους χιτώνες, τους εμπνεύστηκαν οι αρχαίοι Έλληνες κι επειδή ήμουν ράφτης σκέφτηκα ότι είναι ακόμα ένας λόγος να έρθω εδώ, παρόλο που μπορούσα να πάω και στην Ιταλία ή την Τουρκία. Όταν έφτασα, κατευθείαν άρχισα να δουλεύω ως ράφτης σε βιοτεχνίες μέχρι να ανοίξω το μαγαζί μου το 2014 στο Παγκράτι.

Έρχομαι κάθε πρωί με το λεωφορείο από την Αχαρνών. Στη γειτονιά μου, στη Βικτώρια, μένουμε όλοι οι φίλοι κοντά αλλά εδώ είναι πιο οικογενειακά, με έχουν αγκαλιάσει.

Ο κορωνοϊός με τρομάζει. Πέρσι τέτοια εποχή είχα κόσμο μέσα στο μαγαζί που μου ζητούσε κόντεμα, φάρδεμα ή στένεμα των ρούχων του και τώρα τίποτα. Τα έξοδα του μαγαζιού βγαίνουν με το ζόρι. Στην πατρίδα μου η κατάσταση στα νοσοκομεία είναι πολύ κακή και τα κρούσματα περισσότερα από ό,τι εδώ.

Εκεί έχω τη γυναίκα μου και τα τέσσερα παιδιά μου –τρεις κόρες και έναν γιo– που μιλάμε όλη μέρα από το skype ή what’s up. Ήθελα να κάνω παραπάνω παιδιά. Κανονικά τους επισκέπτομαι κάθε 1-2 χρόνια αλλά φέτος δεν θα τα καταφέρω γιατί δεν υπάρχουν χρήματα. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ