Life in Athens

Η ευτυχία να περπατάς καλοκαίρι στην πόλη: Από το Πεδίον του Άρεως στη Φωκίωνος Νέγρη

Εκεί που υπάρχει χώρος άπλετος για περπάτημα και κουβέντα χωρίς σκοπό ή για σιωπή

42352-95226.jpg
Κωνσταντίνος Ματσούκας
ΤΕΥΧΟΣ 876
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Από το Πεδίον του Άρεως στη Φωκίωνος Νέγρη: Η προσωπική διαδρομή του Κωνσταντίνου Ματσούκα

Από το Πεδίον του Άρεως στη Φωκίωνος Νέγρη: Η προσωπική διαδρομή του Κωνσταντίνου Ματσούκα 

Στην Ασία, μια οικογένεια που καταφθάνει σε μια σχεδόν άδεια παραλία, θα πάει να καθίσει ακριβώς δίπλα σε όποιον είναι ήδη εκεί. Το  έχω δει στο Μπαλί, στην Ταϊλάνδη, στη Σιγκαπούρη κι εντυπωσιάστηκα διότι πίστευα, αφελώς, πως η προτίμηση για όσο το δυνατόν περισσότερο άδειο (από ανθρώπους) χώρο, είναι οικουμενική. Να, λοιπόν, που όχι. Και αυτό, χρωματίζεται από την κουλτούρα.

Το γεγονός, πάντως, δεν αλλάζει: η αδειοσύνη της πόλης είναι ο λόγος που αγαπώ τις Κυριακές, τις αργίες κάθε τύπου και τον Αύγουστο. Τότε ο συλλογικός κραδασμός καταλαγιάζει, τα πλήθη αραιώνουν, πέφτουν οι ταχύτητες. Δεν χρειάζεται να φέρεις κάτι σε πέρας, άρα μπορείς αυτό που λέμε «να χαζεύεις»! Τις προάλλες, μια φίλη, που η όρασή της σιγά σιγά την εγκαταλείπει, αναπολούσε την απόλαυση του να αφήνεις το βλέμμα σου να πεταρίζει απ’ το ένα πράγμα στο άλλο, να το περιεργάζεσαι για λίγο και να το αφήνεις για το επόμενο, χωρίς συγκεκριμένες βλέψεις ή προσδοκίες. Αποκάλεσε «πολυτέλεια» αυτή τη δυνατότητα να δεξιώνεσαι τα πράγματα χωρίς αξιολόγηση, να τα δέχεσαι ως έχουν, χωρίς να κάνεις τίποτα δικό σου.

Γι’ αυτό αγαπώ τόσο και το Πεδίον του Άρεως, επειδή ευνοεί αυτήν ακριβώς την προνομιούχα ματιά. Υπάρχει χώρος άπλετος για περπάτημα και κουβέντα χωρίς σκοπό ή για σιωπή. Επιπλέον, μια και όλα όσα αντικρίζεις είναι οργανικά –σε αντίθεση, ας πούμε, με το να χαζεύεις τις βιτρίνες στα μαγαζιά–, η θέαση γίνεται μαζί κι ενός είδους συζήτηση.

Ετούτο τον παράξενα νεφοσκεπή Ιούνη που διανύουμε, στα διαστήματα που ο ήλιος εντείνεται απροσδόκητα, λες και κάποιος παίζει με το καντράν, οι σκιές των δέντρων που αναδύονται δείχνουν σαν άγνωστα εγκεφαλογραφήματα. Τα λεπτοφυή δίκτυα των κλαδιών που ακινητούν επάνω στα μονοπάτια από άσπρο χαλίκι, μας παραπέμπουν αναπόφευκτα στο αντίστοιχο ριζικό σύστημα – αθέατο και ζωτικό. Το ορατό καθρεφτίζει το αόρατο. Με αυτά τα μάτια, το θέαμα των δέντρων που εκπέμπουν την αίγλη ζωντανών αγαλμάτων βαθαίνει και γίνεται πιο χορταστικό κι απ’ ό,τι θα προσέφερε μια έκθεση τέχνης! Ο ελάχιστος φόρος εκτίμησης θα ήταν να ξέραμε τουλάχιστον κάποια με τ’ όνομά τους, όμως, σαν βέροι κάτοικοι της πόλης, είμαστε λίγο πολύ αναλφάβητοι ως προς αυτό. Αναγνωρίζουμε μόνο τις γαλαζομόβ Τζακαράντες που –σαν ιέρειες ή θεραπαινίδες– στρώνουν το έδαφος με τον χιτώνα των λουλουδιών τους για να περάσει από εκεί κάποιος άγνωστος θεός.

Άλλο ζωντανό κόσμημα, ο μικροσκοπικός άφοβος Τσαλαπετεινός που τσιμπολογάει το έδαφος ένα μέτρο απ’ το παγκάκι μας. Η ουρά του ασπρόμαυρη βεντάλια, ράμφος σαν σύριγγα και μια οβάλ κόμη Πομπαντούρ στο χρώμα του σταριού, διάστικτη με τρεις βελούδινες καφέ κουκίδες. Σαν αποκύημα Γάλλου σχεδιαστή μόδας με φουτουριστικές τάσεις! «Γίνεται» αναρωτήθηκα δυνατά «ένα τέτοιο πλάσμα να μην είναι ερωτευμένο με τον εαυτό του;» Προς απάντησή μου, με τρία πλάγια πηδήματα ο τσαλαπετεινός χάνεται σε μια έκταση με τεράστια φύλλα που από το κέντρο τους αναδύονται πανύψηλες ανθοφόρες στήλες, δίμετρα κηροπήγιά του έχουν κατακλύσει το μισό πάρκο. Πρόκειται για ζιζάνιο, για έναν αγγελόμορφο δαίμονα που, προφανώς, ποντάρει στην ομορφιά του ως ασφαλιστήριο ενάντια στην εξολόθρευση που του αξίζει…

Ο αρχικός προορισμός της απογευματινής βόλτας ήταν ο σκιερός πεζόδρομος της Φωκίωνος στην αντίπερα μεριά του πάρκου, ιδανικός τόπος ραστώνης για όσους ακόμα αντιστεκόμαστε στις επιταγές των καιρών ενάντια στις κακές συνήθειες (καφέ και τσιγάρο). Όμως, φευ, δεν φτάσαμε ποτέ. Πήραμε τον καπουτσίνο μας κάτω από τις ομπρέλες του μικρού μπαρ στην κεντρική πλατεία με τα συντριβάνια. Στα δεξιά μας, δυο μαμάδες με καροτσάκια νωχελικά ξεκοκάλιζαν πρόσφατα κουτσομπολιά. Στα αριστερά, εκτός ομπρέλας, λιαζόταν ένας ημίγυμνος Σκανδιναβός. Το μήνυμα προς όλους ήταν σαφές. Τα εγκαίνια του θέρους στην πόλη έχουν κηρυχτεί επίσημα.

Λίγα μέτρα πιο πάνω, προς την πλατεία Πρωτομαγιάς, την προσοχή μας αιχμαλωτίζουν οι περιπατητές των σκύλων. Κάθε ώρα και μέρα, ασχέτως καιρικών συνθηκών, κάποιου το τετράποδο –είτε το γκριφόν της ώριμης κυρίας, είτε το ρότβαϊλερ του Ρουμάνου μποντιμπιλντερά– έχει μία ανάγκη που δεν παίρνει αναβολή. Το ταπεινό, κοινόχρηστο χώμα, με γρασίδι ή χωρίς, αποτελεί έναν φυσικό πόρο μέσα στην πόλη όπου οι σκύλοι δεν χορταίνουν να κυλιούνται και να κυνηγιούνται. Αναγνωρίζουν την αξία του το ίδιο καλά όσο και τα παιδιά που δεν δείχνουν ποτέ να βαριούνται την ευεργετική, οργανική του ενέργεια, σε αντίθεση με τα πλαστικά παιχνίδια τους. Με μάτια λαμπερά και λαχανιασμένες γλώσσες, αδύνατον να μη ζηλέψεις τη χαρά που εκλύουν οι τετράποδοι θαμώνες του Πεδίου.

Λέγεται για τα σκυλιά ότι έχουν εξισορροπιστική επίδραση. Προφυλάσσουν τον κάτοχό τους τόσο από τη νευρωτική ακαμψία όσο και από την ανεδαφική επιθυμία, αγκυροβολώντας τον στο ζωντανό, ενσώματο τώρα. «Ένα από τα καλά της διαφορετικότητας του σκύλου είναι ότι επεκτείνει την εμβέλεια των πραγμάτων αυτού του κόσμου που είναι μυστηριώδη» γράφει ο Νεοζηλανδός Ian Wedde. «Βγάζοντας βόλτα τον Βίνσεντ, έχω μάθει να σκέφτομαι καλύτερα. Η όρεξη και η περιέργειά του για καινούργια πράγματα και συναναστροφές εμπλουτίζουν την άγνοιά μου».

Πεδίον του Άρεως, λοιπόν, μια μέρα του καλοκαιριού: υπαίθρια γκαλερί  όπου τα εκθέματα τα συνδιαμορφώνει η ματιά του επισκέπτη, ανοικτό πανεπιστήμιο όπου οι σκύλοι διδάσκουν τους ανθρώπους για το ανεξάντλητο παρόν, απτή υπενθύμιση για τους κατοίκους της πόλης πως η χωρητικότητα του κόσμου είναι κάθε φορά συνάρτηση της ταχύτητας με την οποία κινούμαστε.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ