Life in Athens

Η ευτυχία να περπατάς καλοκαίρι στην πόλη: Από τη Βερανζέρου στο Μεταξουργείο

Γιατί καλοκαίρι είναι να μη σε χωράει το σπίτι

Ελένη Ψυχούλη
Ελένη Ψυχούλη
ΤΕΥΧΟΣ 876
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Περπατώνας από τη Βερανζέρου στο Μεταξουργείο
© Julia Joppien / Unsplash

Από τη Βερανζέρου στο Μεταξουργείο: Η προσωπική διαδρομή της Ελένης Ψυχούλη

To καλοκαίρι στην πόλη είναι για μένα μια απόφαση. Η απόφαση να ζήσω ξεκούμπωτη, εντός και εκτός. Να κάνω ότι είμαι διακοπές όση δουλειά και να έχω, να διαλέγω κάθε μέρα και άλλο νησί-γειτονιά, να κάνω τα πόδια μου καράβι και να ζω τις γειτονιές σε ριλάξ μουντ και μάτι εξερευνητή, σανδάλια πεζοπορικά και τουριστική περιέργεια. Μια απόφαση που απασφαλίζεται από μόνη της, το πρώτο πρωινό που θα μου ξινίσει ο ζεστός εσπρέσο και θα μείνω αποσβολωμένη μπροστά στο ανοιχτό ψυγείο να στεγνώνω με ψύξη τροφίμων τον ιδρώτα της νύχτας και τα τσιμπήματα από τα κουνούπια. Τότε που θα κατέβω για τον πρώτο αγοραστό φρέντο στη γωνία, για το πρώτο καρπούζι, για το πρώτο αντικουνουπικό σπρέι, για το πρώτο mars παγωτό, για τις πρώτες μπάμιες στη λαϊκή.

Γιατί καλοκαίρι είναι να μη σε χωράει το σπίτι, να σε διώχνει ο καναπές που λειτουργεί σαν θερμαινόμενο κάθισμα λιμουζίνας. Είναι να ρίχνεις κάτι πάνω σου και να ’σαι ντυμένος, ανάμεσα στα δυο καλοκαίρια της πόλης: το πριν τις διακοπές και το μετά. Σαν δύο εξίσου λαχταριστά κομμάτια από τούρτα σεράνο, το ένα έχει την προσμονή του φευγιού, το άλλο την ευδαιμονία της επιστροφής.

Η γειτονιά να ερημώνει και πριν προλάβεις να σκιαχτείς από τη μοναξιά, να ανακαλύπτεις ότι στο κέντρο η μισή υφήλιος σκουντουφλιέται στα πόδια της Ακρόπολης, η άσφαλτος καίει τις σόλες στη Σταδίου, στο σιντριβάνι της Ομόνοιας στέκεσαι μαζί με τα γυφτάκια μπας και σε πάρει καμιά αδέσποτη ριπή δροσιάς, στη στοά της Βερανζέρου κάνεις ότι το καράβι μόλις άραξε «Κρήτη», ανορθόδοξες μεσημεριανές ρακές με χοχλιούς και πιταρούδια, μπορεί να ’ναι και στη «Λέσβο» με τηγανητές γόπες και ντομάτα τριαντάφυλλο – εσύ που τα χειμωνιάτικα μεσημέρια κρατιόσουν κυρία με ένα τοστ και πολύ γυμναστήριο. Mετά το μεσημέρι στο σπίτι, η πόλη να βουβαίνεται στη σιέστα, κατεβασμένα ρολά, να μπαίνει λάθρα ο καυτός σιμούν να κουνάει την κουρτίνα στο ημίφως, τώρα είναι η στιγμή –παρέα με κεράσια στο κρεβάτι– να διαβάσεις τα «δύσκολα» που για κάποιον λόγο σου ξέφυγαν: Προυστ, ίσως ξανά και τον «Οδυσσέα» του Τζόις. Μετά που χαλαρώνει το λιόκαμα, να βγεις στο νησί-Ιπποκράτους για σέκοντ χαντ βιβλία, για να βγει ο χρόνος στην παραλία λες, αλλά βασικά κάνει χωριό κάτω από τα στεγασμένα πεζοδρόμια, τα μαγαζάκια χιλιάδες πλένουν την κάψα, αχνίζει το πεζοδρόμιο, γλιστράνε οι σαγιονάρες, καταλήγεις στο Vintage Love να προβάρεις μαγιό και γούνες με άλλες τρελές, με μαργαρίτες από τη διπλανή Lulu και δέκα η ώρα το πάρτι στο πεζοδρόμιο ανάβει.

Καλοκαίρι είναι να βρίσκεις παρέα με ένα τηλεφώνημα εδώ και τώρα, όταν τον χειμώνα ήθελες πρωτοκολλημένη αίτηση για ένα ραντεβού με την κολλητή. Ραντεβού, λοιπόν, στον «Τσέλιγκα», στη «Μόκα», στη «Μουριά», παγωμένες ρακές και μεζέδες, κρασιά στο «Τιγρέ». Καλοκαίρι είναι να πιάνεις κουβέντες με αγνώστους, κουβέντες με το γυφτάκι που πουλάει τριαντάφυλλα, κουβέντες με το πακιστανάκι που πουλάει καπέλο-ανεμιστήρα, να ψωνίζεις καπέλο-ανεμιστήρα και να μην έχει η νύχτα τελειωμό. Θα μεταφερθούμε Μαβίλη για παγωτό σύκο στο «Έπικ», μετά θα ξαναπεινάσουμε, και θυμίζει παλιά καλοκαίρια μετά τα κλαμπ το χοτ ντογκ με σος λάχανο και κρεμμύδι. Την άλλη μέρα άλλο νησί, στο «Ραντεβού» στα Πετράλωνα ή άμα βρεις τραπέζι στο «Άστερ», μπορεί στον «Οικονόμου» για γεμιστά, να βγάζεις τη σαγιονάρα κάτω από το τραπέζι, να γίνονται μαύρα τα πόδια από το ζεστό καυσαέριο, να τα πλένεις μετά με το λάστιχο ποτίζοντας τα γεράνια στη βεράντα. Οι απέναντι τρώνε καρπούζι στο μπαλκόνι, αδαμιαίες περιβολές πίσω από τις κουρτίνες, φλας από οθόνες, τηλεοπτικοί ψίθυροι, μια οικογένεια γίνεται ο δρόμος τον καιρό της ζεστής εποχής, στο τελευταίο τσιγάρο στο μεταμεσονύχτιο φερ φορζέ με τον βασιλικό.

Μεταξουργείο και κεφτεδάκια στις «Μουριές», με επιδόρπιο Αλεξίου και Πρωτοψάλτη στον «Αρχάγγελο», μετά μπορεί να θες να ησυχάσει η νύχτα, να γίνει φώτα με σιωπή, από την κορφή του Λυκαβηττού, κάτω από τις φτερούγες σου ο ύπνος της πόλης, αναζητώντας μια δροσιά ή κουβέντες που κάνουν τη νύχτα να μην τελειώνει, να μη φύγει το καλοκαίρι αναίτια χωρίς να αφήσει σφραγίδα, γκομενικά και πόσο στραβά αρμενίζει ο κόσμος ή μήπως και όχι. Και κάπου το κεφάλαιο κλείνει... η πόλη δεν αντέχεται, για την ακρίβεια εσύ δεν αντέχεσαι και θες διακοπές, με ένα φορτωμένο αυτοκίνητο στην Εθνική, με ένα φορτωμένο σακίδιο στο καράβι.

Όταν γυρίσεις, θα ’ναι ακόμα καλοκαίρι ή αποκαλόκαιρο και αυτή είναι η πιο μεγάλη στιγμή της πόλης. Που τη λαχτάρησες, αυτήν ή όσους άφησες πίσω, ή και τα δυo μαζί, τρέχα γύρευε. Αυτό το «γυρίσατε;», «να τα πούμε», σε πράσινες παρενθέσεις, όχι άλλες μπίρες και καλαμαράκια και κουλέρ λοκάλ, τώρα θες κάτι σε σούσι και μπάο και μεξικάνικο και τσαϊνίζ και ινδικό και ό,τι δεν έχει η επαρχία, να βιώσεις το κοσμοπόλιταν σε ταράτσες με κοκτέιλ και θέα Παρθενώνα με διηγήσεις από αμμουδιές της Ανάφης. Θες και κάτι σε «Κουκουβάγια», να σε φροντίσουν αβρά γκαρσόνια, με λινές πετσέτες και παγωμένα κρασιά, να νιώσεις αστική και λίγο ψηλομύτα στην πόλη που σε λίγο θα τη θες και πάλι χωριό και γειτονιά. Κι αυτή θα σου κάνει πάντα το χατίρι, να γίνεται το καλοκαίρι σου, όπως το θες κάθε στιγμή. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ