Life in Athens

Ιστορίες αγάπης που γεννήθηκαν στην Αθήνα

Ξεναγοί μας η διευθύντρια του Μουσείου Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης, Ευαγγελία Κανταρτζή και ο δημοσιογράφος-συγγραφέας Κώστας Στοφόρος

4669-35224.jpg
Τάκης Σκριβάνος
ΤΕΥΧΟΣ 785
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Το σπίτι του Γιώργου Σεφέρη, στην οδό Κυδαθηναίων 9
Το σπίτι του Γιώργου Σεφέρη, στην οδό Κυδαθηναίων 9, όπου γνώρισε τον έρωτα της ζωής του, τη Μαρώ Ζάννου © Θανάσης Καρατζάς

Ο έρωτας του Σεφέρη για τη Μαρώ Ζάννου, οι μούσες του Παλαμά, η τραγωδία του Μιμήκου και της Μαίρης, η σχέση του Περικλή Γιαννόπουλου και της Σοφίας Λασκαρίδου

Μοιάζουν με παραμύθι αλλά είναι αληθινές. Άλλες έχουν καλό και άλλες κακό τέλος, αλλά μάλλον έτσι είναι η ζωή. Είναι ιστορίες μεγάλου έρωτα που άνθισαν στους ίδιους δρόμους που περπατάμε καθημερινά όλοι μας, σε μιαν άλλη εποχή. Ξεναγοί μας σε αυτές τις ιστορίες η διευθύντρια του Μουσείου Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης, Ευαγγελία Κανταρτζή, και ο δημοσιογράφος-συγγραφέας και συνεργάτης του μουσείου, Κώστας Στοφόρος.

Ευαγγελία Κανταρτζή, διευθύντρια του Μουσείου Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης
Η διευθύντρια του Μουσείου Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης, Ευαγγελία Κανταρτζή

Κώστας Στοφόρος, δημοσιογράφος-συγγραφέας
O δημοσιογράφος-συγγραφέας Κώστας Στοφόρος

Το πάθος του Γιώργου Σεφέρη για τη Μαρώ Ζάννου

Άπειρα ήταν τα ερωτικά γράμματα που έγραψε ο Γιώργος Σεφέρης στη Μαρώ Ζάννου, τη μεγάλη αγάπη της ζωής του. Γνωρίστηκαν το 1936. Ήταν 36 ετών εκείνος, 38 εκείνη, παντρεμένη με δυο παιδιά. Ο Σεφέρης ζούσε στην Πλάκα, στην οδό Κυδαθηναίων 9, σπίτι το οποίο υπάρχει και σήμερα. Κάτω εκείνος, επάνω η αδερφή του Ιωάννα με τον σύζυγό της Κωνσταντίνο Τσάτσο, μετέπειτα πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Η Μαρώ Ζάννου, η οποία στο μεταξύ είχε πάρει το όνομα του συζύγου της, του ναυάρχου Ανδρέα Λόντου, ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα η οποία  έκανε παρέα με διανοούμενους της εποχής. Σε ένα τέτοιο φιλολογικό «σαλόνι», στο σπίτι των Τσάτσων, γνωρίστηκε με τον βραβευμένο με Νόμπελ ποιητή. Η Μαρώ συνήθιζε να νοικιάζει ένα σπίτι στην Αίγινα και κάλεσε τον Σεφέρη. Η σχέση τους φαίνεται πως ήταν μοιραίο να φουντώσει.

Η Μαρώ διηγούνταν αργότερα στο περιοδικό «Λέξη» ότι ο άντρας την δεν ενέκρινε και πολύ τις παρέες της ούτε και τα διαβάσματά της – μάλιστα, πολλές φορές έσκιζε τα βιβλία της. Όταν έμαθε για τη σχέση της τής είπε ότι δεν τον πείραζε εάν χώριζαν, αλλά την απείλησε ότι εάν παντρευόταν τον Σεφέρη, δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά τα παιδιά της.

Ο Σεφέρης και η Μαρώ ζούσαν τον έρωτά τους. Σύχναζαν στις αγαπημένες ταβέρνες του ποιητή, στου Ψαρρά και στον Πλάτανο, στην Πλάκα, έκαναν μεγάλες βόλτες, περνούσαν πολύ καιρό στην Αίγινα και ο Σεφέρης δεν σταματούσε να τη φωτογραφίζει και να της γράφει γράμματα όπως αυτό:

«Τι τα θέλεις, σε στερήθηκα όλο το καλοκαίρι και γιατί ήσουν μακριά και γιατί ίσως, μ’ όλες αυτές τις ανόητες ιστορίες, κι όταν ήσουν ακόμα κοντά μου, δεν σε είχα όπως θα το ήθελα. Όλο μου το σώμα πονεί από επιθυμία».

Όταν ξέσπασε ο πόλεμος ο Σεφέρης, ο οποίος εργαζόταν στο υπουργείο Τύπου, έπρεπε να ακολουθήσει την κυβέρνηση στην Αίγυπτο. Αλλά δεν μπορούσε να πάρει μαζί του τη Μαρώ εάν δεν παντρεύονταν. Και παντρεύτηκαν. Άφησαν τα δυο παιδιά της Μαρώς στην Πηνελόπη Δέλτα, η οποία όμως λίγες ημέρες μετά αυτοκτόνησε και, τελικά, τα κράτησε, για όσο καιρό η Μαρώ έλειπε στο εξωτερικό με τον Σεφέρη, η αδερφή του πρώην άντρα της.

Ο Γιώργος Σεφέρης και η Μαρώ Ζάννου έζησαν όλη τους τη ζωή μαζί, κάπου μεταξύ του νέου τους σπιτιού στο Μετς, στην οδό Άγρας, του Πόρου, της Κύπρου, της Τουρκίας και της Μεγάλης Βρετανίας όπου ο Σεφέρης θα έπρεπε να εργάζεται ως διπλωματικός υπάλληλος. Εκείνος πέθανε το 1971 και η Μαρώ δώρησε τη βιβλιοθήκη του στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη στο Ηράκλειο Κρήτης, το αρχείο του στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη της Αθήνας και τις φωτογραφίες του στο Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας, ενώ εξέδωσε τα ανέκδοτα ποιήματά του και την αλληλογραφία τους. Συνέχισε να ζει στο σπίτι της οδού Άγρας έως τον θάνατό της, σε ηλικία 102 ετών, το 2000.

«…Ποτέ δε φανταζόμουν πως θα μπορούσα ν’ αγαπήσω έτσι. Μου είναι αδύνατο να σου εξηγήσω τι είναι αυτό το τρομερά δυνατό και ζωντανό πράγμα που κρατώ μέσα στην ψυχή μου και μέσα στη σάρκα μου. Είμαι κάποτε σαν τρελός από τον πόνο και αισθάνομαι πως όλοι οι άλλοι μου δρόμοι έξω απ’ αυτόν τον πόνο είναι κομμένοι. Πως μόνο απ’ αυτόν μπορώ πια να περάσω» (από γράμμα του Σεφέρη στη Μαρώ).

Η αληθινή ιστορία του Μιμήκου και της Μαίρης

Πολλοί πιστεύουν ότι η ιστορία του Μιχαήλ Μιμήκου και της Μαίρης Βέμπερ είναι μύθος, όμως είναι πέρα για πέρα αληθινή. Πίσω στην Αθήνα του 1893, η Μαίρη από την Αυστρία έχει έρθει μόλις δυο χρόνια στην Ελλάδα, είναι 22 ετών και ζει στο παλάτι, καθώς εργάζεται ως γκουβερνάντα στη βασιλική οικογένεια, η οποία την επέλεξε για αυτή τη θέση λόγω της αριστοκρατικής της καταγωγής. Ο Μιχαήλ Μιμήκος, και αυτός 22 ετών, είναι γιατρός και δόκιμος αξιωματικός του στρατού, στο στρατιωτικό νοσοκομείο Μακρυγιάννη. Κανείς δεν γνωρίζει με σαφήνεια, ωστόσο θεωρείται ότι πιθανώς γνωρίστηκαν στο Ζάππειο, όπου έκανε τους περιπάτους του ο «καλός» κόσμος της εποχής.

Ανάμεσά τους αναπτύχθηκε ένας φλογερός έρωτας και οι δύο νέοι βρίσκονταν στα κλεφτά για όσο μπορούσαν, ανταλλάσσοντας δεκάδες ερωτικές επιστολές. Μια εκδοχή θέλει τη Μαίρη να μίλησε στον πατέρα της για τον Μιχαήλ, ζητώντας του να της επιτρέψει να τον παντρευτεί, μια άλλη λέει ότι ο Μιχαήλ ζήτησε το χέρι της Μαίρης από την οικογένειά της, όμως εκείνοι δεν τον ήθελαν και απέρριψαν κατηγορηματικά την πρότασή του.

Μιχαήλ Μιμήκος και Μαίρη Βέμπερ
Μιχαήλ Μιμήκος και Μαίρη Βέμπερ

Η Μαίρη, απελπισμένη, άρχισε να στέλνει γράμματα στον Μιχαήλ, στην υπηρεσία του, στου Μακρυγιάννη. Έπρεπε να δουν τι θα κάνουν. Σε ένα από αυτά τα γράμματα του δίνει το τελευταίο ραντεβού στην Πλάκα, προειδοποιώντας τον ότι θα αυτοκτονήσει αν εκείνος δεν πάει στη συνάντηση, αλλά ο Μιχαήλ δεν εμφανίζεται ποτέ. Ήταν άρρωστος, στο σπίτι του, δεν είχε λάβει ποτέ αυτές τις επιστολές της Μαίρης.

Εκείνη, απεγνωσμένη καθώς πίστεψε ότι ο αγαπημένος της την αρνήθηκε και σκόπιμα δεν απαντά στα καλέσματά της, ανεβαίνει στον Παρθενώνα και πέφτει στο κενό. Δεν πεθαίνει αμέσως και μεταφέρεται βαριά τραυματισμένη στο νοσοκομείο του Μακρυγιάννη, εκεί όπου υπηρετεί ο Μιχαήλ. Την προλαβαίνει ζωντανή κι εκείνη καταφέρνει να του πει τα τελευταία της λόγια: «Να ζήσεις και να με θυμάσαι». Ο αδελφός του Μιχαήλ αλλά και φίλοι του φροντίζουν να μην τον αφήσουν μόνο, αλλά εκείνος βρίσκει την ευκαιρία και, λίγες ώρες αργότερα, βγάζει το υπηρεσιακό του περίστροφο και αυτοκτονεί.

Η ιστορία τους έγινε γνωστή αμέσως και συγκλόνισε όλη την Αθήνα, ενώ και οι δύο ετάφησαν στο Πρώτο Νεκροταφείο. Οι φίλοι του Μιχαήλ ζήτησαν οι δύο ερωτευμένοι να ταφούν ο ένας δίπλα στον άλλον, αλλά η οικογένεια της Μαίρης διαφώνησε και, σύμφωνα με ένα θρύλο, πήγαν τη νύχτα, τον ξέθαψαν και τον έθαψαν δίπλα στην αγαπημένη του. Τελικά, με παρέμβαση της πριγκίπισσας Σοφίας τάφηκαν ο ένας δίπλα στον άλλον και οι τάφοι τους βρίσκονται και σήμερα εκεί, στο Πρώτο Νεκροταφείο. Όπως και η επιγραφή που τοποθέτησαν οι φίλοι του Μιχαήλ, με υπογραφή «Οι εν ουρανώ ερασταί Μαίρη και Μιχαήλ» και ημερομηνία «Μηνί φεβρουαρίω φθίνοντι εν 1893 έτει». Η επιγραφή, την οποία και σήμερα μπορεί να δει ο διαβάτης, γράφει:

«Καρδιαίς αν σμίξουνε στη γη σαν τις καρδιαίς μας πάλι, ποτέ να μη χωρίσουνε η μία από την άλλη».

Ο έρωτας του Περικλή Γιαννόπουλου και της Σοφίας Λασκαρίδου

Ήταν μια ημέρα του 1899 όταν η Σοφία Λασκαρίδου και ο Περικλής Γιαννόπουλος, ενώ έκαναν κάποιον από τους συνηθισμένους, μοναχικούς τους περιπάτους, η μοίρα τους έφερε να συναντηθούν τυχαία στην Καλλιθέα. Βλέποντας ο ένας τον άλλον, στάθηκαν, εκείνος τη χαιρέτισε βγάζοντας το καπέλο του και είπαν κάποιες κουβέντες - «είδα τον ουρανό στα μάτια του», έχει πει εκείνη.

Ο Περικλής Γιαννόπουλος ήταν λογοτέχνης, μεταφραστής και δοκιμιογράφος. Αντιφατική προσωπικότητα για πολλούς, ήταν ο πατέρας του κινήματος του ελληνοκεντρισμού. Η Σοφία Λασκαρίδου, μια όμορφη, από πλούσια οικογένεια κοπέλα, με ένα μεγάλο ταλέντο, τη ζωγραφική. Ήταν η πρώτη γυναίκα που φοίτησε στη σχολή Καλών Τεχνών, αφού πρώτα κατάφερε να πείσει τον βασιλιά Γεώργιο να αλλάξει τον νόμο. Πριν είχε δασκάλους τον Νικηφόρο Λύτρα και τον Γεώργιο Ιακωβίδη.

Ο Περικλής Γιαννόπουλος και η Σοφία Λασκαρίδου γοητεύτηκαν αμέσως ο ένας από τον άλλον. Κατά μια εκδοχή, μετά την πρώτη τυχαία αλλά και μοιραία συνάντησή τους, βρέθηκαν ξανά σε κάποιο σπίτι. Κι εκεί ξεκίνησαν όλα. Έκαναν μεγάλους περιπάτους στην εξοχική τότε Αθήνα και ο Γιαννόπουλος της ζητούσε να της κρατάει παρέα όσο εκείνη ζωγράφιζε. Η Λασκαρίδου είχε χαρακτηρίσει «ονειρεμένη πορεία» τον πρώτο τους περίπατο.

Ο Γιαννόπουλος τη ζητάει σε γάμο από τον πατέρα της αλλά εκείνος αρνείται. Το 1907 η Σοφία τελειώνει την Καλών Τεχνών και παίρνει υποτροφία να συνεχίσει τις σπουδές της στο Μόναχο. Ζητάει από τον Γιαννόπουλο να πάει μαζί της, να ζήσουν στο εξωτερικό, αλλά εκείνος αρνείται. «Δεν θα σε σταματήσω» της αποκρίθηκε, αλλά και «δεν μπορώ να φύγω από την Ελλάδα. Θέλω πάντα να έχω κοντά μου την Ακρόπολη».

Το επόμενο διάστημα είχαν συνεχή αλληλογραφία, ο Γιαννόπουλος της έγραφε «αν δεν σε κερδίσω, θα συντριβώ». Μια μαρτυρία λέει ότι ο Γιαννόπουλος συναντήθηκε με τη μητέρα της κι εκείνη του είπε ότι η κόρη της δεν είχε σκοπό να παντρευτεί, ήθελε να αφιερωθεί στην τέχνη.

Τη Μεγάλη Πέμπτη του 1910, σκηνοθετεί το θάνατό του. Μπαίνει καβάλα σε ένα άλογο, φορώντας άσπρα ρούχα, στη θάλασσα του Σκαραμαγκά και αυτοπυροβολείται στο κεφάλι. Η σορός του έκανε 13 ημέρες να ξεβραστεί. Η Αθήνα συγκλονίζεται από το πρωτοφανές αυτό περιστατικό και η Σοφία, η οποία στο μεταξύ επιστρέφει από το Μόναχο, μαθαίνει στο τρένο για τον χαμό του.

Σοφία Λασκαρίδου, Περικλής Γιαννόπουλος
Η Σοφία Λασκαρίδου και ο Περικλής Γιαννόπουλος

Οι εφημερίδες έγραψαν ότι ύστερα από τόσες ημέρες στη θάλασσα, τα μαλλιά του αυτόχειρα είχαν γίνει κατάλευκα. Όταν βρέθηκε η σορός του, μεταφέρθηκε στην εκκλησία όπου έμεινε έως την επόμενη ημέρα που έγινε η κηδεία. Η εφημερίδα «Πατρίς» έγραψε: «Διεπιστώθη ότι το πτώμα είχον ήδη περιποιηθεί χείρες αβραί, οι οποίαι είχαν αποθέσει επί της κεφαλής του στέφανον ανθέων εξαιρετικών και είχαν χύσει επ’ αυτού μύρα. Ο αστυνόμος εξήγησεν ότι με το πρωινόν τραίνον, κατήλθαν εξ Αθηνών δύο κυρίαι του εξωτερικού, οι οποίαι μετέβησαν εις την εκκλησίαν και απέθεσαν επί του πτώματος πλήθος ανθέων τα οποία έφεραν εξ Αθηνών και το εμύρωσαν. Ακολούθως, έφυγον χωρίς να καταστήσουν γνωστά τα ονόματά των». Η μία από αυτές τις γυναίκες ήταν η Σοφία Λασκαρίδου.

Όσο η σορός του ακόμη αγνοούνταν, η Λασκαρίδου τον είδε στον ύπνο της. Το πρωί, έκοψε λουλούδια από τον κήπο της και πήγε στο Σκαραμαγκά. Ήταν η μέρα που η θάλασσα ξέβρασε το πτώμα του. «Είχε περάσει δεκατρείς ημέρες στη θάλασσα. Αλλά ήταν πάντα ωραίος. Πήρα το κεφάλι του στην αγκαλιά μου και το φίλησα. Τα δάκρυά μου έπεφταν στα κλειστά του μάτια, έβρεχαν το πρόσωπό του. Έκλαιγε κι εκείνος μαζί μου. Δεν μπορούσα να τον αποχωριστώ. Πόσο γαλήνια, Θεέ μου, ήταν η μορφή του».

Την ημέρα που ο Περικλής Γιαννόπουλος αυτοκτόνησε ήταν 41 ετών. Η Σοφία Λασκαρίδου 28. Μετά την κηδεία του, η μητέρα της βγήκε από το σπίτι κάτι να ψωνίσει και η Σοφία αποπειράται να αυτοκτονήσει, κόβοντας την καρωτίδα της. Η μητέρα, όμως, κάτι είχε ξεχάσει, επιστρέφει και τελικά η Σοφία σώθηκε. Επέστρεψε στο εξωτερικό, ολοκλήρωσε τις σπουδές της και μετά γύρισε για πάντα στην Ελλάδα. Το 1960 εξέδωσε ένα συμπλήρωμα των απομνημονευμάτων της, με τίτλο «Από το ημερολόγιό μου. Συμπλήρωμα: Μια αγάπη μεγάλη». Πέθανε πέντε χρόνια αργότερα στο πατρικό της σπίτι στην Καλλιθέα, στην οδό Λασκαρίδου και Φιλαρέτου, εκεί όπου σήμερα στεγάζεται η Δημοτική Πινακοθήκη Καλλιθέας. Ήταν 89 ετών.

Οι μούσες του Παλαμά

Τα Χριστούγεννα του 1921 ο Κωστής Παλαμάς είναι 60 ετών και ήδη διάσημος και καταξιωμένος ποιητής. Είναι, επίσης, παντρεμένος με τη Μαρία Βάλβη και έχουν τρία παιδιά. Σε μια επίσκεψή του στο σπίτι του ανιψιού του, Χρήστου Ξανθόπουλου, θα συναντήσει μια κοπέλα που θα ταράξει τις σκέψεις του για τα επόμενα 15 χρόνια. Ήταν η Ελένη Κορτζά, 20 ετών. Οι δυο τους θα συνεχίσουν να συναντιούνται στις φιλολογικές βραδιές που διοργάνωνε ο Ξανθόπουλος, όμως ο Παλαμάς κάποια στιγμή θα πάρει το θάρρος να την προσκαλέσει στο «κελί» του, όπως συνήθιζε να αποκαλεί το ησυχαστήριό του στην οδό Ασκληπιού 3. Παλαμάς και Κορτζά θα συναντιούνται όλο και πιο συχνά, κάνοντας ατελείωτες συζητήσεις για τη λογοτεχνία, για την πολιτική, για τη ζωή, για τα πάντα.

«Όταν η πόρτα ανοίγεται του καλυβιού και μπαίνεις
σου το είπα, το ερμοκάλυβο γίνεται δόξας ναός…
Όταν η πόρτα ανοίγεται του καλυβιού και μπαίνεις
μπαίνει μ’ εσέ, θαμπώνοντας τη σκέψη μου, ένα φως…»,
της γράφει σε ένα από τα δεκάδες γράμματά του.

Κωστής Παλαμάς
Ο Κωστής Παλαμάς

Ποιος μπορεί να ξέρει αν ο έρωτας αυτός ήταν πλατωνικός ή είχε προχωρήσει. Από τις επιστολές του Παλαμά, όμως, φαίνεται καθαρά ότι η Ελένη του έδινε ζωή. Πολλές από τις επιστολές αυτές περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Γράμματα στη Ραχήλ», όπως αποκαλούσε ο Παλαμάς την Ελένη Κορτζά. Το τελευταίο γράμμα που διασώζεται είναι από τον Αύγουστο του 1935. Μετά υπήρξε ένα διάστημα σιωπής. Η Ελένη Κορτζά αναγκάστηκε να ακολουθήσει τον στρατιωτικό πατέρα της πρώτα στην Αίγυπτο και μετά στη Νότια Αφρική και δεν πρόλαβε να τον ξαναδεί. Επέστρεψε το 1944, ένα χρόνο αφότου πέθανε ο Παλαμάς, ο οποίος στο μεταξύ ζούσε στο σπίτι της οδού Περιάνδρου 5, στην Πλάκα.

Την περίοδο που ο ποιητής βρισκόταν με τη «Ραχήλ», γνωρίζει μία ακόμη κοπέλα, η οποία, λένε, του έδωσε την τελευταία σταγόνα πάθους στη ζωή του. Ήταν η Στέλλα Διαλέτη, φίλη της κόρης του Παλαμά. Όταν γνωρίστηκαν εκείνη ήταν 20 ετών και ο Παλαμάς 70. «Είμαι γέρος» της έλεγε. «Εγώ βλέπω τα νιάτα της ψυχής σου» του απαντούσε η Διαλέτη. Το πάθος του Παλαμά για τη Στέλλα φαινόταν από τα γράμματά του: «Η νύχτα προχωρεί. Είμαι μόνος. Στη νύχτα. Στη σιωπή. Στην παράκρουση. Στη διέγερση. Είμαι εγωιστής. Είμαι απαιτητικός. Θέλω εγώ ο περασμένος να περάσεις κι εσύ μαζί μου. Θέλω να προσκυνήσω τα γόνατά σου. Να σου προσκυνήσω τα χέρια σου. Την όψη σου. Τα πόδια σου. Να συρθώ. Να ολολύξω. Να βουβαθώ. Να σ’ αισθανθώ. Κοντά μου. Μα πολύ κοντά σου. Να σε σφίξω. Να σε προσκυνήσω. Και να σβήσω. Είμαι μόνος. Και μ’ αφήνεις. Μα δε σ’ αφήνω εγώ. Λόγια κοινά πρόστυχα ανεβαίνουν στα χείλη μου».

Tο σπίτι του Κωστή Παλαμά στην Πλάκα
Tο (εγκαταλειμμένο) σπίτι του Κωστή Παλαμά, στην Περιάνδρου 5, στην Πλάκα © ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ / EUROKINISSI

Ποιος να ξέρει, και σε αυτή την περίπτωση, αν ο έρωτάς του ήταν μόνο πλατωνικός. Το μόνο σίγουρο, ίσως, είναι ότι ο Παλαμάς υπήρξε ο πρώτος και τελευταίος έρωτας της Στέλλας Διαλέτη, η οποία πέθανε πολύ νέα. Για τον θάνατο της, ο Κωστής Παλαμάς έγραψε το ποίημα «Μνημόσυνο»: «…Αξύπνητη κι αγύριστη κι αγέραστη κι εγίνη, για την αγάπη ανάμνηση και ιδέα, μα κι αγιωσύνη για τη λατρεία. Και σιωπηλή και έλεγες: κάτι λείπει…». Ήταν μόλις 28 ετών.  


Info
Ο διαδικτυακός περίπατος «Ρομαντικοί περίπατοι και ιστορίες αγάπης που γεννήθηκαν στην Αθήνα» πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά, όπως και πολλές άλλες, από τον ΟΠΑΝΔΑ και το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης (www.ekedisy.gr).

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ