Life in Athens

Urban Lines: Κατεχάκη

Δεν μπορούσα να δω τα χείλη του να κινούνται. Η μάσκα όμως μου επέτρεψε να εστιάσω στα μάτια του...

eleni_helioti_1.jpg
Ελένη Χελιώτη
ΤΕΥΧΟΣ 742
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Urban Lines: Κατεχάκη: Η Ελένη Χελιώτη αφηγείται urban ιστορίες από το μετρό της Αθήνας.

Urban Lines: Κατεχάκη: Η Ελένη Χελιώτη αφηγείται urban ιστορίες από το μετρό της Αθήνας.

«Θα ’θελα πολύ να μάθω τι ακούς» μου λέει το παλικάρι που έχω πιάσει εδώ και λίγη ώρα να με κοιτάει επίμονα. Ο μόνος λόγος που τον άκουσα είναι γιατί πάτησα να αλλάξω κομμάτι. Φοράει μάσκα. Προφανώς ασυναίσθητα ξέχασε ότι δεν μπορούσα να δω τα χείλη του να κινούνται. Η μάσκα όμως μου επέτρεψε να εστιάσω στα μάτια του, τα οποία είναι σχεδόν μαύρα, αμυγδαλωτά και ιδιαιτέρως εκφραστικά. Δεν έχω ιδιαίτερη διάθεση να μιλήσω αλλά λέω «Wolf Alice, Bros». «Δεν το ξέρω» μου απαντά. «Θα μου έκανε εντύπωση εάν το ήξερες». «Γιατί; Γνωρίζω πολλά από μουσική!» «Δεν αμφιβάλλω, αλλά πλέον είναι αδύνατον να τα έχουμε ακούσει όλα. Αυτή είναι μια άγνωστη σχετικά μπάντα που ούτε και θυμάμαι πώς βρήκα». «Τι στιλ είναι;» «Δύσκολο να στο περιγράψω... έχεις ακούσει Daughter;» Γελάει. «Τι γλώσσα μιλάς;» μου λέει.

Βγάζω τα ακουστικά μου και του τα δίνω. Δεν απλώνει καν τα χέρια να τα πάρει. Το effect της πανδημίας. Του δίνω τις άκρες. Τα μεταφέρει σε απόσταση από τα αυτιά του. Δυναμώνω την ένταση να ακούσει λίγο καλύτερα. Μετά από 30΄΄ μου τα δίνει πίσω. «Δεν είναι το στιλ μου» μου λέει ευγενικά. «Δεν πειράζει. Εγώ το αγαπώ γιατί το έχω συνδέσει με μια συγκεκριμένη μέρα πριν πολλά χρόνια». «Γκομενάκι;» ρωτάει, ενώ τα μάτια του «κλείνουν» πονηρά. «Ούτε καν. Σάββατο μεσημέρι ήταν, Ιούλιος, ήμουν μόνη στο σπίτι. Το έβαλα και άρχισα να κλαίω». Περίμενα να γουρλώσει τα μάτια πριν με ρωτήσει «γιατί;», αλλά το πρόσωπό του είχε απλά κατανόηση. «Long story. Ούτε και εγώ ήξερα γιατί, το ανακάλυψα μήνες μετά. Για να καταλάβεις θα πρέπει να σου πω την ιστορία της ζωής μου έως τότε εν τάχει (λέμε τώρα), και έκτοτε με λεπτομέρειες» του λέω. «Και τι σε σταματάει;» ρωτάει και τα μάτια του σοβαρεύουν και μεγαλώνουν. Έλα ντε, σκέφτηκα. «Πολύ πρόθυμο σε βλέπω να την ακούσεις. Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι είναι ενδιαφέρουσα;» «Επίτρεψέ μου να μπορώ να διακρίνω ότι δεν φαίνεσαι βαρετό άτομο». «Υποθέσεις και εικασίες» λέω χαμογελώντας. «Αποφεύγεις. Εκτός, βέβαια, αν μπλόφαρες...» «Tit for tat» του λέω. Με κοιτάει περίεργα. «Quid pro quo» συνεχίζω, «εσύ τι θα μου δώσεις;» «Τι θες;» ρωτάει.

Έλα ντε, σκέφτομαι ξανά. A piece of you, μου ’ρχεται να πω αλλά δαγκώνω τη φράση, για πρώτη φορά από τον Μάρτιο χαίρομαι που φοράω μάσκα. Τα μάγουλά μου είναι σίγουρα κόκκινα. «Για κάθε παύση που κάνω θα μου προτείνεις ένα τραγούδι δικό σου και θα μου λες γιατί σου αρέσει» λέω εντέλει. «Deal. Αλλά... κάτσε, για πόσες παύσεις μιλάμε;» «Πόσο χρόνο έχεις;» ρωτάω γελώντας. «Πότε κλείνει το μετρό;» «Τι; Ξεροσφύρι θα σου πω την ιστορία της ζωής μου στα υπόγεια; You are sadly mistaken». «Fair enough. Άκου τι θα κάνουμε...» Εκείνη την ώρα χτυπάει το κινητό του. Το απαντάει ενώ σηκώνει τον δείκτη του αριστερού του χεριού βάζοντάς με στην αναμονή. Συνειδητοποιώ ότι δεν έχω ιδέα πόσες στάσεις πριν έπρεπε να είχα κατέβει, τον ακούω να λέει ψέματα στον άνθρωπο που προφανώς έχει στήσει.

Μου χαμογελάει και βάζει τον ίδιο δείκτη στα λευκά, χάρτινα, εικονικά χείλη του, κάνοντάς με μέτοχο της απάτης. «Μικρά, λευκά ψέματα που κάνουν τη ζωή μας πιο εύκολη» λέει μόλις κλείνει το τηλέφωνο. «Και ενίοτε πιο ενδιαφέρουσα». Γνέφει καταφατικά λέγοντάς μου «πολύ σωστά». «Φαίνεται ότι εσύ μπλόφαρες, όμως, μεσιέ». «Guilty as charged. Επιθυμώ να εξιλεωθώ τα μάλα» λέει ενώ βγάζει ένα μικρό μπλοκάκι και ένα στυλό από την τσέπη του, «σας προσφέρω το τηλέφωνό μου ως ενέχυρο, θα περιμένω αγωνιωδώς το πρώτο μέρος της ιστορίας».

«Το όνομά σου θα μου το πεις ή θα το παίξουμε ρομαντικο-αφελείς, όπως τα τυπάκια στο Before Sunrise;» ρωτάω. «Μα εκείνοι μόνο ονόματα ανταλλάξανε, τηλέφωνα δεν είχαν δώσει». «Ποτέιτο, ποτάτο. Μη στέκεσαι στις λεπτομέρειες, για το κόνσεπτ μιλάω». «Μα εάν με λένε Γιώργο ή Μπάμπη, δεν θα χαλάσω τη μαγεία της στιγμής;» μου λέει. Γελάω. «Ιάμβλιχο θα σε αποθηκεύσω τότε, να ξέρεις» του λέω. «Αρκεί να ήταν καλό παιδί αυτός... λοιπόν, πότε θα μου στείλεις;» «Ποιος είπε ότι θα σου στείλω;» «Μα μόλις κάναμε deal». «Και;»  «Δεν παίζεις δίκαια». «Και;» Με κοιτάει παράξενα πάλι. Καταλαβαίνω ότι δεν μπορεί να καταλάβει εάν το εννοώ ή όχι. Είναι αγχωμένος. Σηκώνεται. Πρέπει να κατέβει.

«Έχεις στυλό;» «Όχι» λέω με το καλύτερο poker face που διαθέτω. Η μάσκα εν προκειμένω δεν βοηθάει. Ανοίγει ξανά το φερμουάρ της τσέπης του. «Γράψε: Hauschka - Craco» μου λέει ενώ ανοίγουν οι πόρτες. Δεν φεύγει ακόμα, αλλά τις κοιτάει. «Θα μου πεις την ιστορία του όταν σου δώσω πίσω το στυλό» λέω. Μου χαμογελάει και βγαίνει από τον συρμό.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ