Life in Athens

Νύχτα του ζαβού

Ή του «ζουάβου», όπως λέει ο Κάπτεν Χάντοκ στον Τεντέν

Μανίνα Ζουμπουλάκη
Μανίνα Ζουμπουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 252
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
38427-86448.jpg

Η Μανίνα Ζουμπουλάκη κάνει βόλτα στο Ν.Ψυχικό, την Πλατεία Μαβίλη και το Χαλάνδρι.

Νύχτα του ζαβού ή του «ζουάβου», όπως λέει ο Κάπτεν Χάντοκ στον Τεντέν: πόσες πιθανότητες έχεις μέσα σ’ ένα βράδυ να πέσεις πάνω σε δύο διαφορετικά αλλά εξίσου ζαβά άτομα, τα οποία δουλεύουν σε δύο διαφορετικά μαγαζιά; Ή σε τρία;

Είναι μερικές βραδιές που δεν σε θέλουν καθόλου εξαρχής: ενώ η φράντζα σου στέκεται ωραία και δεν έχεις σφαχτεί με το γκομενάκι, μπαίνεις σ’ ένα μαγαζί και ξέρεις αυτόματα ότι είναι λάθος. Λάθος μαγαζί και λάθος κατάσταση. Εδώ που πάτησες υπάρχει ζαβό γκαρσόνι, μετρ, σομελιέ, κονσομασιόν έστω, που θα σε κοιτάει περίεργα όλη νύχτα μέχρι να πέσει η φράντζα σου και να γίνεις βίδες με το γκομενάκι. Θα σου κάνει τον έξυπνο, το σπουδαίο, το μετα-βίας-σε-καταδέχομαι, τον υπεράνω, το δεν-είμαι-καν-γκαρσόνι-αν-θέτε-να-ξέρετε. Θα σνομπάρει τις επιλογές σου, θα σου κάνει χάρη να σε παρκάρει σ’ ένα τραπέζι, γενικά θα σου κουρελιάσει το ταμτιριρί ή τουλάχιστον θα προσπαθήσει. Αν έχεις εκπαιδευτεί στη νύχτα/στις ανθρώπινες σχέσεις, κανένας ζαβός δεν θα καταφέρει να σε πτοήσει: θα φύγεις από το μαγαζί Α και θα πας στο Β με μπρίο, κέφι και σα να μην τρέχει κάστανο.

Τι συμβαίνει όμως όταν και στο Β υπάρχει ανάλογος καλλιτέχνης; Γυρνάς σπίτι σου γιατί δεν ρισκάρεις να πας σε Γ μαγαζί, τρίτο κατά σειρά, και να εισπράξεις κι εκεί τα ίδια. Δεν θέλεις καν να το σκεφτείς. Το γκομενάκι δεν σου μιλάει από ώρα, η φράντζα σου έχει πάει στο διάολο, αρπάζεις το πρώτο ταξί και… και…

Και ο ταξιτζής σού λέει ότι είναι καθηγητής πανεπιστημίου (παρακαλώουω) και ότι δεν χρησιμοποιείς σωστά τους απαρεμφατικούς τύπους, όχι ενός συγκεκριμένου ρήματος αλλά γενικά (να ούμε). Κι ότι η έκφραση «στρίβετε αριστερο-ειδώς» δεν είναι ελληνικά, αλλά κάποια διάλεκτος την οποίαν ο ΤΑΡΙΦΑΣ δεν αναγνωρίζει (μα είναι ακαδημαϊκός, λέμε) αν και του θυμίζει αόριστα το «καλυτερότερα» που έλεγαν παλιά οι αμόρφωτοι πιτσιρικάδες τους οποίους πέταγε όξω από το ταξί του. Όπως θα πετάξει και σένα αν δεν πεταχτείς μονάχος σου όταν αρχίζει να σου αφηγείται την υπόθεση από τις «Βάκχες». Με λεπτομέρειες. Μες στην άγρια νύχτα.

Η βραδιά ήταν στραβή εξαρχής. Τα ’θελε ο πισινός σου. Έπρεπε να πάρεις το τσαντάκι σου και να γυρίσεις σπίτι με τη μία, κι όχι να επιμένεις. Στο πρώτο ζαβό γκαρσόνι που κατσικώνεται πάνω απ’ τη φράντζα σου, πρέπει να την κοπανάς…

Τέλος πάντων, δεν πρόκειται να ομολογήσω σε ποια μαγαζιά μάς έτυχαν οι ζαβοί, δεν υπάρχει λόγος να μπλέξω στη μαφία των ζαβών και να με κυνηγάνε μετά τίποτε αφιονισμένοι μαγαζάτορες. Απλώς φιλοσοφικά το θέτω: κυκλοφορεί πολύ ζουάβος εκεί έξω. Ή και εδώ μέσα μερικές φορές.

Πήρα κρασιά από το πλούσιο κι ενημερωμένο Wine Garage (τεράστια ποικιλία, σου λένε ό,τι θέλεις να μάθεις και κατά τα λοιπά κανένας δεν σε πρήζει με τις αρχαίες τραγωδίες). Πήγαμε για φαγητό στο «Οινοπάθεια» – το φαΐ ήταν οκέι, € 25 το άτομο με «πρώτα» μόνο, αλλά μας άργησαν κάτι κιοφτέδες κι όταν είπα να μη μας τους φέρουν για να πάρουμε γλυκό, μας έφεραν το λογαριασμό πολλλύ τσιτωμένοι (τζους). Ε, και φύγαμε. Μπορεί να στραβώσαν επειδή κλείσαμε τραπέζι για πέντε αλλά ο πέμπτος δεν ήρθε (γάδαρος). Μπορεί επειδή ρώτησα δυο-τρεις φορές τι απέγινε το αργοπορημένο πιάτο (τα νεύρα τους). Μπορεί να ήτανε στραβωμένοι απ’ το πρωί και να υπέπεσα στην αντίληψή τους με τη φράντζα σε ανάποδη διάταξη. Πάντως δεν δέσαμε, δεν αγαπηθήκαμε καθόλου, δεν τα βρήκαμε και ψάξε τώρα να βρεις ποιος φταίει.

Πήγαμε και στο καινούργιο Ginger, που έχει γίνει πολύ όμορφο και μας είπανε ότι το φαγητό είναι τέλειο – δεν δοκιμάσαμε, γιατί καθίσαμε στο μπαρ για ποτό. Πάντως η μουσική είναι χαμηλή, η ατμόσφαιρα ευχάριστη και αργά ή γρήγορα θα φάμε κι εδώ. Είναι παράξενο πώς από τα 50.000 εστιατόρια που έχει η Αθήνα, πάντα στα ίδια επιστρέφουμε. Έστω κι αν έχουν ανανεωθεί. Είναι σαν τους παλιούς δεσμούς η σχέση μας με τα μαγαζιά τελικά: τα πήγαμε καλά κάποτε, βγάζαμε τα μάτια μας, θέλαμε ο ένας τον άλλον (καλά, το τραβάω πολύ), φυσικό είναι να κοιταζόμαστε λάγνα ακόμα. Να κάνουμε καλή παρέα. Να λέμε συνωμοτικές κουβέντες που δεν πιάνει κανένας (εκτός από άλλους παλιούς δεσμούς). Δηλαδή πάμε σε μαγαζιά που αγαπήσαμε επειδή ό,τι γουστάραμε το πάλαι ποτέ μάς γυαλίζει ακόμα (τόσο μας κόφτει). Ή επειδή είναι δοκιμασμένες συνταγές. Επειδή όσο κι αν νομίζουμε ότι αλλάξαμε, τελικά είμαστε ίδιοι. (Τρομάρα μας.)

Το έχω παρακάνει με τις παρενθέσεις, γι’ αυτό τις κόβω και δεν χάνουμε τίποτα χωρίς αυτές. Χωρίς ζουάβους, όμως; Η ζωή μας μπορεί να ήταν πολύ μονότονη…

Wine Garage, Κηφισίας 340, Ν.Ψυχικό, 210 6771.120
Ginger, Πλατεία Μαβίλη, Δορυλαίων 10-12, 210 6451.169
Οινοπάθεια, Αγ. Παρασκευής 79 & Διογένους, Χαλάνδρι, 210 6850.686 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ