Life

Το τάνγκο είναι…

...όλα όσα δεν μπορείς να πεις σε μια πρώτη συνάντηση

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
45903-95625.JPG

'Ηταν από τις πρώτες φορές που στάθηκε στη μέση της αίθουσας, η καινούργια της ιδιότητα ήταν συναρπαστική: δασκάλα αργεντίνικου τάνγκο. Ένας κόσμος ανοιγόταν, μια άλλη ζωή, νέοι κώδικες, σχέσεις, συσχετισμοί. Ήταν καλά προετοιμασμένη, τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Είχε κάτσει και είχε γράψει το προηγούμενο βράδυ σε μια κόλλα χαρτί όσα ήθελε να μοιραστεί με τους μαθητές της, όσα είχε τη λαχτάρα να τους μεταδώσει, όχι μόνο τη γνώση τους σώματος, δύσκολη και απαιτητική, για αυτήν υπήρχε χρόνος. Η τεχνική πλευρά, πολύ σημαντική, είχε και μία ψυχική όψη, αλληλένδετη, που θα την ανακάλυπταν σιγά-σιγά μέσα από την εμπειρία, όταν η γνώση του σώματος δεν θα χρειαζόταν τη διαμεσολάβηση του νου. Με τον καιρό θα τους εξηγούσε ότι έπρεπε να σκεφτούν από την αρχή τη στάση του σώματός τους, πού είχαν το βάρος τους, πώς πατούσε το πέλμα τους. Θα τους έδειχνε πως τα πράγματα, ακόμα κι όσα έχουν διάρκεια στο χρόνο, δεν είναι οριστικά, πάντα υπάρχουν επιλογές, περιθώρια, αρκεί να το θελήσουμε, να μας δοθεί η ευκαιρία. Πως κι αυτή ακόμα η στάση του σώματός μας δείχνει ποιοι είμαστε, πώς είμαστε, μας προδίδει, δείχνει τους φόβους μας, το κλείσιμό μας· όλα όμως αλλάζουν, κι όλο το πράγμα είναι μια μεταφορά, χρειάζεται θάρρος και απόφαση.

Εδώ που ήρθατε θα μάθετε να περπατάτε καμαρωτοί, περήφανοι, με το θώρακά σας ανοιχτό, θα γνωρίσετε με διαφορετικό τρόπο το σώμα σας, θα τους έλεγε συν τω χρόνω, θα μάθετε να κάνετε τις συνδέσεις, το χέρι δεν υπάρχει μόνο του, είναι απόληξη της ωμοπλάτης, έτσι πρέπει να το σκεφτείτε, ούτε τα πόδια, στηρίζονται πάνω στα ισχύα, κι αυτά συγκρατούν τα κόκαλα της λεκάνης, όσο για το κέντρο, τους βαθείς κοιλιακούς μυς, αυτό είναι ο συνδετικός κρίκος, συνδέει το πάνω με το κάτω μέρος, πρέπει να το βάλετε να δουλέψει, να ενεργοποιηθεί, κοιμάται. Το σώμα σας κοιμάται, ήθελε να τους φωνάξει, αλλά δεν το ξέρετε, για να μη πω για την πλάτη σας, πείτε μου, πότε έχετε συναίσθηση της πλάτης σας, ποτέ, μόνο όταν πονάει, ούτε καν τη βλέπετε, ούτε την πιάνετε, κοιμάται κι αυτή… Και στους πιο ντροπαλούς, τους πιο σφιγμένους, αυτούς που δεν είχαν κάνει ποτέ τίποτα το σωματικό, που τους ξεχώριζε με την πρώτη ματιά, ειδικά σε αυτούς ήθελε να τους πει να μη φοβούνται, δεν είναι θέμα ικανοτήτων, δεν είναι ότι δεν μπορούν, είναι ότι δεν έτυχε, ότι δεν τους το ’μαθε κανείς, ότι ειδικά αυτοί είχαν πιο πολλούς τρόπους να ωφεληθούν, έπρεπε να πασχίσουν περισσότερο αλλά κάτι θα άνοιγε μέσα τους, ένας άλλος δρόμος. Είναι ωραίο να γνωρίσετε το σώμα σας αλλιώς, να το κάνετε να νιώσει, να εκφραστεί, να του δώσετε χώρο, θα τους τα μάθαινε όλα αυτά σιγά-σιγά μαζί με τα βήματα, τη μουσική, την ισορροπία…

Αλλά αυτά δεν τα λες την πρώτη μέρα, στην πρώτη συνάντηση, τότε ακόμα πρέπει να γνωριστείτε, να πείτε τα ονόματά σας, να ακούσετε λίγο μουσική, να περπατήσετε απλά, όπως-όπως, να διακρίνετε το ρυθμό και να πείτε για όσους δεν ξέρουν τι είναι το τάνγκο. Γιατί το τάνγκο δεν είναι μόνο χορός… έχει μια ολόκληρη ιστορία πίσω του, κι αν δεν την ξέρεις δεν θα το καταλάβεις. Ήθελε να τους πει ότι στην αρχή το χόρευαν κορίτσια «ελευθέρων ηθών» με ανθρώπους που είχαν φτάσει σε ξένο τόπο με εισιτήριο χωρίς επιστροφή, κι έπειτα το χόρευαν ο χασάπης με τον μπακάλη τα απογεύματά τους μετά τη δουλειά, στον ελεύθερό τους χρόνο, άνθρωποι λαϊκοί, της πιάτσας, έκαναν πράκτις μεταξύ τους για να μαθαίνουν καινούργια πράγματα, όλο το πράγμα το επινόησαν βήμα-βήμα, δεν υπήρχαν χοροδιδασκαλεία. Ήθελε να τους το επισημάνει αυτό, ότι το τάνγκο δεν ξεκίνησε σαν χορός του σαλονιού, αλλά του δρόμου, πως τα μπουρδέλα ήταν ο φυσικός του τόπος, υπήρχαν «σπίτια» που τα κορίτσια αντί για άλλες υπηρεσίες πρόσφεραν χορούς, εντάξει, ίσως όχι μόνο, και ότι οι άντρες ήταν τόσο απελπιστικά μόνοι και τόσο απερίγραπτα πολλοί που δεν είχαν επιλογές, δεν είχαν γυναίκες, δεν είχαν ελπίδα… Έτσι γεννήθηκε το τάνγκο, ήθελε να το τονίσει αυτό, όχι στις σάλες, όχι με όμορφα φορέματα και λαμπερά παπούτσια, όχι από εκζήτηση, αλλά από μοναξιά και ανάγκη για επαφή. Και οι κανόνες του χορού δεν προέκυψαν στο εργαστήριο, επινοήθηκαν από ανθρώπους που προσπάθησαν να χορέψουν αγκαλιασμένοι χωρίς να ποδοπατούνται, ψάχνοντας να βρουν λύσεις, μια ευκολία στην κίνηση, μια αρμονία… Οι άντρες μάθαιναν να χορεύουν μεταξύ τους για να ευχαριστήσουν τις γυναίκες και μέσα από εκεί για τη δική τους απόλαυση, ήταν η επιθυμία στη μέση, η ανάγκη να έρθεις κοντά, γι’ αυτό το τάνγκο έκρυβε μέσα του αλήθεια και απλότητα και συναισθήματα. Μετά εξελίχθηκε βέβαια, εξαπλώθηκε σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, μπήκε στις μεγάλες σάλες, η μουσική του παίχτηκε από μεγάλες ορχήστρες, σπουδαίες, έγινε δημοφιλές, ταξίδεψε, βγήκε στις σκηνές από επαγγελματίες χορευτές, όμως η καταγωγή του ήταν αυτή, ήταν σημαντικό να το καταλάβουν, γιατί… γιατί ήταν σημαντικό.

Ήταν πολλά όσα ήθελε να τους πει. Στάθηκε στο κέντρο της μεγάλης αίθουσας, ξύλινο πάτωμα με αίσθηση από βελούδο, κόκκινες κουρτίνες, μεγάλα παράθυρα, χώρος ζεστός και φιλόξενος γεμάτος υποσχέσεις, κι ολόγυρα κόσμος που είχε έρθει να δει, να μάθει, να σχετιστεί, πάνω από 20 άτομα γύρω της σε κύκλο που περίμεναν, 20 και κάτι ζευγάρια μάτια πάνω της. Σιγά-σιγά η φασαρία σταμάτησε, έγινε απόλυτη ησυχία, σιωπή, και πριν προλάβει να το σκεφτεί, χωρίς να διστάσει, πήρε το λόγο: «Το τάνγκο είναι…» ξεκίνησε να λέει μα πριν ακόμα προλάβει να τελειώσει τη φράση της το μυαλό της άδειασε, σαν να μην ήξερε ξαφνικά τι ήθελε να πει, από πού να αρχίσει, τίποτα, κενό. Έμεινε με κομμένη την ανάσα, βουβή, παγωμένη, ο χρόνος σταμάτησε, η μόνη εικόνα που μπορούσε να φτιάξει ήταν αυτή μιας μαύρης τρύπας που θα χανόταν μέσα της… Ευτυχώς δεν ήταν μόνη, ήταν τέσσερις οι δάσκαλοι που θα καλωσόριζαν τους καινούργιους μαθητές, κι όταν κάποιος από τους άλλους παρενέβη σαν από μηχανής θεός κι άρχισε να μιλάει, να συστήνεται: «Γεια σας, είμαστε οι…. μαζί θα κάνουμε μάθημα αργεντίνικου τάνγκο… μπλα, μπλα… τα ονόματά σας...» ένιωσε ένα χέρι να την πιάνει και να την τραβάει στην επιφάνεια.

Μετά όλα κύλησαν σαν νερό που τρέχει, ο πάγος έσπασε, τα πρώτα βήματα ήρθαν, οι πρώτες γνώσεις, μετά κι άλλες, άρχισαν να μαθαίνουν να χορεύουν, να χτίζουν το ένα πάνω στο άλλο, να σχετίζονται, να πεισμώνουν, να απολαμβάνουν, να χαίρονται με τον ίδιο τρόπο που χαίρονταν οι πρώτοι άνθρωποι που το επινόησαν, με απλότητα, με την αμεσότητα που γεννά η χαρά της επαφής, της επικοινωνίας, του αγγίγματος. Έμαθαν πως το τάνγκο είναι σωματικό όσο και ψυχικό, γιατί τα δύο αυτά είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, η ψυχή και το σώμα, όταν χαίρεται το ένα χαίρεται και τ’ άλλο. Το σώμα τους άλλαξε, στήθηκε καλύτερα, χαλάρωσε, έγραψαν χιλιόμετρα, τους έγινε ανάγκη, τρόπος ζωής, γιατί έτσι είναι το τάνγκο, από την πρώτη εκείνη φορά κι έπειτα τους το είχε πει πολλές φορές. Τίποτα δεν προχωράει αν δεν το βάλουμε στη ζωή μας, αν δεν το κάνουμε δικό μας, τίποτα δεν κερδίζει μέσα μας έδαφος αν δεν το αγαπήσουμε, αν δεν παλέψουμε για αυτό, αν δεν πασχίσουμε. Η απόλαυση έπεται και είναι μεγάλη…

Ήταν περήφανη που έμαθαν να το αγαπούν και γι’ αυτό να το χορεύουν. Δεν μπορούσε να μην καμαρώνει, έβρισκε μια άνετη θέση στο γκαζόν και τους παρατηρούσε, τον ιδιαίτερο τρόπο που είχε ο καθένας, τα λάθη που είχαν διορθώσει και που πάντα έμενε κάτι μικρό να τα θυμίζει, τους ακολουθούσε με το βλέμμα στη μεγάλη πίστα να χάνονται ανάμεσα στα άλλα ζευγάρια και να εμφανίζονται ξανά. Χαιρόταν ακόμα πιο πολύ να τους βλέπει να χορεύουν εκεί έξω, κάτω απ’ τα αστέρια ξυπνούσαν μνήμες, θυμόταν το Μπουένος Άιρες που είχε πάει χειμώνα κι έβγαζε τις ατέλειωτες στρώσεις από ρούχα που φορούσε για να χορέψει σε 0° κελσίου με εκείνο τον υπέργηρο κύριο που έτρεμε από πάρκινσον, η ίδια η ιστορία του τάνγκο ολοζώντανη στην αγκαλιά της. Όλο το χρόνο, τα φεγγαρόλουστα βράδια του καλοκαιριού και τις κρύες νύχτες του χειμώνα, οι Δευτέρες έχουν μια ξεχωριστή αίσθηση στον πεζόδρομο της Ερμού, βραδιές στημένες από ανθρώπους που αγαπούν το τάνγκο, τα γκαζόν γεμίζουν με ψάθες παραλίας και κουτάκια μπίρας, κι όχι μόνο από ανθρώπους που ξέρουν να χορεύουν. Θυμόταν πάντα την πρώτη εκείνη φορά που είχε δει τάνγκο στη ζωή της, μια μιλόνγκα σε προβλήτα στον Σηκουάνα, υπαίθρια κι αυτή, ένας ενισχυτής, άνθρωποι χόρευαν στην αυτοσχέδια πίστα κι άλλοι κάθονταν τριγύρω και κοιτούσαν. Τα ζευγάρια άλλαζαν κάθε τόσο. Είχε μείνει εκεί για ώρα να παρατηρεί, δεν μπορούσε να καταλάβει πώς άγνωστοι άνθρωποι αγκαλιάζονταν με αυτό τον τρόπο κι έρχονταν τόσο κοντά, σε πλήρη επαφή, στο πρόσωπό τους έβλεπες να το απολαμβάνουν, να χάνονται, τα πόδια τους μπλέκονταν μαζί και οι ανάσες τους, σαν να δραπέτευαν σε έναν άλλο κόσμο, δικό τους, όσο κρατούσε το κομμάτι, για την ακρίβεια όσο κρατούσαν 3 κομμάτια, μετά το ύφος της μουσικής άλλαζε, αποχωρίζονταν και έσμιγαν με άλλους. Μετά κατάλαβε, ήταν μια κοινή γλώσσα που έπρεπε να μάθεις, μια γλώσσα του σώματος που μπορούσες να τη μιλήσεις με κάποιον άγνωστο και να έρθετε κοντά, πολύ κοντά, ένα ολόκληρο σύμπαν που το έκανες δικό σου, με τους κανόνες τους, με τη μουσική του, με τους κώδικές του. Όσοι χορεύουν το ξέρουν, το τάνγκο είναι… το τάνγκο είναι πολλά πράγματα, δύσκολο καμιά φορά να τα περιγράψεις, όπως κάτι που επειδή σου αρέσει τόσο πάρα πολύ δεν βρίσκεις τα λόγια. Έχει αυτή τη δύναμη να σε σαγηνεύει με έναν τρόπο που δεν μπορείς να του αντισταθείς, κι είναι πολλές οι ευκαιρίες να το χαρείς, όπως τις Δευτέρες, στο δρόμο, κάτω από τον αττικό ουρανό, όπως παλιά…


Carlos Gavitο (1942-2005), ένας από τους τελευταίους μεγάλους μιλονγκέρο, η ιστορία της ζωής του είναι η ιστορία του τάνγκο. Τo τελευταίο του σόου, πριν πεθάνει, το έδωσε με την Geraldin Rojas, μία από τις σημαντικότερες χορεύτριες της νέας γενιάς, στη μιλόνγκα La Viruta στο Μπουένος Άιρες.

 Εδώ ο Gavitο σε ένα σεμιναριακό μάθημα εξηγεί στους μαθητές πως το συναίσθημα δεν διδάσκεται…

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ