Πολιτικη & Οικονομια

Μία επικοινωνιακή προσέγγιση για το 4ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ και τον μνησίκακο οπαδό

Μία δισδιάστατη ανάλυση της επικοινωνίας, αρχικά ως προς την λειτουργία και την αποσύνδεση από το πολιτικό και σε δεύτερο επίπεδο στην ψυχαναλυτική διάστασή της

Ιωσήφ Χαλαβαζής
Ιωσήφ Χαλαβαζής
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μία επικοινωνιακή προσέγγιση για το 4ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ και τον μνησίκακο οπαδό
© EUROKINISSI/ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ (Φωτογραφείο αρχείου)

Το 4ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, η επικοινωνιακή παρουσία του Στέφανου Κασσελάκη και ο ψυχικός κόσμος του μέσου συριζαίου

Με τη λήξη του 4ου συνεδρίου, το οποίο θύμιζε περισσότερο αγώνα catch αλλά και επιδιώχθηκε να επικοινωνηθεί και με αυτό τον τρόπο, πλέον δεν έχει κανείς την αμφιβολία πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υποστεί αλλοτρίωση σε κάθε επίπεδο. Η σημερινή δομή και τα σύμβολα παρέχουν έναν υψηλό βαθμό νοσταλγίας, όμως σύντομα και αυτά δεν θα είναι αρκετά για να κρύψουν τον μετασχηματισμό. Σε αυτό το κείμενο θα επιχειρηθεί μία δισδιάστατη ανάλυση της επικοινωνίας, αρχικά ως προς την λειτουργία και την αποσύνδεση από το πολιτικό και σε δεύτερο επίπεδο στην ψυχαναλυτική διάστασή της.

Από το καλοκαίρι, για τον ΣΥΡΙΖΑ και την ομάδα υποστήριξης του Στέφανου Κασσελάκη, η επικοινωνία αποτελεί αυτοσκοπό - και εδώ μπορούμε να εντοπίσουμε τη ρίζα του προβλήματος.

Έχοντας ολοκληρώσει τον ιστορικό κύκλο του ως κόμμα διαμαρτυρίας με το τέλος της οικονομικής κρίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται αντιμέτωπος με υπαρξιακές προβληματικές. Εδώ και καιρό καλείται είτε να μετασχηματιστεί σε κάτι διαφορετικό είτε να αφεθεί στην διαδικασία εξάχνωσης και την περεταίρω συρρίκνωσή του, καθιστώντας τον ένα κόμμα «απολίθωμα» με εξαιρετικά μικρή δυναμική και επίδραση.

Κάτι αντίστοιχο αντιμετώπισε και το ΠΑΣΟΚ, το οποίο χρειάστηκε σχεδόν μία δεκαετία και αρκετές αλλαγές επί της ταυτότητας και των προέδρων για να μπορέσει να ξαναβρεί δυναμική και να εκτοπίσει προσφάτως τον ΣΥΡΙΖΑ από τη δεύτερη θέση στη δημοφιλία. Φυσικά, αυτή η μεταστροφή του εκλογικού σώματος δεν οφείλεται αποκλειστικά στο πάγιο αίτημα για ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Αποδίδεται στην απογοήτευση από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αντίστοιχα είχε ωφεληθεί στο παρελθόν από τις διαρροές του ΠΑΣΟΚ.

Κατά τη μεταμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ επικράτησαν τα στοιχεία για τα οποία κατηγορήθηκε -όχι άδικα εν τέλει- από ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα που αρνήθηκε να συνεργαστεί μαζί του, πλην των ΑΝΕΛ, όταν έγινε κυβέρνηση. Αυτά είναι η τοξικότητα (εσωτερικά και εξωτερικά), ο ακραίος πολωτικός λόγος, η ressentiment, η εκδικητικότητα απέναντι στους αντιπάλους και η παράφραση του νοήματος ώστε να συνταιριάξει με το εκάστοτε αφήγημα. Δηλαδή μία στροφή προς τα αρνητικά συναισθήματα και τη συγκινησιοκρατία. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως η πρώτη καμπάνια του Στέφανου Κασσελάκη για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ είχε πλήθος στοιχείων μετα-αλήθειας και καλούσε ξεκάθαρα τον κόσμο να πιστέψει αποκλειστικά στη «δική του αλήθεια».

Από την άλλη πλευρά, σε αυτή τη διαδικασία απωθήθηκαν ο πλέον «ρετρό» ρομαντικός αριστερός χαρακτήρας του 20ου αιώνα, τα θετικά στοιχεία μίας συμπεριληπτικής και λειτουργικής Αριστεράς και η τεχνοκρατική τάση. Η τελευταία αποχώρησε και συγκρότησε το εγχείρημα της Νέας Αριστεράς.

Αυτά τα στοιχεία αποτάχθηκαν υπέρ μιας αποϊδεολογικοποιημένης εξωστρέφειας, η οποία μοιράζεται περισσότερα με ένα reality show, παρά με τη λειτουργία ενός πολιτικού κόμματος αξιών. Ο ιδεολογικός εκλεκτικισμός, η λογική του ύστερου καπιταλισμού, το management, το δόγμα «T.I.N.A.» και το προσωποπαγές στοιχείο μετασχηματίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ από «ριζοσπαστική αριστερά» σε «πατριωτική αριστερά». Στην πράξη έχουμε ευδιάκριτα την ελληνική περίπτωση ενός αριστερόστροφου Τραμπισμού.

Ο Στέφανος Κασσελάκης, ο οποίος αναδείχθηκε στο νέο ηγετικό πρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ και θεωρείται από αρκετούς το «prodigy child» της πολιτικής επικοινωνίας, στην πραγματικότητα λειτούργησε καταλυτικά ώστε όλα τα προαναφερόμενα αρνητικά στοιχεία να συμπυκνωθούν, να ενισχυθούν και ταυτόχρονα να επικοινωνηθούν στο μεγάλο ακροατήριο με νέες φόρμες υπό τη μορφή μίας εύπεπτης performance.

Η γλώσσα και η κινησιολογία που έχει επιλεχθεί είναι αυτή της αμερικανοποιημένης πολιτικής επικοινωνίας, δηλαδή ένας λόγος δήθεν ειλικρινής και ανθρωπιστικός που συναντάμε στα τηλεοπτικά προγράμματα, σκηνοθετημένα απλουστευτικός και γεμάτος γνώριμες από την πολιτιστική βιομηχανία σύγχρονες μυθολογίες για τους «outsiders που πετυχαίνουν». Αυτά τα χαρακτηριστικά συνυπάρχουν με έναν αυταρχικό λαϊκιστικό λόγο, ο οποίος συστηματικά καταγγέλλει τους πολιτικούς αντιπάλους, τους επικριτές και τους μη ταγμένους δημοσιογράφους, εξισώνοντάς τους με συνωμότες που ψεύδονται και επιβουλεύονται την επερχόμενη επιτυχία. Η εικόνα φυσικά είναι στρεβλή και μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί από τα διαχρονικά χαμηλά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ και της δημοφιλίας του ίδιου του προέδρου του Στέφανου Κασσελάκη στις έρευνες γνώμης. Δεν είναι τυχαίο πως υπό την ηγεσία του ο ΣΥΡΙΖΑ είδε ξανά μονοψήφια ποσοστά.

Παρότι αρκετοί υποστηρίζουν πως όσοι δεν είμαστε μέλη ενός κόμματος δεν πρέπει να ασχολούμαστε με τα εσωτερικά του, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως το πολυαναμενόμενο 4ο συνέδριο δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μία επικοινωνιακή φούσκα που λειτούργησε ως εκκολαπτήριο ενός όχλου, ο οποίος επιδόθηκε σε έναν εσωτερικό αποδεκατισμό.

Η διαδικασία ευνόησε αποκλειστικά τον Στέφανο Κασσελάκη, ο οποίος εξασφάλισε ένα κλειστό τριετές συμβόλαιο για την προεδρία με ρήτρα προστασίας για ό,τι αποτέλεσμα και να φέρει στις Ευρωεκλογές. Βέβαια στον κόσμο των επιχειρήσεων -από τον οποίον και προέρχεται- κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο καθώς εκεί όλα προσμετρώνται και είναι δυναμικά.

Παρά την εξαιρετικά κακή επικοινωνιακή παρουσία του -καθώς είναι ένας από τους πιο αδύναμους ρήτορες που έχει γνωρίσει η ελληνική πολιτική σκηνή, με πλήθος σαρδάμ και εκφραστικών λαθών (τα οποία οφείλονται στο γεγονός πως δεν γνωρίζει καλά την ελληνική γλώσσα) και δεν χαρακτηρίζεται για την πολιτική ευγένεια και τον σεβασμό στους ακροατές του- κατάφερε και επιβλήθηκε στο κοινό. Επιπλέον παρέσυρε τους εσωκομματικούς αντιπάλους στην παγίδα της έκθεσης, με την Όλγα Γεροβασίλη να είναι τελικά η μεγάλη χαμένη επικοινωνιακά, αλλά και αποκαθηλώνοντας τον Αλέξη Τσίπρα ως κομματικό τοτέμ.

Το ναρκισσιστικό παραλήρημα, η παρουσίαση ως μονομάχος στην αρένα, ο λόγος γεμάτος πολεμική διάθεση και η φράση «βρείτε μου αντίπαλο» κατάφεραν και φανάτισαν ένα μεγάλο ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλα, όμως, προβλημάτισαν και πολλούς από εμάς που ασχολούμαστε με το επικοινωνιακό φαινόμενο ερευνητικά και επαγγελματικά και παρακολουθούμε τις εξελίξεις για το πού πάει η αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά και το τι πρόκειται να προσφέρει ευρύτερα στην πολιτική ζωή της χώρας.

Το δεύτερο επίπεδο που έχει αξία να αναλυθεί είναι ο ψυχικός κόσμος του μέσου συριζαίου που επένδυσε συναισθηματικά σε όλη αυτή την επικοινωνιακή φιέστα και τον είδαμε να φωνάζει με πάθος.

Πρόκειται για ένα απογοητευμένο και πολλαπλά ηττημένο πολιτικό υποκείμενο, το οποίο βιώνει συνεχόμενες ματαιώσεις και οργίζεται με την ηγεμονία της Νέας Δημοκρατίας σε κάθε επίπεδο. Είναι αυτοί που για οποιαδήποτε κακοτοπιά θα απαντήσουν ξερά «41%», λες και εξαιρούνται από την κοινωνία και συγκροτούν μία αριστεία βασισμένη στον μύθο του «ηθικού πλεονεκτήματος».

Ο «πατέρας», ο οποίος για χρόνια ενσαρκωνόταν στο πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα, δεν «δολοφονήθηκε συμβολικά» από τους επιγόνους του, ωθώντας στην ανάδειξη μίας νέας τάξης πραγμάτων και μίας νέας εποχής. Αντιθέτως «πέθανε» από φυσικά αίτια, αλλά σε μία στιγμή την οποία δεν υπήρχε η δέουσα ωριμότητα για το επόμενο βήμα ούτε είχε προετοιμαστεί κατάλληλα και το ανθρώπινο κεφάλαιο για μία ομαλή μετάβαση που δεν θα δημιουργούσε χάος και αταξία.

Αυτό το κενό λειτούργησε ως μία εντονότερη ματαίωση, οδηγώντας σε μία βαθύτερη αξιακή κρίση και πολλαπλούς κατακερματισμούς με πλήθος αποχωρήσεων στελεχών. Η σύγχυση που προκλήθηκε οδήγησε σε ταυτοτικές παλινδρομήσεις και έναν αταβισμό, εναποθέτοντας όλες τις ελπίδες σε ένα πρόσωπο το οποίο είναι οικείο και ανοίκειο ταυτόχρονα.

Οικείο γιατί προσομοιάζει τον ιδεατό εχθρό ο οποίος πρέπει να κερδηθεί. Από αυτή την κατάληξη μόνο θα παραχθεί νόημα και τάξη και θα ικανοποιηθεί το πολιτικό φαντασιακό το οποίο βασίζεται σε ένα αρχέτυπο διαμάχης σχέσεων «καλό – κακό / φως – σκοτάδι / δικαιοσύνη – αδικία», στοιχεία άλλωστε γνώριμα και λειτουργικά και για τους λογογράφους. Έτσι στην πράξη συγκροτείται ένας «αντι-εχθρός» και όχι ένας «ήρωας».

Ανοίκειο όμως αισθητικά, αξιακά και εκ καταβολής. Ένας εύπορος αστός από το εξωτερικό ο οποίος ντύνεται με slim fit κοστούμια και t-shirts, επιδεικνύοντας με κάθε ευκαιρία τη σωματική του διάπλαση, τα χρήματά του και το σκυλί ράτσας, φέροντας ταυτόχρονα και το αρχέγονο σύμβολο του «κακού», τη γραβάτα.

Έτσι, σε αυτή την αμφιθυμία ένα μεγάλο κομμάτι των οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε την πλήρη υποταγή και αφοσίωση, σε κάτι το οποίο υπόσχεται νίκη με κάθε κόστος -αρκεί αυτή να επιτευχθεί και να ηττηθεί ο απόλυτος εχθρός- ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Γίνεται λοιπόν κατανοητό γιατί άλλοτε «σύντροφοι» πλέον προβαίνουν σε εσωτερικές εκκαθαρίσεις, λεκτική βία, δημόσιους εξευτελισμούς και έναν πόλεμο λάσπης, στο όνομα ενός νέου ηγέτη ο οποίος αποζητά την πλήρη υποταγή και επιβάλλει μία λογική βασιζόμενη στην «Αρχή του Αρχηγού».

Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι η βελτίωση της πολιτικής διαδικασίας με κάτι το καινοτόμο, ούτε η αρμονική συνύπαρξη με τους «άλλους», αλλά η πλήρης επιβολή ώστε να αποτιναχθεί επιτέλους η αυτό-θυματοποίηση και το φαντασιακό του «καθεστώτος Μητσοτάκη» το οποίο συναντάμε τακτικά ως μύθευμα στα ΜΜΕ και τα social media αυτής της πλευράς.

Ο Στέφανος Κασσελάκης, εξισώνοντας στο επίπεδό του τον μέσο υποστηρικτή του και ωθώντας τον να πιστέψει στην ψευδαίσθηση πως είναι το ίδιο ικανός και παντοδύναμος -δια μέσου της λαϊκίστικής ρητορικής-, ικανοποιεί αυτή ακριβώς την ανάγκη για εκδίκηση.

Επιθυμία αυτού του μνησίκακου ακροατηρίου, δεν είναι μόνο να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα, αλλά ο γείτονας να είναι ταυτόχρονα θεατής, ώστε να του εντυπωθεί το τραύμα και να του το επαναφέρουν με κάθε ευκαιρία με στόχο να νιώθουν παντοδύναμοι. Με αυτό τον τρόπο θα νιώσουν πως πλέον δεν είναι στο περιθώριο, αλλά πως είναι οι νικητές που κατέκτησαν τα πάντα και έχουν το δικαίωμα και τη δύναμη να ασκούν την εξουσία τους αδιαμεσολάβητα, δίχως περιορισμούς και ηθικές υποχρεώσεις.

Σίγουρα αυτό απέχει πολύ από την ιδέα της αστικής δημοκρατίας και το ζητούμενο της ειρηνικής συνύπαρξης με τους «άλλους» με σκοπό την πρόοδο και την ευημερία της κοινωνίας.

Ευτυχώς, αυτό το «όραμα» απαιτεί συναίνεση μεγαλύτερη του 9%, κάτι το οποίο δύσκολα θα επιτευχθεί μετά τις πολιτικές περιπέτειες της προηγούμενης δεκαετίας, τον τρόπο διενέργειας του 4ου συνεδρίου και των επερχόμενων εξελίξεων.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ