Πολιτικη & Οικονομια

5 χρόνια brexit: Μια πολύ παλιά ιστορία

Η ρητορική της εθνοκεντρικής ανεξαρτησίας μπορεί να έχει μεγαλύτερη πέραση στην Αγγλία απ ο,τι πριν μια δεκαετία, οι ρίζες της όμως φθάνουν πολύ πίσω στο χρόνο

agis_avatar_2.jpg
Άγης Παπαγεωργίου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Πρωτοσέλιδο της Evening Standard την επαύριον του Δημοψηφίσματος για το Brexit
Πρωτοσέλιδο της Evening Standard την επαύριον του Δημοψηφίσματος για το Brexit © EPA/ANDY RAIN

Βρετανία: Πέντε χρόνια μετά το Δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016 υπέρ του Brexit. Πώς φθάσαμε στην ήττα του Bremain - Ποια η κατάσταση σήμερα στην Αγγλία.

Στις 23 Ιουνίου 2016, πριν ακριβώς πέντε χρόνια, το Ηνωμένο Βασίλειο σόκαρε τον κόσμο. Διαψεύδοντας σχεδόν όλα τα προγνωστικά που ήθελαν μια σχετικά άνετη επικράτηση του Bremain, οι Βρετανοί πολίτες επέλεξαν οριακά τον δρόμο του Brexit και την αποχώρηση της χώρας τους από το ευρωπαϊκό πολιτικό οικοδόμημα, του οποίου υπήρξε μέλος από το 1973 και την εποχή της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Όμως, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν καθήλωσε μόνο τους εξωτερικούς παρατηρητές, αλλά ταρακούνησε βίαια και την πολιτική ζωή του Ηνωμένου Βασιλείου· μέχρι και την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, ακόμα και οι συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις που υποστήριξαν το Brexit περίμεναν πως θα χάσουν.

Μετά από την παρατεταμένη διαδικασία εξόδου της χώρας από την ΕΕ αλλά και τον ευρύτερο πολιτικό διχασμό που έφερε το δημοψήφισμα, θα περίμενε κανείς πως οι Βρετανικές πολιτικές ισορροπίες θα ήταν σήμερα εξαιρετικά εύθραυστες. Όμως, πέντε χρόνια μετά την ιστορική απόφαση των Βρετανών και ενάμισι μετά την επίσημη έξοδο τους από την ΕΕ, οι συντηρητικοί του Μπόρις Τζόνσον—ο οποίος αναδείχθηκε σε έναν από τους δύο βασικούς εκφραστές του Brexit μαζί με τον δηλωμένο ευρωσκεπτικιστή Νάιτζελ Φάρατζ—απολαμβάνουν μια πρωτόγνωρη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ κυρίως, δείχνουν πως αποτελούν αδιαμφησβήτητα την κυρίαρχη πολιτική δύναμη, παρότι η περιπέτεια του Brexit ήταν σε μεγάλο βαθμό δικό τους έργο.

Οι ευρωεκλογές του 2009 και το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα

Στην πραγματικότητα, η αρχή της ιστορίας του Brexit εντοπίζεται αρκετά χρόνια πριν το δημοψήφισμα του 2016, και συγκεκριμένα στις ξεχασμένες πλέον ευρωεκλογές του 2009. Με τον Ντέιβιντ Κάμερον να έχει αναλάβει την ηγεσία των Συντηρητικών το 2005, μόλις στα 39 του, εκείνες οι εκλογές αποτελούσαν το πρώτο μεγάλο προσωπικό και πολιτικό του τεστ πριν τις εθνικές εκλογές του 2010, σε έναν παρατεταμένο πολιτικό χρόνο όπου οι Εργατικοί των Τόνι Μπλερ και Γκόρντον Μπράουν κυβερνούσαν το Ηνωμένο Βασίλειο από το 1997. Για να μπορέσει να διεκδικήσει την Πρωθυπουργία, ο Κάμερον είχε υποσχεθεί στα πλαίσια της εσωκομματικής κούρσας πως θα φροντίσει ώστε οι Συντηρητικοί να αποσχιστούν από το κεντροδεξιό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, κάνοντας ουσιαστικά ένα πολιτικό άνοιγμα στην παραδοσιακή—αλλά ακόμα τότε μειοψηφική—ευρωσκεπτικιστική φράξια του κόμματος του.  Ως νέος αρχηγός, κράτησε την υπόσχεση του πρωτοστατώντας στη δημιουργία της ευρωσκεπτικιστικής ευρωπαϊκής κοινοβουλευτικής ομάδας των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Ρεφορμιστών (ECR)· οι ευρωεκλογές του 2009 βρήκαν τους Συντηρητικούς νικητές, με δεύτερους τους ευρωσκεπτικιστές του Φάρατζ.

Έχοντας το μομέντουμ με το μέρος του, ο Κάμερον οδήγησε τους Συντηρητικούς στη νίκη στις εκλογές του 2010, όταν σχημάτισε Κυβέρνηση συνεργασίας με τους Φιλελεύθερους του φιλοευρωπαίου Νικ Κλεγκ. Παρότι η συγκυβέρνηση Συντηρητικών-Φιλελεύθερων ήταν σε γενικές γραμμές αρκετά αποτελεσματική παρά τις προκλήσεις της Ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, της στρατιωτικής επέμβασης σε Ιράκ και Συρία, του Σκωτσέζικου δημοψηφίσματος και της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων του 2012, ο Κάμερον βολιδοσκοπούσε την αυτοδυναμία στις εκλογές του 2015. Όμως, για να συσπειρώσει τη διαρκώς αυξανόμενη στα πλαίσια της κρίσης επιρροή των ευρωσκεπτικιστικών και αντισυστημικών δυνάμεων πίσω από το κόμμα του, υποσχέθηκε πως σε περίπτωση που οι Συντηρητικοί κέρδιζαν τις εκλογές, τότε θα προχωρούσαν σε ένα δημοψήφισμα που θα καθόριζε το μέλλον του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ. Μάλιστα, ο Κάμερον φρόντισε ώστε να μην υπάρχουν αστερίσκοι, δηλώνοντας κατηγορηματικά πως το δημοψήφισμα θα είχε έναν απόλυτο “in or out” χαρακτήρα. 

Η νίκη του 2015 και η πραγματοποίηση της υπόσχεσης

Στις εκλογές του 2015, ο Κάμερον οδήγησε τους Συντηρητικούς σε μια οριακή αυτοδυναμία πέντε μόλις εδρών. Όμως, αυτή ήταν η πρώτη φορά από το 1992 και την εποχή του Τζον Μέιτζορ όπου οι Συντηρητικοί σχημάτισαν αυτοδύναμη κυβέρνηση, ενώ η επίδοση τους συνδυάστηκε με την εκλογική καταστροφή των Φιλελεύθερων πρώην εταίρων τους, καθώς και τη διάψευση των ελπίδων νίκης που είχε καλλιεργήσει ο επίσης νέος αρχηγός των Εργατικών, Εντ Μίλιμπαντ. Στην ουσία, μετά από πέντε χρόνια μιας γεμάτης παγίδες συγκυβέρνησης, ο Κάμερον έφερε τους Συντηρητικούς σε κυρίαρχη θέση, έχοντας τη δυνατότητα να κυβερνήσει χωρίς την ανάγκη άλλων πολιτικών συμβιβασμών. Το κρίσιμο στοιχείο όμως είναι πως σχεδόν κανείς δεν περίμενε αυτή τη νίκη· όπως και με το δημοψήφισμα του 2016, η επικράτηση των Συντηρητικών στις εκλογές που προηγήθηκαν βασίστηκε στην συμπεριφορά μιας αντισυστημικής μερίδας του εκλογικού σώματος, πολύ καλά κρυμμένης από τα φώτα των ΜΜΕ και της μέχρι τότε μεθοδολογίας των δημοσκοπικών ερευνών, η οποία ανταποκρίθηκε στη δυνητική ευκαιρία να εκφράσει τη δυσαρέσκεια της για τις σχέσεις της χώρας με την ΕΕ.

Πιθανότατα και ο ίδιος ο Κάμερον με την ηγετική του ομάδα δεν κατάφεραν να αξιολογήσουν αυτή τη δυναμική. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς την αυτοπεποίθηση και τη σιγουριά που είχε ο Συντηρητικός πρωθυπουργός τόσο στην ανακοίνωση του δημοψηφίσματος, όσο και στην καμπάνια που ακολούθησε μέχρι και τη διεξαγωγή του—και στην οποία ο ίδιος υποστήριξε χωρίς υπεκφυγές την παραμονή στην ΕΕ; Μάλιστα, παρότι είναι τουλάχιστον δελεαστικό να κρίνει κανείς εκ των υστέρων τον εξωφρενικό οπορτουνισμό του Κάμερον, πρέπει να σημειώσουμε πως ακόμα και οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι είχαν την ίδια άποψη για το αποτέλεσμα. Όπως αποκάλυψαν ανώτατες πηγές των Συντηρητικών μετά το δημοψήφισμα, ο Μπόρις Τζόνσον αποφάσισε την τελευταία στιγμή να στηρίξει το Brexit αντί για το Bremain, αλλάζοντας στάση για καθαρά πολιτικούς λόγους. Συγκεκριμένα, ο Τζόνσον περίμενε πως η καμπάνια υπέρ του Brexit, παρότι ενθουσιώδης, δε θα κατάφερνε να κερδίσει, και υπολόγιζε πως θα μεγιστοποιούσε το πολιτικό του κεφάλαιο πλασάροντας τον εαυτό του ως έναν old-school συντηρητικό, που όμως θα αναγκαζόταν να παίξει με τους κανόνες της ΕΕ όταν θα γινόταν εκείνος Πρωθυπουργός. Με μια έννοια, το σοκαριστικό αποτέλεσμα της 23ης Ιουνίου του 2015 ξεβόλεψε απότομα τόσο την πλευρά του Κάμερον, όσο και εκείνη του Τζόνσον.

Fast-forward στο σήμερα

Έχουν γραφτεί αναλύσεις επί αναλύσεων σχετικά με την ταραχώδη έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, και ίσως δε χρειάζεται να προσθέσουμε ακόμα μία—ειδικά τώρα που το θέμα έχει πλέον σχεδόν κλείσει. Αυτό που αξίζει να σημειώσουμε είναι πως ο Ντέιβιντ Κάμερον πρωτοστάτησε—άθελα του σε μεγάλο βαθμό—στον επαναπροσδιορισμό της Βρετανικής εθνικής ταυτότητας, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα καθοριστικά Αγγλικά λαϊκά στρώματα. Το γεγονός πως οι Συντηρητικοί σάρωσαν στα πρώην προπύργια των Εργατικών στον Αγγλικό Βορρά αποδεικνύει πως ο μέσος Άγγλος ταυτίζεται πλέον πολύ περισσότερο με ένα εθνοκεντρικό αφήγημα, παρά με εκείνο του φιλελεύθερου διεθνισμού που επικρατούσε στην μεταψυχροπολεμική αισιοδοξία των 90’s. Όπως έχουμε πει ξανά, η ταύτιση των πολιτών με την εθνική τους ταυτότητα αποτελεί κολοσσιαία δύναμη σε οποιαδήποτε κοινωνία—εκπλήσσοντας διαρκώς τους απανταχού διεθνιστές και επαγγελματίες διεθνοσχετίστες. Οι εκλογές του 2019, στις οποίες ο Τζόνσον εκτίναξε τις έδρες του κόμματος του επιτυγχάνοντας μια ιστορική αυτοδυναμία πρέπει να πείσει και τον πλέον σκεπτικιστή πως οι Άγγλοι αγοράζουν πολύ πιο πρόθυμα την αισιόδοξη ρητορική μιας εθνοκεντρικής ανεξαρτησίας απ’ όσο θα περίμενε κανείς πριν μια δεκαετία.

Όμως, ο εμφανής πολιτικός οπορτουνισμός των Κάμερον και Τζόνσον δε θα είχε φέρει ποτέ αυτά τα αποτελέσματα μόνος του αν δεν υπήρχε το ανάλογο ιστορικό υπόβαθρο. Το Ηνωμένο Βασίλειο είχε ανέκαθεν μια ταραχώδη σχέση με το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα· τα δύο βέτο του Γάλλου Προέδρου, Σαρλ Ντε Γκωλ, στη δεκαετία του 60 σχετικά με την είσοδο του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, ο ευρωσκεπτικισμός της συντηρητικής Πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ που κυβέρνησε από το 1978 μέχρι το 1990, καθώς και το επιθετικό άνοιγμα της ΕΕ στα πρώην κράτη του Ανατολικού Μπλοκ—το οποίο έφερε εκατοντάδες χιλιάδες νέους μετανάστες στο Ηνωμένο Βασίλειο—διαμόρφωναν σταδιακά ένα ευρωσκεπτικιστικό μπλοκ που έβλεπε τη σχέση της χώρας με την ΕΕ υπό το πρίσμα της αδικίας και της εγκατάλειψης. Εξάλλου, το Ηνωμένο Βασίλειο είδε στα τέλη του αιώνα την επιρροή του να συρρικνώνεται στα στενά πλαίσια της Βρετανίας και της ισότιμης ψήφου ως κράτος-μέλος της ΕΕ με μικρά κράτη όπως η Μάλτα και η Λετονία, όταν στις αρχές του αιώνα η Βρετανική κυριαρχία και επιρροή απλωνόταν ως την άκρη του κόσμου. Ακόμα και αν οι Βρετανοί δέχτηκαν πως η προπολεμική Pax Britannica νομοτελειακά αντικαταστάθηκε μεταπολεμικά από την Pax Americana, η απότομη προσαρμογή τους σε αυτή την πραγματικότητα δε μπορεί παρά να κλώτσησε στο συλλογικό υποσυνείδητο της κοινής γνώμης, τουλάχιστον εκείνης που δεν έχει ξεκάθαρη ιδέα της εξέλιξης της ιστορίας και πώς ακριβώς ωφελούσε το Ηνωμένο Βασίλειο η συμμετοχή του στο διεθνοποιημένο σύστημα των διεθνών σχέσεων ως μέλος μιας πανίσχυρης—οικονομικά τουλάχιστον—ευρωπαϊκής συμμαχίας.

Τόσο ο Κάμερον, όσο και ο Τζόνσον, δε μπορεί παρά να είχαν πλήρη επίγνωση της άβολης σχέσης της χώρας τους με την πολιτική Ευρώπη. Αυτό που αποδεδειγμένα δεν κατάφεραν να υπολογίσουν είναι πόσο ο πολιτικός χρόνος της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους έφερε τον παροξυσμό και τον λαϊκισμό στο προσκήνιο, σιωπώντας τις ψύχραιμες φωνές—που και εκείνες δεν περίμεναν πόσους πολλούς θα σαγήνευαν οι αντίπαλοι τους. Η διαφορά του Brexit με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αντισυστημικές/λαικιστικές εκφάνσεις του δεύτερου μισού της προηγούμενης δεκαετίας—όπως της Μαρίν Λεπέν, της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και της Ιταλικής Λέγκας του Βορρά—ήταν πως στη Βρετανία ο απομονωτισμός δεν αποτέλεσε εξαίρεση και αντίδραση, αλλά αντίθετα, απέκτησε ισχυρή πολιτική έκφραση επειδή ο Ντέιβιντ Κάμερον του άνοιξε τον δρόμο, κανονικοποιώντας εμμέσως αντιλήψεις που στα 90’s και τα 00’s ελάχιστοι ενστερνίζονταν. Ο πρώην συμφοιτητής του και πλέον κυρίαρχος πολιτικά, Μπόρις Τζόνσον, μπορεί μόνο να τον ευχαριστεί για τον δρόμο που του άνοιξε, περιμένοντας τις πρώτες μετά-πανδημικές δημοσκοπήσεις.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ