Πολιτικη & Οικονομια

1821: Πώς θέλουμε να είναι η Ελλάδα της τρίτης εκατονταετίας;

Η Ελλάδα γιορτάζει σήμερα τα 200 χρόνια του σύγχρονου κράτους. Μακάρι οι συμβολικές ημερομηνίες να βοηθάνε, έστω και λίγο, για μια ανακεφαλαίωση, για μια νέα αρχή

14241-108382.jpg
Φώτης Γεωργελές
ΤΕΥΧΟΣ 777
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο πίνακας του Παναγιώτη Τέτση «Λαϊκή Αγορά» στην Εθνική Πινακοθήκη
Ο πίνακας του Παναγιώτη Τέτση «Λαϊκή Αγορά» στην Εθνική Πινακοθήκη © Eurokinissi/Τατιάνα Μπόλαρη

Ο Φώτης Γεωργελές γράφει για την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση του 1821

Οι επέτειοι δεν είναι τίποτα, είναι μια στιγμή στον χρόνο. Όλοι θυμόμαστε όμως τι κάναμε στο Μιλένιουμ. Γιατί τότε, οι άνθρωποι που ζούσαν εκείνη την Πρωτοχρονιά, ήξεραν ότι είχαν την τύχη στη ζωή τους να αλλάξουν χιλιετία, να ζήσουν και στην επόμενη. Θέλουμε να ζούμε ιστορικές στιγμές, μας ανακουφίζει που είμαστε κι εμείς εκεί, όταν οι μικρές ζωές μας αφήνουν ένα αποτύπωμα στην ιστορία. Οι επέτειοι έχουν τη σημασία που εμείς τους δίνουμε, την παίρνουν γιατί εμείς αυτό πιστεύουμε.

Φέτος, αν και οι συνθήκες είναι περίεργες, γιορτάζουμε, μαζί με τους Έλληνες όλου του πλανήτη, τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Τα λοκντάουν δεν επιτρέπουν πανηγυρισμούς αλλά χάρη σε αυτά ίσως σκεφτούμε περισσότερο, ίσως αντί να ασχοληθούμε όπως συνήθως μόνο με αναδρομές στο παρελθόν, να στραφούμε προς το μέλλον, να φανταστούμε για λίγο πώς θα είναι, πώς θα θέλαμε να είναι αυτή η χώρα μετά, η Ελλάδα της τρίτης εκατονταετίας.

Είναι λες και η μοίρα μάς έφερε να γιορτάζουμε αυτή την επέτειο σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Η Ελλάδα περνάει αυτή την περιπέτεια λιγότερο τραγικά ίσως από πολλές άλλες χώρες, αλλά σε πολύ πιο επιβαρυμένο περιβάλλον. Η υγειονομική κρίση έχει έρθει να προστεθεί στην οικονομική. Η χώρα από το 2008, σχεδόν 13 χρόνια πια, ζει σε δύσκολες, ασφυκτικές συνθήκες. Δεν μπορεί να βρει τον δρόμο της, ταλαντεύεται συνεχώς ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον, διχάζεται.

Είναι λες και εξάντλησε όλες της τις δυνάμεις στα χρόνια γύρω από το 2000, έκανε ό,τι μπορούσε για να καλύψει τη διαφορά με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, να βρεθεί στον στενό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να αλλάξει. Και μετά, λες και η κοινωνία μας κουράστηκε να προσπαθεί, αφέθηκε να γυρίσει πίσω στο παρελθόν, να «γυρίσει την πλάτη της στο μέλλον», να φοβηθεί το μέλλον, ακόμα και να ηρωποιήσει την αντίστασή της σ’ αυτό.

Αν σταθείς λίγο και πάρεις στα σοβαρά ό,τι ακούγεται στον δημόσιο διάλογο τον τελευταίο καιρό, βλέπεις μια απογοητευτική εικόνα. Μεγάλο τμήμα της κοινωνίας φοβάται την καινούργια εποχή που έρχεται, δεν είναι έτοιμο να την αντιμετωπίσει και γυρνάει συνεχώς στο παρελθόν. Η ημερήσια διάταξη είναι σαν μια καθημερινή μηχανή του χρόνου που επισκέπτεται ξανά και ξανά τον 20ό αιώνα. Τρομοκρατία, τέλη της δεκαετίας του ’70, τα «μολυβένια χρόνια». Όταν οι «αντάρτες μπαίνουν στην Αθήνα, το Σύνταγμα θα λέγεται...» Δεκέμβριος 1944. Ταξικοί αγώνες, προλετάριοι που «συντρίβουν» τον καπιταλισμό κάθε μέρα, σκέψεις και ρητορική που έληξαν το 1989. Άλλοι, ακόμα χειρότερα, γοητεύονται από την απέναντι ωμή βία την οποία η ανθρωπότητα τελείωσε στις δίκες της Νυρεμβέργης το 1945. Από τα πρώτα χρόνια του αιώνα μεγαλώνουν γενιές χωρίς διέξοδο. Από το 2008, σχηματικά, το μέλλον για τους νεότερους έγινε επισφαλές. Μετά από δεκαετίες επιδοτούμενης ευημερίας με δανεικά, η κοινωνία μας, πολιτικά αναλφάβητη και συνηθισμένη στα εύκολα, δυσκολεύεται να αντιδράσει. Η νέα γενιά παραπλανιέται συχνά από δημαγωγούς, ξαναπαίζει τον προηγούμενο αιώνα αντί να επινοήσει τη ζωή της στον καινούργιο, αυτόν που η ίδια θα ζήσει.

Δεν έχει νόημα να κάνουμε διαλέξεις περί εκσυγχρονισμού στην κουρασμένη κοινωνία, να μιλάμε για μεταρρυθμίσεις σε μια θυμωμένη νεολαία. Ίσως πρέπει όλοι μας να σταθούμε και να σκεφτούμε, εμείς πώς νιώθουμε. Εμείς πώς θέλουμε να είναι η ζωή μας. Ο λόγος του μίσους, ο διχασμός, η εχθροπάθεια, οι δολοφονίες χαρακτήρων, το πολιτικό μπούλινγκ, η καθημερινή ανθρωποφαγία στα σόσιαλ μίντια, η αναζήτηση εχθρών για να μισήσεις, η καθημερινή πολεμική ατμόσφαιρα, η χουλιγκάνικη βία, τα κοντάρια και ο στρατιωτικός βηματισμός στις διαδηλώσεις, η μισαλλοδοξία, η λατρεία του θανάτου, θέλουμε να είναι η ζωή μας;

Δεν μπορείς να είσαι προοδευτικός αν φοβάσαι το μέλλον, το καινούργιο, το διαφορετικό. Δεν μπορείς να πιστεύεις στην ερωτική ελευθερία και ισότητα με εκστρατείες ηθικής που αργά ή γρήγορα καταλήγουν στη στοχοποίηση του σεξ. Δεν γίνεται να μιλάς για συμπεριληπτικότητα, όταν χωρίζεις συνεχώς τον κόσμο σε «εμείς κι αυτοί», όταν πιστεύεις ότι στη ζωή αυτή «σε τελειώνουνε ή τους τελειώνεις».

Στη νέα μάχη που ξεκίνησε για τον κόσμο στις αρχές του αιώνα μας, οι κοινωνίες που θα κερδίσουν το στοίχημα της παγκοσμιοποίησης έχουν καταλάβει ότι πρόοδος είναι η γνώση. Ότι η ανοχή, η ανεκτικότητα, η αλληλοεπίδραση, η συνεργασία, η σύνθεση, η συμπληρωματικότητα, ο πλουραλισμός, είναι όπλα για μια επιτυχημένη οικονομική εξέλιξη. Οι διαιρέσεις, ο φυλετισμός, η τμηματοποίηση, οι μικροί εμφύλιοι, είναι τα σημάδια ενός αποτυχημένου κράτους, μιας κοινωνίας που δεν έχει την αυτοπεποίθηση να προχωρήσει στη νέα εποχή. Και βαφτίζει τον συντηρητισμό και την αντίδραση, «εξέγερση». Την άρνηση του μέλλοντος, «αντίσταση». Την αδράνεια, «ανυπακοή».

Η Ελλάδα γιορτάζει σήμερα τα 200 χρόνια του σύγχρονου κράτους. Στην ιστορία της αυτή η αντίθεση πρόοδος-καθυστέρηση ήταν πάντα μπροστά της. Μακάρι οι συμβολικές ημερομηνίες να βοηθάνε έστω και λίγο, για μια ανακεφαλαίωση, για μια νέα αρχή. Ο πλανήτης μας έχει μπει σε μια εποχή αστάθειας, που δεν ξέρουμε πόσο θα κρατήσει μέχρι να βρεθεί η νέα ισορροπία. Η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει αυτή την εποχή με φόβο. Αυτό είναι ίσως το στοίχημα της επετείου. Να μπει στα επόμενα 100 χρόνια, συμφιλιωμένη με τον εαυτό της, ενωμένη, με εμπιστοσύνη στις ικανότητές της. Συμφιλίωση, αυτογνωσία και δυναμισμός για να ζήσει καλά άλλον έναν αιώνα. Ίσως καλύτερα από τα λόγια, το μήνυμα για την επέτειο αυτή, για την Ελλάδα των επόμενων χρόνων, να το έχουν δώσει ήδη οι διαφημίσεις για τη δύσκολη εποχή της πανδημίας. Η αυτοπεποίθηση από δύο «καινούργιους» Έλληνες, τον Αντετοκούνμπο και τον Τσιτσιπά, η τρυφερότητα των Γιώργου Κωνσταντίνου - Μάρως Κοντού και το πείσμα του τελευταίου τρίποντου από τον Παπαλουκά και τον Διαμαντίδη.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ