Πολιτικη & Οικονομια

Γιατί τον Γιάννη Μπουτάρη, γιατί τον Σπύρο Πέγκα

Γράφει ο Σπύρος Πέγκας, υποψήφιος δ.σ. με το συνδυασμό «Πρωτοβουλία» του Γ. Μπουτάρη

27003-59245.jpg
Σπύρος Πέγκας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
67808-136647.jpg

Ένα βράδυ πριν από κανένα χρόνο, παρέα με τον Δήμαρχο, φεύγαμε από το δημοτικό θέατρο Άνετον για να πάμε σε μια άλλη συνάντηση. Θυμάμαι οτι οδηγούσα εγώ με το αυτοκίνητό μου καθώς σωφέρ και δημοτικές λιμουζίνες δεν χρησιμοποιήσαμε ποτέ. Ο Δήμαρχος δίπλα μου κάπνιζε και μου έκανε, ως συνήθως, χάλια το αυτοκίνητο. Καθώς είχαμε μπλέξει μέσα στα στενά της περιοχής, ο κυρ-Γιάννης μονολογούσε: «Κοίτα εδώ Σπύρο, κοίτα τι χάλια έχουμε φτιάξει, δες αυτόν τον δρόμο, κοίτα τους κάδους, πω πω δες τα μπαλκονια μέσα στο δρόμο, κοίτα πόσο κοντινές και πόσο άσχημες ειναι οι πολυκατοικίες....»

Πρόσφατα, ένα βράδυ που βγήκα για ένα ποτό με τη φίλη μου, διαπίστωσα ότι ο “ιός-Μπουτάρη” είναι μεταδοτικός, όταν άκουσα τη φωνή της να διακόπτει ένα παρόμοιο δικό μου παραλήρημα για τα κακώς κείμενα αυτής της πόλης. «Σταμάτα βρε παιδάκι μου, για ένα ποτό βγήκαμε» μου λέει. «Ένα-ένα, προσπάθησε να διορθώσεις αυτά που μπορείς» μου είπε!

Ο Μπουτάρης έχει μια αισθητική η οποία νομίζεις ότι είναι έμφυτη. Δεν είναι όμως έτσι. Η αναγνώριση του Ωραίου, του Ποιοτικού και του Καλύτερου καλλιεργείται. Καλλιεργείται μέσα από τη συναναστροφή με τις τέχνες, βλέποντας με τα μάτια της ψύχης, αποδεχόμενος το διαφορετικό, το άλλο, και ακούγοντας με προσοχή αυτό που μπορεί να σου προτείνει κάποιος επειδή ξέρει καλύτερα. Απαιτείται συναστροφή με πολλά διαφορετικά περιβάλλοντα. Η ίση αντιμετώπιση του «πλούσιου φαντασμένου» με τον «κατά φαντασία επαναστάτη της πλατείας», επειδή και από τους δυο έχεις να μάθεις, προϋποθέτει μια εσωτερική διεργασία σκληρά δουλεμένη. Πρέπει να έχεις περάσει από πολλές σιωπές για να φτάσεις στο σημείο να λες κάτι και αυτό να είναι πραγματικά σημαντικό. Να έχεις ζήσει πλούτη, στέρηση, άρνηση, μονομανίες και πάθη. Τότε μόνο έχεις την ικανότητα να ξεχωρίσεις το ιδιαίτερο, το ξεχωριστό, το αισθητικά καλύτερο.

Μια μέρα στο δημαρχείο είχαμε μαζευτεί δέκα “αρμόδιοι” και είχαμε απλώσει τα σχέδια-λογότυπα για μια μεγάλη διοργάνωση που θα στήναμε στην πόλη. Είχαμε ξεχωρίσει έξι λογότυπα και είχαμε αφήσει περίπου δέκα στην άκρη. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Δήμαρχος. «Ας μας πει και ο Δήμαρχος τιτου αρέσει». Κοίταξε πέντε λεπτά, πήγε στα παρατημένα λογότυπα, τα ανακάτεψε, για να τραβήξει τη γοργόνα με τον σκούφο. “Τι λέτε για αυτό εδώ μαστόρια; Εμένα αυτό μου αρέσει” . Και έτσι το Thessaloniki Food Festival απέκτησε το σήμα του.

Υπάρχει ένα δημοσίευμα στον Αγγελιοφόρο την πρώτη Κυριακή μετά τη νίκη της «Πρωτοβουλίας για τη Θεσσαλονίκη» το Νοέμβριο του 2010. Σε αυτό ο Γιάννης Μπουτάρης θέτει ως προγραμματικούς στόχους των πρώτων 100 ημερών τη ριζική αλλαγή σε τρεις θεματικές. Η τρίτη είναι η αισθητική. Έτσι, αφηρημένα.

Αλλάζει η αισθητική μιας πόλης; Τελικά αλλάζει, όταν έχεις ένα συγκεκριμένο όραμα και στρατηγική και αυτά τα καλλιεργείς μέσα από σωστά δομημένες ενέργειες. Όταν λες όχι πια στα θεάματα και ναι στον πολιτισμό. Όχι στην αναβίωση μιας φαντασιακής βουκολικής κουλτούρας, αλλά ναι στην καλλιέργεια αστικής κουλτούρας και σεβασμού στον αστικό, δημόσιο χώρο. Όταν εφαρμόζεις πολιτικές βιωματικής καλλιέργειας πολιτισμού από τα μικρά παιδιά στα οποία δίνεις την ευκαιρία να διανυκτερεύσουν στα μουσεία, μέχρι τους μεγάλους για τους οποίους οργανώνεις δωρεάν ξεναγήσεις στην πόλη τους. Όταν σταματάς να βλέπεις την άσκηση πολιτιστικής πολιτικής ως άλλο ένα πεδίο καλλιέργειας πελατειακών σχέσεων και αντί αυτού αξιοποιείς το καλλιτεχνικό και πνευματικό δυναμικό της πόλης σου για να αποφασίζει αυτό τι εστί τέχνη. Και κυρίως όταν δίνεις χώρο, φωνή, προοπτική και ελπίδα στους νέους της πόλης σου.

Τα δύο χρόνια στην Αντιδημαρχία Πολιτισμού ήταν χρόνια δημιουργικά που άλλαξαν την εικόνα της πόλης της Θεσσαλονίκης τόσο προς τα μέσα όσο και προς τα έξω. Από εκεί που η πόλη ηταν μια φοβική, εσωστρεφής επαρχιούπολη, έγινε στην πράξη μια πόλη, την εξελιξη και δυναμική της οποίας, αναγνωρίζουν στην υπόλοιπη Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Ο κυρ - Γιάννης, προτού γίνει δήμαρχος, και από το 2006 ήδη μας μιλούσε πάντα για μια κοσμοπολίτικη Θεσσαλονίκη. Ονειρευόταν μια μικρή Βιέννη στα Βαλκάνια, μια πολη ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, σταυροδρόμι πολιτισμού. Μας έλεγε για τους τούρκους και ισραηλινούς που θα μπορούσαν να έρχονται εδώ και να «αφήνουν τα λεφτουδάκια τους στην πόλη», όπως ακριβώς πηγαίνουμε 500.000 έλληνες το χρόνο στην Κωνσταντινούπολη και αφήνουμε εκεί τα ωραία μας ευρώ. Χασκογελούσαμε και μας φάνταζε τρελό και ουτοπικό τότε πώς μια τόσο συντηρητική και λανθασμένα πατριωτική Θεσσαλονίκη θα αποδεχόταν ποτέ ένα τέτοιο τουριστικό μοντέλο ανάπτυξης.

Όταν τον Ιανουάριο του 2013 ο Δήμαρχος με φώναξε στο γραφείο του και μου είπε «πρεπει να προχωρήσω σε αλλαγές», αρχικά θύμωσα. «Θα είναι καλύτερα» μου είπε, «θα δεις» . «Θα αφήσεις όλο το κομμάτι της καθημερινής διαχείρισης και θα αναλάβεις την τουριστική και εξωτερική πολιτική, κάτι που κουράστηκα πια να κάνω εγώ. Μόνο εσύ μπορείς να το κάνεις αυτό».

«Πάει να με ριξει» σκέφτηκα, αλλά την επομένη απάντησα θετικά.

Όταν σήμερα ο Δημαρχος ξεκινάει τις παρουσιάσεις απολογισμού της θητείας των τριών χρόνων αναφέρει πρώτα από όλα την αλλαγή στο χαρακτήρα της Θεσσαλονίκης, την εξωστρέφεια της και τα ποσοστά της αύξησης των διανυκτερεύσεων ξένων τουριστών: 358 % οι Ισραηλινοί, 266% οι Τούρκοι. Γύρω στα 10.000.000 ευρώ επιπλέον έσοδα στην πόλη, δηλαδή στο εισόδημα των δημοτών.

Ο καιρός, όπως πάντα, έδωσε την απάντηση στον τότε προβληματισμό μου, κι εγώ, με μια μικρή αίσθηση υπερηφάνειας για ό,τι πετύχαμε, σκέφτομαι ότι ο κυρ-Γιάννης είχε τελικά δίκιο!

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ