Πολιτικη & Οικονομια

Αχρωματοψία

Ανταπόκριση από ένα συνέδριο για όσους δεν ανήκουν στις ισχυρές, πλειοψηφικές ομάδες μιας χώρας

e7b99248-7ac6-41a5-9436-e73bba1b8594.jpeg
Μάκης Μυλωνάς
ΤΕΥΧΟΣ 724
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ρατσισμός

Η πρόοδος στο πεδίο των δικαιωμάτων απειλείται από την άποψη ότι το πρόβλημα πια λύθηκε κι ότι δεν υπάρχει πια λόγος να λέμε τα ίδια και τα ίδια. Το πρόβλημα δεν έχει λυθεί.

Όταν έφτασα στην αίθουσα του πρωινού, ήταν ήδη εκεί και συζητούσε με έναν εκ των υπολοίπων συνέδρων. Κάθισα μαζί τους και για αρχή αφέθηκα στη θαλπωρή του μπουφέ, χωρίς να συμμετέχω στη συζήτηση που είχαν. Ίσως επειδή ήταν μια συζήτηση που είχε επαναληφθεί αυτούσια το προηγούμενο βράδυ με διαφορετική σύνθεση αλλά με την ίδια πάντα στον ίδιο ρόλο. Όχι μόνο το προηγούμενο βράδυ αλλά και στο προηγούμενο συνέδριο. Υποθέτω και σε όλα τα προηγούμενα.

Ο λόγος της ήταν χειμαρρώδης. Μιλούσε δυνατά, διέκοπτε τον συνομιλητή της, γελούσε, απότομα σοβάρευε και ξανά από την αρχή. Ούτε κι εκείνος πάντως έδειχνε διάθεση υποχώρησης, έμοιαζε αληθινά έκπληκτος για το χρώμα του δέρματός της, πόσο μάλλον όταν αυτό συνοδευόταν κι από ένα διαβατήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε μια αποστροφή του λόγου της, μου απεύθυνε τον λόγο και μου έθεσε ένα ρητορικό όσο και αμείλικτο ερώτημα: ξέρεις πόσες φορές με έχουν περιγράψει ως «θυμωμένη μαύρη γυναίκα» σε διάφορες συσκέψεις;

Η ίδια πάντως δεν έδειχνε να πτοείται. Λίγες ώρες πριν, εν μέσω μιας απόπειρας λήψης μιας οικογενειακής selfie κατά τη λήξη του συνεδρίου, μας ζήτησε να πάμε λίγο πιο κοντά στο φως, καθώς διαφορετικά στη φωτογραφία θα αποτυπώνονταν μονάχα τα δόντια της. Γελάσαμε όλοι αυθόρμητα, η ίδια γελούσε με λυγμούς. Πριν προλάβουμε να αναρωτηθούμε αν ήταν σωστό που γελάσαμε με κάτι τέτοιο, η ίδια μας εξηγούσε πόσο πολύ είχε ταλαιπωρηθεί στη χώρα της όταν έβγαλε την πρώτη της ταυτότητα καθώς ο φωτισμός σε όλα τα φωτογραφικά στούντιο ήταν προσανατολισμένος στην ορθή αποτύπωση του λευκού προσώπου. Επιδείκνυε πάντως μια κάποια περιπαικτική συμπόνοια ως προς τους συμπατριώτες της από αυτήν τη νεαρά χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Σκέψου να είμαι η πρώτη γυναίκα με τόσο υψηλές θέσεις στον επιχειρηματικό κόσμο, να είμαι και μαύρη.

Η αίθουσα του πρωινού είχε αρχίσει να γεμίζει. Στην παρέα μας προστέθηκε ακόμα μία σύνεδρος, πολίτης μιας εκ των ισχυρότερων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρακολουθούσε τη συζήτηση χωρίς να συμμετέχει, δείχνοντας απλώς να απολαμβάνει το πρωινό της. Μέχρι που η ζωηρή συνομιλήτριά μας αναφέρθηκε στα παιδιά της, «τα μόνα μαυράκια» σε ολόκληρη την πόλη, περιφέροντας το κινητό της στο τραπέζι με τους δυο υπέροχους γιους της στην κεντρική φωτογραφία. Όταν η συσκευή έφτασε τα χέρια της σιωπηλής συνέδρου, εκείνη χαμογέλασε. Όχι στιγμιαία. Πλατιά. Σήκωσε το βλέμμα της προς την ομήγυρη και μας συστήθηκε ξανά: ήμουν κι εγώ ένα τέτοιο παιδί.

Η έκπληξή μας δεν βρήκε τον χρόνο να εκδηλωθεί. Η κάποτε σιωπηλή σύνεδρος ήταν πια καταιγιστική. Εκείνη δεν ήταν μαύρη. Δεν ήταν όμως και λευκή. Οι γονείς της χώρισαν όταν ήταν ακόμα μωρό. Ο εξωτικός μπαμπάς της δεν ήταν εκεί όταν μεγάλωνε, όταν ήταν το μόνο μη λευκό παιδί στο χωριό της σε κάποια βιομηχανική περιοχή της βόρειας Ευρώπης. Η λευκή γιαγιά της δεν μπορούσε να διαχειριστεί τις διαρκείς απορίες του κόσμου. Γιατί το εγγόνι σου είναι έτσι; Με ποιον κοιμήθηκε η κόρη σου; Την γκάστρωσε και την παράτησε ο ξένος; Μετά τις πρώτες βόλτες στο πάρκο με το βρεφικό καρότσι, η γιαγιά της κουράστηκε, γι’ αυτό και φρόντιζε να την σκεπάζει ώστε να μη φαίνεται το χρώμα του δέρματός της και να αποφεύγει τις ερωτήσεις του κόσμου. Της το εξομολογήθηκε η ίδια με λυγμούς τη μέρα που έφευγε από το σπίτι για να σπουδάσει στη μεγάλη πόλη.

Ήταν εμφανές ότι είχε ακόμα πολλά να πει αλλά δεν έδειχνε να το θεωρεί απαραίτητο, εξάλλου απέναντί της είχε μια νεαρή μητέρα δυο παιδιών που μεγάλωναν όπως μεγάλωσε και εκείνη. Κάπως έτσι, επέλεξε να επιστρέψει στη σιωπή της. Η νεαρή μητέρα πήρε ξανά τον λόγο. Η πρώτη της γέννα ήταν πολύ δύσκολη. Όταν ξύπνησε μετά από ώρες, ήταν περασμένα μεσάνυχτα και στο δωμάτιο της κλινικής είδε μονάχα τον σύζυγό της να κοιμάται σε μια πολυθρόνα δίπλα της. Σηκώθηκε από το κρεβάτι της, βγήκε από το δωμάτιο και κινήθηκε προς τον χώρο της θερμοκοιτίδας. Όταν την είδε η νοσοκόμα που είχε βάρδια, έβαλε τις φωνές. Θεώρησε ότι πήγαινε να κλέψει κάποιο μωρό. Τι άλλο μπορεί να γυρεύει μια μαύρη γυναίκα στη θερμοκοιτίδα μέσα στη νύχτα;

Τις κοιτούσα και τις δυο με μεγάλη αμηχανία. Δεν ήξερα τι να πω. Η λαχειοφόρος της γέννας είχε υπάρξει μαζί μου γενναιόδωρη, τοποθετώντας με σε όλες τις πλειοψηφικές ή έστω ισχυρές δημογραφικές ομάδες της χώρας μου. Λευκός, άντρας, γηγενής, ετεροφυλόφιλος. Κρύφτηκα πίσω από τον Αντετοκούμπο. Τους είπα ότι ζω στους καιρούς που ο πιο γνωστός Έλληνας είναι μαύρος, κάτι το εκπληκτικά αναπάντεχο. Η νεαρή μητέρα ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό, η καταγωγή τους είναι κοινή. Τον ξέρει, ξέρει την ιστορία του και «ρε φίλε, τι χέρια είναι αυτά που έχει». Μήπως τα πράγματα είναι λίγο καλύτερα πια; Η σιωπηλή σύνεδρος πήρε τον λόγο ξανά και ήταν σαφής: η πρόοδος που έχει επιτευχθεί απειλείται από την άποψη ότι το πρόβλημα πια λύθηκε κι ότι δεν υπάρχει πια λόγος να λέμε τα ίδια και τα ίδια. Το πρόβλημα δεν έχει λυθεί.

Η αίθουσα του πρωινού είχε πια αδειάσει. Η νεαρή μητέρα μάς αποχαιρέτησε βιαστικά καθώς ο γιος της ήθελε να της μιλήσει με βιντεοκλήση πριν πάει στο σχολείο. Για τους υπόλοιπους, οι όροι του αποχαιρετισμού καθορίστηκαν από την κληρωτίδα του ασανσέρ. Ανά όροφο, ακουγόταν κι από ένα «εις το επανιδείν». Το δωμάτιό μου ήταν στον τελευταίο όροφο, ακριβώς απέναντι από εκείνο της σιωπηλής συνέδρου. Κατά τη διάρκεια της μικρής διαδρομής, σχολιάσαμε τις πολύγλωσσες περιγραφές δίπλα στα πολύχρωμα κουμπάκια των ορόφων. Γαλλικά, φλαμανδικά, αγγλικά, γερμανικά. Παρατήρησα ότι σχεδόν πάντα οι πιο περίεργες λέξεις ήταν οι γερμανικές.

Χαμογέλασε γλυκόπικρα αλλά συμφώνησε μαζί μου. Εξάλλου, η αγαπημένη της λέξη μοιάζει σχεδόν ακατάληπτη. Farbenfehlsichtigkeit.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ