Ελλαδα

Κακοκαιρία Daniel: Ο Βόλος ένα μήνα μετά

Κάτω από τη λάσπη, χιλιάδες θάνατοι

Ελένη Ψυχούλη
Ελένη Ψυχούλη
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κακοκαιρία Daniel - Βόλος: Η Ελένη Ψυχούλη περιγράφει πώς είναι η κατάσταση στην περιοχή και τα ψυχολογικές συνέπειες της καταστροφής.
© ΒΑΣΙΛΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ/ EUROKINISSI

Κακοκαιρία Daniel - Βόλος: Η Ελένη Ψυχούλη περιγράφει την κατάσταση ένα μήνα μετά και τις ψυχολογικές συνέπειες της καταστροφής

«Ευτυχώς δεν υπάρχουν ανθρώπινα θύματα» μας τόνιζε σαν κολλημένη βελόνα ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, σε κάθε τηλεοπτικό ζάπινγκ και με φανατική εμμονή. Δύο πλημμύρες μετά και ενώ, με το που έφυγε ο Daniel, οι «ειδικοί» μάς ορκίστηκαν ότι κάτι τέτοια «συμβαίνουν κάθε χίλια χρόνια», η πραγματική αλήθεια σιωπά. Οι τηλεοπτικές κάμερες δείχνουν το γενικό απ’ έξω σε αγχωμένα πλάνα, δεν έχουν πρόσβαση στα διαλυμένα σαλόνια των σπιτιών, δεν έχουν πρόσβαση στις ψυχές των θυμάτων, δεν έχουν πρόσβαση στην ψυχή μας, η οποία τελικώς ελαχίστως πουλάει στα νούμερα τηλεθέασης που προτιμούν τα εντυπωσιακά πλάνα, αυτά που τα βλέπει ο τηλεθεατής και του βγαίνει αυθόρμητα το «πω πω, πόσο τυχερός είμαι που κάθομαι σε στεγνό καναπέ». Οι μπόρες πέρασαν και εμείς μείναμε μέσα στη λάσπη, για να πλημμυρίσουμε άλλη μια φορά - πλημμύρα τόσο τρομακτική όσο ο Daniel και ο Elias μαζί. Την πλημμύρα της κάθε προσωπικής ιστορίας. Tης γιαγιάς Κερασίας που έπεσε νεκρή στο κατώφλι του σπιτιού της όταν το είδε να καταρρέει σε ένα σωρό από πέτρες. Του παππού Γ. που δεν ξαναμίλησε ούτε δέχτηκε ποτέ να βάλει φαγητό στο στόμα του από τότε που βρέθηκε χωρίς σπίτι, χωρίς χωριό και με μια διαλυμένη οικογένεια να φιλοξενείται στο κτίριο κάποιου δημοτικού σχολείου. Της γιαγιάς Ε. που η λάσπη τής τα πήρε όλα και βρέθηκε να ζει βουτηγμένη ως το γόνατο στο κατεστραμμένο σπιτικό, με τραπέζι ένα χαρτόκουτο και το μωρό της νεκρής κόρης στην αγκαλιά, μόνη στον κόσμο, ολομόναχη μέσα στην υγρή της μοίρα. Για τον θαλασσόλυκο 70άρη κύριο Τ. από το χωριό μου, που πέρασε 24 ώρες πάνω σε μια ντουλάπα μέσα στο νερό, όταν πια το νερό έπνιξε το σπίτι, αποφάσισε το τυφλό μακροβούτι στα ορμητικά λασπόνερα και βγήκε ζωντανός. Με πνευμονία τον πήγαν στο νοσοκομείο, εκεί κόλλησε και κορωνοϊό.

Ευτυχώς, λοιπόν, που δεν θρηνήσαμε θύματα και τη βγάλαμε καθαρή με έναν δύστυχο πιλότο. Μόνο που υπάρχει και ο θάνατος που έρχεται μόλις σβήσει η επικαιρότητα και τα φώτα στραφούν στο επόμενο πιασάρικο θέμα. Ποιος, όμως, μας νοιάζεται για τον θάνατο του ανθρώπου που έχασε το σπίτι, τα εργαλεία, τα ζώα, τη γη του, το χωριό του, την αξιοπρέπεια, το επάγγελμά του και όλο το τοπίο της ζωής του μέσα σε ένα 24ωρο; Και ποιος εγγυάται πως αυτός ο άνθρωπος -που είναι τόσοι πολλοί- δεν θα φύγει σε λίγο από κάτι θανατηφόρο που έπεται του απόλυτου, του ανελέητου χαμού; Η θλίψη σκοτώνει. Κι εδώ πάνω σ’ εμάς δεν κάνει μόνο θλίψη. Κάνει απελπισία, κάνει οργή, κάνει θάνατο. Κάνει να βλέπεις κάτι που παλιά ήταν ο τόπος σου και να μην το αναγνωρίζεις και να ξέρεις πως στη χώρα που ζεις, θα χρειαστεί η αιωνιότητα και μια μέρα για να ξαναγίνουν δρόμοι, υποδομές, σπίτια και μαγαζιά. Στο Νότιο Πήλιο που από τη δεκαετία του '60 ζει από τον τουρισμό, η πλειοψηφία των καταλυμάτων και των μαγαζιών έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά. Στο πρώτο χτύπημα, όλοι σκέφτηκαν μουδιασμένα ένα «θα τα ξαναφτιάξουμε». Στο δεύτερο, παραιτήθηκαν. Όλοι είναι έτοιμοι να πουλήσουν ό,τι πάσχισαν να χτίσουν με τον μόχθο τους εδώ και δεκαετίες. Γιατί, και να βρεις τα χρήματα που δεν υπάρχουν για να αναστηλωθείς, ποιος θα έρθει να κάνει καλοκαιριάτικο πάρτι στο τοπίο της καταστροφής και από ποιον δρόμο θα το φτάσει; Πίσω από τον χιλιομπαλωμένο κεντρικό, υπάρχουν χιλιάδες δρόμοι που οδηγούσαν κάποτε σε παραδεισένια ακρογιάλια, χωριά, οικισμούς. Στην καρδιά του τουρισμού. Τώρα δεν υπάρχουν ούτε ακρογιάλια, ούτε δρόμοι, ούτε καλντερίμια, ούτε μονοπάτια. Μόνο πέτρες, φερτά υλικά, νεκρά δέντρα, σκουπίδια και ζώα και ένα ανοίκειο τοπίο καταστροφής στο χρώμα της λάσπης. Όλοι ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν με τον θάνατο στην ψυχή και την απελπισία στο βλέμμα. Γιατί όχι, όλα δεν ξαναχτίζονται. Τουλάχιστον στον υπόλοιπο χρόνο μιας ζωής, όταν έχεις την ατυχία να ζεις στην Ελλάδα. Μπροστά μας όλοι βλέπουμε έναν στερεμένο κάμπο, πρώην πηγή ζωής και εισοδήματος, και μια ερημοποίηση στο κομμάτι του νότιου Πηλίου που την βλέπουμε να έρχεται με βήμα ταχύ και αποφασιστικό.

Το μετατραυματικό σοκ όλων μας είναι μαζικό και γενικευμένο. Ένα ολόκληρο κομμάτι από την καρδιά αυτής της μικρούλας χώρας βυθισμένο σε ένα βαθύ, πρωτόγνωρο είδος κατάθλιψης. Δεν κοιμόμαστε γιατί μόλις κλείσουμε τα μάτια περνούν σαν ταινία μπρος από τα μάτια μας οι εικόνες της απόγνωσης, γελάμε χωρίς γέλιο, τρώμε χωρίς γεύση. Φοβόμαστε το νερό ακόμη και στον νεροχύτη της κουζίνας, αυτόματα παθαίνουμε ταχυπαλμία μόλις ανακοινωθεί συννεφιά στα δελτία. Έχουμε χάσει την εμπιστοσύνη σε όλα όσα μας έμαθαν ότι είναι η ασφάλεια, η σιγουριά μας: στην ιδέα την ίδια του σπιτιού που μπορεί να σωριαστεί μπροστά σου σε δυο λεπτά, στην ιδέα του τόπου και της πατρίδας που μπορεί να εξαφανιστεί σαν μαγική εικόνα ή σαν χολιγουντιανό σενάριο. Χάσαμε την εμπιστοσύνη στη Φύση, που από φιλενάδα έγινε εχθρός. Πώς να απολαύσεις πια τη φθινοπωρινή μπόρα, το άρωμα της βροχής πάνω στο χώμα; Η κάθε στάλα της για μας θα είναι πια για πάντα η απαρχή μιας άνισης μάχης. Και πώς γίνεται η θάλασσα, που τόσο λατρέψαμε την αγκαλιά της, να έγινε ένας μολυσμένος σκουπιδότοπος γεμάτος καφετί θάνατο; Εγώ που λάτρευα τις μοναχικές πορείες στο βουνό, την τελευταία φορά που το επιχείρησα γύρισα πίσω με κρίση πανικού. Ήταν το καλοκαίρι με τις φωτιές. Μόλις ξανοίχτηκα στο δάσος, το μυαλό μου μύριζε παντού φωτιές. Άρχισε να βλέπει φλόγες να ξεφυτρώνουν πίσω από τη γαλήνη, το δάσος έγινε από χαρά φόβος, για το αναπότρεπτο κακό που μπορεί να ξεσπάσει εκεί που άλλοτε ήταν η χαρά και ένας κόσμος αγγελικά πλασμένος. Και δεν ξέρεις πού να ξεσπάσεις αυτή την οργή για τη σταματημένη ζωή, τη βαριά τραυματισμένη, που ψυχορραγεί στην εντατική και οι γιατροί δεν ξέρουν τι φάρμακα να της δώσουν. Η φύση ήρθε να πάρει το κομμάτι που της στέρησε ο προαιώνιος κλεφτοπόλεμος του Έλληνα ανάμεσα στον πολίτη και το κράτος. Ξεγέλασέ με να σε ξεγελάσω, να χτίσω εγώ μέσα στο ρέμα, να μου φας κι εσύ τα λεφτά που δόθηκαν για τα αντιπλημμυρικά έργα. Κι έτσι αντάμα να πορευτούμε στον όλεθρο που κομψά πλέον λέγεται κλιματική αλλαγή και κλιματικός πρόσφυγας.

Αυτή η κρίση ήρθε για να μείνει. Δεν είναι σαν τα Τέμπη που τα ανάγκασε ο θάνατος να σιωπήσουν για πάντα. Εδώ έχει ζωντανούς νεκρούς, έχει και μια οικονομική κρίση και μια οικολογική καταστροφή προ των πυλών για τις οποίες κανένας ακόμη δεν μιλάει.

Χιλιάδες προσωπικοί πόνοι και ιστορίες απώλειας μεταξύ Θεσσαλίας και Μαγνησίας, 3-4 ώρες δρόμο από άκρη σε άκρη. «Ευτυχώς που δεν θρηνήσαμε ανθρώπινες ζωές».

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY