Ελλαδα

Κακοκαιρία Daniel - Νότιο Πήλιο: Σας γράφω αποκλεισμένη στο χωριό μου

Το χρονικό μιας υγρής καταστροφής

Ελένη Ψυχούλη
Ελένη Ψυχούλη
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κακοκαιρία Daniel: Η Ελένη Ψυχούλη περιγράφει την κατάσταση στο Νότιο Πήλιο
© ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΛΛΙΑΡΑΣ / EUROKINISSI

Κακοκαιρία Daniel: Η Ελένη Ψυχούλη περιγράφει την κατάσταση στο Νότιο Πήλιο όπου παραμένει αποκλεισμένη στο χωριό της

Σας γράφω αποκλεισμένη στο χωριό μου –για την ακρίβεια στα απομεινάρια αυτού που κάποτε αγάπησα σαν χωριό μου– στο Νότιο Πήλιο. Χωρίς ρεύμα, χωρίς νερό, χωρίς ίντερνετ. Καθένας μόνος, κλεισμένος ερμητικά σπίτι του ή τουλάχιστον όσοι έχουν ακόμη σπίτι που να στέκει, ατενίζουμε το καφετί από τα συντρίμμια πέλαγος, μήπως φανεί καράβι να μας σώσει. Μόνο που δεν φαίνεται ορίζοντας αφού η βροχή μαίνεται για τρίτη μέρα, χωρίς σταματημό. Σας γράφω, κυρίως αγχωμένη, ώστε να φύγει αυτό το μπουκάλι με το μήνυμα στη θάλασσα του κόσμου. Αυτό το κείμενο οφείλει να τελειώσει, χωρίς καλολογικά στοιχεία, για όσο κρατά μια μισοάδεια μπαταρία σε ένα λάπτοπ.

Στο χωριό ποτέ δεν θέλησα τηλεόραση, για την ακρίβεια ήρθα εδώ για να μην την έχω ανάγκη, οπότε δεν είχα ακούσει τίποτα για τις προγνώσεις των ειδικών του καιρού. Εξάλλου, η επερχόμενη βροχή μού ακουγόταν σαν δώρο Θεού καθώς μετά την ξηρασία και τον καύσωνα, από τον φόβο της φωτιάς, δεν έχουμε κλείσει μάτι πάνω από έναν μήνα τώρα. Φαίνεται, όμως, ότι αυτό το δώρο το ζητήσαμε τόσο πολύ και τόσοι πολλοί, που ο Θεός έβαλε τα δυνατά του. Πρέπει να προσέχεις τι εύχεσαι!

Στο μεταξύ, οι κουρτίνες της βροχής όσο πάνε γίνονται και πιο πηχτές, οι κεραυνοί ασταμάτητοι, μετά από μερικές ώρες έρχεται ο φόβος, που όταν είσαι μόνος ίσως είναι χειρότερος

Ξημερώματα Τρίτης, 5 το πρωί, πετάγομαι από το κρεβάτι από τους κεραυνούς. 50 κεραυνοί το λεπτό, είπαν αυτοί που ξέρουν. Μια νύχτα-μέρα, υπέρλαμπρη, σαν εφέ χολιγουντιανής ταινίας –τον Τιτανικό μού θύμισε–, αλλά εκείνη την πρώτη στιγμή ήμουν τόσο χαρούμενη που ήρθε επιτέλους το πολυπόθητο νερό να δροσίσει το ξερό δάσος. Σε λίγα λεπτά, στην αφασία του μισοξύπνιου και ολομόναχη στην ανταριασμένη νύχτα, επιστρατεύω ό,τι μπολ, σαλατιέρα, κατσαρόλα και κανάτα υπάρχει στο νοικοκυριό μου, καθώς το σπίτι μπάζει ανεξέλεγκτα νερό, από πού... δεν υπάρχει απάντηση, από κάθε πόρο και μόριό του. Ένα ξημέρωμα μαύρο σαν σκοτεινιά με βρήκε να μετακινώ σκεύη ανάλογα με τις διαθέσεις του νερού και να σφουγγαρίζω παραλλήλως τα παραλειπόμενα – εργασία σισυφική και παράλογη, που ωστόσο δεν γίνεται να αφήσεις στη μέση. Στο μεταξύ, οι κουρτίνες της βροχής όσο πάνε γίνονται και πιο πηχτές, οι κεραυνοί ασταμάτητοι, μετά από μερικές ώρες έρχεται ο φόβος, που όταν είσαι μόνος ίσως είναι χειρότερος. Φόβος θανάτου, εσύ αντιμέτωπος με κάτι που δεν έχεις ξαναζήσει, με σταματημένο μυαλό και καρδιά που χτυπά με χίλια. Να σφουγγαρίζεις πατώματα, όταν απ' έξω έρχεται η βουή, αχός βροντώδης και μεταφυσικός, το ρέμα που φουσκώνει πάνω από πέντε μέτρα ύψος, αμείλικτο και σε χρόνο ντε τε σπάει σαν χαρτί τους δρόμους, χαράζει τα κράσπεδα, όλα γίνονται ένας ορμητικός καφετί δρόμος που παρασύρει δέντρα, αυτοκίνητα, μαντρότοιχους, σπίτια, ψάχνει τη διέξοδο στη θάλασσα, σπάει τη γέφυρα που το περιορίζει. Το χωριό κόβεται στα δύο, το νερό ανεβαίνει, πλησιάζει το σπίτι μου, κάνω την τελευταία ίσως προσευχή μου. Από τα ψηλά του χωριού που μένω, μπορώ να δω το υπερθέαμα της καταστροφής σαν ταινία, την κολώνα της ΔΕΗ να σπάει στα τρία ξυρίζοντας τρεις σκεπές και αφήνοντας ανοιχτά σπίτια στον ορυμαγδό. Το τηλέφωνο χτυπά, μιλάω με δικούς μου τριγύρω, ρωτάω τσάτρα πάτρα θέματα φυσικής, να δω από τι κινδυνεύω. Ερωτήσεις κενές αφού από τίποτα δεν μπορώ να προστατευτώ. Η Φύση έχει βγάλει τα δόντια και ξέρει καλά ότι έχει το πάνω χέρι. Θέμα χρόνου, κόβεται το ρεύμα και το νερό. Σε λίγο θα σβήσει και το κινητό, μόνη μου επαφή με τους οικείους. Το φαινόμενο αγριεύει κι άλλο, μετρώντας ήδη πίσω του 11 ώρες. Ο αδελφός μου με παίρνει τηλέφωνο από το δικό του σπίτι στη διπλανή παραλία, με δύο ρέματα να βουίζουν στο πλάι του.

«Τι ζούμε! Βλέπω μπροστά μου στη θάλασσα να περνούν αυτοκίνητα, καναπέδες, ντουλάπες, ντενεκέδες με λάδι, ποδήλατα» μου λέει.

Κάπου λίγο το γελάσαμε... Ξέρω όμως πως και οι δυο σκεφτόμασταν πίσω από τις λέξεις, πως σε λίγο ίσως να έχουμε την τύχη του ποδηλάτου και της ντουλάπας. Με παίρνει ξανά σε λίγο. Το σπίτι του γκρεμίστηκε σε ένα λεπτό. Βρίσκεσαι στην αντάρα, στον δρόμο –ο κατακλυσμός ή εσύ; Να μην ξέρεις ποιος!– θρηνώντας περισσότερο παρασυρμένες από το νερό μνήμες, προσωπικές ιστορίες, πράγματα – κυρίως όμως αγάπη που διαλύεται σε υγρό θρήνο. Ολόγυρα ακούγονται μόνο φωνές πανικού, κλάματα, ολολυγμοί, κραυγές, σκυλιά που αλυχτούν. Δεν ξέρεις για ποιον λόγο, αλλά σπαράζεσαι.

Η νύχτα που δεν σταμάτησε ποτέ, ούτε στις 10 το πρωί, ρίχνει μαύρες κουρτίνες από τις 7 για να φωτιστούν όλα τα προβλήματα. Μου βρίσκονται καμιά δεκαριά ρεσό λιωμένα από τον ήλιο και ο φακός του κινητού που θα σβήσει από λεπτό σε λεπτό. Επαναλαμβάνω μάταιες, αταβιστικές κινήσεις που με φέρνουν αντιμέτωπη (την άμαθη) με τη νέα πραγματικότητα. Ανοίγω τη βρύση, πατάω κουμπί στο καζανάκι, πάω να ανάψω το φως, το μάτι... Το σπίτι φωτίζουν μόνο οι αστραπές, το νερό παντού, εκτός από εκεί που το χρειάζεσαι.

Την επόμενη η βροχή κόβει για λίγο. Το κεφάλι μου ταλαιπωρεί ένας μόνιμος πονοκέφαλος που συνειδητοποιώ ότι είναι από την έλλειψη καφεΐνης αφού η ηλεκτρική καφετιέρα σιωπά. Φοράω δυο πουλόβερ και μπότες, να κατέβω στον κόσμο. Ανοίγοντας την πόρτα μού έρχεται μια ζεστή υγρασία. Μόνο τότε συνειδητοποιώ ότι πίσω από τη φρίκη, υποβόσκει ακόμη ένα καλοκαίρι. Κατεβαίνοντας, συναντώ κόσμο παντού. Όλοι ατενίζουν βουβοί τις καταστροφές, κι εγώ είχα ξεχάσει σε ένα εικοσιτετράωρο πως υπάρχουν άνθρωποι. Την ώρα που σε περιτριγυρίζει ο θανάσιμος κίνδυνος είσαι εξαιρετικά μόνος μαζί του, μόνον αυτόν κοιτάς στα μάτια, σαν ανάποδο, υποχθόνιο έρωτα. Το χωριό δεν υπάρχει. Δρόμοι κατεστραμμένοι, μόνο λάσπη (εκεί που μέχρι χθες ήταν η χαρά του καλοκαιριού), σπίτια γκρεμισμένα, ένα τεράστιο τριώροφο γερμένο υπό γωνία πάνω στο ποτάμι. Κανείς δεν έχει αυτοκίνητο και κανείς αυτή τη στιγμή δεν έχει συναίσθημα. Όλοι σαν να αδιαφορούν, σαν να μη συμμετέχουν, σαν όλα να τους ξεπερνούν. Ο θρήνος θα έρθει μετά. Μόνη χαρά, το ψαράδικο καΐκι και τα παιδιά από την Αίγυπτο που δέχονται να μου φορτίσουν το κινητό. Όλοι βουτάμε ως τα γόνατα, κρατημένοι ο ένας από τον άλλο να μη μας παρασύρει το ρεύμα, να βγούμε στην άλλη «όχθη» του χωριού, όπου μέχρι χτες ήταν το σούπερ μάρκετ. Βομβαρδισμένο τοπίο, μαύρο σκοτάδι, βουτηγμένοι στη λάσπη να βρούμε κανένα νερό, κάτι να φάμε, ό,τι πιάσει το χέρι. Το δικό μου έπιασε ένα μπουκάλι, μια κονσέρβα φασόλια με κρέας, μια κονσέρβα σαρδέλα πικάντικη, ένα χυμό. Τα καθαρίζω από τις λάσπες, ούτε ξέρω αυτή τη στιγμή τι να πάρω. Οι προτεραιότητες δεν κυκλοφορούν στο μυαλό μου, τα γκρεμισμένα αγαθά μέσα στις λάσπες ακόμα λιγότερο. Έξω από το σούπερ μάρκετ κοιταζόμαστε σαστισμένοι, καθένας έχει πάρει και από κάτι άκυρο. Αυγά... και πού θα τα βράσεις; Γιαούρτι... θα χαλάσει. Μακαρόνια... είσαι τρελός;

Η βροχή ξαναπιάνει στο ίδιο μοτίβο, κεραυνός-κατακλυσμός. Στο σπίτι όλα υγρά, τα λασπωμένα ρούχα, τα παπούτσια, οι σελίδες των βιβλίων, τα σεντόνια, το κέντημά μου. Συνειδητοποιώ ότι όλη μέρα είμαι με μουλιασμένα ρούχα και παπούτσια, αλλά είναι τόσο το υγρό στοιχείο ολούθε που δεν το έχω καταλάβει. Κενές ώρες, τίποτα να κάνεις για να αντιδράσεις, κάτω από τη βροχή πάω να καθαρίσω την αυλή. Πιο μάταιο δεν γίνεται, αλλά σαν η ζωή να θέλει να πάρει το πάνω χέρι, να ξεπροβάλει κάτω από τα σύννεφα με μια σκούπα και ένα φαράσι. Η τεχνολογία ό,τι λιγότερο χρήσιμο σε τέτοιες στιγμές που η πρόοδος και ο πολιτισμός ακυρώνονται για να νιώσεις πολύ πιο κοντά, τελικά, στον Νώε.

Ποτέ πια δεν θα ξεχάσω να έχω σπίτι μου έναν φακό ή μια λάμπα πετρελαίου. Το ορκίζομαι, ποτέ δεν θα εμπιστευτώ πια τον φακό του κινητού – πόσα ψέματα έχουμε καταπιεί γι' αυτόν τον εύκολο καινούργιο κόσμο.

Και πάλι η νύχτα από τις 7, να μην ξέρεις τι να την κάνεις. Έχω τρεις μέρες να πλύνω τα δόντια μου, να πιω καφέ, να πλυθώ, αρχίζω να βρομάω. Διαβάζω με ένα ρεσό πια, το κινητό έλιωσε από τα τηλέφωνα και τα μηνύματα της συμπαράστασης από ανθρώπους που ούτε καν φανταζόσουν. Η αλληλεγγύη, μια χλιαρή ζεστασιά, πιο παρηγορητική από την υγρή φλις κουβέρτα που με σκεπάζει. Τρώω φρυγανιά με σαρδέλα του κουτιού, ψηλαφίζοντας στην κουζίνα να βρω τα κατατόπια στα σκοτάδια. Ποτέ πια δεν θα ξεχάσω να έχω σπίτι μου έναν φακό ή μια λάμπα πετρελαίου. Το ορκίζομαι, ποτέ δεν θα εμπιστευτώ πια τον φακό του κινητού – πόσα ψέματα έχουμε καταπιεί γι' αυτόν τον εύκολο καινούργιο κόσμο. Επίσης, θα έχω πάντα μπιτόνια με νερό και ένα κελάρι με κάτι νόστιμο για μια δύσκολη στιγμή. Εγώ που μισώ τα γλυκά, νιώθω την ανάγκη για κάτι γλυκό, κάτι που να έχει ζάχαρη και να μυρίζει λουλούδια. Παραισθήσεις του εγκλεισμού, του φόβου, της συνείδησης πως ένα τέλος από φυσικά φαινόμενα έρχεται ακαριαία, όσο δεν το αναλογίζεσαι. Παλιά στο Μαρόκο άκουγα τις ιστορίες των ξεροπόταμων που παίρνουν τις ζωές των βοσκών έτσι ξαφνικά... ακούς, λέει, τη βουή και μετά δεν υπάρχεις. Νόμιζα πως ήταν λυρικές, παραμυθένιες, αραβικές εξάρσεις. Προς το παρόν θέλω μόνο να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στον Μ. Ουελμπέκ, στον Ντ. Χ. Λόρενς, στον Γ. Θεοτοκά και στον Ο. Παμούκ, μοναδικούς μου συμπαραστάτες σε ό,τι περνάω.

Λίγο ξαστέρωσε πάνω από τις πληγές που θα πάρουν χρόνια για να κλείσουν.

Περιμένοντας το καράβι που δεν ξέρουμε αν θα 'ρθει ή θα 'ναι απλά ένα «Περιμένοντας τον Γκοντό».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ