Κοσμος

Η πολιτική της «ακύρωσης» ατόμων, χθες, σήμερα, αύριο

Η Πρώτη Τροπολογία και οι περιορισμοί της, η υποκρισία της αμερικανικής δεξιάς και οι ευθύνες των Δημοκρατικών

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 970
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κουλτούρα της ακύρωσης, χθες, σήμερα, αύριο
© Phạm Nhật For Unsplash+

Η κουλτούρα της ακύρωσης στις ΗΠΑ, τα όρια της ελευθερίας και η ιδεολογική πόλωση

Κοινωνική απομόνωση, οστρακισμός, «ακύρωση» ατόμων συνέβαιναν πάντοτε και με ποικίλες μεθόδους στις ανθρώπινες κοινωνίες· ακόμα και σε όσες είχαν δημοκρατικό πολίτευμα. Ολόκληρο το σύστημα του επονομαζόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού (1917-1991) βασιζόταν στην προώθηση των μελών και στελεχών του κομμουνιστικού κόμματος, όχι μόνο στον διοικητικό μηχανισμό, αλλά και σε όλους τους τομείς δραστηριότητας· ομοίως, σε περιόδους κρίσεως των δημοκρατικών θεσμών εφαρμόστηκαν παντού μέτρα προστασίας του πολιτικού συστήματος μέσω της απομάκρυνσης και της φραγής λόγου των αληθινών ή αντιληπτών υπονομευτών του. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ, στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου πολλοί μετανάστες ιαπωνικής και γερμανικής καταγωγής τέθηκαν υπό στενό αστυνομικό έλεγχο (μερικοί σε στρατόπεδα κράτησης) με την υποψία ότι ήταν αφοσιωμένοι στην παλιά τους πατρίδα. Τακτική «ακύρωσης» εφαρμόστηκε σε πολλές χώρες εναντίον είτε δεξιών είτε αριστερών πολιτών, σε περιόδους γενικευμένης ανασφάλειας, εμφυλίων συγκρούσεων ή πολιτιστικών ρήξεων.

Στον 21ο αιώνα, στις ΗΠΑ, η ιδεολογική πόλωση οδήγησε σε εκτεταμένες πράξεις οστρακισμού όσων δεν ήταν αρκούντως πολιτικώς ορθοί και woke, ιδιαίτερα σε χώρους που έχουν αλωθεί από την αριστερά: πανεπιστήμια, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και ΜΜΕ. Πολλοί άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους και τους φίλους τους, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραιτήτως παρατεταμένη ανεργία, εξορία ή διασυρμό. Συνήθως, στο περιβάλλον της ελεύθερης οικονομίας, αδικίες τέτοιου τύπου αυτοδιορθώνονται λόγω της ιδεολογικής πολυμορφίας και της οικονομικής-εργασιακής ευελιξίας. Ωστόσο, το αποτέλεσμα της «ακύρωσης» που προκύπτει από ιντερνετικές και γενικότερα μιντιακές θύελλες είναι η επιβολή ενιαίας σκέψης σε κάποιον κοινωνικό χώρο ο οποίος διεκδικεί ομοιομορφία· δημιουργούνται θύλακες που δεν ανέχονται εσωτερικές ιδεολογικές διαφοροποιήσεις. Όσο για τα άτομα που «ακυρώνονται», παρότι τους αφαιρείται το δικαίωμα της έκφρασης σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο (πανεπιστήμιο, εφημερίδα), όπως είπα, συνήθως βρίσκουν τη θέση τους σε ένα άλλο πλαίσιο. Το στοίχημα είναι να αντέξει κανείς τις αντιδράσεις του όχλου που συνοδεύουν την επονομαζόμενη «κουλτούρα της ακύρωσης» και να αποδεχτεί ότι ακόμα και στο εσωτερικό της δημοκρατίας η διατύπωση μη δημοφιλών ιδεών έχει κόστος.

Πρόκειται για φαινόμενο που προέρχεται από αμφότερες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος. Απλώς, μέχρι πρότινος, η αμερικανική δεξιά εφάρμοζε την ακύρωση αθόρυβα, μη αγωνιστικά· άλλωστε, ένα σημαντικό μέρος αυτής της δεξιάς ήταν, και πάλι μέχρι πρότινος και με αρκετές διακυμάνσεις στην ιστορία, αρκετά προσηλωμένο στην Πρώτη Τροπολογία: αν και πάντοτε κάτι σαλεύει μέσα μας όταν πρέπει να σεβαστούμε μια ιδέα που θεωρούμε εξωφρενική, η Πρώτη Τροπολογία ήταν σεβαστή από όλους ως θεμέλιο της αμερικανικής δημοκρατίας — θα δούμε κατά πόσον θα βγει άτρωτη από τις σκληρές δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλεται.

Η αριστερά και η θρησκευτική δεξιά (χριστιανική, μουσουλμανική κτλ.) θέτουν πάντοτε όρια στην ελευθερία της έκφρασης· αυτό το ζήτημα δύσκολα μπορεί να επιλυθεί: η εύκολη απάντηση είναι ότι ο καθένας πρέπει να μπορεί να εκφράζεται όπως θέλει και να κρίνεται κατόπιν· να θεωρείται δηλαδή καλοδεχούμενο μέλος της κοινότητας ή προς αποφυγήν με κριτήριο αυτά που λέει και κάνει. Κι εδώ αναφύονται διάφορα προβλήματα: όταν ένας χριστιανός τίθεται εναντίον του δικαιώματος της άμβλωσης, η αριστερά τον κατηγορεί για οπισθοδρομικότητα· όταν ένας μουσουλμάνος δεν συζητεί καν το εν λόγω δικαίωμα, δεν τον κατηγορεί κανείς. Στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες οι κανόνες είναι εύκαμπτοι.

Η αμερικανική αριστερά έχει παραβιάσει συστηματικά την Πρώτη Τροπολογία διώκοντας, στο μέτρο των δυνατοτήτων της, άτομα που δεν ταίριαζαν στις ιδέες και στο λεξιλόγιό της. Παραλλήλως, προσπάθησε να εδραιώσει νόρμες και διατάξεις που να περιορίζουν την ελευθερία: η αριστερά δεν πιστεύει στην «ελευθερία», πιστεύει στο «σωστό», πράγμα που την έχει επανειλημμένως οδηγήσει στην εγκαθίδρυση δικτατοριών, στη δικαιολόγηση και τη στήριξή τους.

Από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα, οι επονομαζόμενοι «προοδευτικοί» αποφάσιζαν, ανεξαρτήτως από το τι πίστευε και πιστεύει η πλειονότητα των Αμερικανών, για όλα τα ζητήματα του φύλου, της φυλής, της κοινωνικής τάξης, του περιβάλλοντος, της άσκησης εξουσίας, της γλώσσας, των ΜΜΕ και του πολιτισμού. Στο κλίμα του φόβου του «ηθικού παραπτώματος», πολλοί άνθρωποι —διανοούμενοι, δημοσιογράφοι, επιστήμονες— έχασαν τη φωνή τους, ακόμα και τη δουλειά τους, επειδή διαφωνούσαν με την κριτική θεωρία φύλου ή με την τάση του αντιρατσιστικού κινήματος να διαχωρίζει τις φυλές και να δημιουργεί κάστες.

Ανάμεσα στις εκατοντάδες περιπτώσεις αναγκαστικών παραιτήσεων και απολύσεων που οφείλονταν σε πιέσεις της αριστεράς ήταν εκείνη του Gary Garrels, επικεφαλής επιμελητή ζωγραφικής και γλυπτικής στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Σαν Φρανσίσκο (o Garrels παραιτήθηκε τον Ιούλιο 2020 έπειτα από κατακραυγή για τη φράση του ότι το μουσείο «θα συνεχίσει να αγοράζει έργα λευκών καλλιτεχνών»), του Joshua Katz από το Πρίνστον, του Ian Buruma από τη New York Review of Books.

Οι κατηγορίες για ομοφοβία, τρανσφοβία, μισογυνισμό, ρατσισμό, ισλαμοφοβία προκάλεσαν αποχωρήσεις πολλών διδασκόντων σε ακαδημαϊκά ιδρύματα και σε αλλαγή στάσης πολύ περισσοτέρων, οι οποίοι επέλεξαν να συμμορφωθούν και να λουφάξουν. Τέτοια γεγονότα δεν περιορίστηκαν στις ΗΠΑ· σε όλη την Ευρώπη, καθηγητές, δημοσιογράφοι και άλλα δημόσια πρόσωπα βρέθηκαν στη θέση να απολογούνται για τις ιδέες και για το γλωσσικό τους ιδίωμα: μερικοί αντιμετώπισαν μηνύσεις, άλλοι απολύθηκαν, όπως η καθηγήτρια φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Σάσεξ, Kathleen Stock, η οποία, αν και γκέι η ίδια, κατηγορήθηκε για ομοφοβία και τρανσφοβία. (Στη συνέχεια, το πανεπιστήμιο πλήρωσε πρόστιμο 585.000 λίρες για παραβίαση της ελευθερίας του λόγου).

Αυτό που πέτυχε η κουλτούρα της ακύρωσης και γενικότερα το woke κίνημα ήταν η σφοδρή δεξιά ανάκρουση, η οπισθοδρόμηση

Ήδη από τα μέσα του 20ού αιώνα, οι θεσμοί στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη έχουν χωριστεί σε δεξιούς και αριστερούς, με τους μεν να προσλαμβάνουν και να προωθούν σε θέσεις λήψης αποφάσεων κατά προτίμηση μη αριστερά άτομα και τους δε να τα αποκλείουν από τους μηχανισμούς τους. Στα πανεπιστήμια αυτή η επιλογή είναι πολύ πιο αυστηρή και χαρακτηριστική: όπως θα περίμενε κανείς, τα χριστιανικά κολέγια δεν επανδρώνονται από μαρξιστές· όλα τα άλλα, συμπεριλαμβανομένων των πανεπιστημίων υψηλού κύρους, κινούνται από το 1965 περίπου στον χώρο της αριστεράς· οι δεξιοί, οι συντηρητικοί κτλ. έχουν παραμεριστεί ή απαξιωθεί.

Όταν, για παράδειγμα, στο UCLA δίδασκε η γνωστή ακτιβίστρια Άντζελα Ντέιβις, δεν ήταν όλο το διδακτικό προσωπικό στελέχη και συμπαθούντες του ΚΚ των ΗΠΑ· αργότερα όμως, όταν το 1991 η Ντέιβις μεταπήδησε στο πανεπιστήμιο της Σάντα Κρουζ, βρέθηκε στο στοιχείο της: η αριστεροποίηση είχε ολοκληρωθεί. Στη συνέχεια, το αριστερό κατεστημένο σε πολλά πανεπιστήμια στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη —Χάρβαρντ, Γέιλ, Bryn Mawr, Βιρτζίνια, Williams, Swarthmore, Columbia, SOAS (Λονδίνο), Goldsmiths (Λονδίνο), Παρίσι 8, Ναντέρ, Αυτόνομο Πανεπιστήμιο Βαρκελώνης— περιθωριοποίησε την αντίθετη γνώμη και οι επιστήμες του ανθρώπου κατακλύστηκαν από τον ιστορικό ρεβιζιονισμό, τον ακτιβισμό και το Newspeak της πολιτικής ορθότητας. Από την πλευρά τους, οι «συντηρητικοί», μερικοί υποκριτικά, άλλοι όχι, διαμαρτύρονταν για την κατάργηση του δικαιώματος λόγου και έκφρασης, αν και, όπως είπα, πολλοί ανάμεσά τους, κυρίως φονταμενταλιστές χριστιανοί, δεν έχουν καμιά κουλτούρα ελευθερίας λόγου και έκφρασης — πιστεύουν, όπως η αριστερά, μόνο στη δική τους ελευθερία.

Στο μεταξύ, όλα αυτά τα χρόνια της κανονικοποίησης των ιδεών και του λεξιλογίου, πολλοί «έγχρωμοι» ξεστόμιζαν ρατσιστικές ανοησίες χωρίς να υφίστανται συνέπειες. Ούτε αυτό ήταν πρωτοφανές —ανέκαθεν οι μαύροι εθνικιστές υποδαύλιζαν το μίσος κατά των λευκών ή χρησιμοποιούσαν αντιεβραϊκό λόγο, ενώ η αριστερά τούς χειροκροτούσε— αλλά στον 21ο αιώνα αυτή η τάση αναπτύχθηκε κι έγινε trendy μαζί με την ισλαμοφιλία και την ανάδειξη όλων των επιμέρους ταυτοτήτων πέραν εκείνης του «λευκού άνδρα». Το Διαδίκτυο πλημμύρισε από hashtags του τύπου #CancelWhitePeople και, απ’ όσο ξέρω, κανείς δεν απολύθηκε από θεσμούς, μηχανισμούς ή επαγγελματικούς χώρους για δηλώσεις εναντίον των λευκών, των Εβραίων και των anti-woke. Οι μη λευκοί, ανεξάρτητα από τη μισαλλοδοξία και τις προκαταλήψεις τους, εξαιρούνται από την κατηγορία του ρατσισμού, της ομοφοβίας και της ισλαμοφοβίας, αν και πράγματι έχουν καταγραφεί αποβολές από διαδικτυακές ομάδες.

Αυτό που πέτυχε η κουλτούρα της ακύρωσης και γενικότερα το woke κίνημα ήταν η σφοδρή δεξιά ανάκρουση, η οπισθοδρόμηση. Στην αμερικανική προεδρία ανεδείχθη ο Ντόναλντ Τραμπ μαζί με έναν κύκλο επιρροής που αποτελείται από χριστιανούς φονταμενταλιστές, οι οποίοι είναι αποφασισμένοι να εφαρμόσουν με εγκάρδιο μίσος την κουλτούρα της ακύρωσης. Οπότε, ιδού η τρομερή ισορροπία: οι δεξιοί πιέζουν όλο και περισσότερο για την απόλυση ατόμων που κάνουν αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης υπέρ του δολοφόνου του Τσάρλι Κερκ και θα συνεχίσουν με άλλες αφορμές, αντιγράφοντας μια τακτική που κάποτε καταδίκαζαν. Έτσι, μέχρι αυτή τη στιγμή έχουν απολυθεί ή έχουν τεθεί σε διαθεσιμότητα καμιά εικοσαριά άτομα που τόλμησαν να ασκήσουν κριτική στις ιδέες του Κερκ. Ωστόσο, και πάλι απ’ όσο ξέρω, κανείς από τους απολυμένους δεν εγκωμίασε τον δολοφόνο του αγιοποιημένου θύματος — μολονότι, ακόμα κι αυτό θα ενέπιπτε στο δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου.

Άτομα σαν τον Steve Bannon δεν αναγνωρίζουν αυτό το δικαίωμα: ο Bannon κάλεσε σε μαζικές απολύσεις «χωρίς καθυστέρηση», ενώ αυτές τις ημέρες ο ιστότοπος Charlie Kirk Data Foundation καλεί τους χρήστες να υποβάλουν ονόματα ατόμων που έχουν επαινέσει τον Tyler Robinson. (Φαίνεται ότι έχουν συλλεγεί σχεδόν 50.000 ονόματα). Κατόπιν τούτου, απολύθηκαν ο Matthew Dowd από το MSNBC κι ένας δάσκαλος από το Όρεγκον που έγραψε ότι η δολοφονία τού «έφτιαξε τη μέρα», ενώ ένας φοιτητής του πολιτειακού Πανεπιστημίου του Τέξας (όπου, υπενθυμίζω, έχει γίνει πικετοφορία της δεξιάς με σύνθημα «Οι γυναίκες είναι περιουσία των ανδρών») έχασε τη φοιτητική του ιδιότητα. Εν ολίγοις, οι Αμερικανοί εξαναγκάζονται να συμφωνήσουν ότι ο Κερκ ήταν ήρωας της «ελευθερίας του λόγου»· δεν ήταν, αλλά αυτό δεν επηρεάζει σε τίποτα την αποτίμηση της δολοφονίας του. Το τεστ δημοκρατίας αφορά άτομα με τα οποία διαφωνούμε — να ένα τεστ που δεν θα περνούσε ποτέ η αριστερά.

Η ελευθερία του λόγου σταματά στο όριο της συκοφαντίας και στη σαφή, αδιαμεσολάβητη, ενθάρρυνση της βίας

Η δολοφονία του Κερκ ήταν δώρο της τύχης για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και για τους Ευαγγελιστές. Αλλά, αν και απέκτησαν τον μάρτυρα που τους έλειπε, πρέπει να περιμένουμε να δούμε αν οι αμερικανικοί θεσμοί —η Δικαιοσύνη, τα ΜΜΕ— θα απαντήσουν με δημοκρατικά και συνταγματικά αντανακλαστικά ή θα ζαρώσουν στη γωνία. Ο Jimmy Kimmel, ο Τerry Moran, η Karen Attiah, η Jemele Hill διεκδικούν τις αποζημιώσεις που δικαιούνται για τις απολύσεις και τις αναστολές των εκπομπών τους; Φοβάμαι ότι η ευκολία εξεύρεσης εργασίας στις ΗΠΑ αποτρέπει τους «ακυρωμένους» από την εμπλοκή σε δικαστικούς αγώνες, ακόμα κι αν στο τέλος του δρόμου τούς περιμένουν μερικά εκατομμυριάκια.

Πάντως, θα ήταν χρήσιμο νομικό προηγούμενο η εκδίκαση της αναστολής του «Jimmy Kimmel Live!» από το δίκτυο ABC και η εντελώς ανυπόστατη αγωγή του Ντόναλντ Τραμπ εναντίον των New York Times. Αν και οι NYT έχουν τεράστια ευθύνη για το κομματικό μίσος, είναι πολύ δύσκολο να κατηγορηθούν για «συκοφαντία» εναντίον του προέδρου· το πρόβλημα με την εφημερίδα δεν είναι νομικής, αλλά δεοντολογικής τάξεως. Ωστόσο, η δειλία έχει αναχθεί σε αρετή: υπενθυμίζω ότι σε μια σειρά επιθετικών δικαστικών ενεργειών εναντίον μέσων ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων των «60 Minutes» του CBS News και του ABC News, ο πρόεδρος τσέπωσε με διακανονισμό 32 εκατομμύρια δολάρια, πράγμα που του άνοιξε την όρεξη να μηνύσει και τη Wall Street Journal — από την οποία, προς το παρόν, δεν έχει τσεπώσει τίποτα.

Υπάρχει μια σημαντική παράμετρος στην Πρώτη Τροπολογία: ο καθένας είναι ελεύθερος να εκφράζει τη γνώμη του στον δημόσιο χώρο, αλλά ορισμένες ιδιωτικές εταιρείες μπορούν να απαιτούν από τους εργαζομένους τους ένα συγκεκριμένο ήθος. Οι επιχειρήσεις είναι ελεύθερες να απολύουν συμφώνως με το δίκαιο της κάθε πολιτείας. Σε ό,τι αφορά τους δημόσιους υπαλλήλους, όπως είναι, για παράδειγμα, οι εκπαιδευτικοί, προστατεύονται περισσότερο από την Πρώτη Τροπολογία αλλά ταυτοχρόνως επιτηρούνται από τη διοικητική επιτροπή του σχολείου κι από τον σύλλογο γονέων και κηδεμόνων, ο οποίος είναι συχνά τυραννικός (το ξέρω από προσωπική πείρα). Αν οι αναρτήσεις ενός εκπαιδευτικού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συνδέονται με λογαριασμό του σχολείου, πιθανότατα ο χρήστης δεν έχει περιθώριο «ελευθερίας» του λόγου· αν εκφράζεται ως ανεξάρτητο άτομο, μπορεί, θεωρητικά, να πει οτιδήποτε.

Αλλά, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα δεν είναι διατεθειμένο να διακρίνει τέτοιες αποχρώσεις: καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ χαρακτήρισε τους Antifa «τρομοκράτες», ανοίγει ο δρόμος για παρακολουθήσεις, χαφιεδισμό, συλλήψεις και διώξεις πολιτών (πειθαρχικές κυρώσεις, απολύσεις), καθώς και για μομφές εναντίον εκλεγμένων που «ενθαρρύνουν την τρομοκρατία». Τίποτα από αυτά δεν είναι χωρίς συνταγματικά εμπόδια: η πρόταση μομφής εναντίον της βουλευτίνας από τη Μινεσότα Ilhan Omar δεν πέρασε (για μία ψήφο), αν και η σομαλικής καταγωγής Omar προβαίνει συχνά σε ισλαμοφιλικές δηλώσεις, αποφεύγοντας να καταδικάσει τη Χαμάς· εξάλλου, οποιοδήποτε δικαστήριο θα έκρινε αντισυνταγματική τη λογοκρισία απ’ όπου κι αν προέρχεται.

Εν κατακλείδι, η Πρώτη Τροπολογία προστατεύει τους Αμερικανούς από την κυβέρνησή τους, αλλά δεν προσφέρει ασπίδα από ανθρώπους που επικρίνουν τον λόγο τους ή ζητούν την απόλυσή τους. Αυτό ήταν πάντοτε μέρος της αμερικανικής ιστορίας· απλώς, στην εποχή μας, τα social media έχουν διευκολύνει τα δηλητηριώδη σχόλια, με αποτέλεσμα αναφλέξεις σε κρίσιμες στιγμές· η κουλτούρα ακύρωσης, πάντως, χρονολογείται πολύ πριν επινοηθεί ο όρος.

Ταυτοχρόνως, γίνεται πολύς λόγος για τον μακαρθισμό, κυρίως από ανθρώπους που δεν ξέρουν τι είναι. Από την πλευρά τους, οι Ρεπουμπλικανοί βιώνουν ένα είδος Red Scare, μια συνθήκη που έχει καταγραφεί κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλαδή μετά τη ρωσική επανάσταση, και που επαναλήφθηκε στις δεκαετίες του 1930, 1950, 1960-70, με διαφορετικές αφορμές και σε διαφορετικά συμφραζόμενα. Ο φόβος επισύρει αυταρχισμό: για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ποινικοποίησε τον αντιπολεμικό λόγο και την κριτική της κυβέρνησης με τους νόμους περί Στάσης και Κατασκοπείας, έκλεισε δεκάδες έντυπα και εφημερίδες που θεώρησε υπερβολικά επικριτικές, απαγορεύοντας τη διανομή τους μέσω του ταχυδρομείου και φυλάκισε πάνω από 1.000 άτομα για περισσότερο από έναν χρόνο, αποκλειστικά και μόνο για πράγματα που έγραψαν ή είπαν.

Παρόμοια μέτρα ελήφθησαν αργότερα επί Επιτροπής Μη-Αμερικανικών Ενεργειών, με σκοπό την αντιμετώπιση της κατασκοπείας υπέρ των Σοβιετικών, αλλά και της αντιληπτής (όχι αληθινής) διάβρωσης των καπιταλιστικών αξιών. Τώρα, έπειτα από δεκαετίες αριστερής ηγεμονίας σε πολλούς τομείς του εποικοδομήματος, η δεξιά αντεπιτίθεται με τον τρόπο που ξέρει και ο οποίος δεν απέχει πολύ από εκείνον της αριστεράς: προσπάθεια φίμωσης επικριτών, οστρακισμός διαφωνούντων, απαίτηση υποταγής· είναι απίστευτος ο αριθμός των μετανοούντων που δηλώνουν κάτι και ύστερα, από φόβο απώλειας εισοδήματος και καριέρας, ζητούν ταπεινά συγγνώμη. Όμως, όλα τούτα είναι συστατικά του ολοκληρωτισμού, ο οποίος υποτίθεται πως είναι ξένος προς τον αμερικανικό πολιτισμό και δεν έχει θέση στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Σύμφωνα με την αμερικανική νομολογία, ένας ζαχαροπλάστης μπορεί να αρνηθεί να φτιάξει γαμήλια τούρτα για ένα ομοφυλόφιλο ζευγάρι· αυτό που δεν μπορεί να κάνει είναι να τη φτιάξει και του την τρίψει στα μούτρα. Με λίγα λόγια, σύμφωνα με την Πρώτη Τροπολογία μπορείς να ξεστομίζεις λόγια που μπορούν να θεωρηθούν άθλια, απαίσια και ποταπά· αλλά δεν σου επιτρέπονται βίαιες πράξεις — αν, ωστόσο, συμβούν βίαιες πράξεις με δικαιολογία τα δικά σου λόγια, την ευθύνη έχει ο πράττων, όχι εσύ. Η ελευθερία του λόγου σταματά στο όριο της συκοφαντίας και στη σαφή, αδιαμεσολάβητη, ενθάρρυνση της βίας. Περιμένουμε λοιπόν να δούμε αν στις ΗΠΑ, και αλλού, εφαρμοστούν το Σύνταγμα και οι νόμοι, ή αν οι δημοκρατίες θα εξελιχθούν σε καθεστώτα ψιθύρων, φημών, ρουφιανιάς και συμμόρφωσης.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY