- CITY GUIDE
- PODCAST
-
14°
Ντόναλντ Τραμπ: Οι τρεις ομηρικοί καυγάδες με Μασκ, Μπάνον και Μπόλτον
Ιδανικές πολιτικές σχέσεις που έγιναν εφιάλτες
Πώς η ρήξη του Ντόναλντ Τραμπ με τον Έλον Μασκ συμπληρώνει την απόλυτη τριλογία μετά από εκείνες με τους Στιβ μπάνον και Τζον Μπόλτον
Σε έναν ουδέτερο πολιτικό χρόνο – όσο αυτός μπορεί φυσικά να υπάρξει εν μέσω της πρωτοφανούς διεθνούς αβεβαιότητας μετά τις δομικές αλλαγές στις οποίες έχει προχωρήσει ο Ντόναλντ Τραμπ τόσο σε επίπεδο εξωτερικής όσο και σε επίπεδο εμπορικής πολιτικής, υιοθετώντας ένα επιθετικό δόγμα απομονωτικού προστατευτισμού – η κρίσιμη εξέλιξη της περασμένης εβδομάδας θα αφορούσε φυσικά την πρώτη συνάντηση του Αμερικανού Προέδρου με τον Γερμανό Καγκελάριο, Φρίντριχ Μερτς. Για την ιστορία, ο δεύτερος στάθηκε άψογα στον Λευκό Οίκο, αποφεύγοντας την εξευτελιστική μοίρα αρκετών άλλων ηγετών οι οποίοι κάθισαν στην ίδια καρέκλα κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών.
Ωστόσο, τη σπουδαιότερη διμερή συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ στο Οβάλ Γραφείο – μέχρι την επόμενη – επισκίασε πλήρως η ρήξη του Αμερικανού Προέδρου με τον Έλον Μασκ, τη στιγμή που το ιστορικό ξεκατίνιασμα μεταξύ τους που ακολούθησε στα κοινωνικά δίκτυα μπορεί επάξια να διεκδικήσει μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις πάμπολλες εξωφρενικές και σουρεαλιστικές ακροβασίες τις οποίες μας έχει χαρίσει ο ισχυρότερος άνθρωπος στον κόσμο, από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας μέχρι και σήμερα.
Σε αυτή τη φάση και με το μέλλον της συγκεκριμένης σχέσης να παραμένει εξαιρετικά αβέβαιο, αυτό που σίγουρα αξίζει να σημειωθεί είναι πως η ρήξη μεταξύ των Τραμπ και Μασκ στην πράξη δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο γεγονός, καθώς το προσωπικό αμερικάνικο έπος του Ρεπουμπλικάνου Προέδρου μετρά άλλους δύο ομηρικούς καβγάδες: τις ρήξης του με τον Στιβ Μπάνον και τον Τζον Μπόλτον.
Τραμπ εναντίον Μπάνον: από το όνειρο στον εφιάλτη
Η συνεργασία μεταξύ των Τραμπ και Μπάνον ήταν βγαλμένη από τα πιο υγρά όνειρα του σύγχρονου υπέρ-συντηρητικού ρεπουμπλικανικού εκλογικού σώματος. Τη στιγμή που ο δεύτερος εντάχθηκε στην πρώτη προεκλογική καμπάνια του πρώτου, οι πλανήτες ευθυγραμμίστηκαν απολύτως, με τον Ρεπουμπλικάνο – τότε – υποψήφιο να εξαπολύει τους προπαγανδιστικούς τιτάνες, πασπαλισμένους με την χαοτική αστερόσκονη του επικοινωνιακά χαρισματικού και μπαρουτοκαπνισμένου στις παρυφές της αμερικανικής ακροδεξιάς Μπάνον, εναντίον του ακλόνητου φαβορί εκείνης της κούρσας, Χίλαρι Κλίντον. Στην πράξη, ο Τραμπ χρωστάει σε πολύ μεγάλο βαθμό την πολιτική του καριέρα στον Μπάνον, καθώς εκείνος έστησε το υπερσυντηρητικό – και σε μεγάλο βαθμό συνωμοσιολογικό – ειδησεογραφικό πρακτορείο, Breibart News, από την αρχή, τουλάχιστον σε επίπεδο ύλης.
Το Breibart πρωτοστάτησε στο επικοινωνιακό blitzkrieg του Κινήματος του Τσαγιού – δηλαδή των συντηρητικότερων Ρεπουμπλικάνων – εναντίον του τότε Προέδρου, Μπαράκ Ομπάμα, με το απόλυτο highlight να αφορά τη θεωρία πως ο προκάτοχος του Τραμπ στον Λευκό Οίκο δεν είχε γεννηθεί εντός της αμερικανικής επικράτειας, συνεπώς δεν είχε και το δικαίωμα να κατέχει το αξίωμα της αμερικανικής προεδρίας. Στην ουσία, ο Μπάνον έδωσε στον Τραμπ μια εξαιρετικά ισχυρή πλατφόρμα, την οποία ο δεύτερος αξιοποίησε στο έπακρο έτσι ώστε σταδιακά να τοποθετηθεί στο επίκεντρο της πολιτικής επικαιρότητας, καβαλώντας απόλυτα το κύμα του λαϊκισμού που έπνιξε τους μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανούς στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, καθιστώντας έτσι εαυτόν ως τον φύσει ηγέτη ενός ασαφούς, μα εξαιρετικά ισχυρού συντηρητικού κινήματος.
Έχοντας συνθλίψει την Κλίντον – χάρη και στην καθοριστική συμβολή του Μπάνον, ειδικά κατά τη διάρκεια της τελικής ευθείας της προεκλογικής κούρσας, όπου η καμπάνια των Δημοκρατικών έπαιξε τα τελευταία της χαρτιά έτσι ώστε να αποτρέψει το μοιραίο – ο Τραμπ προσκάλεσε τον χαρισματικό επικοινωνιολόγο του στον Λευκό Οίκο, χρήζοντάς τον στρατηγικό του σύμβουλο. Στους επτά μόλις μήνες τους οποίους πέρασε στην Ουάσιγκτον, ο Μπάνον πέτυχε να αποδώσει στο κίνημα του τραμπισμού διεθνή χαρακτηριστικά, ενώ αποτέλεσε τον ιθύνοντα νου ορισμένων εκ των πλέον ριζοσπαστικών εκτελεστικών διαταγμάτων τα οποία υπέγραψε ο Τραμπ, στην προσπάθειά του να ξηλώσει την πολιτική κληρονομιά της εποχής Ομπάμα.
Ωστόσο, η ισορροπία των δυνάμεων μεταξύ του Μπάνον και των λοιπών άμεσων συμβούλων του Ρεπουμπλικάνου Προέδρου – η πλειοψηφία των οποίων αποτελούταν από συγγενείς του, πρώτου και δεύτερου βαθμού – αναπόφευκτα ξεκίνησε να γέρνει υπέρ του πρώτου, καθώς τόσο η εμπειρία του στην πολιτική επικοινωνία, όσο και το γεγονός πως ο ίδιος είχε μακράν το ισχυρότερο ιδεολογικό υπόβαθρο μεταξύ των στελεχών τα οποία μετακόμισαν στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο του 2017, συνέβαλε στην ανάδειξη του Μπάνον ως έναν αντισυστημικό χαρακτήρα, του οποίου η προσωπική εμβέλεια μπορούσε να υπερκεράσει με χαρακτηριστική άνεση εκείνη της Ιβάνκα Τραμπ, ή του συζύγου της, Τζάρεντ Κούσνερ, ενώ σε ορισμένες στιγμές απειλούσε και εκείνη του Ντόναλντ Τραμπ.
Στην πράξη, ο Μπάνον αποτέλεσε την ιδεολογική συνείδηση του κινήματος του οποίου ηγήθηκε ο Τραμπ, με τον Αμερικανό πρόεδρο ωστόσο να αρνείται κατηγορηματικά να μοιραστεί – έστω και στο ελάχιστο – την πολιτική του «στιγμή στον ήλιο». Αφορμή για τη ρήξη μεταξύ τους αποτέλεσε η αποστροφή του Μπάνον ότι η συνάντηση την οποία πραγματοποίησαν ο Κούσνερ μαζί με τον γιο του Τραμπ, Ντόναλντ Τζούνιορ, με την κορυφαία ρωσίδα δικηγόρο – η οποία είχε άμεσες επαφές με το Κρεμλίνο και το καθεστώς του Βλαντιμίρ Πούτιν – Νατάλια Βεσελνίτσκαγια, ήταν «προδοτική» και «αντιπατριωτική». Η ρήξη μεταξύ Τραμπ και Μπάνον ήταν ακαριαία, με τον δεύτερο να σημειώνει πώς η προεδρία για την οποία είχε αγωνιστεί και την οποία κέρδισε, δεν υπάρχει πια.
Έκτοτε, η ιστορία του Τραμπ είναι γνωστή, ενώ ο Μπάνον – αφότου καταδικάστηκε σε τέσσερις μήνες φυλάκιση, έχοντας κριθεί ένοχος για οικονομική απάτη – επέστρεψε σταδιακά στο προσκήνιο. Σήμερα ο Μπάνον τοποθετείται συχνά υπέρ του Αμερικανού Προέδρου, αποδίδοντας ωστόσο στους χαρακτηρισμούς του αμιγώς ιδεολογικά – αντί για προσωπικά εγκωμιαστικά – χαρακτηριστικά, με τον Τραμπ να αντίστοιχα να μη σηκώνει πλέον τους τόνους εναντίον του πρώην συμμάχου του, σε μια πολύπλοκη και δύσκολη προσωπική σχέση, αμοιβαίου ωστόσο πολιτικού και ιδεολογικού συμφέροντος.
Τραμπ εναντίον Μπόλτον: ξεθάφοντας το τσεκούρι του προφήτη του πολέμου
Αν ο Στιβ Μπάνον ήταν μέσες-άκρες ο σκοτεινός πράκτορας του χάους, ο οποίος συνέβαλε τα μέγιστα στην πρώτη εκλογή του Τραμπ, με το συγκεκριμένο σχήμα να μην αποτελεί κάποια ρητορική υπερβολή καθώς στα κωμικά σκετσάκια της εποχής του SNL απεικονιζόταν ιδιοφυώς ως χάρος, ο Τζον Μπόλτον αποτέλεσε ακριβώς τον συστημικό παράγοντα τον οποίο χρειαζόταν ο Ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος ώστε να αποδώσει στην προεδρία του λίγη τόση δα δόση θεσμικότητας, θέτοντας τις απαιτούμενες βάσεις για μια πολιτική διάρκεια που θα τον έχριζε εκ νέου νικητή στις προεδρικές εκλογές του 2020.
Η περίπτωση Mπόλτον προσωποποιεί το αμερικάνικο όνειρο· ταπεινά γεννημένος στη Bαλτιμόρη πίσω στο 1948, και αφότου πέρασε δις από το Yale, ο παραδειγματικά – αν όχι τρομακτικά - φιλόδοξος Μπόλτον καταξιώθηκε στις τάξεις του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, υπηρετώντας σε καίριες θέσεις στις προεδρίες του Ρόναλντ Ρήγκαν και του πατέρα Τζορτζ Μπους σε ό,τι αφορά τη χάραξη και την εφαρμογή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, με τον υιό Τζορτζ Μπους να τον χρίζει ως τον Αμερικανό Πρέσβη στα Ηνωμένα Έθνη το 2005. Δεδομένα, η ειρωνεία της συγκεκριμένης τοποθέτησης είναι καθηλωτική, καθώς ο Μπόλτον – του οποίου το θρυλικό, πλέον, μουστάκι του αποδίδει μια όψη κάπου στη μέση του πουθενά της «Ζώνης του Ήλιου» του αμερικανικού νότου στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα – αποτελεί έναν αυθεντικό ιδεολογικό υπέρμαχο της αμερικανικής ισχύος εντός του διεθνούς συστήματος, περιφρονώντας πλήρως τις δεοντολογικές επιταγές του διεθνούς δικαίου.
Σύντομα μετά την εκλογή του, ο Τραμπ συνειδητοποίησε πως η συγκρουσιακή εξωτερική πολιτική την οποία πρόκρινε ο Μπόλτον καθόλη τη διάρκεια της καριέρας του θα μπορούσε να του χρησιμεύσει πολιτικά, χρίζοντας έτσι τον πρώην Πρέσβη ως σύμβουλο εθνικής ασφαλείας. Σε μια ακόμα αμιγώς συναλλακτική σχέση, ο Τραμπ βρήκε στον νέο-συντηρητικό – με τη διεθνολογική έννοια του όρου – Μπόλτον έναν εξαιρετικά ισχυρό θεσμικό σύμμαχο, παρότι οι απομονωτικές θέσεις του δεν ταυτίζοντας πλήρως με εκείνες του πρώην Πρέσβη. Αντίστοιχα, ο Μπόλτον βρήκε στο πρόσωπο του Τραμπ έναν Πρόεδρο φτιαγμένο από τα όνειρά του: πρόθυμο να αψηφήσει τις φιλελεύθερες αξίες τις οποίες είχε ενστερνιστεί πλήρως ο Ομπάμα και αδαή αρκετά σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, σε μια συνθήκη η οποία ενδεχομένως να του έδινε περισσότερους βαθμούς ελευθερίας απ’ όσους είχε επί Ρήγκαν και Μπους πατέρα και υιού μαζί.
Ωστόσο, η πηγή της ρήξης στη μεταξύ τους σχέση βρίσκεται ακριβώς εκεί: ο Τραμπ ήθελε να χρησιμοποιήσει τον πολεμοχαρή Μπόλτον ως διαπραγματευτικό μοχλό εναντίον των γεωπολιτικών αντιπάλων και εχθρών των ΗΠΑ, σε μια ουσιαστικά επικοινωνιακού τύπου προσπάθεια να τους τρομάξει σχετικά με την ειλικρίνεια των ριζοσπαστικών προθέσεών του, χωρίς ωστόσο να θέλει ποτέ να δώσει στον σύμβουλο του πραγματικές εξουσίες. Αντιθέτως, ο Μπόλτον έψαχνε μια ευκαιρία ώστε να σύρει τις ΗΠΑ σε μια υπαρξιακού χαρακτήρα σύγκρουση είτε απέναντι στο Ιράν, είτε απέναντι στην Κίνα, πιστός στην κληρονομία του zero-sum δόγματος της ψυχροπολεμικής αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Σε ακριβώς αυτό το πλαίσιο, την κύρια αφορμή για τον εξοστρακισμό του Μπόλτον αποτέλεσε το ξέσπασμα του όταν ο Τραμπ ανέστειλε – την τελευταία στιγμή – ένα στρατηγικό αμερικανικό χτύπημα εναντίον του Ιράν τον Ιούνιο του 2019, του οποίου ο πρώην Πρέσβης ήταν ο θερμότερος υπέρμαχος. Όταν λίγους μήνες αργότερα ο Μπόλτον διαφώνησε κάθετα με τις συνομιλίες τις οποίες είχε εκκινήσει η αμερικανική κυβέρνηση με τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, αλλά και προσωπικά ο Αμερικανός Πρόεδρος με τον Βόρειο-Κορεάτη ομόλογό του, Κιμ Γιονγκ Ουν, ο Τραμπ βρήκε την ευκαιρία να τον απολύσει με συνοπτικές διαδικασίες.
Έκτοτε, ο Μπόλτον έγραψε ένα συγκλονιστικά ενδιαφέρον βιβλίο με τίτλο "The Room Where It Happened" στο οποίο περιγράφει τη δική του εκδοχή της συνύπαρξης του με τον Αμερικανό Πρόεδρο και αναφέρεται εκτενώς στις ελάχιστες γνώσεις του Τραμπ σε ό,τι αφορά τις δυναμικές εντός του διεθνούς συστήματος, τονίζοντας παράλληλα πως το μόνο το οποίο τον ενδιέφερε ήταν η πολιτική του επιβίωση και όχι η εκπλήρωση μιας αξιακής αποστολής, προς το συμφέρον των ΗΠΑ.
Τραμπ εναντίον Μασκ: μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία
Ακόμα είναι εξαιρετικά νωρίς ώστε να αναλύσει κανείς τη ρήξη μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Έλον Μασκ, ωστόσο και αυτή έχει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά με τις εξίσου δύο εμβληματικές οι οποίες προηγήθηκαν. Οι ρήξεις του Τραμπ με τους Στιβ Μπάνον και Τζον Μπόλτον δεν βασίζονται μόνο στο γεγονός πως και οι δύο έχαιραν μιας υπέρμετρης προσωπικής προβολής - η οποία σε ορισμένα σημεία ξεπερνούσε εκείνη του Αμερικανού Προέδρου όπως συμβαίνει και με την περίπτωση Μασκ – αλλά έχουν στον πυρήνα τους μια άλλη, εξαιρετικά σημαντικότερη παράμετρο: τόσο ο Μπάνον, όσο και ο Μπόλτον, ήταν και παραμένουν δύο αμιγώς ιδεολογικοί παίκτες, οι οποίοι είχαν την προσδοκία πως ο Τραμπ θα εισάκουγε τις θέσεις τους, αποδίδοντας στις παρεμβάσεις του – τόσο στο επίπεδο εσωτερικών μεταρρυθμίσεων, όσο και σε εκείνο της εξωτερικής πολιτικής – ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, ο Τραμπ δανείστηκε μεν το ιδεολογικό τους πάθος – αν όχι μένος – χωρίς ποτέ να το ενστερνιστεί.
Στην ουσία, ο Τραμπ αξιοποίησε μεν τη συμβολή και των δύο στο πολιτικό του αφήγημα, ωστόσο σε κανένα σημείο δεν απέδειξε την ίδια ιδεολογική καθαρότητα με εκείνους στα ζητήματα τα οποία άπτονταν της εξειδίκευσής τους. Εκεί ακριβώς βρίσκεται η πηγή της ρήξης και στις τρεις περιπτώσεις, όπως δηλαδή συμβαίνει και στην περίπτωση της ρήξης του με τον Μασκ, καθώς ο δεύτερος θεώρησε πως το εμβληματικό νομοσχέδιο το οποίο κατέθεσε ο Αμερικανός πρόεδρος προδίδει τις αξίες της συρρίκνωσης του κράτους. Αναπόφευκτα, αν μπορεί να εξαχθεί ένα συμπέρασμα μέσα από μια ανάλυση των τριών ομηρικών ρήξεων τον Τραμπ με τους – ποικιλοτρόπως χαρισματικούς, μα πρωτίστως ιδεολόγους – Μπάνον, Μπόλτον, και Μασκ, είναι το εξής:
πάνω από όλα ο Τραμπ πιστεύει στον εαυτό του, τον οποίο δεν θα διστάσει να επανεφεύρει, ακόμα και αν χρειαστεί να αποξενώσει ορισμένους εκ των σημαντικότερων συμμάχων του, όσο και αν συνέβαλαν στην εδραίωση του ως τον μακράν ισχυρότερο πυλώνα του αμερικανικού πολιτικού συστήματος στη σύγχρονη αμερικανική ιστορία. Όποιος δεν πιστεύει πρωτίστως σε εκείνον αναπόφευκτα θα βρεθεί εκτός Λευκού Οίκου, όποιος και αν είναι, ενώ αυτό που μένει να φανεί ξανά είναι αν αυτός που θα επιβιώσει θα είναι ο Αμερικανός Πρόεδρος.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Οι ιστορικές αλήθειες και η διατήρηση ενός εθνικού μυθιστορήματος
Συναγερμός στις ιρλανδικές αρχές
Σε δύσκολη θέση ο πρωθυπουργός της χώρας
Τα έγγραφα δείχνουν ότι η Χαμάς επιδίωξε να εκμεταλλευτεί το έργο των ΜΚΟ για στρατιωτικούς σκοπούς
«Πρόκειται για τεράστιο λάθος», δήλωσε ο συνιδρυτής της Microsoft
«Don't look back in anger», προέτρεψε o Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ
Kαρπός σχέσης του με τη Σβετλάνα Κριβονογκίχ, πρώην καθαρίστρια
Με αφορμή μια δήλωση του αρμόδιου υπουργού
Mεγάλη έρευνα που αφορά συνολικά 13 ονομαστά brands
Συνάντηση του ρώσου προέδρου με τον ινδό πρωθυπουργό, Ναρέντρα Μόντι
1,8 εκατομμύρια άνθρωποι λαμβάνουν τη βασική εισοδηματική στήριξη
Οι Dauvergne εκτρέφουν περίπου 350.000 σαλιγκάρια τον χρόνο
Η επίθεση οδήγησε τελικά στον θάνατο της Ντον Στέρτζες, μητέρας τριών παιδιών
Η γραπτή δήλωσή της μετά τις κατηγορίες για διαφθορά και απάτη
Τα ίχνη του άνδρα χάθηκαν πριν από δύο εβδομάδες
Τι αναφέρει στο ντοκιμαντέρ του Netflix, Sean Combs: The Reckoning
«Πλήρη διαφάνεια» δηλώνει η υπεράσπιση εν μέσω έρευνας της ΕΕ
Η χώρα έχει σήμερα υπό τον έλεγχό της σχεδόν το 20% της ουκρανική επικράτειας
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.