Κοσμος

Oι λεπτές βρόχινες αποχρώσεις και η υπέρβαση της καθημερινότητας

Ο Μίμης Χρυσομάλλης φιλοσοφεί από το βροχερό Άμστερνταμ

1942-76763.jpg
Μίμης Χρυσομάλλης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
12117-36915.jpg

Βροχή (ή βροχόπτωση/υδατόπτωση): Yγρή κατακρήμνιση που ανήκει στα υδατώδη μετεωρολογικά φαινόμενα ή υδρομετέωρα, όπως π.χ. το χιονόνερο, το χιόνι και το χαλάζι.

Έτσι τουλαχιστόν μας λένε τα λεξικά. Οι ξερές, στεγνές περιγραφές όμως τέτοιου τύπου είναι φανερά ανεπαρκείς όταν καλούμαστε να αποδώσουμε την καθεαυτή ουσία ενός φαινομένου, πόσο μάλλον όταν αυτό είναι διαμετρικά αντίθετο με τη στεγνότητα και την ξεραΐλα. Όχι, εδώ χρειάζεται ένας ορισμός διαφορετικός, ικανός να περιγράψει πειστικά την υγρή, εσώτερη φύση φύση του πράγματος.

Ο Ρέμκο Κάμπερτ (Remco Campert, γεν. 1929), ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή Ολλανδούς συγγραφείς και ποιητές, είχε γράψει κάποτε για το ολλανδέζικο κλίμα με τη χαρακτηριστική οξυδέρκεια και το παιχνιδιάρικο, ενίοτε ειρωνικό ύφος του: «Μιλήσαμε για τον καιρό. Στην Ολλανδία έχει πάντα ή πολύ κρύο ή πολύ ζέστη, είπε εκείνος. Και κάπου στο ενδιάμεσο βρέχει.» Το σχόλιο αποτελεί κατί πολύ παραπάνω από απλή απόπειρα περιγραφής του καιρού. Είναι μια κριτική, βαθυστόχαστη ματιά στην ψυχοσύνθεση του ντόπιου παρατηρητή, που μας φανερώνει μονομιάς την άρρρηκτη σχέση του ανθρώπου με το άμεσο φυσικό περιβάλλον του. Μας λέει πολλά περισσότερα για τον άνθρωπο, παρά για το βόρειο κλίμα που -τάχα- περιγράφει σε μια πρώτη ανάγνωση. Άλλωστε, η γνώμη κάποιου για τον καιρό βρίσκεται πάντα σε άμεση συνάρτηση με την προσωπική του ιδιοσυγκρασία, αλλά και το κοινωνικό περιβάλλον του. «Κάνει πάντα ή πολύ κρύο ή πολύ ζέστη», ή με άλλα λόγια οι Ολλανδοί λένε οτι κάνει πάντα ή πολύ κρύο ή πολύ ζέστη. Υποβόσκει δηλαδή εδώ μια γενική δυσφορία, μια γενικευμένη μετεωρολογική μιζέρια. Και στη συνέχεια: «Και κάπου στο ενδιάμεσο βρέχει». Ιδού, η πανηγυρική και πλήρης απαξίωση της ολλανδικής βροχόπτωσης. Η διακήρυξή της ως το τέλεια μπανάλ φαινόμενο, μια απλή καιρική κοινοτοπία.

Και πως θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Όταν στις τροπικές χώρες, και γενικότερα στα πιο ξηρά κλίματα, μια δυνατή βροχόπτωση θεωρείται εδώ και αιώνες ως το πλέον ευπρόσδεκτο δώρο από τους θεούς, στις Κάτω Χώρες (αλλά και την Σκανδιναβία, την Αγγλία, κτλ.) είναι αντίθετα το πλέον αμελητέο, κοινό και ευτελές των φαινομένων. Εδώ η βροχή δεν αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη ή ένα δροσερό διάλλειμα. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι της πεζής καθημερινότητας ή, ακριβέστερα, της ρουτίνας κάθε ντόπιου. Οι σταγόνες που βρίσκουν τον δρόμο τους από τα ουράνια ύψη μέχρι τα πλακόστρωτα σοκάκια και τις στέγες των γέρικων κτιρίων δεν γίνονται δεκτές με διάθεση κάθαρσης ή την εκστατική εκείνη αγγαλίαση της βρόχινης εμπειρίας όπως την περιέγραψε ο Καζαντζάκης. Τουναντίον, οι υδάτινες στάλες συναντούν εδώ μόνο αδιαφορία και παράπονα, καθώς διαλύονται αθόρυβα σαν σε μικρογραφία βουβής πυρηνικής έκρηξης στο τέλος της σύντομης διαδρομής τους από τα σύννεφα μέχρι τη γη...

Η εμπειρία της υποδοχής των συνεχών, μακρόσυρτων και μονότονων ολλανδικών βροχοπτώσεων μπορεί να συγκριθεί ίσως καλύτερα με την μεταφορά που χρησιμοποίησε ένας άλλος συγγραφέας, ο Αμερικανός Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας (David Foster Wallace, 1962-2008) σε μια ομιλία του (τρία μόλις χρόνια πριν βάλει τέρμα στην ίδια του τη ζωή): «Είναι δύο νεαρά ψαράκια που ενώ κολυμπάνε αμέριμνα τυχαίνει να συναντήσουν ένα μεγαλύτερο ψάρι το οποίο κολυμπάει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αυτό τους χαιρετάει λέγοντας ‘‘Καλημερούδια παιδιά. Πώς είναι το νερό;’’ Τα δύο ψαράκια συνεχίζουν για λίγο το κολύμπι, αλλά τελικά μετά από λιγάκι σταματάνε και, κοιτάζοντας το ένα από τα δύο το άλλο, του λέει: ‘‘Τι στην ευχή είναι το νερό;’’». Το νόημα βέβαια της μικρής αλλά εξαιρετικά διαφωτιστικής αυτής αλληγορίας δεν είναι άλλο από το ό,τι οι πιο προφανείς πραγματικότητες είναι συχνά αυτές που έχουμε την μεγαλύτερη δυσκολία να δούμε.

Είμαστε όλοι μας μικρά ψαράκια. Και βρισκόμαστε καθημερινά μπροστά σε καταστάσεις όπου αντιδράμε με αγανάκτηση, μιζέρια και παράπονο ακριβώς γιατί δεν έχουμε μάθει να προσαρμόζουμε τον εαυτό μας και την αντίληψή μας έτσι ώστε να βλέπει και να αισθάνεται πέραν του προφανούς. Είναι στο χέρι μας να μάθουμε να δίνουμε νόημα στα «ανούσια» πράγματα και να αντιλαμβανόμαστε την αλήθεια που μας περιβάλλει με έναν νέο τρόπο. Όπως και με το -κάθε- νερό της παραπάνω αλληγορίας, έτσι και με την ολλανδική βροχή. Σίγουρα, αποτελεί μέρος της πρόδηλης καθημερινής πραγματικότητας. Πόσοι όμως καταφέρνουμε να δούμε μέσα από τις υδάτινες σταγόνες της καθημερινότητας και αντί για κλαψουρίσματα να προβάλλουμε μια στάση ζωής βασισμένη στην εγρήγορση και την ενσυνείδηση; Εγώ, πάντως, είμαι ακόμα στην προσπάθεια.

 

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ