Θεατρο - Οπερα

Σταμάτης Φασουλής: Το μαγικό υπερωκεάνιο Λεωφόρος Αλεξάνδρας

15 χρόνια ATHENS VOICE: Ζητήσαμε από 15 εμβληματικούς κατοίκους της Αθήνας να περιγράψουν μια περιοχή της πόλης, την πιο σημαντική στη ζωή τους

prov2.jpg
Μάκης Προβατάς
ΤΕΥΧΟΣ 683
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
fasoulis_227996.jpg
© INTIME NEWS / ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΩΤΣΙΑΡΗΣ

Συναντηθήκαμε απόγευμα, χαμηλά στην Ιπποκράτους, και περπατήσαμε μέχρι τη Στοά του Bιβλίου, για να μου μιλήσει, όπως του είχα ζητήσει, για κάποιο σημείο της Αθήνας. Δεν είχα ιδέα ποιο θα ήταν και δεν ήθελα να μάθω από πριν. Πιστεύω ότι ο Σταμάτης Φασουλής έχει τέσσερα μάτια. Τα δύο επιπλέον, τα εσωτερικά, είναι που τον κάνουν να βλέπει τα πράγματα και τις καταστάσεις με έναν εντελώς ξεχωριστό τρόπο. Και το επιπλέον προσόν του είναι ότι βρίσκει και τις λέξεις που πρέπει για να εκφραστεί. Είναι υπέροχος αφηγητής…

«Συνήθως τα πράγματα σβήνουν με τον καιρό, ή μεταποιούνται. Όμως υπάρχει ένας δρόμος ο οποίος έχει καταγραφεί μέσα μου από μια εικόνα που μου έχει μείνει ανεξίτηλη. Αρχές καλοκαιριού, Λεωφόρος Αλεξάνδρας. Μικρό παιδί εγώ, έμενα τότε στη Δροσοπούλου. Ήθελα να γίνω ηθοποιός, και άρχιζα τη δική μου θεατρική περιοδεία, κοιτώντας απλά έξω από τα θέατρα τις φωτογραφίες της κάθε παράστασης που ανέβαινε. Εγώ νόμιζα ότι έπαιζα στην παράσταση και ότι την είχα σκηνοθετήσει. Περνούσα ώρες στις βιτρίνες των θεάτρων. Η Αλεξάνδρας ήταν ένας δρόμος γεμάτος θέατρα που ως περιοχή άρχιζε χαμηλά από την Ευελπίδων και τελείωνε ψηλά προς το γήπεδο. Ήταν το λούνα παρκ ενός παιδιού που ήθελε να γίνει ηθοποιός. Ο μαγικός τόπος άρχιζε από την Ευελπίδων με το “Λουζιτάνια”. Όπως κατέβαινες υπήρχε δεξιά το “Σμαρούλα”, στην Κοδριγκτώνος ήταν το “Αττικόν”, μετά ήταν το “Μίνωα” και απέναντι το “Απόλλων”. Παρακάτω ήταν το “Αθήναιον”. Μόλις ανέβαινες την Αλεξάνδρας ήταν το “Φλορίντα”, το “Μετροπόλιταν”, το “Μπουρνέλλης”, το “Παρκ”, απέναντι το “Κατράκης” και μετά το “Αλίκη”. Όλα τα θέατρα εκείνη την εποχή έβαζαν απέξω λαμπάκια και σημαιούλες, οι οποίες πετάριζαν με το πρώτο καλοκαιρινό αεράκι. Και όπως ήμουν μικρός και στεκόμουν στην αρχή της Αλεξάνδρας και κοιτούσα ευθεία προς τα επάνω, ήταν σαν υπερωκεάνιο. Και ήταν σαν να σαλπάρω για το θέατρο, πραγματικά. Αυτός ήταν για μένα ο δρόμος των ονείρων, όταν άρχιζαν όλα αυτά, τέλος της άνοιξης, αρχή καλοκαιριού, και έβλεπα τα πρώτα πυρακτωμένα γράμματα με νέον…»

Το υπερωκεάνιο «λεωφόρος Αλεξάνδρας» είχε πολλά χρώματα;
Ναι… Όλα τα θέατρα ήταν φωταγωγημένα με αυτό το πυρακτωμένο κόκκινο, το βαθύ γαλάζιο, το ούλτρα βιολέ, το πράσινο σαν αψέντι. Οι σημαίες, ο αέρας, τέλος άνοιξης αρχές καλοκαιριού. Επίσης μύριζε υπέροχα το Άλσος που και αυτό είχε μέσα δύο θέατρα, το «Κατράκη» και το Όρβο» στο οποίο έπαιζε ο Κουν. Το 1962, δε, που έπαιζε ταυτόχρονα ο Θεοδωράκης την «Όμορφη πόλη» στο Παρκ και ο Χατζιδάκις την «Οδό Ονείρων» στο Μετροπόλιταν, η περατζάδα που έκανα ήταν ατέλειωτη. Απέναντι, δε, στου «Χατζίσκου», το ίδιο καλοκαίρι, ο Κουν έπαιζε τους «Όρνιθες»» σε επανάληψη. 

Μέσα σε τόσα λίγα μέτρα υπήρχαν κάθε βράδυ ταυτόχρονα ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις και ο Κουν;
Ναι…! Ήμουν στο Γυμνάσιο και η μητέρα μου μού έκανε δώρο, κάθε Κυριακή απόγευμα, ένα εισιτήριο για το θέατρο. Πήγαινα στην «Οδό Ονείρων», στην «Όμορφη πόλη» και στους «Όρνιθες». Και πήγαινα πάντα με την ίδια λαχτάρα.

Μόνος σας πηγαίνατε σε όλες αυτές τις παραστάσεις;
Ναι, από μικρό παιδί... Τότε δεν υπήρχε πιθανότητα να γίνει τίποτα στον δρόμο. Δεν κλείδωνε κανείς τα σπίτια.

Παρέα δεν θέλατε μαζί σας;
Δεν έβρισκα άνθρωπο να θέλει να δει θέατρο στην ηλικία μου.

Είναι μια περιοχή που σίγουρα θα συμβαίνει να περνάτε και σήμερα. Τι συναισθήματα προκαλεί πλέον το υπερωκεάνιο της παιδικής ηλικίας;
Μια θλίψη μεγάλη. Βλέπω τα θέατρα έρημα, δεν παίζει κανένα πια. Το «Λαμπέτη» έμεινε, το οποίο είναι πλέον ένα καινούργιο θέατρο. Τα άλλα είναι γεμάτα «ενοικιάζεται» και αφίσες.

Ο πιτσιρικάς που χάζευε τις φωτογραφίες των θεάτρων της λεωφόρου Αλεξάνδρας, έπαιξε αργότερα σε αυτά τα θέατρα;
Έπαιξα στο «Παρκ», στο «Αθήναιον» και στο «Αλίκη», με φοβερή επιτυχία. Το «Αθήναιον», με 1.200 άτομα χωρητικότητα, το γεμίζαμε απόγευμα και βράδυ Σαββάτου. Δηλαδή, 2.400 άτομα έβλεπαν μία παράσταση. 

Πόσο έμοιαζε το όνειρο με την πραγματικότητα;
Δεν είχα την εντύπωση ότι έπαιζα στο όνειρό μου. Είχε διαφοροποιηθεί τόσο πολύ. Δεν είχε καμία σχέση με την ανάμνηση, τότε όταν ανέβαινα και κατέβαινα την Αλεξάνδρας, πλησίστιος κι εγώ, όπως τα θέατρα. Και όλο αυτό το άρωμα της άνοιξης, ένα σχεδόν πρόστυχο άρωμα που περνάει ξυστά από το χυδαίο και συγχρόνως πάρα πολύ ενθουσιώδες. Με αναστάτωνε όλο αυτό και σκεφτόμουν πότε θα έρθει αυτή η μέρα που θα ήμουν πλήρης ηδονής και θεάτρου. Όταν υπήρξε αυτή η μέρα, δεν νόμιζα ότι ήμουν στον ίδιο δρόμο.

Αυτό συνήθως προκύπτει από μια απόλυτη αίσθηση και όχι από σκέψη…
Ούτε καν το σκέφτηκα. Αφού έπαιξα, είπα: «αυτή η ανάμνησή σου είναι κατοικημένη από εσένα. Δούλεψες εκεί και έχεις πάρει μεροκάματα. Αυτό τον δρόμο των ονείρων, εγώ τον έκανα δρόμο ζωής. Δεν μου έκανε καθόλου την ίδια αίσθηση. Ήταν εντελώς διαφορετικός ο δρόμος που έπαιζα από τον δρόμο που φανταζόμουν.

Η πρώτη παράσταση που είδατε ως παιδί και την θυμάστε ακόμα, ποια ήταν;
Είναι το «Βίρα τις άγκυρες» με τη Σοφία Βέμπο, όταν ήμουν δυόμισι χρονών. Γύρισα σπίτι στο χωριό και τους είπα «εγώ είμαι ηθοποιός»…

Η πρώτη παράσταση που είδατε εκεί, στον δρόμο των ονείρων;
Πολύ μικρό με πήγαν οι γονείς μου στη μόνη αποτυχία του Λογοθετίδη «Πούλμαν για το Τέξας». Μία παράσταση που δεν πήγε καθόλου και έγινε σχεδόν η αιτία θανάτου του. Και αυτό γιατί  ενώ είχε ανεβάσει τον «Ηλία του 16ου», και πήγε καλά, αρρώστησε και έμαθε ότι ο Σακελάριος θα το γυρίσει ταινία με τον Χατζηχρήστο. Τον πλήγωσε πάρα πολύ αυτό, γιατί ο Σακελάριος ξεκίνησε την κινηματογραφική του καριέρα με τον Λογοθετίδη. Όμως δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από αυτή την παράσταση, το «Πούλμαν για το Τέξας», ενώ από τη Βέμπο θυμάμαι ακριβώς σκηνές. Μετά από χρόνια, όταν παίζαμε στο «Βέμπο», με κορόιδευαν η Παναγιωτοπούλου με την Παπακωνσταντίνου, κάθε φορά που τους περιέγραφα ένα συγκεκριμένο σκηνικό και ένα νούμερο από την παράσταση που είχα δει δυόμισι ετών. Τότε ζούσε ο αδελφός της Βέμπο, τον φωνάξαμε, αλλά δεν θυμόταν να μας πει. Όμως βρήκε και μας έφερε φωτογραφίες της παράστασης και ήταν ακριβώς αυτό που τους περιέγραφα. Σκέψου, σε ένα παιδί δυόμισι ετών, πόσο έντονη σφραγίδα βάζει μία εικόνα, και πόσο το χαρακτηρίζει για όλη του τη ζωή. Γι’ αυτό κάναμε και το «Βίρα τις άγκυρες» με το Εθνικό.

Σε αυτές τις μικρές ηλικίες, μπορεί να υπάρξουν κάποια ιδιαίτερα γεγονότα που βγάζουν όλο τον βαθύτερο χαρακτήρα σου και να δείξουν ποιο θα είναι το μέλλον σου.
Πολλές φορές όμως η ζωή το διαψεύδει. Πολλοί ονειρευτήκαμε πολλά πράγματα τα οποία δεν έγιναν και έγιναν άλλα. Η ζωή ή επιβραβεύει ή διαψεύδει. Και στις δύο περιπτώσεις είμαστε αχάριστοι, γιατί τα βάζουμε μαζί της. Όταν επιβραβεύει δεν καταλαβαίνουμε ότι επιβράβευσε και όταν δεν επιβραβεύει τη ρωτάμε γιατί μας το έκανε αυτό και μας απογοήτευσε. Της ζητάμε τα ρέστα: «Γιατί δεν με γοήτευσες και κάνω κάτι άλλο που μου αρέσει πολύ μεν, αλλά όχι αυτό που ονειρεύτηκα;». Το οποίο, όμως, τι ήταν; Μπορώ να σου το εξηγήσω; Όχι. Είναι μία αίσθηση, ένα άρωμα. Κάτι χρώματα ανακατεμένα, κάτι ανάσες, δεν μπορώ να σου πω συγκεκριμένα.

Τι είναι αυτό που μας κάνει να είμαστε μονίμως ανέτοιμοι, να φτάνουμε στο «παρόν» μονίμως ανέτοιμοι;
Νοσταλγούμε το παρελθόν, φοβόμαστε το μέλλον και βαριόμαστε το τώρα. Χωρίς να καταλάβουμε ότι αυτό το παρόν που ζούμε είναι το μέλλον που περιμέναμε, και βέβαια το τότε παρόν το βαριόμασταν. Όπως τώρα βαριόμαστε, ενώ είναι αυτό που περιμέναμε ως ελπίδα. Ουσιαστικά το σώμα, επειδή έχει καταργήσει τον χρόνο, δεν έχει την αίσθηση του χρόνου. Το μυαλό είναι αυτό που τελικά δεν ξέρει πού ζει και πώς και δεν μπορεί να προσαρμοστεί.

Όταν ανακαλείτε το παρελθόν σάς έρχονται μυρωδιές;
Αυτή η μυρωδιά της άνοιξης είναι ένα δέντρο που μυρίζει σαν σπέρμα, απωθητικά σχεδόν, και που ανθίζει στο τέλος Μαΐου, αρχές Ιουνίου. Δεν έχω δει από πού προέρχεται αυτή η οσμή.

Ο έρωτας είναι βασικά μυρωδιά…
Έτσι είναι. Όταν το κατάλαβα, τα έχασα. Γιατί το κατάλαβα εμπράκτως.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ