Κινηματογραφος

Ποιος φοβάται τον Γιάννη Οικονομίδη;

Μία ώρα και κάτι λεπτά με έναν από τους μεγαλύτερους σύγχρονους σκηνοθέτες, ή αλλιώς τον άνθρωπο που είδε τη βία για εμάς πριν από εμάς και την κατέγραψε

img-2444_1.jpg
Έρρικα Ρούσσου
ΤΕΥΧΟΣ 700
15’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Γιάννης Οικονομίδης © Θανάσης Καρατζάς
Γιάννης Οικονομίδης © Θανάσης Καρατζάς

Ο γνωστός σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης μιλάει για τις παλιές ταινίες του, για το θεατρικό έργο «Στέλλα κοιμήσου» και τα νέα του σχέδια

Περιμένοντας το νέο φιλμ του σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη «H Mπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» που κυκλοφορεί στις κινηματογραφικές αίθουσες την Πέμπτη 5 Μαρτίου, θυμόμαστε την τελευταία συνάντησή μας μαζί του και όσα μας είχε πει.


 Γύρω στα δύο με τρία πρώτα δευτερόλεπτα της ζωής μας κάνουμε τις πρώτες συστάσεις με το φόβο. Είναι το άγνωστο, είναι και η απότομη αλλαγή από το σκοτάδι στο φως, πώς να μη μας δικαιολογήσει κανείς. 

Συνάντησα το Γιάννη Οικονομίδη σε ένα φωτεινό ισόγειο καμουφλαρισμένο πίσω από την μπλε ψηλή πόρτα του κάπου στο Κουκάκι. Την προηγουμένη, μου είχε πει στο τηλέφωνο με σταθερή και –στα απροετοίμαστα αυτιά μου– απειλητική φωνή «δύο παρά τέταρτο θα είσαι εκεί όμως. Μην αργήσεις. Θα σε περιμένω απέξω». Δύο παρά εικοσιένα ήμουν εκεί. Δύο παρά τέταρτο ακριβώς, μου άνοιξε την άλλοτε ψηλή πόρτα που μπροστά στο σουλούπι του τώρα έδειχνε όμοια στρουμφομανίταρου. Δεν έχω ιδέα για ποιο λόγο φοβόμουν τον Γιάννη Οικονομίδη. Δεν έχω ιδέα πώς κατάφερα να μοιραστώ αυτόν το φόβο μου μαζί του -εκεί κάπου στο μέσον της συζήτησης που επιτέλους είχα καταφέρει να πάρω και κάποιες ανάσες παραπάνω. «Έλα ντε, γιατί με φοβούνται. Τα στερεότυπα. Ενδεχομένως με ταυτίζουν με την αγριάδα και τη σκοτεινιά των ταινιών μου. Γίνεται αυτό το μπέρδεμα, η λανθασμένη ταύτιση», είπε και μου έριξε ένα αφοπλιστικό χαμόγελο. 

Μία ιστορία για αγρίους 
«Είχαμε πάει για ρεπεράζ στη Λαμία. Ψάχναμε χώρους για την ταινία και κάναμε μία στάση κοντά σε μία φυλακή. Είναι σε μία καφετέρια λοιπόν καθισμένοι δύο τύποι “Εγγλέζοι” με τατουάζ, σκουλαρίκια, πρέπει να ήταν σε άδεια οι άνθρωποι και να είχαν βγει να πάρουν ένα τοστ, ένα καφέ. Με το που πλησιάζουμε, λοιπόν, μας αναγνώρισαν. “Εσύ είσαι ο Κύπριος σκηνοθέτης του Σπιρτόκουτου” μου είπαν και στο Βαγγέλη “Εσύ είσαι ο Μουρίκης”. Μας κέρασαν ό,τι πήραμε. Είχε πολλή πλάκα. Ήταν αυτό που δεν περιμένεις με τίποτα. Έχουμε ζήσει πολλά τέτοια περιστατικά. Πάρα πολλά». 

Γιάννης Οικονομίδης © Θανάσης Καρατζάς
© Θανάσης Καρατζάς

Τα Μικρά Ψάρια: Οι ήρωές του
«Είναι πολύ δύσκολη η ερώτηση “πώς ξεκινάει κάτι, πώς γεννιέται”. Υπάρχει μία εξήγηση αλλά αυτή είναι ότι γίνεται και στην πορεία το ξεχνάς. Κάτι σου ρχεται, ένα φλας, κάτι». 

«Το ξεκίνημα της έμπνευσης μπορεί να είναι κάτι απειροελάχιστο, ένα τίποτα μπορεί να είναι ακόμα και μία μυρωδιά, μία αίσθηση. Από εκεί και πέρα όμως, είναι δουλειά. Το βάζεις κάτι και αρχίζεις να το δουλεύεις και να το δουλεύεις και θέλει χρόνο όλο αυτό». 

«Στο τέλος, το βλέπεις να παίρνει μία μορφή και έχεις ξεχάσει από πού άρχισες. Ο ήρωας στήνεται μαζί με την ιστορία. Το στήσιμό του τελειώνει στα γυρίσματα. Μα, τι λέω; Στο μοντάζ μπορεί να αλλάξει μέχρι και ολόκληρος ο χαρακτήρας». 

«Δεν φαντάζομαι ήρωες. Αυτό το μάθημα το πήρα πάρα πολύ νωρίς στο σινεμά. Το σινεμά, έχει πάρα πολλές πραγματικότητες: Αυτή του σεναρίου, αυτήν του γυρίσματος, αυτή του μοντάζ. Οπότε όση περισσότερη άνεση έχεις να ξεκολλήσεις το μυαλό σου από αυτό που ονειρεύτηκες ή φαντάστηκες ή φαντασιώθηκες και να δεις αυτό το υλικό το οποίο έχεις, αυτό που πραγματικά έχεις τραβήξει τόσο πιο καλά κάνεις τη δουλειά σου». 

«Υπάρχει και μία άλλη εκδοχή στο σινεμά που λέει ότι από τη σύλληψη του σεναρίου μέχρι το τέλος, δεν μετακινείται τίποτα, είναι μία κονσέρβα. Αυτό το σινεμά εμένα δε με ενδιαφέρει. Δεν έχει εκπλήξεις, δεν έχει μαγεία». 

Οι ήρωές του δεν έχουν social media. Ζουν, αναπνέουν, σκοτώνουν, βρίζουν, κλαίνε, γελάνε, μειώνουν, ανεβάζουν, εξουσιάζουν αλλά, δεν έχουν social media. Τι τους συνέβη; Ο Γιάννης Οικονομίδης είναι τώρα απέναντί μου και ξύνει το κεφάλι του σαν μαθητής που τον έπιασε ο καθηγητής αδιάβαστο και ψάχνει την καλή δικαιολογία που θα τον σώσει. «Με απωθούν λίγο μωρέ αυτά στη μυθοπλασία. Κατά καιρούς παίζουν κάτι κινητά. Είναι θέμα τι ιστορία θα επιλέξεις να πεις. Εγώ δεν έχω πει ακόμη μία ιστορία εφήβων ή νεολαίος. Οι δικές μου ιστορίες είναι ανθρώπων που βρίσκονται από τα 40 και πάνω και η στιγμή που τους πετυχαίνει η αφήγηση της ιστορίας δεν έχουν και πολύ την έγνοια του ίντερνετ κτλ.». 

Ένα social σχόλιο. «Τα social media και γενικά το να κολλάς κατά περιόδους και να βουλιάζεις είναι φάσεις της ζωής. Το να θες να κουραδιάσεις για μια περίοδο γιατί από μέσα σου μπορεί να γίνονται διεργασίες. Το θέμα είναι να μη μείνεις εκεί». 

Έπειτα πιάσαμε να μιλάμε για τις ιστορίες των ταινιών του. Φώτα, έτοιμοι; Γυρίζουμε. 
«Τι να πεις; Την ιστορία του μικροαστού; Δεν είναι τυχαίο οτι όλους μάς ελκύουν λίγο πολύ οι ιστορίες με έγκλημα. Είναι γιατί φέρνουν τον άνθρωπο στα όριά του. Ιστορίες έρωτα, θανάτου, σκοτεινιάς μετατοπίζουν τον άνθρωπο και τον κάνουν να ανοίξει. Ο άνθρωπος που είναι καναπές-σπίτι-δουλειά δεν. Είμαστε μυθοπλάστες, θέλουμε ο άλλος να ολισθήσει, κάτι να γίνει». 

«Σε βρίσκει ο κόσμος, σου λέει ένα “μπράβο”. Το βλέπεις στα μάτια του, ρε παιδί μου, και χαίρεσαι, καταλαβαίνεις ότι αυτό που κάνεις δεν είναι κενό. Και κάπου εκεί επιβεβαιώνεται η άποψή μου ότι η τέχνη είναι γι’ αυτούς που την έχουν ανάγκη. Δεν είναι γι’ αυτούς που θέλουν απλώς να την κρεμάσουν στον τοίχο τους. Τον Ντοστογιέφσκι ναι, μπορεί να τον διαβάσουν όλοι, όμως αυτός που πραγματικά τον έχει ανάγκη είναι που θα βρει φωνή μέσα στα έργα του». 

Ψυχές στο στόμα: Το μπούλινγκ 
«Και έχω δεχτεί μπούλινγκ και έχω κάνει. Γίνεται, μωρέ. Όταν είσαι ανήσυχος έφηβος, ροκάς, αλάνι που μετά μεγαλώνεις, πας στρατό δύο ολόκληρα χρόνια κάτι θα σου τύχει. Ουσιαστικά, δεν είναι μπούλινγκ, τι είναι το μπούλινγκ; Είναι εξουσία. Είναι το ζήτημα της γαμημένης της εξουσίας. Το πώς διαχειρίζεσαι την εξουσία που έχεις ή ο άλλος επάνω σου».

Είναι το αιώνιο ζήτημα: Ο άνθρωπος και η εξουσία. «Η εξουσία διατρέχει όλο μου το έργο στον κινηματογράφο και το θέατρο. “Έχω εξουσία, σε γαμάω”. Είναι και καυλωτικό πράγμα αυτό, είναι ισχύς, έχει μία αδρεναλίνη και είναι ένας παροξυσμός και σε πρακτικό επίπεδο όχι μόνο σε ένα επίπεδο πιο υψηλό. Είναι και το “είμαι πολιτικός και σας γαμάω όλους”, είναι όμως και το αφεντικό με τον από κάτω του όπως στη σκηνή με τις ζύμες στο “Μικρό Ψάρι”. Έχει μία δύναμη εκείνη την ώρα ο άλλος ο οποίος ξεπερνάει τα όριά του». 

«Το θέμα είναι όποιος υφίσταται μπούλινγκ να μιλάει, να μην το κρατάει. Και εννοείται ότι όλο αυτό το πράγμα μαλακώνει μέσα στην οικογένεια, όταν οι γονείς πιάνουν τα παιδιά τους ή τον εαυτό τους και ζητούν συγγνώμη. Όταν τέλος πάντων ο άλλος μπορεί να διδαχθεί με τον όποιο τρόπο από την πράξη του και να πει “τι μαλακία έκανα”». 

«Το περιβάλλον πια, οικογένεια, σχολείο, δάσκαλοι, είναι πιο αλέρτ. Είναι πλέον ένα πράγμα το οποίο συζητιέται. Ωστόσο αυτό που πρέπει ουσιαστικά να συζητήσουμε είναι πράγματα ακόμα πιο βαθιά όπως: “τι είναι ο άνθρωπος”». Το επαναλαμβάνει και το βλέμμα του χάνεται για μερικά δευτερόλεπτα στο άνοιγμα της πόρτας.

«Ο άνθρωπος δεν είναι από τη φύση του ένα καλό ον. Τι είναι η εξουσία; Τι είναι αυτό που παράγει το μπούλινγκ; Ποιος είναι πίσω από το παιδί που πάει και βαράει και κάνει μπούλινγκ; Αυτός που έρχεται και ηθικολογεί. Το κράτος, η κοινωνία, η αρχή, κάτι δεν πάει καλά συνολικά. Σε μία κοινωνία παρηκμασμένη, όπου υπάρχει φτώχεια, ανισότητες, οικονομική ανέχεια, απελπισία, δεν υπάρχουν σταθερές, ε, θα παραχθεί βία προς κάθε κατεύθυνση. Εντάξει, ναι, φταίει ο φονιάς όμως τον φονιά ποιος τον έφτιαξε; Γιατί αυτός παίρνει το όπλο; Γιατί υπάρχει η Χρυσή Αυγή σήμερα; Γιατί υπάρχει το μπούλινγκ; Γιατί υπάρχει τόση λύσσα; Τέτοιος θυμός;»

«Όλα αυτά πάνε από το κακό στο χειρότερο στην Ελλάδα. Από το “Σπιρτόκουτο” λέγαμε ότι λατινοαμερικανοποιείται η Ελλάδα». 

«Εγκλήματα, ένα σωρό». «Όπως και αυτοκτονίες», τον διακόπτω. Εκεί σκοτείνιασε. Έπιασε λίγο το πηγούνι του και είπε: «Θα ήθελα να πιάσω και τις αυτοκτονίες αλλά δεν το κάνω, παρότι με απασχολούν δεν ξέρω γιατί. Ακόμη με κρατάει η άλλη πλευρά, που έχει μέσα και χιούμορ».  

«Δεν κάνει τίποτα η ψυχοθεραπεία. Χρειάζεται κοινωνική δικαιοσύνη και παιδεία. Χρειάζεται να ισορροπήσει η κοινωνία. Πρέπει να γεμίσουν τα στομάχια του κόσμου, να κουλάρει ο κόσμος, να αναπνεύσει, να δει ένα μέλλον στον εαυτό του, το παιδί του, την οικογένειά του. Πρέπει να σταματήσει να νιώθει ότι τον κυνηγάνε, ότι είναι υπό διωγμόν ή για σταύρωση». 

Ο Μαχαιροβγάλτης: Η ψυχοθεραπεία
«Η υποκριτική λειτουργεί ως ψυχοθεραπεία για αυτόν που χρειάζεται την ψυχοθεραπεία. Δεν τη χρειαζόμαστε όλοι, έτσι δεν είναι; Αν κάποιος τη χρειάζεται, τότε ναι. Μου έχει τύχει πολλές φορές συνεργάτες ηθοποιοί να είναι σε φάση κατάθλιψη και να χρειάζονται την ψυχοθεραπεία. Ο Ερρίκος Λίτσης, για παράδειγμα, όταν του πρότεινα να πάμε να κάνουμε το “Σπιρτόκουτο” ήταν σε κατάθλιψη. Είχε πρόσφατα χάσει τους γονείς του και ήταν στον καναπέ σαν κουράδα όλη μέρα. Όταν λοιπόν βγήκε από αυτή τη διαδικασία και ασχολήθηκε με τη δουλειά τού έκανε καλό. Σε πολλούς κάνει καλό». 

Ακολουθεί σύντομος διάλογος απουσίας πρόχειρου ντιβανιού για σκηνικό.
- Εσείς έχετε κάνει;
- Τι πράγμα;
- Ψυχοθεραπεία. 
- Όχι. Αν χρειαστεί, όμως, θα το κάνω.
 

Τον ρώτησα τι γνώμη έχει για τους «κατεστραμμένους καλλιτέχνες» και η πρώτη του αντίδραση ήταν το «ποιοι είναι πάλι αυτοί;». Έπειτα, κοίταξε λίγο πέρα από την άκρη του τραπεζιού, σαν να ήθελε να τη χρησιμοποιήσει για βατήρα και με φόρα να βουτήξει στη νοητή πισίνα μύθων και στερεοτυπικών αντιλήψεων.  

«Όλα αυτά είναι σχετικά, μωρέ. Υπάρχει μία οδός προς την καταστροφή και την αυτοκαταστροφή η οποία είναι καθαρά δονζουανική. Υπάρχει και ένας άλλος δρόμος όπου βρίσκεις ανθρώπους που έχουν, πράγματι, προβλήματα. Από την παιδική τους ηλικία τραβάνε ζόρια. Υπάρχει και ένα τρίτο φαινόμενο, καλύτερα ας τα πούμε όλα έτσι, που ο καλλιτέχνης είναι φαινομενικά κανονικός άνθρωπος. Δες τον Μπόρχες. Δεν χρειάζεται να γίνει παρανάλωμα του πυρός ο άλλος ούτε αυτό το δονζουανικό “Κοιτάχτε με πώς υποφέρω” ή το “είμαι ζαβός”, “είμαι ακραίος” κτλ. Το θέμα είναι να μπορούμε να εντοπίσουμε πού υπάρχει αλήθεια πρόβλημα και πού είναι για τον πούτσο. Και εντέλει, γελοίο και αξιολύπητο». 

«Αποφεύγω ανθρώπους που είναι επικίνδυνοι με την έννοια ότι μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη δουλειά. Εννοείται ότι “υπάρχουν και αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια”. Όσο ταλέντο και αν είναι ο άλλος, όλη η ιστορία είναι να μπορείς να συνεργαστείς. Αν δεν μπορείς, τότε υπάρχει πρόβλημα. Γιατί σε ένα συνεργείο ή μία θεατρική ομάδα, ένας, αρκεί για να τα διαλύσει όλα. Δεν χρειάζονται δύο». 
 
Ένα απωθημένο
Θα ήθελε να κάνει μία ταινία με ηρωίδα μια γυναίκα. «Θα έρθει η ώρα, κάποια στιγμή θα γίνει». 

Θεατρική πράξη, πρώτη: «Στέλλα κοιμήσου»
Τους καλοκαιρινούς μήνες του 2016, κατά τη διάρκεια των προβών προέκυψε το «Στέλλα κοιμήσου». Ένα έργο το οποίο σύμφωνα με τον Γιάννη Οικονομίδη είναι πλέον «αυτόνομο» και, σύμφωνα με εμάς τους υπόλοιπους, είναι μία παράσταση που κάπου εκεί προς τη μέση της σου απαγάγει την ανάσα ζητώντας για λύτρα τη σκέψη σου.

«Επιθυμία να κάνω θέατρο δεν υπήρχε. Κατά καιρούς όμως η γυναίκα μου με πίεζε να πάω προς τα ἐκεῖ, αλλά της έλεγα συνεχώς “άσε με, είναι άλλος χώρος, άλλος πλανήτης, πού να μπλέκω”. Οι συνθήκες, όμως, το έφεραν».

«Με φώναξε το Εθνικό για να κάνω ένα νεοελληνικό έργο. Μου πρότειναν κάποια βραβευμένα σύγχρονα από αυτά που είχαν στη διάθεσή τους, αλλά δε με ικανοποίησε κανένα. Κάποια στιγμή, ένας φίλος μου είπε να ριξω μια ματιά στο έργο του Ξενόπουλου. Όταν λοιπόν το διάβασα, είδα έναν πυρήνα εκεί μέσα. Αυτόν της πολύ ακραίας βίας ανάμεσα στον πατέρα και την κόρη και το πώς το περιβάλλον συνθλίβει αυτό το κορίτσι. Είπα στον Λιβαθινό ότι θα το ανεβάσω, αλλά ότι θα του αλλάξω τα φώτα. Όπως και έγινε». 

Η «Στέλλα», όπως ο ίδιος την αποκαλεί, κέρδισε το χειροκρότημα. Κέρδισε έναν σταυρό για τον Γιάννη Νιάρρο, αυτόν του Δημήτρη Χορν. Κέρδισε το στοίχημα των απανωτών sold outs σε όποια σκηνή και αν ανέβει. Κέρδισε και ένα τσεκ απ για τον Στάθη Σταμουλακάτο, ή αλλιώς μία από τις ερμηνείες που κατάφερε να γίνει σημείο αναφοράς στο σύγχρονο ελληνικό θέατρο.

«Φωνάξαμε τον γιατρό του Εθνικού να τσεκάρει τον Στάθη ότι είναι εντάξει με την υγεία του. Η ιδέα μου ήταν μία χορογραφία ενός ανθρώπου που «χτυπιέται» και φέρεται σαν να παίζει σε ένα μονόλογο. Όλο αυτό που παρουσιάζει ο Στάθης επί σκηνής είναι μία έκρηξη που ο ίδιος πρότεινε. Κουβαλάει μέσα του πολλά, έχει αυτό το στοιχείο ούτως ή άλλως».

«Αυτό το έργο έχει πάρα πολλά επίπεδα, ανθρωπολογικό, κοινωνιολογικό, πολιτικό, ψυχολογικό, αισθητικό ακόμα και πολιτισμικό. Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, πώς εκφράζονται, πώς συμπεριφέρονται, πώς μιλάνε. Έχει 200 πράγματα ξέχωρα από τη βία. Η βία είναι το σχόλιο πάνω στο έργο». 

Γιάννης Οικονομίδης © Θανάσης Καρατζάς
© Θανάσης Καρατζάς

Όλα είναι επιλογές. Ναι, αλλά πώς στην ευχή καταφέρνει και ο κάθε χαρακτήρας του έχει ακριβώς –μα ακριβώς– το σουλούπι που θα θέλαμε να έχει. «Ο μεγάλος Ελίας Καζάν είχε πει ότι το μισό έργο είναι η καλή διανομή. Η οποία πρέπει, αμά τη εμφανίσει, να πείθει. Οπότε είμαι πάρα πολύ προσεκτικός και σοβαρός πάνω σε αυτό το θέμα. Τώρα το πώς τα καταφέρνω, τι να σου πω. Επιλέγω σίγουρα πρόσωπα τα οποία είναι γεμάτα, φέρνουν κάτι, έναν κόσμο, αν θες. Είναι αυτό που λέμε “αυτός έχει ψυχή”, “είναι γεμάτο το μάτι του”». 

Η Πόπη Τσαπανίδου, ή μάλλον η υπέροχη «τύπισσα» από το «Μικρό ψάρι» που στολίζει «λιμανιώτικα» τον Μουρίκη, αραχτή στην πολυθρόνα του, ήταν μία τέτοια επιλογή. 

«Θέλαμε μία πολύ ωραία γυναίκα με χαρακτήρα, τουπέ, τσαγανό και η Πόπη είναι έτσι μοιραία γυναίκα. Μου είχε κάνει κλικ από πιο παλιά και το στιλ της και η ομορφιά της και η ιστορία της, οπότε της το προτείναμε και εκείνη αποδέχθηκε την πρόκληση». 

Είναι άνθρωποι που έχει δει σε άλλες ταινίες ή παραστάσεις, άνθρωποι από την παρέα του «πολλές φορές» αλλά, όχι, στο δρόμο να δει κάποιον, να τον σταματήσει και να του πει «Μου κάνεις, σε θέλω για μία ταινία» δεν έχει συμβεί ακόμα. 
«Στην ταινία που κάνω τώρα οι μισοί τουλάχιστον είναι ερασιτέχνες».

Η ταινία που κάνει τώρα λέγεται «Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς». «Αν την περιγράφαμε λίγο με όρους imdb θα λέγαμε crime, drama, romance και εγώ θα προσθέσω και με πολύ πολύ μαύρο χιούμορ, κατάμαυρο, βιτριολικό. Το είπα αγγλικά γιατί στα ελληνικά πώς να το πω; “Μία κωμικοτραγωδία εγκληματικής φύσης” ή μήπως “παραφύσης;”». Σε εκείνο το σημείο, ο κομψός γυάλινος τοίχος που κοσμούσε τη μέχρι τότε συζήτησή μας υπέστη την πρώτη του σημαντική ρωγμή: Γέλασε. Με κοίταξε λίγο σαν να μην περίμενε ούτε ο ίδιος αυτή την εξέλιξη ή σαν να μου έκανε σπόιλερ από τη συνέχεια της συνέντευξης, και ξανασοβάρεψε.   

«Είναι γυρισμένη στη Λαμία και στα πέριξ και πρόκειται για μία ιστορία πολλών προσώπων και των παθών τους, των εγκλημάτων τους, του έρωτα. Έχω βάλει πάρα πολλούς χαρακτήρες εκ των οποίων οι μισοί είναι ερασιτέχνες. Αυτό είναι ένα καινούργιο μου τόλμημα για το οποίο είμαι πάρα πολύ περήφανος. Είναι άνθρωποι κανονικοί, πολλοί από αυτούς είναι και φίλοι μου από την παρέα, οι οποίοι το “πάνε το γράμμα”». Ξαναγέλασε.

Ειδήσεις από το Μέλλον
Η ταινία κατά πάσα πιθανότητα θα βγει στις αρχές της καινούργιας σεζόν και, φυσικά μέσα στο καστ της έχει τον Βαγγέλη Μουρίκη ο οποίος «συμμετέχει παίζοντας έναν μικρό μεν ρόλο αλλά πολύ χαρακτηριστικό». Όσο για το Θέατρο, όπως με ενημέρωσε θα ξαναδούμε, αλλά όχι ακόμα. Και, ναι, φυσικά, πάλι θα είναι ένα δικό του έργο.

Γιάννης Οικονομίδης, σκηνοθέτης – η αρχή
Όταν ήταν μικρός, ήθελε να γίνει ζωγράφος. Η Καλών Τεχνών όμως του έμεινε απωθημένο, αφού πέρασε στη Νομική Αθηνών. Η Σχολή Κινηματογράφου «βρέθηκε στα πόδια του» σύμφωνα με το λεγόμενά του, γιατί απλά ήθελε να παρατήσει τη Νομική. «Δεν υπήρχε περίπτωση να τελειώσω αυτή τη σχολή» θα μου πει λίγο αργότερα. Άφησε την Κύπρο και ήρθε στην Ελλάδα να σπουδάσει. 

«Με το που πάτησα το πόδι μου στην Ελλάδα, ένιωσα ότι είμαι στο σπίτι μου. Είναι φοβερή αυτή η αίσθηση. Εντάξει, για εμάς ή τέλος πάντων για ένα κομμάτι Κυπρίων, η Ελλάδα είναι μία μεγάλη ιστορία, μία μεγάλη υπόθεση. Είναι το κέντρο μας». Κάνει μία παύση. «Υπάρχουν οι Κύπριοι με την ελληνική συνείδηση και οι Κύπριοι με την κυπριακή συνείδηση, αλλά πάμε παρακάτω τώρα, αυτά είναι δικά μας». Ξαναγέλασε. Αυτή τη φορά δεν εξέπληξε τον εαυτό του, ούτε εμένα. Ήταν μία πίστα που είχαμε ήδη ξεκλειδώσει. 

Τον ρώτησα εάν τον ενδιέφερε ποτέ το εξωτερικό. Με αφόπλισε με ένα «ποτέ δεν είχα την έγνοια της καριέρας στο κεφάλι μου. Δεν αντιμετώπισα ποτέ τον εαυτό μου ως επαγγελματία σκηνοθέτη που θα ανοίξει τα φτερά του και θα, θα, θα». Έκανε ένα άνοιγμα με τα χέρια και έπειτα σαν να ένιωσε άβολα παριστάνοντας τον αετό τα κατέβασε και μου είπε μία ιστορία για τους γονείς του που τον υποστήριξαν αφού πρώτα έπεσαν από τα σύννεφα. «Μετά το πρώτο σοκ που έπαθαν οι γονείς μου μαθαίνοντας ότι άφησα τη Νομική, οι άνθρωποι ήταν δίπλα μου. Μου έλεγαν να πάω στην Αγγλία να σπουδάσω ή κάπου στο εξωτερικό. Ωστόσο εγώ ένιωθα ότι ήθελα να μείνω εδώ για να μάθω τους ανθρώπους, τη χώρα, σε βάθος. Πράγμα το οποίο, μετά, εξαργυρώθηκε στις ταινίες μου. Δεν το μετάνιωσα ποτέ, λοιπόν. Δεν το μετάνιωσα γιατί όλη μου η δουλειά και όλο αυτό που δίνω είναι πάνω σε αυτό που λέγεται Ελλάδα και Έλληνας».

«Η αφετηρία μου είναι η σύγχρονη Ελλάδα και ο σύγχρονος Έλληνας». 


«Είμαι εδώ ταγμένος. Εδώ είναι ο κόσμος μου. Να, είδες το παλικάρι τι χαρά είχε πάρει για το τι έχουμε κάνει. Αυτή είναι η μοίρα μας. Πρέπει στην τελική αυτή η χώρα να έχει και κάποιους ανθρώπους οι οποίοι θα είναι οι καλλιτέχνες της και θα μιλάνε για τους συνανθρώπους, την κοινωνία, την καθημερινότητά της».

«Δεν έχουν όλοι την τάση να φεύγουν, δεν είναι αλήθεια αυτό».

«Είναι σαν να λέμε ότι ο Άκης Πάνου ο μακαρίτης θα έφευγε να πάει να γράψει αλλού. “Να ανοίξει τα φτερά του”. Μα, πώς θα γίνει αυτό; Αφού είναι τόσο δεμένο το όνομά του με την Ελλάδα». 

«Υπάρχει φυσικά και το είδος της Μόνικα και των Socrates. Οκ, όλα παίζουν απλά το ‘“έξω” είναι πολύ έξω από μένα». 

Στιγμιαία σκέφτηκα το ενδεχόμενο να βρίζει στα αγγλικά ή σε κάποια άλλη γλώσσα. Το μοιράστηκα μαζί του και γέλασε. Μετά σοβάρεψε προβληματισμένος. «Τώρα είναι η πρώτη φορά που ασχολούμαι σοβαρά με τη μετάφραση και δίνω πολλή προσοχή από την αρχή. Εντάξει, δεν μεταφράζονται όλες οι βρισιές. Οι υπότιτλοι ξέρεις, είναι για να τους διαβάζεις και να πηγαίνεις παρακάτω». 

Μερικοί αγαπημένοι συγγραφείς. Οι Ρώσοι, ο Φλωμπέρ, ο Μπόρχες και ο Σάμπατο με επηρέασαν πολύ. Από Έλληνες, ο Κωστής Παπαγιώργης «πολύ», ο Γιώργος Ιωάννου, ο Χατζής, η Ζυράννα Ζατέλη. 

Διάσπαρτα «Σπιρτόκουτα»: Τα Βραβεία του. «Δεν έχω πάρει πολλά, μη φαντάζεσαι», απαντά πριν καν ολοκληρώσω την πρόταση «έχεις πάρει πολλά βραβεία». «Δεν ισχύει αυτό που λες, αλήθεια σου λέω». 

Για τον Γιάννη Οικονομίδη τα βραβεία κάνουν τη ζωή σου πιο εύκολη στην επόμενή σου δουλειά. «Αυτός ο οποίος όμως παραμυθιάζεται ότι τα βραβεία αυτά καθεαυτά του δίνουν αξία, είναι μαλάκας. Το ’χει χάσει». Την πραγματική αξία στη δίνει η κοινωνία, η κοινότητα και ο χρόνος. Γιατί τα βραβεία σήμερα είναι και αύριο δεν τα θυμάται κανένας. «Βλέπουμε και ταινίες που έχουν πάρει Χρυσό Φοίνικα και σήμερα δεν βλέπονται». 

Και ύστερα, ξεκινήσαμε να μιλάμε για τη διαχρονικότητα. «Το μυστήριο της καλλιτεχνικής έκφρασης είναι ένα περίεργο πράγμα. Αυτό το “τι αντέχει στο χρόνο”, “από τι υλικό πρέπει να είναι φτιαγμένο το έργο τέχνης για να αντέξει στο χρόνο”».

«Θεωρώ ότι πρέπει να έχει αλήθεια, ψυχή, αίμα, ιδρώτα, πώς να στο πω να έχει κάτι μυστικό με την έννοια του υπερβατικού. Ένα πράγμα που υπάρχει στο διηνεκές και ξεπερνάει μέχρι και το χρόνο». 

«Αυτό όμως επιβεβαιώνει ότι η τέχνη αξίζει τον κόπο. Ότι μπορεί, όντως, αυτή η ανθρώπινη έκφραση να είναι υψηλού επιπέδου και να έχει νόημα».  

Γιάννης Οικονομίδης © Θανάσης Καρατζάς
Γιάννης Οικονομίδης © Θανάσης Καρατζάς

Αναφορικά τώρα με την λεγόμενη «πίστα της αγοράς», πιστεύει ότι ο κόσμος θα πίνει για πάντα κοκακόλα. «Ο ελληνικός κινηματογράφος δεν είναι σε πολύ καλό επίπεδο. Απλά, παίρνει βραβεία και περγαμηνές έξω. Τη σχέση του όμως με την κοινωνία δεν την έχει βρει ακόμα. Είναι πάρα πολύ μακριά από αυτό. Και δεν εννοώ τις τηλεοπτικές κωμωδίες που κάνουν εισιτήρια ή τα μελοδράματα του Παπακαλιάτη». 

«Το θέατρο έχει ένα κοινό και το κοινό αυτό δείχνει ρισπέκτ». 

Ερώτηση Box Office: Αυτό που θέλουν να βλέπουν οι Έλληνες
«Είναι δύσκολο να απαντηθεί στο σύγχρονο κόσμο, αφού το θέμα δεν είναι τι θέλουν να βλέπουν οι Έλληνες ή οι Αμερικάνοι ή ο κάθε ανθρωπάκος αυτού του κόσμου. Το θέμα είναι τι θέλουν οι ενδιάμεσοι να βλέπει ο κόσμος. Γιατί πια, η δουλειά μας περνά από πολλούς ενδιάμεσους και πολλές φορές από πονηρούς ενδιάμεσους, κατευθυνόμενους ενδιάμεσους». 

«Αν τα Φιλαράκια έπρεπε να ψάξεις για να τα βρεις ή να πληρώσεις για να τα βρεις, τότε μάλλον δεν θα τα συζητούσαμε τώρα. Στον σύγχρονο κόσμο τον πρώτο λόγο τον έχουν οι ενδιάμεσοι οι οποίοι αποφασίζουν πριν από σένα για σένα τι θα δεις, τι θα σκεφτείς, πώς θα μιλήσεις, ποια θα είναι τα πρότυπά σου, ποιον θα γαμήσεις. Όλα διαμορφώνονται από μία στρατιά που, πια, κατευθύνει σε επικίνδυνο βαθμό τις κοινωνίες». 

Οι φαν του
Πάρα πολλοί φυλακισμένοι και πάρα πολλοί αστυνομικοί ξέρουν τις ταινίες του απέξω, θα παραδεχτεί και θα γελάσει. «Συζητούσαμε με τον Βαγγέλη Μουρίκη τις προάλλες και γελάγαμε,  ότι από όλα αυτά που μας έχουν συμβεί στο δρόμο, σε ρεπεράζ κτλ, έχουμε ανακαλύψει ότι υπάρχουν δύο μεγάλες ομάδες που είναι μεγάλοι φαν των ταινιών: Οι αστυνομικοί και οι κρατούμενοι των φυλακών. Ένα περίεργο πράγμα». 

Γιάννης Οικονομίδης, άνθρωπος – η συνέχεια
Στον ελεύθερό του χρόνο, γράφει το επόμενο σενάριο. Βλέπει ταινίες, όχι σειρές. Και πηγαίνει σε διάφορες κοινωνικές «υποχρεώσεις». Η ζωή του παραδέχεται ότι έχει αλλάξει από τότε που ήρθε το παιδί. «Δεν μπορώ καν να δω μια ταινία. Άσε που τα έχει σπάσει όλα ο μικρός και την τηλεόραση και το dvd. Είναι δύσκολο πια, σινεμά πάω μια φορά στο τόσο». 

Ένα πράγμα δεν έχει αλλάξει: Το καφενείο με τους φίλους. «Αυτό δεν το αλλάζω με τίποτα. Είναι ένα τελείως ελληνικό χαρακτηριστικό αλλά και ουσιαστικό για να φορτώσεις μπαταρίες. Το καφενείο είναι μεγάλη ιστορία, εκεί γίνονται όλες οι διεργασίες. Πολιτικά, το ένα, το άλλο. Πηγαίνω δύο τρεις ώρες τη μέρα να δω τους φίλους μου». 
«Η φιλία είναι μεγάλο πράγμα για μένα, είναι δεύτερη οικογένεια».
«Μεγαλώνοντας βαραίνεις». 
«Παλιά που είχα και τη συνήθεια της εφημερίδας, πήγαινα μόνος μου για καφέ». 
«Στο εξωτερικό ο κόσμος είναι πιο χαμένος γι’ αυτό βγαίνει μόνος του. Εδώ, εντάξει, δε λέω, ξέρω κόσμο που πηγαίνει μόνος του σε ένα μπαρ αλλά για πόσο να καταφέρει να μείνει μόνος του; Λίγο πολύ τους ξέρεις όλους. Είναι έτσι η φύση της χώρας. Ακόμα και τη δεύτερη φορά που θα πας σε ένα μπαρ θα τους ξέρεις όλους εκεί». 

Πρωταγωνιστής ποτέ
Ακολουθεί χαλαρός διάλογος που θα μπορούσε να γίνεται σε καφενείο με ενδιάμεσά μας ένα τάβλι και δύο ελληνικούς καφέδες, ο δικός του διπλός.
- Έχεις συνεργαστεί με αξιόλογους σκηνοθέτες με την ιδιότητα του ηθοποιού.
- Θα μου πεις για τον Φατίχ;
- Ναι.
- Ναι, καλός είναι. Την είδες την ταινία; (σ.σ.: Αναφέρεται στο «Μαζί ποτέ» στο οποίο και συμμετείχε)
- Ναι. Θα μου λύσεις μία απορία; Με αυτό το παρουσιαστικό, πώς γίνεται να μην έχεις ακόμη αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο;
- Δεν μου έχουν προτείνει πρωταγωνιστικό ρόλο. 
- Δεν το πιστεύω αυτό. 
- Όχι ρε, αλήθεια, κανένας. Μόνο ο φίλος μου ο Φωκίωνας Μπόγρης, που έκανε τώρα την ταινία του, με ήθελε για ένα μεγάλο δεύτερο ρόλο που τελικά πήρε τον Σταμουλακάτο γιατί είχα την ταινία. Για να γίνεις πρωταγωνιστής πρέπει κάποιος να στο προτείνει. Δεν πας μόνος σου. Θέλω να φτιάχνω εγώ τη μοίρα μου, ίσως γι’ αυτό να μην έγινα και ηθοποιός. 

Ένα μότο (του). «Δεν έχει σημασία να κάνεις κάτι μεγάλο. Να φας τη ζωή σου, να τη ρημάξεις προσπαθώντας να κάνεις κάτι μεγάλο. Σημασία έχει να κάνεις κάτι. Να είσαι δημιουργικός ακόμα και αν κάνεις κάτι μικρό. Το χειρότερο είναι να μην κάνεις τίποτα. Αυτό που έχει νόημα είναι να κάνεις κάτι που θα σε κρατάει ζωντανό. Όχι θέλω να φτιάξω τον Παρθενώνα ή θέλω να κάνω τον Νονό. Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ και να είμαι δημιουργικός και να είμαι μάχιμος και να βρίσκω το μέτρο. Αυτό είναι το πλαίσιο, τόσο μπορώ. Σημασία έχει να σηκωθούμε από την καρέκλα και τον καναπέ». 

Υ.Γ. Ένας από τους λόγους που επέλεξα αυτό το επάγγελμα ήταν γιατί με όλα του τα στραβά σου δίνει την ευκαιρία να γνωρίσεις ανθρώπους, όπως ο Γιάννης Οικονομίδης.   

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ