Βιβλιο

«Ρου» της Κιμ Τούι: Καλημέρα, Βιετνάμ

Μεταιχμιακές εικόνες μιας ζωής που φύτρωσε στη Σαϊγκόν και άνθισε στο Μόντρεαλ, με μικρές ενέσιμες εικόνες μιας ποιητικής πεζογραφίας

aris-sfakianakis.jpg
Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 790
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Ρου» της Κιμ Τούι, εκδόσεις Άγρα

Αναγνώστης με αιτία: Ο Άρης Σφακιανάκης γράφει για το βιβλίο «Ρου» της Κιμ Τούι, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.

Ψιλόβρεχε εκείνο το πρωινό που στεκόμασταν με τον φίλο μου και συνταξιδιώτη Μάκη έξω από το μαυσωλείο του Χο Τσι Μινχ (Εκείνος που φωτίζει) στο Ανόι. Είχαμε πάρει θέση στο τέλος μιας μακριάς ουράς από μαθητές, φοιτητές αλλά και ενήλικες σκεβρωμένους από τον χρόνο, που είχαν έρθει από διάφορα μέρη του Βιετνάμ να τιμήσουν τον ηγέτη εκείνον που οδήγησε στην απελευθέρωση του Βορείου Βιετνάμ αλλά δεν έζησε να  δει την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από τον Νότο. Την πτώση της Σαϊγκόν δεν την είδε. Δεν ατένισε τα δεκάδες πλοιάρια που φορτωμένα συμπατριώτες του απέπλεαν στη  θάλασσα του Σιάμ για να αποφύγουν την έλευση των κομμουνιστών.

Τώρα κείτονταν στο καλά στιλβωμένο φέρετρό του, σε μια εξέδρα τριγυρισμένη από μια μαρμάρινη τάφρο για να μην νοτίζουν το ταριχευμένο σώμα του οι μολυσμένες πνοές των πληβείων. Είχε γίνει λαμπρή δουλειά από τον ταριχευτή. Ο «θείος Χο», όπως τον φώναζαν καλοκάγαθα οι πιστοί του, έμοιαζε έτοιμος να σου μιλήσει κι ας ήταν βυθισμένος σε μια ζεν σιωπή. Πάνω σε κείνο το κερωμένο πρόσωπο σα να έβλεπες  να περνάει σε μια στιγμή ολόκληρη η τελευταία εποχή του Βιετνάμ.

Ακόμη καλύτερα αντιλαμβάνεσαι εκείνα το χρόνια διαβάζοντας το βιβλίο της Κιμ Τούι, «Ρου». Αυτή η 53 ετών συγγραφέας εγκατέλειψε τη χώρα της μαζί με τους γονείς της και χιλιάδες άλλους μετανάστες προς τη Γη της Επαγγελίας – που δεν ήταν άλλη από την Αμερική (η ίδια κατέληξε στον Καναδά). Πάνω τους, μέσα τους, γύρω τους, κουβαλούσαν όσα κοσμήματα ή χρήματα μπόρεσαν να πάρουν στο φευγιό τους. Κάποιοι από αυτούς τους θησαυρούς χάθηκαν στην πορεία. Έμειναν οι αναμνήσεις από τον απωλεσθέντα παράδεισο της παιδικής ηλικίας.

Αυτές τις μεταιχμιακές εικόνες μιας ζωής που φύτρωσε στη Σαϊγκόν και άνθισε στο Μόντρεαλ μας μεταφέρει η Βιετναμέζα συγγραφέας, με μικρές ενέσιμες εικόνες μιας ποιητικής πεζογραφίας που πραγματικά συγκινεί με τα αρώματα που αναδίδουν οι λέξεις της (τα εύσημα στη μεταφράστρια Δάφνη Κιούση).

Ιδού ένα απόσπασμα από το βιβλίο που νομίζω ότι αποδίδει –για μένα τουλάχιστον– το κλίμα που θα συναντήσετε διαβάζοντάς το:

«Κάθε Κυριακή πήγαινα στην όχθη μιας λίμνης με νούφαρα στα περίχωρα του Ανόι, όπου υπήρχαν πάντοτε δυο ή τρεις γυναίκες με κυρτωμένες πλάτες, με τρεμάμενα χέρια που, καθισμένες στο βάθος μιας στρόγγυλης βάρκας, μετακινούνταν πάνω στο νερό με τη βοήθεια ενός κονταριού για να τοποθετήσουν φύλλα τσαγιού μέσα στ’ ανθισμένα νούφαρα. Επέστρεφαν την επομένη για να τα συλλέξουν, ένα ένα, προτού τα πέταλα μαραθούν και αφού τα φυλακισμένα φύλλα είχαν απορροφήσει το άρωμα απ’ τους υπέρους κατά τη διάρκεια της νύχτας. Μου έλεγαν πως κάθε φύλλο τσαγιού διατηρούσε έτσι την ψυχή αυτών των εφήμερων ανθών».

Θα ήθελα πολύ να δοκιμάσω ένα τέτοιο τσάι. Από την άλλη, εγώ είμαι του καφέ. Και δηλώνω για μια ακόμη φορά ότι ο καλύτερος καφές που έχω δοκιμάσει στον κόσμο ήταν αυτός στο Βιετνάμ. Τον αναπολώ, όπως αναπολώ ήδη τις σελίδες αυτού του βιβλίου.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ