Βιβλιο

Μια νέα πεζογράφος αναμετριέται με την απώλεια και το κενό

Πολλά από τα κείμενά της Κλαυδιανού παρακολουθούν έναν συνειρμό στις πιο ανοίκειες διακλαδώσεις του

popa.jpg
Κατερίνα Σχινά
ΤΕΥΧΟΣ 724
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
thumbnail_1-b.jpg

Μια κριτική για το βιβλίο της Αγγελίνας Κλαυδιανού «Όταν φυσάει», εκδ. Στερέωμα

Στα κείμενα της Αγγελίνας Κλαυδιανού (γεν. 1992) φυσάει δυνατά, κάνει κρύο. Ο ουρανός είναι απειλητικός, άλλοτε βαρύς και υγρός, άλλοτε καυτός∙ τσουρουφλίζει το δέρμα, καίει τα μάτια, ξεραίνει το λαιμό, βουβαίνει το στόμα. 

Ο κόσμος είναι σκληρός σαν ατσάλι, αφιλόξενος, «πύρινος». Κάτω από αυτόν τον εχθρικό θόλο, οι άνθρωποι, αμνήμονες ή προγραμματισμένοι, ουρανοβάτες ή κομπάρσοι, κηφήνες ή χτίστες (τέτοιες ιδιότητες προσδίνει στους αφηρημένους χαρακτήρες που εποικούν τις σελίδες της η νεαρή συγγραφέας) πορεύονται σε μια χωρίς νόημα ύπαρξη. Στον ερημότοπο των αποκαλυπτικών τοπίων που σκιαγραφεί η Κλαυδιανού, η ζωή αποτυπώνεται στην έσχατη, γυμνή πραγματικότητά της. Δεν έχει εδώ καμιά σημασία η ιστορική συγκυρία, η κοινωνική θέση∙ ο άνθρωπος είναι μόνος, αντιμέτωπος με τον αδυσώπητο χρόνο, εντοιχισμένος στην φυλακή της υποκειμενικότητάς του. 

Πότε πότε εισβάλλει στα αφηγήματα αυτά και μια αγγελική παρουσία, ένας εκπεσών θεός. Είναι οι στιγμές που η  συγγραφέας τείνει προς μια σχεδόν θρησκευτική αναζήτηση – όχι για να αγγίξει, ασφαλώς, κάποιο θεό, αλλά για να προσεγγίσει μια διάσταση του ανέκφραστου. Επιχειρώντας να αποτυπώσει, στα κείμενά της, τη  χαμένη αίσθηση του κοσμικού δέους και του αρχέγονου άγχους, διατρανώνει την ανάγκη για νόημα – όμως αυτό διαρρέει ακατάπαυστα, αποστεγνώνοντας τη ζωή, καταδικάζοντάς την στην στειρότητα και την αποξένωση.

Το βάρος της μοναξιάς, της απομόνωσης και της αδυναμίας του ατόμου για επαφή, της καθυπόταξής του σε εξευτελιστικές, εξωτερικές πιέσεις ή και στις εξίσου εξευτελιστικές, εσωτερικές πιέσεις που το οδηγούν στην παραισθητική πρόσληψη του αντικειμενικού κόσμου και στην αμφισβήτηση της ίδιας του της ταυτότητας, διαπερνά όλες τις ιστορίες της Αγγελίνας Κλαυδιανού, είτε αυτές έχουν να κάνουν με περιπλανώμενους, παρίες και πένητες, είτε με αστρονόμους ενός αλλοτινού καιρού και παιδιά που πετούν, είτε με αδιέξοδους έρωτες κάτω από το χαμηλό ταβάνι των διαψευσμένων προσδοκιών. Μυθικά, αλληγορικά, ονειρικής ποιότητας στοιχεία συναρμόζονται στα διηγήματά της∙ πολλές φορές και ο ρυθμός της αφήγησης θυμίζει παραμύθι. Όμως οι ιστορίες της δεν είναι αλληγορίες, γιατί δεν έχουν τίποτε να πουν ή να διδάξουν. Δεν είναι καν μυθοπλασίες, γιατί σκοπός της είναι να προβάλλει μια ψυχολογική αλήθεια με όρους ποιητικούς, να μεταδώσει μέσα  από ποιητικές εικόνες την γκροτέσκα, διαθλασμένη και οξυμένη εικόνα ενός κόσμου που έχει διασαλευτεί, έχει εξαρθρωθεί, ίσως έχει παραφρονήσει. Πράξεις στερημένες από κάθε κίνητρο, χαρακτήρες αδιάκοπης ρευστότητας, αλλεπάλληλα γεγονότα τοποθετημένα σαφώς έξω από τον χώρο της έλλογης εμπειρίας στοιχειώνουν τα γραπτά της∙ τα πάντα εκτυλίσσονται μέσα σε αλλόκοτα, μυστηριώδη τοπία, σε μιαν ατμόσφαιρα ανεπίλυτης αγωνίας, συχνά αποτροπιαστική. 

Αγγελίνα Κλαυδιανού,  Όταν Φυσάει, εκδόσεις Στερέωμα
Πολλά από τα κείμενά της Κλαυδιανού παρακολουθούν έναν συνειρμό στις πιο ανοίκειες διακλαδώσεις του∙ άλλα μοιάζουν υπαγορευμένα από ένα μετεφηβικό, θα λέγαμε, άγχος μπροστά στην αναπόφευκτη είσοδο στην ενηλικότητα, που φαντάζει ξένη και εχθρική∙ από τον πόνο για μια αδιευκρίνιστη απώλεια, που ίσως να μην είναι παρά η εδεμική σταθερότητα της παιδικής ηλικίας. Ο Κάφκα γνέφει στον αναγνώστη πίσω από τις ακριβείς, λεπτομερείς περιγραφές εφιαλτικών ονείρων ή έμμονων ιδεών από τις οποίες βρίθουν οι σελίδες της, από τις ζωομορφικές της αναπαραστάσεις, από τις ιλιγγιώδεις περιπλανήσεις των ηρώων της, χωρίς καθοδηγητικό νήμα, σ’ έναν ακατανόητο λαβύρινθο. Πότε πότε, αφουγκράζεται κανείς έναν απόηχο από το θέατρο του παραλόγου –οι θεατρικές σπουδές της ίσως παίζουν εδώ κάποιο ρόλο– όπου «τίποτα δεν είναι πιο πραγματικό από το τίποτα». Ας πούμε, λοιπόν, όπως και ο Ιονέσκο όταν κάποτε κλήθηκε να μιλήσει για το θέατρό του, ότι τα αφηγήματά της είναι παιχνίδι με τις λέξεις, παιχνίδι με τις σκηνές, συγκεκριμενοποίηση των συμβόλων, με στόχο την “αποκάλυψη του τερατώδους” είτε σε καταστάσεις χωρίς πρόσωπα, είτε στα πρόσωπα που ενυπάρχουν μέσα μας. Η πεζογραφία της, αντι-θεματική, αντι-ιδεολογική, αντι-ρεαλιστική, γίνεται έτσι ένα όργανο ανασκαφής των πιο κρυφών μας φόβων. Η τόλμη με την οποία παραμερίζει την κουρτίνα του προφανούς για να ξεκλέψει μια ματιά στο υπαρξιακό σκοτάδι, η ευαισθησία με την οποία μιλάει για την αλλοτρίωση, την απώλεια και το κενό υπόσχονται πολλά για το συγγραφικό της μέλλον.      

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ