Βιβλιο

Βερολινέζικο ρέκβιεμ

Έπαιξε μπιλιάρδο με τον David Bowie. Έτρωγε στο διπλανό τραπέζι με τον Rainer Fassbinder...

karathanos.jpg
Δημήτρης Καραθάνος
ΤΕΥΧΟΣ 419
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
33182-75002.jpg

Έπαιξε μπιλιάρδο με τον David Bowie. Έτρωγε στο διπλανό τραπέζι με τον Rainer Fassbinder. Μοιράστηκε νύχτες με τον Dennis Hopper και τον Francis Bacon, περιπλανήθηκε με τη Nico, υπήρξε επιστήθιος φίλος του Αλέξη Ακριθάκη, συναναστράφηκε θρύλους και βίωσε από τα μέσα την εξπρεσιονιστική κοσμογονία του Βερολίνου που κορυφώθηκε με την έκθεση «Zeitgeist», το 1982. Τίποτα από όσα αναφέρουμε δεν αποτελεί μυθοπλασία. Στην περίπτωση του Πέτρου Αυλίδη και του νέου βιβλίου του, «Σοφέρ» (εκδόσεις Γαβριηλίδης), η τέχνη αντιγράφει ξεκάθαρα τη ζωή.

Ο Πέτρος Αυλίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1955, τέλειωσε την ιατρική το 1979 και μετακινήθηκε απευθείας στο Βερολίνο, όπου ειδικεύτηκε και κατόπιν προσελήφθη σε ψυχιατρική κλινική. Δουλεύοντας τα πρωινά, κοιμώμενος τα απογεύματα και ζώντας στο μάξιμουμ τις νύχτες, ο νεαρός γιατρός έγινε γρήγορα μέλος του μποέμικου κύκλου του ζεύγους Ακριθάκη και της ιδιότυπης ανθρωπογεωγραφίας του εστιατορίου «Fofi’s», αποτελούμενης από καλλιτέχνες, ηθοποιούς, σκηνοθέτες, γκαλερίστες και επιμελητές, δανδήδες, τυχοδιώκτες και εκκεντρικούς κάθε είδους. Ο «Σοφέρ» αποτελεί το πυρετώδες, gonzo χρονικό μιας εποχής που συνδύασε παροξυσμική καλλιτεχνική δραστηριότητα, ξέφρενο νυχτερινό ρυθμό και το διχασμένο πολιτικό κλίμα της γερμανικής μητρόπολης προ της πτώσης του Τείχους. Πρόκειται για το τρίτο έργο του συγγραφέα, που σήμερα ζει μεταξύ Αθήνας και Φολέγανδρου, με εμβόλιμα ταξίδια στο προσφιλές του Βερολίνο. Τον συναντήσαμε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.

nΤο βιβλίο σας ξεκινά με ένα σπουδαίο στιγμιότυπο, αναφέρομαι στο επεισόδιο της νύχτας της 9ης Νοεμβρίου 1989, όταν ενώ το Τείχος πέφτει και όλοι συρρέουν δυτικά, εσείς και η παρέα σας κινείστε ανατολικά, «κόντρα στο ρεύμα», κατευθυνόμενοι στην άλλη πλευρά του παραπετάσματος. Υπάρχει κάποιος συμβολισμός πίσω από την εικόνα;

Πρόκειται για ασυνείδητη επιλογή, η οποία εκ των υστέρων μου άρεσε και εμένα. Η ιδέα ήταν το βιβλίο να αρχίζει και να τελειώνει με την πτώση του Τείχους. Όντως έτσι είχαμε περάσει πάντως τη νύχτα της 9ης Νοεμβρίου, αν και αρχικά δεν είχα σκεφτεί τον συμβολισμό και τη βαρύτητα του περιστατικού.

Το «Berlin» του Lou Reed σας έδωσε την πρώτη γεύση του Βερολίνου. Ήσασταν είκοσι και κάτι, τέλη του εβδομήντα, μια εποχή περί της οποίας αναφέρετε πως «η θλίψη και η παρακμή ήτανε της μόδας». Θα λέγατε πως σας έστειλε το ροκ στο Βερολίνο, σαν τόσους και τόσους, που τους εξώθησε σε αποκοτιές η μουσική;

Ναι και όχι. Δεν ήταν το συγκεκριμένο άλμπουμ εκείνο που πυροδότησε την επιθυμία, ήταν όμως ένα από τα διάφορα στοιχεία της εποχής, τα οποία λειτούργησαν σαν μοχλός, που έβαλε σε κίνηση την ιδέα του Βερολίνου. Την περίοδο εκείνη, το Βερολίνο ήταν σε εμάς γνωστό από το Τείχος. Και επειδή ήταν μια έντονα κινητική εποχή στο επίπεδο των ιδεών, ιδιαίτερα στην Αριστερά, και επειδή το Τείχος ήταν το πρόβλημα της Αριστεράς, η πόλη κατείχε σημαντική υπόσταση στη ζωή μας. Από την άλλη, το ίδιο το Τείχος έδινε υλικό για κατασκοπικές ταινίες, προσέδιδε μια αύρα μυστηρίου. Στην αστική μυθολογία συνέβαλαν επίσης ταινίες, όπως το «Καμπαρέ», στίχοι, διαβάσματα. Και καθώς όλοι οι νέοι είναι παραμυθιασμένοι, ένας συνδυασμός των παραπάνω κυοφόρησε το δικό μας παραμύθιασμα.

Λέτε πως τότε ήταν η θλίψη, η μυθολογία, το Τείχος. Τι πιστεύετε ότι στέλνει τους νέους στο Βερολίνο κατά ορδές τώρα;

Ας ξεκαθαρίσουμε καταρχήν ότι η θλίψη ενυπάρχει διαχρονικά στη νεότητα. Από την άλλη, δεν είμαι πια νέος και δεν ξέρω τι υποκινεί τους νέους σήμερα. Κάθε γενιά έχει δικούς της κώδικες, και εμείς κάνουμε πάντοτε ερμηνευτικά λάθη όταν προσπαθούμε να τους κατανοήσουμε. Το Βερολίνο είναι μια πόλη πολύ ζωντανή, εύκολη να τη ζήσεις και κυρίως φτηνή, εξακολουθεί να είναι η φτηνότερη μεγαλούπολη του δυτικού κόσμου. Προσφέρει πάρα πολλά με μικρό τίμημα, υπάρχει ενέργεια, είναι παράδεισος.

Πραγματοποιήσατε τρία αναγνωριστικά ταξίδια στο Βερολίνο, και το 1980 ήσασταν ήδη μόνιμα εγκατεστημένος στην πόλη. Είναι λαθεμένη η εντύπωσή μου ότι από τότε εμφορούσασταν από ένα πνεύμα καλώς εννοούμενου τυχοδιωκτισμού συνδυαζόμενου με πρακτικό ορθολογισμό;

Είναι σωστό αυτό που λέτε, και χωρίς να έχω κάτι ενάντια στη λογική, ή χωρίς να αρνούμαι ότι με διέπει, θα προτιμούσα να ερμηνεύσω τις πράξεις μου πιο μεταφυσικά: είναι ίδιον του ζωδίου μου. Είμαι Τοξότης, και ο Τοξότης ακολουθεί τον πιο σύντομο δρόμο προς τον στόχο. Όταν μου μπαίνει κάτι στο μάτι, δε παρεκκλίνω της πορείας μου.  

Περνώντας στη γνωριμία σας με τον Ακριθάκη και τη σύζυγό του, Φώφη, στο εστιατόριο της Φαζάνενστράσε και τον τεράστιο κύκλο γνωριμιών που άνοιξε για εσάς εκεί, θα υπερβάλαμε λέγοντας πως η φιλία τους άλλαξε τη ζωή σας εκ βάθρων;

Θα έλεγα ότι ήταν καθοριστική σχέση. Μιλάμε για έναν κύκλο ανθρώπων που έβλεπαν και σκεφτόντουσαν αλλιώς, διέκριναν άλλα πράγματα στο ίδιο κάδρο. Οφείλω να μού αναγνωρίσω ότι ανοίχτηκα, δεν κλείστηκα, και μπόρεσα να έρθω μέσα από μια πολύ αβίαστη διαδικασία σε σύμπνοια με το διαφορετικό.

Εδώ ξεκινά και η από μέρους σας αφήγηση όλης της σκηνής του γερμανικού νεοεξπρεσιονισμού της δεκαετίας του ’80, που κορυφώθηκε με την έκθεση «Zeitgeist» του ’82. Μας εξοικειώνετε με τον Κίπενμπέργκερ, τον Κόμπερλινγκ, τον Λίπερτς, τον Μπάζελιτς, τον Χέντικε, το «Πάρις Μπαρ»,  στην Καντστράσε. Πώς επιγραμματίζετε εκείνη την ξεχωριστή περίοδο;

Έτυχε να πέσω επάνω στο κύμα, τη στιγμή ακριβώς που έσκαγε. Μιλάμε για ανθρώπους που τους έβλεπες πρότινος να παλεύουν να πουλήσουν κάποιο έργο για ένα χαρτζιλικάκι, και ξαφνικά πήγαινες σε μια γκαλερί γεμάτη από τα έργα τους, και τα έβλεπες να πωλούνται για χιλιάδες μάρκα και να φεύγουν όλα. Αυτό λοιπόν ήταν κάτι καινούργιο. Μιλάμε βέβαια για μια πόλη που ήταν από μόνη της εξπρεσιονιστικό τοπίο. Το Βερολίνο, από όπου και αν το έβλεπες, είτε μέρα, είτε νύχτα, είτε μέσα από αυτοκίνητο, από το τρένο που διέσχιζε μια γέφυρα, όλες του οι εικόνες ήταν εξπρεσιονιστικές. Δεν πιστεύω πως ήταν τυχαία η γέννηση του κινήματος στη Γερμανία. Ταίριαζε στην πόλη. Και το ίδιο το Τείχος δεν ήταν άλλωστε εξπρεσιονιστικό σαν συμβολισμός;

Τρώγατε δίπλα στον Φασμπίντερ. Είδατε τη Νίκο στο καφέ «Αινστάιν», και περάσατε μια νύχτα βολτάροντας με το αμάξι. Δειπνήσατε με τον Ντένις Χόπερ στο «Ιντερκοντινένταλ», ξεναγήσατε τον Μπέικον στο Βερολίνο. Αντιλαμβάνεστε το δέος που προκαλεί ο πλούτος των εμπειριών σας;

Αισθάνομαι τυχερός και χαρούμενος για τα όσα έζησα. Παραπάνω δεν έχει νόημα να πω. Κάθε άνθρωπος άλλωστε απομυθοποιείται στην κανονική του διάσταση. Την πιο δυνατή ανάμνηση από όλες τις γνωριμίες μου εξακολουθεί να την κατέχει ο Μπέικον. Δε μίλησε ούτε στιγμή για τέχνη, εξανθρωπίστηκε και επαναμυθοποιήθηκε στα μάτια μου εν μια νυκτί. Ο δε Ντένις Χόπερ, ήταν ένας άνθρωπος ιδιαίτερος. Έδειχνε ευάλωτος, μια φιγούρα που δεν μπορούσε να προστατευτεί από τον εαυτό της, αλλά γιατί να τον ψέξεις; Στο φινάλε όλοι με τον εαυτό μας έχουμε να κάνουμε.

Πόσο μεγάλο ρόλο έπαιζαν οι καταχρήσεις στην εικόνα που εισπράττατε από τις συναναστροφές σας; Οι ανάγκες των περισσοτέρων τους σε ψυχοτρόπες ουσίες ήταν διαρκείς.

Στην αρχή το σκεφτόμουν πολύ αυτό. Έχοντας μάλιστα και την ορμή του νεοφώτιστου, πίστευα ότι η εικόνα έφτανε σε εμένα παραμορφωμένη. Όσο όμως ζούσα μαζί τους, και όσο μάθαινα και τη δουλειά μου, με τα παρόμοια προβλήματά της, συνειδητοποιούσα ότι οι προσωπικότητες ήταν αμετάβλητες, απλά διέθεταν επιπλέον διαστάσεις. Τον Ακριθάκη πάντως δεν μπορώ να τον φανταστώ και διαφορετικά. Ήταν μονίμως έτσι.

Οι καταγραφές σας είναι λεπτομερέστατες, ανακαλείτε διαρκώς πρόσωπα, εικόνες, διαλόγους. Θα στοιχημάτιζε κανείς πως κρατούσατε ημερολόγιο, ωστόσο τονίζετε πως αποφεύγατε επιμελώς να γράφετε, ενώ η πρώτη γραφομηχανή περιήλθε στην κατοχή σας τον Μάρτιο του 1989, έπειτα από μια ανταλλαγή επιστολών με τον Λόρενς Ντάρελ.

Ήμουν τέρας μνήμης. Γενικότερα δεν έγραφα, δε φωτογράφιζα, δεν ζωγράφιζα, καμία σχέση δεν είχα με την καλλιτεχνική δημιουργία. Αποτύπωνα ωστόσο. Και μου εντυπώνονταν σκηνές.

Ενώ είστε ψυχίατρος και θα περίμενε κανείς το βιβλίο να βρίθει σχοινοτενών ψυχολογικών παρατηρήσεων, είναι πολύ λιτός και απροσχημάτιστος ο λόγος σας. Γιατί διαλέξατε αυτό το ύφος;

Καταρχάς όταν ξεκίνησα να γράφω ήθελα να κρατήσω το επάγγελμά μου έξω. Το καταστάλαγμα εμπειρίας της ψυχιατρικής μου ιδιότητας το έχω περάσει πολύ κρυμμένο, σε σημείο που ελάχιστοι το καταλαβαίνουν. Ένα από τα λίγα αποσπάσματα που συνοψίζει τις προσωπικές μου ιδέες είναι το, «όταν δε σε νοιάζονται είσαι πιο ελεύθερος».

Αναφέρεστε στις περιγραφές του Κρόιτσμπεργκ, αυτό που χαρακτηρίζετε «σύνορο με τους δίπλα». Ένα ενδεές σύμπαν χαμόσπιτων, εργοστασίων και ερειπίων. Εκφράζεστε τρυφερά για το περιβάλλον φτώχειας, στέκεστε στοργικά στη δημογραφία του, την αποτελούμενη από «ανέργους, τεμπέληδες, καλλιτέχνες βιοπαλαιστές, κυνηγημένους και προβληματικούς κάθε είδους, λαθρομετανάστες, λαθρέμπορους και μικροπωλητές παντός αγαθού και ποιότητας, οι οποίοι διακινούσαν τα πιο σκληρά ναρκωτικά: ιδέες και στιλ». Νιώθετε εγγύτερα στον ψυχισμό του φτωχού;

Αυτοί οι άνθρωποι βγάζουν μια άλλου είδους δυναμικότητα από εκείνη των εύπορων. Οι εκτός συστήματος χαρακτήρες διαθέτουν μια άλλη γοητεία, γιατί παλεύουνε να ζήσουν με το τίποτα. Οι Γερμανοί έχουν μια ενδιαφέρουσα λέξη για όλους αυτούς, τους αποκαλούνε «lebenskünstler». Καλλιτέχνες της ζωής.

Η σχέση σας με το διάβασμα ποια ήταν; Πέρα από τη λατρεία σας προς τον Ντάρελ και το «Αλεξανδρινό Κουαρτέτο» του;

Διάβαζα πολύ! Κάθε βράδυ. Ήταν αυτονόητο μέρος του προγράμματός μου. Μου συνέβαινε να γυρνάω σπίτι με αγωνία και ταραχή για να προλάβω να διαβάσω. Από τότε που άρχισα να γράφω όμως, δυστυχώς διέκοψα και την ανάγνωση.

Ποιοι άλλοι συγγραφείς σας επηρέασαν;

Συγγραφείς των οποίων το στιλ μου άρεσε και θεώρησα ότι μπορώ να εκφραστώ σωστά καθ’ ομοίωμά τους, ήταν οι Αμερικάνοι, ο Τσάντλερ και η συνομοταξία του νουάρ. Πολλούς τους διάβασα στα αγγλικά, απολαμβάνοντας τη δυνατότητα της αγγλικής γλώσσας για λιτή και άμεση εκφραστικότητα. Κάτι που η γερμανική δεν το προσφέρει. Ποτέ δεν θα μπορούσα να γράψω σαν τον Ντάρελ, ενώ το νουάρ αφομοιώθηκε στο γράψιμό μου.  

Εξ’ ού και η ιδιότυπη, τηλεγραφική γλώσσα; Οι εκφράσεις «τον κοιτάω με θριλ στο μάτι», «φουλ στην επινόηση», «φουλ στρες» «νορμάλ», «φλασάκι»; Μπολιάσατε νουάρ και δημοσιογραφικό gonzo προκειμένου να φτάσετε σε ένα προσωπικό ιδίωμα;

Πιστεύω ότι ο κάθε άνθρωπος ψάχνει έναν προσωπικό τρόπο έκφρασης. Επειδή δυστυχώς υποφέρουμε από έλλειψη εμπιστοσύνης, συνήθως βρίσκουμε καταφύγιο στο στιλ των άλλων. Των καταξιωμένων, εκείνων που απευθύνονται στο κοινό γούστο. Γι’ αυτό και καταλήγουμε να πιθηκίζουμε, χωρίς να αρέσουμε. Ενώ αντίθετα, όσο πιο σίγουρος νιώσεις με τον εαυτό σου, ακόμα και με τις ανεπάρκειές σου, τόσο γρηγορότερα θα αποκτήσεις ταυτότητα. Τον ποιητικό λυρισμό μπορεί προσωπικά να τον νιώθω, αλλά αδυνατώ να τον αποτυπώσω με λέξεις όπως οι άλλοι. Γι’ αυτό και προτιμώ να διατυπώσω κάτι γνήσιο, αποδεχόμενος την ανικανότητά μου. Αν εκφράσω το συναίσθημά μου με άλλο τρόπο στο μέλλον, αυτό μένει να το δούμε.

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ